Η τύφλωση του Κύκλωπα του Jan Styka |
Χαρά Νάστου
Μέσα στη σπηλιά του Κύκλωπα, φίλοι μου, ο Οδυσσέας ο πολύτροπος πολλούς συντρόφους χάνει και ο δρόμος στην πατρίδα του που οδηγεί θα πάρει μάκρος κι άλλο.
Μέσα στο λημέρι του τέρατος ο Οδυσσέας βρέθηκε από περιέργεια μόνο, όπως ο ίδιος αφηγείται στον Αλκίνοο, τον βασιλιά των Φαίακων. Απολαύστε, φίλοι μου, τη μακροσκελή, μα συναρπαστική ομηρική αφήγηση:
ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ του ΚΥΚΛΩΠΑ
«Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν΄ αργήσει, πήρε
φωτιά ν΄ ανάψει, κι ως μας ξέκρινε, τέτοια ρωτώντας είπε:
"Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες;
Ποιοι ΄στε; Δουλειά καμιά μην έχετε; για και γυρνάτε ως λάχει,
σαν τους κουρσάρους, μες στου πέλαγου τριγυρνούν και φέρνουν
κακό στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;"
Αυτά είπε, κι η καρδιά μας ράγισε· μας έπιασε τρομάρα
τέτοιο βαρύ γρικώντας μούγκρισμα, τέτοιο θεριό θωρώντας·
ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
φωτιά ν΄ ανάψει, κι ως μας ξέκρινε, τέτοια ρωτώντας είπε:
"Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες;
Ποιοι ΄στε; Δουλειά καμιά μην έχετε; για και γυρνάτε ως λάχει,
σαν τους κουρσάρους, μες στου πέλαγου τριγυρνούν και φέρνουν
κακό στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;"
Αυτά είπε, κι η καρδιά μας ράγισε· μας έπιασε τρομάρα
τέτοιο βαρύ γρικώντας μούγκρισμα, τέτοιο θεριό θωρώντας·
ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
"Αργίτες είμαστε· μισεύοντας από την Τροία, μας δείραν
στα πλάτη τ΄ άμετρα της θάλασσας λογής λογής ανέμοι.
Στα σπίτια μας να πάμε θέλαμε, μα πήραμε άλλες στράτες
και δρόμους άλλους, από θέλημα του Δία το δίχως άλλο.
.....................................................................................................
στα πλάτη τ΄ άμετρα της θάλασσας λογής λογής ανέμοι.
Στα σπίτια μας να πάμε θέλαμε, μα πήραμε άλλες στράτες
και δρόμους άλλους, από θέλημα του Δία το δίχως άλλο.
.....................................................................................................
Η ΙΚΕΣΙΑ του ΟΔΥΣΣΕΑ
«.....φτασμένοι εδώ, προσπέφτουμε στα γόνατά σου τώρα,
σαν ξένους αν μας καλοσκάμνιζες με αγάπη· ωστόσο κι άλλο
μπορούσες να μας δώσεις χάρισμα, στους ξένους ως ταιριάζει.
Σεβάσου τους θεούς, στα πόδια σου μας βλέπεις, αντρειωμένε·
τιμή στους ξένους πρέπει· αντάμα τους οδεύει ο Δίας ο ξένιος.
για να παιδεύει τους που αδίκησαν τον ξένο, τον ικέτη».
σαν ξένους αν μας καλοσκάμνιζες με αγάπη· ωστόσο κι άλλο
μπορούσες να μας δώσεις χάρισμα, στους ξένους ως ταιριάζει.
Σεβάσου τους θεούς, στα πόδια σου μας βλέπεις, αντρειωμένε·
τιμή στους ξένους πρέπει· αντάμα τους οδεύει ο Δίας ο ξένιος.
για να παιδεύει τους που αδίκησαν τον ξένο, τον ικέτη».
Η ΥΒΡΗ του ΚΥΚΛΩΠΑ
Ο Κύκλωπας ασεβεί, όταν αντί φιλοξενίας το θάνατο στους συντρόφους του Οδυσσέα φέρνει, προσβάλλοντας τον ιερό θεσμό και τ΄όνομα του Δία:
«Μυαλό δεν έχεις, ξένε, φαίνεται, για από μακριά θα φτάνεις
που τους θεούς μου λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους!
Μηδέ το Δία ψηφούν οι Κύκλωπες το βροντοσκουταράτο,
μηδ᾿ άλλο θεό κανένα, τι είμαστε πολύ τρανότεροί τους.
Αν δε θελήσω εγώ, δε θα ΄βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
σπλαχνιά καμιά· πολύ που μ΄ ένιαξε να μου χολιάσει ο Δίας!
Μα το καράβι σου που το άραξες το καλοσκαρωμένο;
Εδώ μαθές κοντά για απόμακρα; Για μίλα μου να ξέρω!"
που τους θεούς μου λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους!
Μηδέ το Δία ψηφούν οι Κύκλωπες το βροντοσκουταράτο,
μηδ᾿ άλλο θεό κανένα, τι είμαστε πολύ τρανότεροί τους.
Αν δε θελήσω εγώ, δε θα ΄βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
σπλαχνιά καμιά· πολύ που μ΄ ένιαξε να μου χολιάσει ο Δίας!
Μα το καράβι σου που το άραξες το καλοσκαρωμένο;
Εδώ μαθές κοντά για απόμακρα; Για μίλα μου να ξέρω!"
O Κύκλωπας επιτίθεται στο πλοίο του Οδυσσέα, του Jan Styka |
Η ΠΟΝΗΡΙΑ κι ο ΔΟΛΟΣ του ΟΔΥΣΣΕΑ
Ο Οδυσσέας σκέπτεται πώς να σώσει τον εαυτό του και τους συντρόφους του, να συνεχίσει το ταξίδι του γυρισμού, που είναι ο μέγας στόχος γι’ αυτόν και για τους άλλους που πήρανε το κάστρο τ’ αψηλό, τα πλούτια όλα της Τροίας:
«Με αυτά με ψάρευε, μα δούλευε και μένα ο νους περίσσια
κι είδηση επήρα κι έτσι απόκριση πονηρεμένη δίνω:
Ο Ποσειδώνας το πλεούμενο μας το ΄κανε κομμάτια
σε μια ακρινή γωνιά της χώρας σας στα βράχια ρίχνοντάς το,
οι πελαγίσιοι άνεμοι ως το ΄σπρωξαν και χτύπησε σε κάβο·
μονάχα εγώ κι αυτοί απ΄ το θάνατο γλιτώσαμε τον άγριο».
κι είδηση επήρα κι έτσι απόκριση πονηρεμένη δίνω:
Ο Ποσειδώνας το πλεούμενο μας το ΄κανε κομμάτια
σε μια ακρινή γωνιά της χώρας σας στα βράχια ρίχνοντάς το,
οι πελαγίσιοι άνεμοι ως το ΄σπρωξαν και χτύπησε σε κάβο·
μονάχα εγώ κι αυτοί απ΄ το θάνατο γλιτώσαμε τον άγριο».
Ο ΒΙΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ των ΣΥΝΤΡΟΦΩΝ του ΟΔΥΣΣΕΑ
«Είπα, κι εκείνος ο ανελέημονος δεν αποκρίθη λέξη,
μονάχα πάνω στους συντρόφους μου χιμάει και βάζει χέρι,
κι έπιασε δυο και τους κοπάνισε στη γης, κουτάβια ως να ΄ταν,
και τα μυαλά τους κάτω εχύθηκαν και μούσκεψαν το χώμα.
Μετά τους έκοψε, τους λιάνισε και σύνταζε το δείπνο,
και πήρε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, να τρώει χωρίς ν΄ αφήσει
τίποτα πίσω, σάρκες, κόκαλα, και σπλάχνα και μεδούλια.
μονάχα πάνω στους συντρόφους μου χιμάει και βάζει χέρι,
κι έπιασε δυο και τους κοπάνισε στη γης, κουτάβια ως να ΄ταν,
και τα μυαλά τους κάτω εχύθηκαν και μούσκεψαν το χώμα.
Μετά τους έκοψε, τους λιάνισε και σύνταζε το δείπνο,
και πήρε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, να τρώει χωρίς ν΄ αφήσει
τίποτα πίσω, σάρκες, κόκαλα, και σπλάχνα και μεδούλια.
ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ και ΔΕΗΣΗ
«Εμείς, θωρώντας τέτοιο αβάσταχτο κακό, στο Δία με θρήνους
τα χέρια υψώναμε· δε βλέπαμε μπροστά μας φως κανένα.
Κι ο Κύκλωπας, τα κρέατα ως έφαγε τ΄ ανθρωπινά κι ακράτο
ρούφηξε γάλα κι απογέμισε την άπατη κοιλιά του,
καταμεσός στ΄ αρνιά του εκοίτουνταν φαρδύς πλατύς στο σπήλιο».
τα χέρια υψώναμε· δε βλέπαμε μπροστά μας φως κανένα.
Κι ο Κύκλωπας, τα κρέατα ως έφαγε τ΄ ανθρωπινά κι ακράτο
ρούφηξε γάλα κι απογέμισε την άπατη κοιλιά του,
καταμεσός στ΄ αρνιά του εκοίτουνταν φαρδύς πλατύς στο σπήλιο».
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ του ΟΔΥΣΣΕΑ
«Εγώ για μια στιγμή μελέτησα στην πέρφανη καρδιά μου
να πάω κοντά, και με το χέρι μου να ψάξω, που το σκότι
του κρύβει η σκέπη να ΄βρω, κι έπειτα το κοφτερό σπαθί μου
να σύρω, να το μπήξω μέσα του· μα ευτύς αλλάζω γνώμη·
τι θα μας έβρισκε ακαρτέρευτος χαμός και μας στο σπήλιο.
Ποιος είχε χέρια τον ασήκωτο να ξεσαλέψει βράχο,
που εκείνος κλείνοντας απίθωσε στις αψηλές του πόρτες; Κι ως όλες τις δουλειές του ετέλεψε χωρίς ν΄ αργήσει, αρπάζει
δυο πάλε απ΄ τους δικούς μου συντρόφους και στρώθηκε στο δείπνο.
να πάω κοντά, και με το χέρι μου να ψάξω, που το σκότι
του κρύβει η σκέπη να ΄βρω, κι έπειτα το κοφτερό σπαθί μου
να σύρω, να το μπήξω μέσα του· μα ευτύς αλλάζω γνώμη·
τι θα μας έβρισκε ακαρτέρευτος χαμός και μας στο σπήλιο.
Ποιος είχε χέρια τον ασήκωτο να ξεσαλέψει βράχο,
που εκείνος κλείνοντας απίθωσε στις αψηλές του πόρτες; Κι ως όλες τις δουλειές του ετέλεψε χωρίς ν΄ αργήσει, αρπάζει
δυο πάλε απ΄ τους δικούς μου συντρόφους και στρώθηκε στο δείπνο.
1 βήμα σχεδίου:. Η ΜΕΘΗ του ΚΥΚΛΩΠΑ
«Κι εγώ τον Κύκλωπα σιμώνοντας κινούσα λόγια κι είπα,
καυκί κρατώντας μες στα χέρια μου, κρασί γεμάτο μαύρο:
«Κύκλωπα, εγεύτης σάρκα ανθρώπινη· για πιες κρασί από πάνω,
να μάθεις τι λογής φυλάγαμε πιοτό στο πλοίο μας μέσα.
Σπονδή για να σου κάμω το ΄φερνα, μπορεί να με λυπόσουν
και στην πατρίδα μου να μ΄ έστελνες· μα εσύ ξεφρενιασμένος
πια δε βαστιέσαι. Πώς αργότερα θα πει να σου ΄ρθει κι άλλος
απ΄ τους πολλούς ανθρώπους, άσπλαχνε, τέτοια ανομία που δείχνεις;»
καυκί κρατώντας μες στα χέρια μου, κρασί γεμάτο μαύρο:
«Κύκλωπα, εγεύτης σάρκα ανθρώπινη· για πιες κρασί από πάνω,
να μάθεις τι λογής φυλάγαμε πιοτό στο πλοίο μας μέσα.
Σπονδή για να σου κάμω το ΄φερνα, μπορεί να με λυπόσουν
και στην πατρίδα μου να μ΄ έστελνες· μα εσύ ξεφρενιασμένος
πια δε βαστιέσαι. Πώς αργότερα θα πει να σου ΄ρθει κι άλλος
απ΄ τους πολλούς ανθρώπους, άσπλαχνε, τέτοια ανομία που δείχνεις;»
Είπα, κι αυτός το δέχτη, το άδειασε και φράθηκε περίσσια,
τέτοιο κρασί να πιεί γλυκόπιοτο, και μου ζητούσε κι άλλο:
«Αν με αγαπάς, ακόμα δώσε μου, και πες μου τ΄ ονομά σου,
μα τώρα ευτύς, και συ χαρούμενος το δώρο σου να πάρεις.
Πλούσια είναι η γη μας, και στους Κύκλωπες απ΄ τις βροχές του Δία
δίνουν κρασί τα μεγαλόρωγα στ΄ αμπέλια μας σταφύλια·
μα ένα κρασί σαν τούτο, αθάνατο, μόνο οι θεοί το πίνουν!"
Είπε, κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα·
τρεις φορές του ΄δωκα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω.
τέτοιο κρασί να πιεί γλυκόπιοτο, και μου ζητούσε κι άλλο:
«Αν με αγαπάς, ακόμα δώσε μου, και πες μου τ΄ ονομά σου,
μα τώρα ευτύς, και συ χαρούμενος το δώρο σου να πάρεις.
Πλούσια είναι η γη μας, και στους Κύκλωπες απ΄ τις βροχές του Δία
δίνουν κρασί τα μεγαλόρωγα στ΄ αμπέλια μας σταφύλια·
μα ένα κρασί σαν τούτο, αθάνατο, μόνο οι θεοί το πίνουν!"
Είπε, κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα·
τρεις φορές του ΄δωκα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω.
2ο βήμα:. ΤΟ ΟΝΟΜΑ, που ευφυώς χρησιμοποίησε ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ
«Σαν είδα το κρασί στου Κύκλωπα τα φρένα να ΄χει ανέβει,
γλυκομιλώντας του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
"Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομά μου·
θα το ΄χεις, μα και συ που ΄ταξες να μου χαρίσεις δώρο!
Κανένας τ΄ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.»
Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
"Θ᾿ αφήσω τον Κανένα ολόστερνο να φάω· πιο πριν τους άλλου
γλυκομιλώντας του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
"Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομά μου·
θα το ΄χεις, μα και συ που ΄ταξες να μου χαρίσεις δώρο!
Κανένας τ΄ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.»
Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
"Θ᾿ αφήσω τον Κανένα ολόστερνο να φάω· πιο πριν τους άλλου
Η ΥΒΡΗ του ΟΔΥΣΣΕΑ
Μετά τη μέθη, φίλοι μου, ακολουθεί το 3ο βήμα, η τύφλωση του Κύκλωπα.
Η έξοδος του Οδυσσέα και των συντρόφων του από τη σπηλιά υλοποιείται μαζί με το κοπάδι του Κύκλωπα, καθώς όσοι απόμειναν προσδέθηκαν κάτω από τις κοιλιές των προβάτων και βγήκαν μαζί τους από τη σπηλιά.
Οταν βρέθηκαν σε απόσταση ασφαλείας ο Οδυσσέας διαπράττει την ΥΒΡΗ:
Η έξοδος του Οδυσσέα και των συντρόφων του από τη σπηλιά υλοποιείται μαζί με το κοπάδι του Κύκλωπα, καθώς όσοι απόμειναν προσδέθηκαν κάτω από τις κοιλιές των προβάτων και βγήκαν μαζί τους από τη σπηλιά.
Οταν βρέθηκαν σε απόσταση ασφαλείας ο Οδυσσέας διαπράττει την ΥΒΡΗ:
«Μα σύντας τόσο αλάργα βρέθηκα, που να μου ακούν το λάλο,
με λόγια αγγιχτικά στον Κύκλωπα φωνάζω λέγοντάς του:
"Κιοτής δεν ήταν ο άντρας, Κύκλωπα, που να του φας ζητούσες
με αγριότη ανήμερη τους συντρόφους στη βαθουλή σπηλιά σου.
Οι τόσες αδικίες σου, ανέσπλαχνε, θα σ΄ έβρισκαν μια μέρα —
συ που δεν ντράπηκες τους ξένους σου μες στο δικό σου σπίτι να φάς· γι΄ αυτό κι ο Δίας κι οι επίλοιποι θεοί σου το πλέρωσαν».
με λόγια αγγιχτικά στον Κύκλωπα φωνάζω λέγοντάς του:
"Κιοτής δεν ήταν ο άντρας, Κύκλωπα, που να του φας ζητούσες
με αγριότη ανήμερη τους συντρόφους στη βαθουλή σπηλιά σου.
Οι τόσες αδικίες σου, ανέσπλαχνε, θα σ΄ έβρισκαν μια μέρα —
συ που δεν ντράπηκες τους ξένους σου μες στο δικό σου σπίτι να φάς· γι΄ αυτό κι ο Δίας κι οι επίλοιποι θεοί σου το πλέρωσαν».
Ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα μόνος, χωρις συντρόφους, του Jan Styka |
Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ επιφέρει την ΥΒΡΗ του ΟΔΥΣΣΕΑ
«Είπα, κι ως πιότερο του φούντωσε στα στήθη η οργή, ξεκόβει
ενός βουνού τρανού το ακρόκορφο και κατά μας το ρίχνει·
κι έπεσε ομπρός στο γαλαζόπλωρο καράβι μας ο βράχος,
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα.
Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι
καταστεριάς το πλοίο μας το ΄σπρωξε το κύμα αναγυρνώντας,
κι απ΄ το αντιμάμαλο καθίσαμε στον άμμο αθέλητά μας.
Μα τότε εγώ μακρύ φουχτώνοντας κοντάρι σπρώχνω πέρα,
και στα κουπιά να πέσουν πρόσταζα τους άλλους, γνέφοντάς τους
με το κεφάλι, να γλιτώσουμε την άγρια ετούτην ώρα·
κι αυτοί μπροστά ρίχτηκαν όλοι τους και τα κουπιά δουλεύαν.
ενός βουνού τρανού το ακρόκορφο και κατά μας το ρίχνει·
κι έπεσε ομπρός στο γαλαζόπλωρο καράβι μας ο βράχος,
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα.
Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι
καταστεριάς το πλοίο μας το ΄σπρωξε το κύμα αναγυρνώντας,
κι απ΄ το αντιμάμαλο καθίσαμε στον άμμο αθέλητά μας.
Μα τότε εγώ μακρύ φουχτώνοντας κοντάρι σπρώχνω πέρα,
και στα κουπιά να πέσουν πρόσταζα τους άλλους, γνέφοντάς τους
με το κεφάλι, να γλιτώσουμε την άγρια ετούτην ώρα·
κι αυτοί μπροστά ρίχτηκαν όλοι τους και τα κουπιά δουλεύαν.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ επιμένει στην ΠΡΟΚΛΗΣΗ
Εκτός από την πρόκληση και την ύβρη του ήρωά μας, στο απόσπασμα που ακολουθεί αξίζει να προσέξετε, φίλοι μου, πώς αποδομείται από τον Κύκλωπα το δέμας, η ομορφιά και η δύναμη του Οδυσσέα, μια που το σωματικό μέγεθος είναι το μόνο κριτήριο του γιγάντιου μονόφθαλμου και μετά αόμματου Κύκλωπα:
«Μα σύντας πια το κύμα σκίζοντας διπλιάσαμε το δρόμο,
ως πάλι να μιλήσω εγύρευα του Κύκλωπα, οι σύντροφοι
άλλος αλλούθε με τριγύριζαν, πραγά αντισκόφτοντας με:
«Κεφάλι αγύριστο, τον άσπλαχνο τι θες κι αγγρίζεις άντρα;
Πριν λίγο βράχο μας σφεντόνισε, και γύρισε τα πίσω
καταστεριάς το πλοίο μας, κι είδαμε το Χάρο με τα μάτια.
Αν άκουε τώρα αυτός τα λόγια μας ξανά και τις φωνές μας,
μ΄ ενα αγκαθόβραχου θα ΄ριχνε, τόσου πάει, δικό μας
κεφάλι δε θαπόμενε άσπαστο κι ουδέ του πλοίου μαδέρι!»
ως πάλι να μιλήσω εγύρευα του Κύκλωπα, οι σύντροφοι
άλλος αλλούθε με τριγύριζαν, πραγά αντισκόφτοντας με:
«Κεφάλι αγύριστο, τον άσπλαχνο τι θες κι αγγρίζεις άντρα;
Πριν λίγο βράχο μας σφεντόνισε, και γύρισε τα πίσω
καταστεριάς το πλοίο μας, κι είδαμε το Χάρο με τα μάτια.
Αν άκουε τώρα αυτός τα λόγια μας ξανά και τις φωνές μας,
μ΄ ενα αγκαθόβραχου θα ΄ριχνε, τόσου πάει, δικό μας
κεφάλι δε θαπόμενε άσπαστο κι ουδέ του πλοίου μαδέρι!»
Τέτοια μου λέγαν, μα την πέρφανη δε λόγιζαν καρδιά μου,
μόν΄ άλλη μια φορά του φώναξα με μανιασμένα σπλάχνα:
μόν΄ άλλη μια φορά του φώναξα με μανιασμένα σπλάχνα:
"απ΄ τους θνητούς ανθρώπους, Κύκλωπα, κανείς αν σε ρωτήσει
τέτοια δουλειά ποιος σου ΄κανε άσκημη και σου ΄βγαλε το μάτι,
να πεις πως ο Οδυσσέας σε τύφλωσεν, ο καστροπολεμίτης
γιος του Λαέρτη, και το σπίτι του θα το ΄βρει στην Ιθάκη!"
τέτοια δουλειά ποιος σου ΄κανε άσκημη και σου ΄βγαλε το μάτι,
να πεις πως ο Οδυσσέας σε τύφλωσεν, ο καστροπολεμίτης
γιος του Λαέρτη, και το σπίτι του θα το ΄βρει στην Ιθάκη!"
Σαν είπα τούτα, εκείνος βόγγηξε κι αυτά μου απηλογήθη:
"Αλί μου, τα παλιά μοιρόγραφτα με βρίσκουν όλα τώρα!
Ζούσε ένας μαντολόγος όμορφος, τρανός στα μέρη τούτα,
κι ήταν που γιός του Ευρύμου, ο Τήλεμος, στη μαντοσύνη ο πρώτος,
που εδώ μαντολογώντας γέρασε, στη χώρα των Κυκλώπων
αυτός και τούτα μου προφήτεψε πως θα γενούν μια μέρα,
απ΄ του Οδυσσέα τα χέρια κάποτε πως θα᾿ χανα το φως μου.
Μα πάντα εγώ έναν άντρα πρόσμενα να φτάνει στο νησί μας
κι όμορφος να ΄ναι κι αψηλόκορμος, περίσσια αντρεία ζωσμένος·
και τώρα ετούτος ο κοντούτσικος, ο ψόφιος, ο χαμένος,
το μάτι μου ΄βγαλε, θολώνοντας με το κρασί το νου μου!
Μα έλα, Οδυσσέα, κοντά μου γύρισε, να σε φιλοκονέψω
και να γυρέψω καλοστράτισμα για σε απ΄ τον Κοσμοσείστη,
που πέτεται πως είναι κύρης μου, κι εγώ πως είμαι γιος του.
Αυτός, αν το ΄θελε, θα με ΄γιαινε — κανένας άλλος όμως
απ΄ τους τρισμάκαρους αθάνατους και τους θνητούς ανθρώπους.»
Ζούσε ένας μαντολόγος όμορφος, τρανός στα μέρη τούτα,
κι ήταν που γιός του Ευρύμου, ο Τήλεμος, στη μαντοσύνη ο πρώτος,
που εδώ μαντολογώντας γέρασε, στη χώρα των Κυκλώπων
αυτός και τούτα μου προφήτεψε πως θα γενούν μια μέρα,
απ΄ του Οδυσσέα τα χέρια κάποτε πως θα᾿ χανα το φως μου.
Μα πάντα εγώ έναν άντρα πρόσμενα να φτάνει στο νησί μας
κι όμορφος να ΄ναι κι αψηλόκορμος, περίσσια αντρεία ζωσμένος·
και τώρα ετούτος ο κοντούτσικος, ο ψόφιος, ο χαμένος,
το μάτι μου ΄βγαλε, θολώνοντας με το κρασί το νου μου!
Μα έλα, Οδυσσέα, κοντά μου γύρισε, να σε φιλοκονέψω
και να γυρέψω καλοστράτισμα για σε απ΄ τον Κοσμοσείστη,
που πέτεται πως είναι κύρης μου, κι εγώ πως είμαι γιος του.
Αυτός, αν το ΄θελε, θα με ΄γιαινε — κανένας άλλος όμως
απ΄ τους τρισμάκαρους αθάνατους και τους θνητούς ανθρώπους.»
Η ΥΒΡΗ του ΟΔΥΣΣΕΑ
«Σαν είπε τούτα, εγώ του φώναξα κι απηλογιά του δίνω:
"Μακάρι να μπορούσα να᾿ παιρνα και τη ζωή σου τώρα,
στον Κάτω Κόσμο να κατέβαινες νεκρός, ως είναι αλήθεια
πως δεν το γιαίνει πια το μάτι σου μηδέ κι ο Κοσμοσείστης!»
"Μακάρι να μπορούσα να᾿ παιρνα και τη ζωή σου τώρα,
στον Κάτω Κόσμο να κατέβαινες νεκρός, ως είναι αλήθεια
πως δεν το γιαίνει πια το μάτι σου μηδέ κι ο Κοσμοσείστης!»
Η ΕΥΧΗ και η ΑΡΑ του ΚΥΚΛΩΠΑ
«Της Γης αφέντη γαλαζόχαιτε, για δώσε, Ποσειδώνα,
αν πέτεσαι πως είσαι κύρης μου κι εγώ είμαι γιος σου αλήθεια,
πατρίδα πια ο καστροπολέμαρχος να μη χαρεί Οδυσσέας,
του Λαέρτη ο γιος, που ΄χει τα σπίτια του χτισμένα στην Ιθάκη.
Μα αν τους δικούς του η Μοίρα του ΄γραψε να ιδεί και να γυρίσει
στο αρχοντικό του το καλόχτιστο, στη γη την πατρική του,
να φτάσει καν με δίχως συντρόφους, αργά, συφοριασμένος,
σε άρμενο ξένο, και στο σπίτι του να βρει τυράννια κι άλλα!»
αν πέτεσαι πως είσαι κύρης μου κι εγώ είμαι γιος σου αλήθεια,
πατρίδα πια ο καστροπολέμαρχος να μη χαρεί Οδυσσέας,
του Λαέρτη ο γιος, που ΄χει τα σπίτια του χτισμένα στην Ιθάκη.
Μα αν τους δικούς του η Μοίρα του ΄γραψε να ιδεί και να γυρίσει
στο αρχοντικό του το καλόχτιστο, στη γη την πατρική του,
να φτάσει καν με δίχως συντρόφους, αργά, συφοριασμένος,
σε άρμενο ξένο, και στο σπίτι του να βρει τυράννια κι άλλα!»
Η νύφη Λευκοθέα (Ινώ) σώζει τον Οδυσσέα του Jan Styka |
Η ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ του ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ
«Σαν είπε τούτα, ο Γαλαζόχαιτος τον άκουσε που ευκήθη·
κι ο Κύκλωπας που τρανότερο στα χέρια ασκώνει βράχο
και τον πετάει στρουφογυρνώντας τον με φόρα γιγαντένια.
Ξοπίσω από το γαλαζόπλωρο καράβι πέφτει ο βράχος,
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα».
κι ο Κύκλωπας που τρανότερο στα χέρια ασκώνει βράχο
και τον πετάει στρουφογυρνώντας τον με φόρα γιγαντένια.
Ξοπίσω από το γαλαζόπλωρο καράβι πέφτει ο βράχος,
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα».
Η ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ του ΔΙΑ
Ο ΔΙΑΣ αρνείται τη θυσία στον Οδυσσέα γιατί δε σεβάστηκε, δε λόγιασε τον αδελφό του, το θεό της θάλασας, το σείστη Ποσειδώνα:
«Πια τέλος στο νησί σα φτάσαμε, κει που είχαν όλα μείνει
τ΄ άλλα μας πλοία τα καλοκούβερτα................
.......μόλις εφτάσαμε, καθίσαμε στον άμμο το καράβι·
πρώτα εμείς βγήκαμε από τ΄ άρμενο το βαθουλό στον άμμο,
μετά του Κύκλωπα όξω βγάλαμε τ΄ αρνιά, κι εκεί αρχινάμε
τη μοιρασιά, για να ΄χει φεύγοντας καθένας το δικό του.
Διαλέγουν κι οι αντρειωμένοι σύντροφοι για μένα το κριάρι,
όξω από τ΄ άλλα αρνιά που εμοίραζαν κι εγώ στο Δία το σφάζω,
στην αμμουδιά, το μαυροσύγνεφο, που όλον τον κόσμο ορίζει,
και τα μεριά του καίω· μα αλίμονο, την προσφορά μου εκείνος
δεν αποδέχτη, μόνο ελόγιαζε το πώς θ΄ αφανιζόνταν
όλα τα πλοία τα καλοκούβερτα κι οι γκαρδιακοί συντρόφοι»
τ΄ άλλα μας πλοία τα καλοκούβερτα................
.......μόλις εφτάσαμε, καθίσαμε στον άμμο το καράβι·
πρώτα εμείς βγήκαμε από τ΄ άρμενο το βαθουλό στον άμμο,
μετά του Κύκλωπα όξω βγάλαμε τ΄ αρνιά, κι εκεί αρχινάμε
τη μοιρασιά, για να ΄χει φεύγοντας καθένας το δικό του.
Διαλέγουν κι οι αντρειωμένοι σύντροφοι για μένα το κριάρι,
όξω από τ΄ άλλα αρνιά που εμοίραζαν κι εγώ στο Δία το σφάζω,
στην αμμουδιά, το μαυροσύγνεφο, που όλον τον κόσμο ορίζει,
και τα μεριά του καίω· μα αλίμονο, την προσφορά μου εκείνος
δεν αποδέχτη, μόνο ελόγιαζε το πώς θ΄ αφανιζόνταν
όλα τα πλοία τα καλοκούβερτα κι οι γκαρδιακοί συντρόφοι»
Η ύβρη του Οδυσσέα, φίλοι μου, στοίχισε σ’ αυτόν και τους συντρόφους .έναν περιπετειώδη γυρισμό, που οξύνεται συνεχώς και μετατρέπεται σε νέες περιπέτειες.
Ο καπνός από τα τζάκια της Ιθάκης θ’ αργήσει να φανεί.
Η τιμωρία είναι σκληρή, μα όχι θανάσιμη , φίλοι μου, για τον Οδυσσέα, γιατί η ύβρη του ήταν η αντίδραση στη βαρβαρότητα και ασέβεια του Κύκλωπα.
Ο Ποσειδώνας, ο πατέρα του Πολύφημου, ανέλαβε τη μεγάλη, καταιγιστική, πολυκύμαντη τιμωρία για τον ήρωά μας...
Ο καπνός από τα τζάκια της Ιθάκης θ’ αργήσει να φανεί.
Η τιμωρία είναι σκληρή, μα όχι θανάσιμη , φίλοι μου, για τον Οδυσσέα, γιατί η ύβρη του ήταν η αντίδραση στη βαρβαρότητα και ασέβεια του Κύκλωπα.
Ο Ποσειδώνας, ο πατέρα του Πολύφημου, ανέλαβε τη μεγάλη, καταιγιστική, πολυκύμαντη τιμωρία για τον ήρωά μας...
ΈΡΡΩΣΘΕ και ΧΑΙΡΕΣΘΕ, Μυθολόγοι!
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.