Κάθε Σάββατο ο μπαμπάς σου και μπαμπάς μας πίνουν μαζί καφέ.
Πάντα τον λέγαμε «μπαμπά», έχει τα ίδια μάτια με την αδερφή μου και μας έμεινε.
Συζητάνε πως δεν είσαι καλά. Κανείς δε μου λέει τι έχεις, όσο και αν ρωτάω.
Έχω καιρό να σε δω. Τελευταία φορά ήταν το χειμώνα, ήσουν στο κέντρο, έβγαλες βόλτα το σκύλο και πέρασες να μου πεις ένα «γεια». Μια μέρα νόμιζα σε είδα, γυρνούσα από τον οφθαλμίατρο με κολλύριο στα μάτια, έβλεπα θολά. Τελικά δεν ήσουν εσύ, ήταν ένας άγνωστος με το σκύλο του και εγώ σας μπέρδεψα, μοιάζατε πολύ.
Μήνες τώρα θέλω να σε πάρω τηλέφωνο να βγούμε για μια βόλτα, να σε δω.
Ήθελα να σου ζητήσω να μου μάθεις ηλεκτρική κιθάρα, αφού είσαι γαμάτος σε αυτό.
Όλο το αμελώ, από αύριο σε αύριο και πάντα το ξεχνάω.
Ιούλιος, έχεις γενέθλια και το είχα ξεχάσει, η ώρα πέρασε και σκέφτηκα να έρθω αύριο από το σπίτι να σου ευχηθώ, να πιούμε καφέ και να γελάσουμε.
Ξάπλωσα, γυρνούσα συνεχώς αλλά ύπνο δεν είχα. Κάπου στις έξι παρά το πρωί με πιάνουν τα κλάματα. Tι γίνεται ρε αδερφέ;
Ξημέρωσε, οχτώ παρά το πρωί. Χτυπάει το σταθερό του σπιτιού, η μαμά σηκώνεται με το ζόρι, πονάει πολύ η μέση της. Την ακούω που φωνάζει και σχεδόν κλαίει. Πετάγομαι από το κρεβάτι και τρέχω στο σαλόνι.
Το βλέμμα της παγερό, «ο Ψ. έφυγε», μου λέει.
«Τι λες ρε μάνα, ποιος έφυγε, τι έγινε;»
«Ο Ψ. μας μωρό μου.»
Μπαίνω στο δωμάτιο και ντύνομαι, τρέχω προς το μαγαζί. Ο μπαμπάς μου με κοιτάει σοκαρισμένος. Είχε πάρει τα κλειδιά από το αμάξι και ετοιμαζόταν να έρθει στο νοσοκομείο να σε δει.
«Θα έρθω κι εγώ» του λέω.
«Προσπάθησε να ηρεμήσεις και μετά» μου απαντάει.
Βάζουμε μπρος και ξεκινάμε. Φτάνουμε, πατάει το -1. Η ταμπέλα λέει «Νεκροτομείο».
Θόλωσα, «τι έκανες, ρε μαλάκα, γιατί είσαι εδώ;»
Αστυνομία απ' έξω και ένας ιατροδικαστής. Δε με αφήνουν να μπω μέσα ρε αδερφέ, γιατί ;
Φεύγουμε για το σπίτι σου. Ανεβαίνω τις σκάλες και νιώθω ένα ψύχος να με διαπερνάει.
Κόσμος στα μαύρα παντού.
Τι γίνεται γαμώτο; Ανεβαίνω στο δωμάτιο σου, δεν είσαι εκεί, σε ψάχνω.
Έλα έξω να σου πω «χρόνια πολλά» μωρέ.
Με πιάνουν από το χέρι και με κατεβάζουν στο σαλόνι.
Δεν έχω καταλάβει, έχεις γενέθλια, γιατί είναι όλοι έτσι; Τρελοί είναι;
Ο μπαμπάς σου με παίρνει αγκαλιά, μου λέει να ηρεμήσω και να βγω έξω να πάρω αέρα.
«Έλα Παναγία μου, πού μπλέξαμε, να σε δω θέλω, γιατί να πάω βόλτα;»
Η ώρα περνάει και εσύ δεν είσαι πουθενά. Το κινητό σου επάνω στο γραφείο. Πάλι πήγες να πάρεις τσιγάρα; Πολύ καπνίζεις, κόψ? το επιτέλους.
Δυο άντρες ανεβαίνουν στο σπίτι, κάτι στήνουν στην άκρη του σαλονιού.
Πηγαίνουν πάλι κάτω, τους ακούω να ξεφυσάνε. Προσπαθούν να ανεβάσουν κάτι επάνω.
Κάτι ξύλινο φαίνεται στην άκρη της σκάλας. Ωπα, μισό, τι είναι αυτό;
Όχι, δεν μπορεί. Τι κάνεις εκεί μέσα ρε, σήκω πάνω να βγούμε έξω να γιορτάσουμε, 22 γίνεσαι.
Όσο κι αν θέλουμε και σου το λέμε, εσύ δεν ψήνεσαι να σηκωθείς.
Κάθομαι απέναντι σου και σε κοιτάω, είμαι σίγουρη πως θα ξυπνήσεις. Κοιμάσαι βαριά και δε μας ακούς. «Σήκω ρε μαλάκα»,σου λέω, «μη μου σπας τα νεύρα, θα παίξουμε σφαλιάρες όπως όταν ήμασταν μικρά άμα δε μου κάνεις τη χάρη να ξυπνήσεις».
Όλοι μιλάνε για το πόσο καλός άνθρωπος είσαι, για το πόσο κόσμο έχεις βοηθήσει. Αυτό να κάνεις, να συνεχίσεις να βοηθάς αυτούς που σε έχουν ανάγκη.
Βάζουν γαρύφαλλα γύρω σου. Μια στιγμή ρε παιδιά, δεν είμαστε στα μπουζούκια, χαλαρώστε.
Έρχομαι δίπλα και χαϊδεύω το κεφάλι σου. Είναι παγωμένο και τα χείλη σου χλωμά. «Πάλι αρρώστησες ρε τρελέ; Δεν προσέχεις καθόλου;»
Όσο σε κοιτούσα, τόσο βούρκωνα. Έλα μωρέ, τα ψυχολογικά μου είναι πάλι, μια χαρά είμαι.
Βγαίνω έξω και ψάχνω στο τηλέφωνο με μανία το αγόρι μου, έλα ρε, τον φίλο σου. Μιλάτε συνέχεια στο skype, ναι ναι αυτόν λέω.
Έφυγες του λέω και αυτός μέσα στον ύπνο παλεύει να καταλάβει τι γίνεται. Τα μαζεύει και γυρνάει Κοζάνη. Όλοι οι παιδικοί μας φίλοι παράτησαν τις διακοπές και γύρισαν για 'σένα.
Πήγε πέντε και σε βάζουν σε ένα αμάξι. «Πάμε στην εκκλησία», μου λένε καθώς φεύγουμε.
Είσαι στη μέση, οι φίλοι μας είναι δίπλα σου πιασμένοι χέρι-χέρι. Οι παπάδες κάτι ψέλνουν.
Έχω βγει έξω και καπνίζω με μανία το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Κάποιος μου μιλάει, δεν τον ακούω, τα αυτιά μου βουΐζουν και τα μάτια μου είναι θολά. Οι ψαλμωδίες τελείωσαν. Πάλι στο αμάξι με πάνε, βαρέθηκα το πέρα δώθε σήμερα.
Νεκροταφείο μπροστά μας και τέσσερις τύποι σε κουβαλάνε στους ώμους.
Σε βάζουν μέσα σε έναν τάφο. Όχι ότι νιώθεις βέβαια.
Έλα ρε μπαγάσα, άνοιξε τα μάτια σου να τους τρομάξουμε όλους. Να, σαν εκείνο το καλοκαίρι όταν ήμασταν παιδιά που με τρόμαζες με τα χταπόδια, με έκανες να τρέχω στη μαμά και στον μπαμπά. Έλα, κάν? το και τώρα μπας και γελάσουμε.
Σε σκεπάζουν και ρίχνουν επάνω σου κρασί. Τι κρασί ρε, αφού εσένα η μπίρα σου αρέσει. Κάτσε και όταν φύγουν όλοι θα πάω να φέρω μια εξάδα να πιούμε μαζί.
Κλείνουν το φέρετρο και ένας ένας περιμένει να σου ρίξει χώμα. «Καλό παράδεισο», ψελλίζουν. Αφού είσαι άγγελος επί γης ρε παλικάρι μου, τι παράδεισο λένε αυτοί;
Γυρνάμε σπίτι, έχω ξαπλώσει στον καναπέ. Όλη η οικογένεια με κοιτάει και εγώ αγναντεύω το άπειρο. Μου μιλάνε, δεν απαντάω.
Φεύγω, κλείνομαι στο δωμάτιο και σου μιλάω, σε βρίζω.
«Παλιόμαλάκα, γιατί γαμώτο σου; Έλα εδώ άμα σου βαστάει ρε να σου ρίξω μια να πάρει μπρος το μυαλό σου. Όχι αδερφέ μου, δεν το εννοώ. Έλα εδώ να κάτσουμε να μιλήσουμε, να μου εξηγήσεις. Δε θα έκανα ποτέ κάτι που θα σε ενοχλούσε. Αφού σ'αγαπάω ρε βλάκα. Σαν αδερφός μου είσαι.»
Δεν μπορώ να σηκωθώ, φοβάμαι. Μη με ρωτάς τι, δεν ξέρω ούτε και εγώ. Το μυαλό μου παίζει παιχνίδια. Προσπαθεί να με κάνει να πιστέψω ότι έφυγες.
Μέρες, εβδομάδες, μήνες και τώρα χρόνος. Δυο-τρεις φορές ήρθα στο μνήμα σου, ώρες σου μιλούσα. Και εσύ ρε γομάρι ούτε μου απαντάς. Μη βαριέσαι να μιλήσεις, έλα, πες μου, πώς περνάς;
Σε θυμάμαι, κάθε μέρα, κάθε βράδυ γυρνάς στο μυαλό μου. Δεν έφυγες ποτέ, είσαι εδώ το ξέρω.
Δε σε βλέπω στα όνειρά μου, ίσως να φοβάμαι αυτά που έχεις να μου πεις. Θα περιμένω όμως, κάποια στιγμή να 'ρθεις και να συζητήσουμε για όλα.
Ένας χρόνος και σχεδόν δύο μήνες. Μη φοβάσαι, δε σε ξεχνάω. Ξέρω πως με προσέχεις, όπως όλους μας. Εκεί πάνω τουλάχιστον είναι καλύτερα και διάλεξες εκείνο τον κόσμο από αυτόν;
Κάτι θα ξέρεις. Πάντα ξέρεις.
Ίσως εκεί να ανήκεις.
Πλέον κάθομαι και ακούω τη «μπανανιά», σε σκέφτομαι και κρυφόγελάω μόνη μου με το τραγούδι.
Κράτα μια θέση και για εμάς, όταν τα χρόνια περάσουν και γεράσω θα έρθω να σε βρω.
Να έχεις έτοιμη μπίρα ή καφέ, θα έχω πολλά να σου πω τόσο καιρό μετά.
Για σένα μπαγάσα, να προσέχεις και να περνάς καλά.
mindthetrap
Πάντα τον λέγαμε «μπαμπά», έχει τα ίδια μάτια με την αδερφή μου και μας έμεινε.
Συζητάνε πως δεν είσαι καλά. Κανείς δε μου λέει τι έχεις, όσο και αν ρωτάω.
Έχω καιρό να σε δω. Τελευταία φορά ήταν το χειμώνα, ήσουν στο κέντρο, έβγαλες βόλτα το σκύλο και πέρασες να μου πεις ένα «γεια». Μια μέρα νόμιζα σε είδα, γυρνούσα από τον οφθαλμίατρο με κολλύριο στα μάτια, έβλεπα θολά. Τελικά δεν ήσουν εσύ, ήταν ένας άγνωστος με το σκύλο του και εγώ σας μπέρδεψα, μοιάζατε πολύ.
Μήνες τώρα θέλω να σε πάρω τηλέφωνο να βγούμε για μια βόλτα, να σε δω.
Ήθελα να σου ζητήσω να μου μάθεις ηλεκτρική κιθάρα, αφού είσαι γαμάτος σε αυτό.
Όλο το αμελώ, από αύριο σε αύριο και πάντα το ξεχνάω.
Ιούλιος, έχεις γενέθλια και το είχα ξεχάσει, η ώρα πέρασε και σκέφτηκα να έρθω αύριο από το σπίτι να σου ευχηθώ, να πιούμε καφέ και να γελάσουμε.
Ξάπλωσα, γυρνούσα συνεχώς αλλά ύπνο δεν είχα. Κάπου στις έξι παρά το πρωί με πιάνουν τα κλάματα. Tι γίνεται ρε αδερφέ;
Ξημέρωσε, οχτώ παρά το πρωί. Χτυπάει το σταθερό του σπιτιού, η μαμά σηκώνεται με το ζόρι, πονάει πολύ η μέση της. Την ακούω που φωνάζει και σχεδόν κλαίει. Πετάγομαι από το κρεβάτι και τρέχω στο σαλόνι.
Το βλέμμα της παγερό, «ο Ψ. έφυγε», μου λέει.
«Τι λες ρε μάνα, ποιος έφυγε, τι έγινε;»
«Ο Ψ. μας μωρό μου.»
Μπαίνω στο δωμάτιο και ντύνομαι, τρέχω προς το μαγαζί. Ο μπαμπάς μου με κοιτάει σοκαρισμένος. Είχε πάρει τα κλειδιά από το αμάξι και ετοιμαζόταν να έρθει στο νοσοκομείο να σε δει.
«Θα έρθω κι εγώ» του λέω.
«Προσπάθησε να ηρεμήσεις και μετά» μου απαντάει.
Βάζουμε μπρος και ξεκινάμε. Φτάνουμε, πατάει το -1. Η ταμπέλα λέει «Νεκροτομείο».
Θόλωσα, «τι έκανες, ρε μαλάκα, γιατί είσαι εδώ;»
Αστυνομία απ' έξω και ένας ιατροδικαστής. Δε με αφήνουν να μπω μέσα ρε αδερφέ, γιατί ;
Φεύγουμε για το σπίτι σου. Ανεβαίνω τις σκάλες και νιώθω ένα ψύχος να με διαπερνάει.
Κόσμος στα μαύρα παντού.
Τι γίνεται γαμώτο; Ανεβαίνω στο δωμάτιο σου, δεν είσαι εκεί, σε ψάχνω.
Έλα έξω να σου πω «χρόνια πολλά» μωρέ.
Με πιάνουν από το χέρι και με κατεβάζουν στο σαλόνι.
Δεν έχω καταλάβει, έχεις γενέθλια, γιατί είναι όλοι έτσι; Τρελοί είναι;
Ο μπαμπάς σου με παίρνει αγκαλιά, μου λέει να ηρεμήσω και να βγω έξω να πάρω αέρα.
«Έλα Παναγία μου, πού μπλέξαμε, να σε δω θέλω, γιατί να πάω βόλτα;»
Η ώρα περνάει και εσύ δεν είσαι πουθενά. Το κινητό σου επάνω στο γραφείο. Πάλι πήγες να πάρεις τσιγάρα; Πολύ καπνίζεις, κόψ? το επιτέλους.
Δυο άντρες ανεβαίνουν στο σπίτι, κάτι στήνουν στην άκρη του σαλονιού.
Πηγαίνουν πάλι κάτω, τους ακούω να ξεφυσάνε. Προσπαθούν να ανεβάσουν κάτι επάνω.
Κάτι ξύλινο φαίνεται στην άκρη της σκάλας. Ωπα, μισό, τι είναι αυτό;
Όχι, δεν μπορεί. Τι κάνεις εκεί μέσα ρε, σήκω πάνω να βγούμε έξω να γιορτάσουμε, 22 γίνεσαι.
Όσο κι αν θέλουμε και σου το λέμε, εσύ δεν ψήνεσαι να σηκωθείς.
Κάθομαι απέναντι σου και σε κοιτάω, είμαι σίγουρη πως θα ξυπνήσεις. Κοιμάσαι βαριά και δε μας ακούς. «Σήκω ρε μαλάκα»,σου λέω, «μη μου σπας τα νεύρα, θα παίξουμε σφαλιάρες όπως όταν ήμασταν μικρά άμα δε μου κάνεις τη χάρη να ξυπνήσεις».
Όλοι μιλάνε για το πόσο καλός άνθρωπος είσαι, για το πόσο κόσμο έχεις βοηθήσει. Αυτό να κάνεις, να συνεχίσεις να βοηθάς αυτούς που σε έχουν ανάγκη.
Βάζουν γαρύφαλλα γύρω σου. Μια στιγμή ρε παιδιά, δεν είμαστε στα μπουζούκια, χαλαρώστε.
Έρχομαι δίπλα και χαϊδεύω το κεφάλι σου. Είναι παγωμένο και τα χείλη σου χλωμά. «Πάλι αρρώστησες ρε τρελέ; Δεν προσέχεις καθόλου;»
Όσο σε κοιτούσα, τόσο βούρκωνα. Έλα μωρέ, τα ψυχολογικά μου είναι πάλι, μια χαρά είμαι.
Βγαίνω έξω και ψάχνω στο τηλέφωνο με μανία το αγόρι μου, έλα ρε, τον φίλο σου. Μιλάτε συνέχεια στο skype, ναι ναι αυτόν λέω.
Έφυγες του λέω και αυτός μέσα στον ύπνο παλεύει να καταλάβει τι γίνεται. Τα μαζεύει και γυρνάει Κοζάνη. Όλοι οι παιδικοί μας φίλοι παράτησαν τις διακοπές και γύρισαν για 'σένα.
Πήγε πέντε και σε βάζουν σε ένα αμάξι. «Πάμε στην εκκλησία», μου λένε καθώς φεύγουμε.
Είσαι στη μέση, οι φίλοι μας είναι δίπλα σου πιασμένοι χέρι-χέρι. Οι παπάδες κάτι ψέλνουν.
Έχω βγει έξω και καπνίζω με μανία το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Κάποιος μου μιλάει, δεν τον ακούω, τα αυτιά μου βουΐζουν και τα μάτια μου είναι θολά. Οι ψαλμωδίες τελείωσαν. Πάλι στο αμάξι με πάνε, βαρέθηκα το πέρα δώθε σήμερα.
Νεκροταφείο μπροστά μας και τέσσερις τύποι σε κουβαλάνε στους ώμους.
Σε βάζουν μέσα σε έναν τάφο. Όχι ότι νιώθεις βέβαια.
Έλα ρε μπαγάσα, άνοιξε τα μάτια σου να τους τρομάξουμε όλους. Να, σαν εκείνο το καλοκαίρι όταν ήμασταν παιδιά που με τρόμαζες με τα χταπόδια, με έκανες να τρέχω στη μαμά και στον μπαμπά. Έλα, κάν? το και τώρα μπας και γελάσουμε.
Σε σκεπάζουν και ρίχνουν επάνω σου κρασί. Τι κρασί ρε, αφού εσένα η μπίρα σου αρέσει. Κάτσε και όταν φύγουν όλοι θα πάω να φέρω μια εξάδα να πιούμε μαζί.
Κλείνουν το φέρετρο και ένας ένας περιμένει να σου ρίξει χώμα. «Καλό παράδεισο», ψελλίζουν. Αφού είσαι άγγελος επί γης ρε παλικάρι μου, τι παράδεισο λένε αυτοί;
Γυρνάμε σπίτι, έχω ξαπλώσει στον καναπέ. Όλη η οικογένεια με κοιτάει και εγώ αγναντεύω το άπειρο. Μου μιλάνε, δεν απαντάω.
Φεύγω, κλείνομαι στο δωμάτιο και σου μιλάω, σε βρίζω.
«Παλιόμαλάκα, γιατί γαμώτο σου; Έλα εδώ άμα σου βαστάει ρε να σου ρίξω μια να πάρει μπρος το μυαλό σου. Όχι αδερφέ μου, δεν το εννοώ. Έλα εδώ να κάτσουμε να μιλήσουμε, να μου εξηγήσεις. Δε θα έκανα ποτέ κάτι που θα σε ενοχλούσε. Αφού σ'αγαπάω ρε βλάκα. Σαν αδερφός μου είσαι.»
Δεν μπορώ να σηκωθώ, φοβάμαι. Μη με ρωτάς τι, δεν ξέρω ούτε και εγώ. Το μυαλό μου παίζει παιχνίδια. Προσπαθεί να με κάνει να πιστέψω ότι έφυγες.
Μέρες, εβδομάδες, μήνες και τώρα χρόνος. Δυο-τρεις φορές ήρθα στο μνήμα σου, ώρες σου μιλούσα. Και εσύ ρε γομάρι ούτε μου απαντάς. Μη βαριέσαι να μιλήσεις, έλα, πες μου, πώς περνάς;
Σε θυμάμαι, κάθε μέρα, κάθε βράδυ γυρνάς στο μυαλό μου. Δεν έφυγες ποτέ, είσαι εδώ το ξέρω.
Δε σε βλέπω στα όνειρά μου, ίσως να φοβάμαι αυτά που έχεις να μου πεις. Θα περιμένω όμως, κάποια στιγμή να 'ρθεις και να συζητήσουμε για όλα.
Ένας χρόνος και σχεδόν δύο μήνες. Μη φοβάσαι, δε σε ξεχνάω. Ξέρω πως με προσέχεις, όπως όλους μας. Εκεί πάνω τουλάχιστον είναι καλύτερα και διάλεξες εκείνο τον κόσμο από αυτόν;
Κάτι θα ξέρεις. Πάντα ξέρεις.
Ίσως εκεί να ανήκεις.
Πλέον κάθομαι και ακούω τη «μπανανιά», σε σκέφτομαι και κρυφόγελάω μόνη μου με το τραγούδι.
Κράτα μια θέση και για εμάς, όταν τα χρόνια περάσουν και γεράσω θα έρθω να σε βρω.
Να έχεις έτοιμη μπίρα ή καφέ, θα έχω πολλά να σου πω τόσο καιρό μετά.
Για σένα μπαγάσα, να προσέχεις και να περνάς καλά.
mindthetrap
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.