Έγκλημα στην Πόλη #21 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40
—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—
Από το 1946 και μετά ο Τζεμάλ έγινε ένας από τους αριθμούς που συμπεριλαμβάνονται στους 214.000 ανθρώπους, οι οποίοι εγκατέλειψαν το χωριό τους και εγκαταστάθηκαν σε μία μεγάλη πόλη. Ο Τζεμάλ δεν ήξερε βέβαια —και ούτε αναρωτήθηκε, είναι η αλήθεια— ποιος ακριβώς αριθμός αντιστοιχούσε σε αυτόν. Σίγουρα δεν ήταν ο πρώτος, γιατί τα συγκεκριμένα στοιχεία αφορούν τους μετακινούμενους από το 1945 έως το 1950. Ούτε βέβαια και ο τελευταίος. Να ήταν το νούμερο 1.568 ή μήπως το 15.688 ή το 156.888; Μπορεί. Στη συνεχώς αυξανόμενη εσωτερική μετανάστευση, οι άνθρωποι που με την απόφασή τους να μετοικήσουν έζησαν μέσα στην αλήθεια και τα λάθη των στατιστικών στοιχείων, στατιστικά στοιχεία και οι ίδιοι, είχαν και μια ζωή να ζήσουν.
Πάντως όταν έφθασε στην Πόλη ο Τζεμάλ, την άνοιξη του 1947, ούτε ένα νούμερο τηλεφώνου είχε μαζί του, ούτε καν μια διεύθυνση, ένα όνομα δρόμου βρε αδελφέ κι έναν αριθμό σπιτιού να βρει κάποιους συγχωριανούς του, να τον βοηθήσουν να σταθεί στα πόδια του. Γιατί αν δεν σταθείς στα πόδια σου να κοιτάξεις γύρω σου, να δεις πού είσαι και τι μπορείς να κάνεις, δεν μπορείς να προσαρμοστείς. Και αν δεν προσαρμοστείς, να επιβιώσεις δεν μπορείς. Το χωριό το κουβαλάς εννοείται μέσα σου και θα το κουβαλάς όσα χρόνια κι αν ζήσεις μακριά του, αλλά να το στριμώξεις πρέπει για να χωρέσει και η πόλη να βρει χώρο να κάτσει, να απλωθεί και να σε κατοικήσει, για να την κατοικήσεις κι εσύ στη συνέχεια.
Κάτι τέτοια του είχε πει περίπου ο πατέρας του, όχι βέβαια στη γλώσσα της πόλης, που παίζει με τις λέξεις και τις χαϊδεύει και χαίρεται, αλλά στη δική τους τη γλώσσα που οι λέξεις είναι λίγες και κοφτές και βαριές. Βαρύ του είχε φανεί πιο πολύ από όλα εκείνο το «φύγε, εξαφανίσου από το χωριό, όσο είναι νωρίς, κακός μπελάς θα μας βρει αν μείνεις στο χωριό» του πατέρα του. Δεν αντέδρασε όμως, πειθήνια τον ακολούθησε την άλλη μέρα το πρωί στο σταθμό των λεωφορείων και σκυθρωπός κάθισε στο κάθισμα που μύριζε κολόνια λεμόνι, κι ούτε μια ματιά, ούτε κουβέντα δεν αντάλλαξαν οι δύο άντρες. Γιατί ήταν μπαμπάς και γιος και μόνο οι τόσο στενές σχέσεις μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να μην κοιταχτούν, λέξη να μην πουν τη σκληρή ώρα του αποχαιρετισμού. Μόνο αποχαιρετώντας ξένους πάντα βρίσκεις κάτι να πεις, κάτι να αστειευτείς, να χαμογελάσεις έστω αμήχανα, να πεις ένα «στο επανιδείν», γιατί και αν δεν υπάρξει αυτό το επανιδείν δεν σε νοιάζει και πολύ.
Με το χαρτάκι στο χέρι που του είχε δώσει ο πατέρας του λίγο πριν μπει στο λεωφορείο βρέθηκε στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων της Ιστανμπούλ, έχοντας διανύσει τελεσίδικα πια τα 200 και βάλε χιλιόμετρα που χρειάστηκαν για να γίνει ένα απλό στατιστικό στοιχείο. Μετανάστης στην πατρίδα του.
«Καφενείο στην πλατεία του Σαρίγερ», έγραφε όλο κι όλο το χαρτί. Παραθαλάσσιο χωριό του Βοσπόρου το Σαρίγερ, είχε κι άλλο λεωφορείο να πάρει και άλλη διαδρομή να κάνει για να φτάσει στην πλατεία. Η ευρύτερη περιοχή Σαρίγερ, στη βορειοδυτική πλευρά των Στενών, περιελάμβανε τα χωριά Εμιργκιάν, Ιστίνγιε (Στενή), Γενίκοϊ (Νιχώρι), Ταράμπγα (Θεραπειά), Μπιουγιουκντερέ (Βαθυρρύαξ) και Μπαχτσέκιοϊ (Πέτρα). Σε αυτό το τελευταίο και απομακρυσμένο τότε χωριό και στο δάσος που απλωνόταν πίσω του, εγκατέστησε ο Süleyman ο Μεγαλοπρεπής μετά από την κατάκτηση του Βελιγραδίου το 1521 Σέρβους αγρότες, κι από τότε το υπέροχο αυτό δάσος ονομάστηκε Belgrad Ormanı – Δάσος Βελιγραδίου.
Τα χωριά αυτά είχαν ήδη εξελιχθεί σε παραθεριστικά κέντρα ή ακόμα και τόπο μόνιμης κατοικίας για πλούσιους ξένους αλλά και πολλούς ντόπιους αστούς από το 1850 και μετά όταν διαμορφώνεται ένα ισχυρό δίκτυο θαλάσσιων συγκοινωνιών με σύγχρονα ατμόπλοια. Όταν ο Τζεμάλ άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο καφενείο στην πλατεία του Σαρίγερ, το ταξίμετρο της ζωής του άρχισε να καταγράφει με γρηγορότερους ρυθμούς την πορεία της.
Τα καφενεία σχεδόν σε κάθε γειτονιά των μεγάλων πόλεων υπήρξαν το πρωταρχικό στήριγμα για τους εσωτερικούς μετανάστες. Κάθε χωριό της Ανατολίας είχε το δικό του καφενείο σε κάποια γωνιά τής όχι και τόσο φιλόξενης μεγαλούπολης, όπου μαζεύονταν οι συγχωριανοί να βρούνε δουλειά, να βοηθήσουν τους νεοφερμένους, να μοιραστούν τον πόνο τους μαζί με το τσάι και τον καφέ τους, να πούνε τα νέα και να μάθουν τα νεότερα για όσους άφησαν πίσω τους. Πολλές φορές μέχρι να πιάσουν δουλειά και να βρούνε ένα μέρος να κοιμούνται οι νεοφερμένοι ξενυχτούσαν ακουμπώντας το κεφάλι τους πάνω στα δυο τους χέρια στα τραπεζάκια του καφενείου. Άλλοτε πάλι, έναντι ελάχιστου τιμήματος, μπορούσαν να βολευτούν όπως όπως για να περάσουν τη νύχτα σε κάποια από τα πίσω δωμάτια που διέθεταν ορισμένα καφενεία. Συνήθως οι παλιότεροι βοηθούσαν τους νεοφερμένους, έβρισκαν κι αυτοί κάνα μεροκάματο, και ένα κρεβάτι σε κάποιον ξενώνα που ξεφύτρωναν γύρω από τα καφενεία σα μανιτάρια. Γιατί σκοπός ήταν να μπορούν οποιαδήποτε ώρα είχαν ελεύθερη να πάνε να συναντήσουν τους δικούς τους, να μυρίσουν στα χνώτα των άλλων τα χνώτα εκείνων που άφησαν πίσω τους.
Βολεύτηκε λοιπόν και ο Τζεμάλ σιγά – σιγά κι έμαθε και την τέχνη των συγχωριανών του. Έγινε υδραυλικός, για την ακρίβεια τσιράκι ενός υδραυλικού. Τώρα, πώς κατάφεραν οι άντρες από το χωριό του να γίνουν υδραυλικοί, ενώ υδραυλικά δεν υπήρχαν στην ουσία στο χωριό τους, κανείς δεν σκέφτηκε να το ψάξει. Προφανώς κάποιοι από τους πρώτους, λίγο από τύχη, λίγο από ικανότητα, έμαθαν την τέχνη και αυτήν δίδασκαν και στους νεότερους. Πάντως, σχεδόν σε όλα τα χωριά του Σαρίγερ, εάν κάποιος έψαχνε υδραυλικό, στο καφενείο της πλατείας ερχόταν να τον βρει. Και ο Τζεμάλ ήρεμος νέος ήταν, εργατικός, δεν αντιμιλούσε, δεν τσακωνόταν, δεν έχωνε τη μύτη του εκεί που δεν έπρεπε και συμπάθειες είχε κερδίσει πολλές. Σχεδόν κάθε μέρα κάποιος θα τον έπαιρνε μαζί του βοηθό και θα έβγαζε κουτσά στραβά τα έξοδά του. Πολύ σύντομα, είχε αρχίσει να ελπίζει θα κατάφερνε να μαζέψει κάποιες λίγες τούρκικες λίρες να στείλει στον πατέρα του. Κακία δεν του κρατούσε καμία που τον έβαλε σχεδόν με το ζόρι στο λεωφορείο και τον έστειλε άρον άρον στην Πόλη. Για το δικό του καλό είχε γίνει ό,τι είχε γίνει, το ήξερε. Κι όταν τα βράδυ τον έπιαναν πού και πού τα κλάματα και νοσταλγούσε την αγάπη του που είχε χάσει για πάντα, «έτσι έπρεπε, έτσι έπρεπε» επαναλάμβανε συνεχώς μέσα του μέχρι να τον πάρει αγκαλιά η αγάπη του και να κοιμηθεί.
Και ο ίδιος δεν κατάλαβε πότε μεγάλωσε, πότε βγήκε από την εφηβεία με μια τόσο βαθιά επιθυμία χαραγμένη μέσα του. Μια επιθυμία που δεν μπορούσε να δαμάσει με τίποτα. Έναν έρωτα που δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει στο χωριό του. Όταν το κατάλαβε θαρρείς και το κατάλαβαν συγχρόνως και οι άλλοι. Και οι ξένοι και οι δικοί του, και κυρίως εκείνος, εκείνος που του ξύπνησε τη δύσκολη αυτή επιθυμία του. Και άρχισαν τα παρατράγουδα, οι κοροϊδίες, τα γελάκια πίσω από την πλάτη του, οι χαρακτηρισμοί. Και εκείνος να τον χλευάζει χειρότερα από όλους τους άλλους. Έγινε η ντροπή της οικογένειάς του, το εισιτήριο για την Πόλη μπορεί να μην ξέπλυνε την ντροπή αλλά τον έσωσε από τη χλεύη και την κακία των συγχωριανών του, τον οίκτο της μάνας του και τον θυμό του πατέρα του. Αλλά και ο έρωτας αν κρύβεται, η αληθινή φύση του ανθρώπου δεν κρύβεται. Και η αληθινή του φύση ήταν θηλυκή, ό,τι και αν έκανε αυτό δεν κρυβόταν.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1949, κατά τις 9 το βράδυ, ενώ έπινε το τσάι του με τους φίλους του και προσπαθούσε να ζεστάνει τα χέρια του με τα χνώτα του, κάποιος από μια άλλη παρέα θεωρώντας την κίνησή του αυτή, για λόγους που ο μόνο ο ίδιος ήξερε, προκλητική, φώναξε: «Ρε κοιτάτε τον πούστη, με τι χάρη ζεσταίνει τα χέρια του!» Για την ακρίβεια δεν είπε πούστη, είπε puşt, με εκείνο το βαρύ και σερνάμενο σίγμα της περσικής καταγωγής τουρκικής λέξης που κάποτε στα περσικά σήμαινε, γενικώς και αορίστως, «πίσω». Οι φίλοι του αντέδρασαν αμέσως, ήθελαν να τον προστατεύσουν, εκείνος δεν έκανε τίποτα, κοιτούσε μια τους μεν μια τους δε να τσακώνονται και άκουγε μόνο τις ταπεινωτικές ύβρεις που απευθύνονταν σε εκείνον. İbne, tekerlek, nonoş, abla. Ιμπνέ, ρόδα, γλύκα, αδελφή και ξανά puşt, και πάλι puşt. Δεν άργησε να γίνει το μακελειό, καρέκλες πετάχτηκαν στον αέρα, τραπέζια αναποδογύρισαν, μπουκάλια εκσφενδονίστηκαν, μαχαίρια μπήχτηκαν σε μηρούς, κοιλιές και πλευρά. Τρεις οι σοβαρά τραυματισμένοι δύο από την παρέα των «κακών» και ο Τζεμάλ. Μα όταν τον μετέφεραν στο νοσοκομείο του Μπαλτάλιμαν χαρούμενος έδειχνε πολύ. Γιατί έως τότε δεν πίστευε ότι θα βρισκόταν άνθρωπος να τον υπερασπιστεί, να παλέψει για αυτόν, να χτυπηθεί, σαν να υπερασπιζόταν την αμπλά του, τη μεγάλη του αδελφή.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Σαρίγερ, πλατεία, δεκαετία 1960
* * *
Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.