Πώς μας βλέπουν οι Bαλκανιοι;
ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ & Άλλες “Ιστορίες γι’ Αγρίους”…
Οι Αλβανοί μας ληστεύουν, οι Ρουμάνοι μας ξαφρίζουν το πορτοφόλι και μας ανοίγουν το σπίτι, οι Σκοπιανοί μας κλέβουν ονόματα και ιστορία κι οι Τούρκοι (μέχρι πρότινος, τουλάχιστον) ονειρεύονταν μέρα-νύχτα να μας σφάξουν. Πάλι καλά που υπήρχαν κι οι Βουλγάρες(“Προσεχώς Βουλγάρες”: Φανταστείτε να εμφανίζονταν το “Προσεχώς Ελληνίδες” σε στριπτιτζάδικα της Σόφιας…), κι έδωσαν διέξοδο στα αδιέξοδα της ανδρικής ελληνικής επαρχίας. Όμως, ΤΙΝΑ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΌΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΓΙΑ ΕΜΑΣ τους Έλληνες, τουλάχιστον πριν από την περίοδο που η Κρίση μας προσγειώσει και μας ξανακάνει ταλαίπωρους Βαλκάνιους;
Τι πιστεύουν οι Βαλκάνιοι γείτονες για τους Έλληνες; Το ερώτημα έχει ως επί το πλείστον τεθεί για την εικόνα που τρέφουν για μας οι Δυτικοευρωπαίοι και οι άλλοι εξ Εσπερίας εταίροι μας του «Πρώτου Κόσμου», η γνώμη των οποίων εκλαμβάνεται σιωπηρά σαν -άμεσα ή έμμεσα- σημαντική για τις τύχες του έθνους. Από τον Εντμόν Αμπού του 1854, που αποφαίνεται επιγραμματικά πως «οι Αλβανοί και οι Βλάχοι εργάζονται για να θρέψουν τους Έλληνες» καθώς -σε αντίθεση προς αυτούς- «δεν γυρεύουν θέσεις και η φιλοδοξία τους δεν είναι να μπουν σε γραφεία», ως τις επιφυλλίδες των λαϊκών αγγλικών εφημερίδων που κατά καιρούς αμφισβητούν τον ανδρισμό του άρρενος πληθυσμού της χώρας μας, οι πάσης φύσεως «Φράγκοι» φαίνεται πως εξαντλούν το ενδιαφέρον μας για τη διεθνή μας εικόνα. Ώς επί το πλείστον απαρατήρητη περνά, αντίθετα, η διατύπωση αντίστοιχων εκτιμήσεων και στερεοτύπων στις γειτονικές μας βαλκανικές χώρες. Το γεγονός μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλότροπα, δεν παύει ωστόσο να αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην εικόνα που έχουμε για το πώς μας βλέπουν -και μας αντιμετωπίζουν- οι άλλοι. Πόσο μάλλον αφού, χάρη στην ανάπτυξη την τελευταία δεκαετία ποικίλων μηχανισμών παρακολούθησης της διαμόρφωσης της «κοινής γνώμης» στην περιοχή, κάτι τέτοιο είναι περισσότερο εφικτό απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς…
Έλληνας: Ο ξάδερφος που πέτυχε…
Ποια είναι όμως αυτά τα στερεότυπα; Θα πρέπει καταρχάς να διακρίνουμε ανάμεσα στην Τουρκία και τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες: αλλιώς μας βλέπουν οι εξ Ανατολών «παραδοσιακοί αντίπαλοι» (και νυν «φίλοι»), αλλιώς οι βόρειοι γείτονες. Οι πρώτοι μοιράστηκαν μαζί μας την εμπειρία και τις «παράπλευρες απώλειες» της κοινής υπαγωγής στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία κατά τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου’ οι δεύτεροι νιώθουν στο πετσί τους όλη την αγριότητα της μετάβασης από το καθεστώς της διευθυνόμενης οικονομίας στον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, βιώνουν ποικιλότροπα την ελληνική «διαμεσολάβηση» προς τον ευρωπαϊκό «παράδεισο», και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένοι να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους απέναντι στην Ελλάδα και τους Έλληνες με βάση αυτές τις καινούριες αντιθέσεις – κι όχι εκείνες που τους κληρονόμησαν ο Ψυχρός Πόλεμος ή οι εθνικισμοί του απώτερου παρελθόντος. Το αποτέλεσμα είναι μια αρκετά αντιφατική εικόνα.Για να προσεγγίσουμε αυτή τη δεύτερη εκδοχή της βαλκανικής εικόνας του Έλληνα, θέτοντας τα σχετικά ερωτήματα στον Βούλγαρο ιστορικό Ρούμεν Γιάνοφσκι. Μας μίλησε μονάχα για τα βουλγαρικά ΜΜΕ, των οποίων ο ίδιος έχει άμεση εμπειρία’ αίσθησή μας από τις εργασίες του διημέρου είναι, ωστόσο, πως τόσο ο συγκεκριμένος μηχανισμός παραγωγής «εθνικών» στερεοτύπων που μας περιγράφει, όσο και τα υλικά αποτελέσματά του, αντιπροσωπεύουν σε μεγάλο βαθμό τη γενικότερη εικόνα.
«Ένα πρώτο στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη για την εικόνα του Έλληνα που προβάλλουν τα σημερινά μέσα ενημέρωσης της Βουλγαρίας», εξηγεί ο κ. Γιάνοφσκι, «είναι το βάρος της παράδοσης.Υπάρχει ένα συγκεκριμένο στερεότυπο για τον Έλληνα, βαθιά ριζωμένο στη βουλγαρική εθνική ψυχολογία, το οποίο έχει διαμορφωθεί εδώ κι έναν τουλάχιστον αιώνα από την τέχνη, την ποίηση, τη λογοτεχνία, κ.ο.κ. Ένα χαρακτηριστικό ποίημα του εθνικού μας λογοτέχνη Ιβάν Βάζοφ, λ.χ., το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη βουλγαρική εθνική αφύπνιση του περασμένου αιώνα, αποφαίνεται πως ‘οι Έλληνες είναι πανούργοι και δόλιοι ώς το κόκαλο’. Καθώς τα εν λόγω κείμενα περιλαμβάνονται στα σχολικά βιβλία, το στερεότυπο αυτό εμπεδώνεται στη συνείδηση του κάθε Βούλγαρου από πολύ μικρή ηλικία. (Αξίζει ίσως να σημειωθεί πως ο μοναδικός γειτονικός λαός για τον οποίο υπάρχουν εξίσου βαθιά ριζωμένα στερεότυπα στη βουλγαρική συλλογική συνείδηση είναι οι Τούρκοι). Από εκεί και πέρα, η αναπαραγωγή αυτής της εικόνας στις αναλύσεις και την αρθρογραφία του Τύπου είναι κάτι που γίνεται σχεδόν αυτόματα».
«Ένα πρώτο στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη για την εικόνα του Έλληνα που προβάλλουν τα σημερινά μέσα ενημέρωσης της Βουλγαρίας», εξηγεί ο κ. Γιάνοφσκι, «είναι το βάρος της παράδοσης.Υπάρχει ένα συγκεκριμένο στερεότυπο για τον Έλληνα, βαθιά ριζωμένο στη βουλγαρική εθνική ψυχολογία, το οποίο έχει διαμορφωθεί εδώ κι έναν τουλάχιστον αιώνα από την τέχνη, την ποίηση, τη λογοτεχνία, κ.ο.κ. Ένα χαρακτηριστικό ποίημα του εθνικού μας λογοτέχνη Ιβάν Βάζοφ, λ.χ., το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη βουλγαρική εθνική αφύπνιση του περασμένου αιώνα, αποφαίνεται πως ‘οι Έλληνες είναι πανούργοι και δόλιοι ώς το κόκαλο’. Καθώς τα εν λόγω κείμενα περιλαμβάνονται στα σχολικά βιβλία, το στερεότυπο αυτό εμπεδώνεται στη συνείδηση του κάθε Βούλγαρου από πολύ μικρή ηλικία. (Αξίζει ίσως να σημειωθεί πως ο μοναδικός γειτονικός λαός για τον οποίο υπάρχουν εξίσου βαθιά ριζωμένα στερεότυπα στη βουλγαρική συλλογική συνείδηση είναι οι Τούρκοι). Από εκεί και πέρα, η αναπαραγωγή αυτής της εικόνας στις αναλύσεις και την αρθρογραφία του Τύπου είναι κάτι που γίνεται σχεδόν αυτόματα».
Τα σχετικά παραδείγματα αφθονούν. Το επίθετο «βυζαντινός» και τα κάθε λογής παράγωγά του χρησιμοποιούνται τακτικά για να περιγράψουν κάθε -πραγματική ή εικαζόμενη- αρνητική πτυχή της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας: «βυζαντινή ραδιουργία» θεωρείται η ματαίωση της μεθοριακής σύνδεσης Γκότσε Ντέλτσεφ – Δράμας, με πρόσχημα τις αρκούδες της Ροδόπης και την προστασία τους («Τρούντ» & «Ντεμοκρατσίγια» της 20/7/99)’ «οι Βυζαντινοί παραμένουν Βυζαντινοί», αποφαίνεται η «24 Τσάσα» (2/7/99), όταν η Θεσσαλονίκη κερδίζει το διαβαλκανικό αγώνα δρόμου για την ανάδειξή της σε βάση της ευρωπαϊκής «ανοικοδόμησης» του Κοσυφοπεδίου’ σε«βυζαντινά κόλπα» καταφεύγουν όμως και οι ποδοσφαιριστές της Κύπρου για να νικήσουν την Εθνική Βουλγαρίας («24 Τσάσα» 13/12/96), ενώ ακόμη κι ένα παράσιτο των φυτών που ήρθε από την Ελλάδα θα ονομαστεί από τον Τύπο «βυζαντινός φονιάς» («Τρουντ» 30/9/96)…
Ως αυτό το σημείο, τα πράγματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν σχεδόν αυτονόητα. Για το συνομιλητή μας, ωστόσο, πολύ περισσότερο ενδιαφέρον έχει η συνέχεια. «Η σύγχρονη εικόνα της Ελλάδας και του Έλληνα συνδέεται φυσικά με αυτά τα παραδοσιακά στερεότυπα, δεν περιορίζεται όμως εκεί. Εξίσου καθοριστική είναι η γενική διαπίστωση των ΜΜΕ ότι η Ελλάδα, δυστυχώς, προηγείται πολύ από εμάς: είναι μια μοντέρνα χώρα, μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, κατά κάποιον τρόπο μια χώρα-πρότυπο για τη σημερινή Βουλγαρία. Είναι κάτι με το οποίο θα θέλαμε να μοιάζαμε και που προσπαθούμε να του μοιάσουμε. Μια τρίτη οπτική γωνία που συναντάμε, τέλος, προβάλλει την εικόνα του Ελληνα ως ‘την καλή πλευρά του Βαλκάνιου’. Για το βουλγαρικό κοινό υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που ενώνουν τους βαλκανικούς λαούς απέναντι στη ‘Δύση’ και την ‘Ανατολή’, με πρώτο και κυριότερο το γεγονός ότι εμείς οι Βαλκάνιοι είμαστε πάντοτε ‘πολύ’: πίνουμε πολύ, γελάμε πολύ, καπνίζουμε πολύ, σκοτώνουμε πολύ, κ.ο.κ.» Ευνόητη είναι λοιπόν η ενθουσιώδης υποδοχή που επιφύλαξαν, κατά τον κ. Γιάνοφσκι, οι βουλγαρικές εφημερίδες σε ένα άρθρο του Τηλέμαχου Μαράτου, το οποίο αποφαινόταν πως οι Έλληνες είμαστε πρώτοι στο κάπνισμα αλλά ταυτόχρονα τελευταίοι στον καρκίνο των πνευμόνων σε όλη την ΕΕ… Σε ένα πιο πολιτικό επίπεδο, αυτός ο λανθάνων ή και ανοικτός θαυμασμός ίσως εγγράφει υποθήκες για το μέλλον: «Η Ελλάδα έχει δημιουργήσει έντονα την εικόνα μιας χώρας που απορρίπτει δυναμικά κάθε λογής απόπειρες ενάντια στην εθνική της ταυτότητα, τη θρησκευτική της ιδιαιτερότητα, κλπ. Από αυτή την άποψη, λειτουργεί ξανά ως χώρα-μοντέλο, καθώς οι Βούλγαροι αισθάνονται πως, μελλοντικά, θα αντιμετωπίσουν κι αυτοί παρόμοια προβλήματα.Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, η Ελλάδα μπορεί να μας προσφέρει τα πρότυπα για την αντιμετώπισή τους».
Μετανάστες, βίζες και «διεισδύοντα» αφεντικά
Ξεφυλλίζοντας τα δελτία της Access με τις αποδελτιώσεις του βαλκανικού Τύπου, συναντά κανείς πάμπολλα παραδείγματα του τρόπου που η παραπάνω θέαση των πραγμάτων παίρνει συγκεκριμένη μορφή, όχι μονάχα στη Βουλγαρία αλλά και στις άλλες τέως «σοσιαλιστικές» χώρες της περιοχής. Συχνές είναι λ.χ. οι αναφορές στις κακοποιήσεις και παντοειδείς ταλαιπωρίες πολιτών τους που βρέθηκαν μετανάστες στην Ελλάδα. Εκτός από τα αλβανικά ΜΜΕ, με τα οποία ασχολούμαστε σε διπλανή στήλη, αντίστοιχη θεματολογία συναντάμε λίγο-πολύ σε όλο το βαλκανικό Τύπο: χαρακτηριστική μπορεί να θεωρηθεί μια σειρά άρθρων της σερβικής «Βέτσερνιε Νόβοστι» (7-15/2/97) με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Η κόλαση των ελληνικών φυτειών», στην οποία διαπιστώνεται ότι «οι έλληνες αφέντες συμπεριφέρονται στους εποχικούς τους εργάτες σαν σε δούλους» και ότι «οι Έλληνες μεταχειρίζονται τους παράνομους εργάτες σαν ανθρώπους κατώτερης ράτσας, υποτιμώντας κι εξευτελίζοντάς τους»ποικιλότροπα.
Εξίσου προβληματική για την εικόνα της χώρας μας είναι η τακτική αρθρογραφία γύρω από το καθεστώς που διέπει τη χορήγηση ελληνικής βίζας, θέμα κατεξοχήν «καυτό» για την κοινή γνώμη όλων των βαλκανικών χωρών. Κοινός τόπος η απίστευτη, σαδιστική σχεδόν, μεταχείριση των υποψήφιων επισκεπτών της χώρας μας από τα ελληνικά προξενεία’ λιγότερο συχνές, αλλά εξίσου υπαρκτές, είναι οι καταγγελίες ή τα υπονοούμενα για τις λιγότερο διαφανείς πτυχές της διαδικασίας που οδηγεί στην απόκτηση της πολυπόθητης σφραγίδας. Ίσως σε καμιά άλλη περίπτωση δεν αναδεικνύεται τόσο καθαρά η εικόνα μιας «Ελλάδας-φρουρίου», εταίρου του Πρώτου Κόσμου, που προσπαθεί με κάθε μέσο να κρατήσει τις αποστάσεις από το λιγότερο προνομιούχο βαλκανικό της περίγυρο.
Διαγνώσιμη, άλλωστε, είναι η σταδιακή ανάδυση μιας κάποιας δυσφορίας για την πολυδιαφημισμένη «ελληνική οικονομική διείσδυση» στη «βαλκανική μας ενδοχώρα» – δυσφορία που παρουσιάζει οφθαλμοφανείς αναλογίες με πτυχές του ελληνικού αντιιμπεριαλισμού περασμένων εποχών. «Η Ελλάδα έχει καταλάβει τη Ρουμανία», υποστήριξε λ.χ. χαρακτηριστικά στο διήμερο της Σόφιας η ρουμάνα Βέρα Σιμπεάνου, συμπληρώνοντας επεξηγηματικά: «Το στέλεχος του ΔΝΤ που ελέγχει την οικονομία μας είναι Έλληνας. Έλληνας είναι και ο αντίστοιχος ελεγκτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έλληνες αγόρασαν και τις τηλεπικοινωνίες μας». Η τελευταία αυτή επισήμανση δεν πρέπει να θεωρηθεί καθόλου τυχαία: όπως μας πληροφόρησαν σε επανειλημμένες κατ’ ιδίαν συζητήσεις μας οι ρουμάνοι συνάδελφοι που παρακολούθησαν το εργαστήριο, τον τελευταίο καιρό η εικόνα του Έλληνα στη Ρουμανία επηρεάζεται κυρίως από το γεγονός της δραστικής αύξησης του κόστους των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από τον (ελληνικής πλέον ιδιοκτησίας) ρουμανικό ΟΤΕ…
Ακόμη πιο κλασικές είναι, τέλος, οι αλλεπάλληλες καταγγελίες του βουλγαρικού Τύπου για τη σκοτεινή πλευρά των ελληνικών επενδύσεων στη χώρα αυτή. «Οι ελληνικές βιοτεχνίες ένδυσης φέρνουν σκλαβιά στο Πιρίν» προειδοποιεί η «Τρουντ» (24/11/97), «οι Έλληνες αναγκάζουν μικρομάνες να δουλεύουν νύχτα» διαπιστώνει η «Στάνταρντ» (27/11/97), ενώ η «Ντούμα» κλιμακώνει του τόνους: «οι Έλληνες μισθώνουν λευκούς σκλάβους στο Σαντάνσκι» (20/11/97),«Έλληνες φραγκοφονιάδες εκμεταλεύονται άνεργες γυναίκες»(27/11/97)… Τον Ιούλιο του 1999, τα βουλγαρικά ΜΜΕ θα καταγγείλουν για πρώτη φορά επώνυμους έλληνες επενδυτές για τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίες στις επιχειρήσεις τους.
Τούρκος εγώ, κι εσύ Ρωμιός…
Εντελώς διαφορετικά κριτήρια και λογικές επικρατούν, όπως είπαμε παραπάνω, στην καλλιέργεια της εικόνας του Έλληνα από τα τουρκικά ΜΜΕ. Με δεδομένο τον πολύ μικρότερο βαθμό πραγματικής επαφής των δυο λαών στις μέρες μας, το βάρος της ιστορικής παράδοσης αλλά και η εμβέλεια της κρατικής προπαγάνδας αποδεικνύονται εδώ πολύ πιο καθοριστικά. Το σημαντικότερο ωστόσο, παρόλο που συχνά παραβλέπεται, είναι η στενή σχέση ανάμεσα στα (θετικά ή αρνητικά) στερεότυπα και τον πολιτικό προσανατολισμό των ατόμων ή των συλλογικοτήτων που τα υιοθετούν και τα προβάλλουν. Πολιτικός επιστήμονας στην Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι, και ταυτόχρονα υπεύθυνος για την επισκόπηση του τουρκικού Τύπου για λογαριασμό της Access, ο Φερχάτ Κεντέλ επιμένει πολύ σ’ αυτό το σημείο. «Μπορούμε να μιλάμε για δυο διαφορετικές ‘παραδοσιακές’ εικόνες του Έλληνα στην Τουρκία», μας εξηγεί. «Η μια εντοπίζεται στη συνείδηση κυρίως των αριστερών κύκλων, των προσανατολισμένων προς τη Δύση. Η άλλη εντοπίζεται στις συνειδήσεις κυρίως των παραδοσιακών, συντηρητικών κύκλων της Δεξιάς. Για την Αριστερά ο φιλελληνισμός είναι σχεδόν διακριτικό σημάδι. Για την εθνικιστική Δεξιά το να είναι κανείς ανθέλληνας ή αντιχριστιανός, συνιστά συστατικό στοιχείο ή αναγκαίο μέσο του αγώνα ενάντια στο δυτικό εκσυγχρονισμό ή το ‘αλλοτριωμένο’ κράτος».
Η ισορροπία ανάμεσα στις δυο αυτές οπτικές δεν είναι φυσικά στατική, αλλά υπόκειται πρώτα απ’ όλα στις ανατροπές του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας – και η Τουρκία γνώρισε ουκ ολίγες τις τελευταίες δεκαετίες. «Στη δεκαετία του ’70, εποχή ανάπτυξης της Αριστεράς», τονίζει ο κ. Κεντέρ, «για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ο Έλληνας είναι εκείνος ο γείτονας με τον οποίο μπορεί κανείς σχεδόν να ταυτιστεί: η ελληνική ποίηση ή η αντίσταση των Ελλήνων στη χούντα των συνταγματαρχών εικονογραφούν το λόγο της εποχής. Όμως το πραξικόπημα του 1980 συνέτριψε την Αριστερά, κι από τότε τα σχολικά εγχειρίδια (ιδίως αυτά της Ιστορίας και της Αγωγής του Πολίτη) παρέχουν τη θεωρητική βάση ενός ‘αισθήματος μοναξιάς’ των Τούρκων στον κόσμο, καλλιεργώντας την εικόνα ενός τουρκικού λαού κυκλωμένου από εχθρούς, με πρώτους απ’ όλους τους Έλληνες. Για να καταπολεμήσει την Αριστερά και την ιδεολογική της επιρροή, το κράτος εισάγει μια ικανή δόση θρησκευτικότητας στην εκπαίδευση, ενισχύει τους θρησκευτικούς κύκλους που αργότερα επρόκειτο να γίνουν ο βασικός του εχθρός. Τα ΜΜΕ, συχνά εξαρτημένα από την επίσημη πολιτική, ακολουθούν ως επί το πλείστον μια γραμμή όπου φυσά ο άνεμος: τη μια το ρίχνουν στο ‘ούζο, συρτάκι, φιλία’, την άλλη χύνουν εθνικιστικό μίσος ενάντια στον Έλληνα, ‘τον πραγματικό βάρβαρο, το κακομαθημένο παιδί της Ευρώπης που χρειάζεται ένα καλό μάθημα'».
Ακόμη και η πρόσφατη έξαρση της «ελληνοτουρκικής φιλίας» στα πρωτοσέλιδα και τις οθόνες των τουρκικών ΜΜΕ, κατά τον συνομιλητή μας, συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη αυτού του συσχετισμού – και την καθοριστική επίδραση που είχε ο πολύνεκρος σεισμός του περασμένου Αυγούστου. «Για να κατανοήσουμε αυτό το νέο ‘στάδιο’, πρέπει να λάβουμε υπόψη την κρίση της τουρκικής εθνικής ταυτότητας, την εμφάνιση στα τέλη της δεκαετίας του ’80 μιας κοινωνίας που αισθανόταν ότι απειλείται από την ανατροπή των διεθνών ισορροπιών και κλείστηκε στον εαυτό της. Με ένα κράτος και μια τάξη πολιτικών που αποδεικνύονταν ανίκανοι να βρουν μια ειρηνική λύση του κουρδικού προβλήματος και νιώθοντας ένα μόνιμο άγχος διάσπασης, η κοινωνία παρουσίασε όλα τα στοιχεία μιας διάχυτης κατάθλιψης. Είναι αυτό ακριβώς το κλείσιμο στον εαυτό της που έφερε στην εξουσία τον εθνικιστικό συνασπισμό που κυβερνά σήμερα τη χώρα. Όμως αυτή η άνοδος του εθνικισμού έφτασε στα όριά της με τη δοκιμασία του σεισμού, που προκάλεσε στην Τουρκία την αίσθηση ότι είμαστε ευάλωτοι όσο ποτέ. Παραδόξως, λοιπόν, η ίδια απουσία αυτοπεποίθησης που είχε σπρώξει την κοινωνία στον εθνικισμό, από τη στιγμή που έπιασε πάτο με το σεισμό, τη βοήθησε να ανακάμψει. Το θεραπευτικό σοκ του σεισμού, η διαπίστωση της αδύνατης μοναξιάς που υποσχόταν ο εθνικισμός, η εικόνα του Έλληνα -του ‘εχθρού που πάντα θέλει το κακό της Τουρκίας’- να τρέχει να βοηθήσει το γείτονά του, όλα αυτά συνέβαλαν στην αμφισβήτηση εκ βάθρων της εθνικής ταυτότητας που μόλις περιγράψαμε, και συνεπώς στην αμφισβήτηση της εικόνας του Έλληνα που αυτή συνεπαγόταν».
Ακόμη και η πρόσφατη έξαρση της «ελληνοτουρκικής φιλίας» στα πρωτοσέλιδα και τις οθόνες των τουρκικών ΜΜΕ, κατά τον συνομιλητή μας, συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη αυτού του συσχετισμού – και την καθοριστική επίδραση που είχε ο πολύνεκρος σεισμός του περασμένου Αυγούστου. «Για να κατανοήσουμε αυτό το νέο ‘στάδιο’, πρέπει να λάβουμε υπόψη την κρίση της τουρκικής εθνικής ταυτότητας, την εμφάνιση στα τέλη της δεκαετίας του ’80 μιας κοινωνίας που αισθανόταν ότι απειλείται από την ανατροπή των διεθνών ισορροπιών και κλείστηκε στον εαυτό της. Με ένα κράτος και μια τάξη πολιτικών που αποδεικνύονταν ανίκανοι να βρουν μια ειρηνική λύση του κουρδικού προβλήματος και νιώθοντας ένα μόνιμο άγχος διάσπασης, η κοινωνία παρουσίασε όλα τα στοιχεία μιας διάχυτης κατάθλιψης. Είναι αυτό ακριβώς το κλείσιμο στον εαυτό της που έφερε στην εξουσία τον εθνικιστικό συνασπισμό που κυβερνά σήμερα τη χώρα. Όμως αυτή η άνοδος του εθνικισμού έφτασε στα όριά της με τη δοκιμασία του σεισμού, που προκάλεσε στην Τουρκία την αίσθηση ότι είμαστε ευάλωτοι όσο ποτέ. Παραδόξως, λοιπόν, η ίδια απουσία αυτοπεποίθησης που είχε σπρώξει την κοινωνία στον εθνικισμό, από τη στιγμή που έπιασε πάτο με το σεισμό, τη βοήθησε να ανακάμψει. Το θεραπευτικό σοκ του σεισμού, η διαπίστωση της αδύνατης μοναξιάς που υποσχόταν ο εθνικισμός, η εικόνα του Έλληνα -του ‘εχθρού που πάντα θέλει το κακό της Τουρκίας’- να τρέχει να βοηθήσει το γείτονά του, όλα αυτά συνέβαλαν στην αμφισβήτηση εκ βάθρων της εθνικής ταυτότητας που μόλις περιγράψαμε, και συνεπώς στην αμφισβήτηση της εικόνας του Έλληνα που αυτή συνεπαγόταν».
Και τώρα; Χωρίς να πετάει στα σύννεφα, ο κ. Κεντέλ δεν παύει να είναι αισιόδοξος: «Όλα αυτά δεν άφησαν ανεπηρέαστο ούτε τον εθνικιστικό Τύπο. Οι εφημερίδες, της ακραιφνούς τούρκο-ισλαμικής ‘Τουρκίγιε’ συμπεριλαμβανόμενης, ξεσάλωσαν στον αγώνα δρόμου της ‘ελληνοτουρκικής φιλίας’. Σε όλο τον Τύπο, η έκφραση ‘ο Έλληνας’ (με υποτιμητικό, κατά κανόνα, περιεχόμενο) έχει αντικατασταθεί από διατυπώσεις όπως ‘ο ελληνικός λαός’ κλπ. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως όλο το πολιτικό φάσμα έχει μετασχηματιστεί διά μιας. Τουλάχιστον όμως μπορούμε να πούμε ότι ο ‘φιλελληνικός’ λόγος, που τη δεκαετία του ’70 εκφερόταν από μια ρομαντική Αριστερά, βγήκε από το γκέτο του για να διαβρώσει τα άλλα πολιτικά ρεύματα».
Το διπλό αλβανικό πρόσωπο της Ελλάδας
Αντιφατική είναι η εικόνα του «Έλληνα» στον αλβανικό Τύπο των δύο τελευταίων ετών, καθώς οι πολιτικές συμπάθειες κάθε εφημερίδας φαίνεται πως υπαγορεύουν σε μεγάλο βαθμό τη γενικότερη στάση της απέναντι στους νότιους γείτονες. Μετά τον πρόσφατο, ωστόσο, πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, το κλίμα διαφοροποιείται και παρατηρείται μια κάποια «σκλήρυνση» στον τρόπο με τον οποίο τα έντυπα μέσα ενημέρωσης στην Αλβανία αντιμετωπίζουν τους Έλληνες και τις ελληνοαλβανικές σχέσεις
Οι επισημάνσεις αυτές βασίζονται σε τρεις εκθέσεις με τίτλο «Οι βαλκάνιοι γείτονες στον αλβανικό Τύπο» (Οκτώβριος 1997 – Μάρτιος 1998, Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1998 και Ιούλιος-Αύγουστος 1999), στις οποίες επιχειρείται μια πρώτη ταξινόμηση των απόψεων για τους άλλους βαλκανικούς λαούς που περνούν μέσα από εννέα αλβανικές εφημερίδες.
Όπως προκύπτει από την ανάγνωση των εκθέσεων, η εικόνα της Ελλάδας στον αλβανικό Τύπο έχει το πρόσωπο του Ιανού. Σε αντίθεση με την κατά κύριο λόγο αρνητική εικόνα της Σερβίας και την κατά κύριο λόγο θετική της Τουρκίας, η Ελλάδα εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές: ορισμένες εφημερίδες παρουσιάζουν συστηματικά με θετικό τρόπο τους Έλληνες και τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, ενώ κάποιες άλλες έχουν υιοθετήσει τη διαμετρικά αντίθετη στάση. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι εφημερίδες που από τους συντάκτες των εκθέσεων χαρακτηρίζονται αριστερές, ενώ στη δεύτερη τοποθετούνται οι εθνικιστικές και δεξιές εφημερίδες που σταθερά αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως χώρα εχθρική με ποικίλες βλέψεις κατά των γειτόνων της. Μάλλον ουδέτερη είναι η στάση που τηρεί ο λεγόμενος ανεξάρτητος Τύπος. Την πιο θετική, πάντως, εικόνα της Ελλάδας θα συναντήσουμε εξαρχής στην εφημερίδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος «Ζέρι ι Πόπουλιτ», γεγονός που αποδίδεται στις καλές σχέσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων και των αντίστοιχων κυβερνητικών κομμάτων.
Όπως προκύπτει από την ανάγνωση των εκθέσεων, η εικόνα της Ελλάδας στον αλβανικό Τύπο έχει το πρόσωπο του Ιανού. Σε αντίθεση με την κατά κύριο λόγο αρνητική εικόνα της Σερβίας και την κατά κύριο λόγο θετική της Τουρκίας, η Ελλάδα εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές: ορισμένες εφημερίδες παρουσιάζουν συστηματικά με θετικό τρόπο τους Έλληνες και τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, ενώ κάποιες άλλες έχουν υιοθετήσει τη διαμετρικά αντίθετη στάση. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι εφημερίδες που από τους συντάκτες των εκθέσεων χαρακτηρίζονται αριστερές, ενώ στη δεύτερη τοποθετούνται οι εθνικιστικές και δεξιές εφημερίδες που σταθερά αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως χώρα εχθρική με ποικίλες βλέψεις κατά των γειτόνων της. Μάλλον ουδέτερη είναι η στάση που τηρεί ο λεγόμενος ανεξάρτητος Τύπος. Την πιο θετική, πάντως, εικόνα της Ελλάδας θα συναντήσουμε εξαρχής στην εφημερίδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος «Ζέρι ι Πόπουλιτ», γεγονός που αποδίδεται στις καλές σχέσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων και των αντίστοιχων κυβερνητικών κομμάτων.
Αν και η συγκυρία επηρεάζει προφανώς δραστικά τα σχετικά δημοσιεύματα πολλαπλασιάζοντάς τα σε περιόδους εξελίξεων ή κρίσης (κάποια νέα ρύθμιση για τους οικονομικούς μετανάστες στην Ελλάδα ή μια ακόμη «επιχείρηση σκούπα»), το θέμα είναι αδιάλειπτα παρόν στον αλβανικό Τύπο. Τα περισσότερα δημοσιεύματα αφορούν τις οικτρές συνθήκες διαβίωσης των αλβανών εργατών στην Ελλάδα, τις «επαναπροωθήσεις», την ξενοφοβία που καλλιεργούν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης κ.ο.κ.. Στο στόχαστρο βρίσκονται συχνά τόσο η αλβανική ορθόδοξη εκκλησία όσο και οι ελληνικές διπλωματικές αρχές, οι οποίες καταγγέλλονται για κρούσματα διαφθοράς.
Κατά διαστήματα η στάση των αλβανικών εφημερίδων γίνεται περισσότερο επιθετική προς την Ελλάδα. Καταλύτης ο πόλεμος, καθώς και τα δύο περιστατικά με την απαγωγή των ομήρων. Όπως σημειώνουν οι συντάκτες της τρίτης έκθεσης, η ανεξάρτητη «Κόχα Γιόνε» υιοθέτησε τον Ιούλιο του 1999 για πρώτη φορά τόσο επικριτικούς τόνους κατά της Ελλάδας. Ακόμη πιο επιθετική υπήρξε η ούτως ή άλλως αρνητική προς την Ελλάδα «Αλμπάνια», η οποία σε δημοσιεύματά της χαρακτήρισε δουλική τη στάση της αλβανικής κυβέρνησης προς τους νότιους γείτονές της. Την εποχή αυτή ανακινήθηκε επίσης ζωηρά το θέμα των Τσάμηδων τόσο από την «Αλμπάνια» όσο και από την επίσης αντιπολιτευτική «Ριλίντια Ντεμοκράτικε».
Στη νέα αυτή φάση, αρκετά άρθρα εγκαταλείπουν το παλιό λεξιλόγιο περί φιλοξενίας, ανθρωπισμού και φιλίας και υιοθετούν μια θέση σύμφωνα με την οποία οι αλβανοί μετανάστες είναι πιο χρήσιμοι στην Ελλάδα από ό,τι η Ελλάδα σε αυτούς. Στο ίδιο κλίμα, κείμενα της «Ρεπούμπλικα», της «Ρελίντια Νεμοκράτικε» και της «Αλμπάνια» αποδίδουν τις απελάσεις Αλβανών σε πιέσεις φιλοσερβικών κύκλων στην Ελλάδα, οι οποίοι, όπως υποστηρίζεται, φοβούνται τόσο την ενδυνάμωση του αλβανικού παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή όσο και την αναβίωση της αλβανικής μειονότητας που ζούσε παραδοσιακά στην Ελλάδα.
ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΣΤΟΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΤΥΠΟ
ΘΕΡΙΑΚΛΗΔΕΣ. Καθολικά αισθήματα θαυμασμού προκαλεί σε σύμπαντα το γειτονικό Τύπο η εικόνα του αρειμάνιου Έλληνα που, αν και μέλος του σικ κλάμπ της ΕΕ, αρνείται πεισματικά να απαρνηθεί τις βαλκανικές του συνήθειες: «οι Έλληνες καπνίζουν σαν Τούρκοι»διαπιστώνει έκθαμβη η ‘Βέτσερνιε Νόβοστι’ (21/1/97), ενώ η επίσης σερβική ‘Πολίτικα’ εκστασιάζεται μπροστά στο «πόσο πολύ πίνουν οι Έλληνες» (31/1/97). Την ίδια πάνω-κάτω εποχή, η ‘Νόστεν Τρουντ’ της Σόφιας επιδίδεται σε ύμνους για το «φοβερό ταμπεραμέντο και την ικανότητα των Ελλήνων να χαίρονται τη ζωή», με κεντρικό παράδειγμα το γλέντι μιας παρέας που «ήπιαν και χόρεψαν ώς το πρωί, σπάζοντας όσα πιάτα ήθελαν» (20/1/97).
ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΟΙ. Εντελώς διαφορετικοί τόνοι επικρατούν όταν περνάμε στις αθλητικές σελίδες, που επιτρέπουν την εξωτερίκευση λιγότερο ευγενών αισθημάτων. «Οι Έλληνες είναι φίλοι μας, σχεδόν αδελφοί, θα πολεμήσουν για λογαριασμό μας ώς τον τελευταίο Σέρβο», σαρκάζει ειρωνικά η ‘Ντνέβνι Τέλεγκραφ’ του Βελιγραδίου ύστερα από κάποιο αγώνα μπάσκετ (25/7/98). «Οι Σέρβοι είμαστε τόσο τυχεροί με τους φίλους μας, που δε χρειαζόμαστε καθόλου εχθρούς». Σε μια απόπειρα θεωρητικοποίησης του ζητήματος, η επίσης σερβική ‘Ντνέβνικ’ θα αποφανθεί ότι οι Σέρβοι «έχουμε προκαλέσει στους Έλληνες ένα κόμπλεξ κατωτερότητας στο μπάσκετ, και γι’ αυτό χάνουν την ψυχραιμία τους στα στάδια». Πιο ενδιαφέρουσα είναι η αφ’ υψηλού αποστροφή της ίδιας εφημερίδας, όταν εξηγεί στο κοινό της τους λόγους που πρέπει να επιδείξει μεγαλοψυχία: «Η πρωτεύουσα της Ελλάδας υπήρξε ο τόπος των μεγαλύτερων επιτευγμάτων των καταπληκτικών μπασκετμπολιστών μας, και γι’ αυτό το λόγο και μόνο θα πρέπει κανείς να παραβλέψει μικροπράγματα όπως τα πανάκριβα μαγαζιά, η φρικαλέα κυκλοφοριακή συμφόρηση και το γεγονός ότι στους Έλληνες δεν αρέσει να χάνουν από τους Γιουγκοσλάβους, αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή» (17/8/98).
ΔΑΙΜΟΝΙΟΙ. «Μολονότι η Θεσσαλονίκη απέχει ελάχιστα από τη Σόφια, η διαφορά μεταξύ τους είναι τεράστια», διαπιστώνει έκθαμβος ο απεσταλμένος της ‘Νόστεν Τρουντ’ στην ελληνική συμπρωτεύουσα (15/4/98). «Οι γείτονές μας κατάφεραν αυτό που κατά τη γνώμη μου είναι το δυσκολότερο έργο -έγιναν ένα σούπερ ευρωπαϊκό κράτος χωρίς να πάψουν να είναι Ελλάδα. Και αυτό που φοβούνται λιγότερο είναι το κράτος τους. Το βλέπουν σαν δικό τους και αντίστροφα. Είναι αυτό που μου προκάλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη, η επίτευξη αυτής της αμοιβαιότητας».
ΕΠΙΒΟΥΛΟΙ. Οι προσπάθειες της Ελλάδας για κλείσιμο του πυρηνικού σταθμού του Κοζλοντούι προσφέρουν περισσότερες από μια ευκαιρίες στα βουλγαρικά ΜΜΕ για να καταγγείλουν την ελληνική «διπροσωπία». Για την ’24 Τσάσα’, λ.χ., δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι ευασθησίες της Αθήνας συνδέονται άμεσα με τα σχέδια για δημιουργία ηλεκτροπαραγωγού σταθμού που καταναλώνει φυσικό αέριο στην ελληνική πλευρά των συνόρων, «έτσι ώστε, όταν το βουλγαρικό πυρηνικό εργοστάσιο κλείσει, η χώρα μας να αναγκαστεί να αγοράζει ενέργεια» (21/2/97). Δεν λείπουν και οι εκδηλώσεις ενός «εθνικά υπερήφανου» αντιιμπεριαλισμού, από την ίδια εφημερίδα: «Δεν θέλουμε τα ελληνικά αργύρια! Αν το τίμημα της ελληνικής βοήθειας είναι να κλείσει το πυρηνικό μας εργοστάσιο, οι γείτονές μας μπορούν να βάλουν τις δραχμές τους εκεί που ξέρουν» (17/2/97).
ΔΕΙΤΕ
Βαλκανιζατέρ του Σωτήρη Γκορίτσα (1997). Κινηματογραφικό απάνθισμα των εθνικών μας στερεότυπων (για εμάς τους ίδιους, για τους βαλκάνιους γείτονες και για τους δυτικοευρωπαίους εταίρους μας), που γνώρισε επιτυχία στις ελληνικές αίθουσες.
Βαλκανιζατέρ του Σωτήρη Γκορίτσα (1997). Κινηματογραφικό απάνθισμα των εθνικών μας στερεότυπων (για εμάς τους ίδιους, για τους βαλκάνιους γείτονες και για τους δυτικοευρωπαίους εταίρους μας), που γνώρισε επιτυχία στις ελληνικές αίθουσες.
Μιρουπάφσιμ των Γιώργου Κόρρα & Χρήστου Βούπουρα (1997). Αποδόμηση του κυρίαρχου στερεοτύπου για τους Αλβανούς μετανάστες και για τη χώρα υποδοχής τους, σε μια εξαιρετική ταινία που -μολονότι σάρωσε τα βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης- προβλήθηκε μόλις μια βδομάδα στις αθηναϊκές αίθουσες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
«Balkan Neighbours». Εξαμηνιαίο δελτίο της οργάνωσης Access, με εκτενή καταγραφή της εικόνας του «Άλλου» (γειτονικών λαών, μειονοτήτων) στο βαλκανικό Τύπο. Ταξινόμηση κατά χώρα και, δευτερευόντως, κατά θεματική ενότητα.
«Balkan Neighbours». Εξαμηνιαίο δελτίο της οργάνωσης Access, με εκτενή καταγραφή της εικόνας του «Άλλου» (γειτονικών λαών, μειονοτήτων) στο βαλκανικό Τύπο. Ταξινόμηση κατά χώρα και, δευτερευόντως, κατά θεματική ενότητα.
Traian Stoianovitch «Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», στο: Σπύρος Ασδραχάς (επιμ) «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος άι.)» (Αθήνα 1979, εκδ. Μέλισσα). Η εμφάνιση και ανάπτυξη μιας πανβαλκανικής αστικής τάξης, ταυτισμένης με την εικόνα του «Έλληνα», κατά τους τελευταίους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κλασική μελέτη, διαφωτιστική για τις διαδικασίες και τους όρους κάτω από τους οποίους συγκροτήθηκε το πρώτο βαλκανικό στερεότυπο περί Ελλήνων.
Dr Salahi Ramadan Sonyel «Turk Yunan Anlasmazligi» (Άγκυρα 1985, εκδ. Kibris Turk Kultur Dernegi Genel Merkezi). Το ιδεολόγημα της «προαιώνιας ελληνικής επιθετικότητας κατά της Τουρκίας», όπως αποτυπώνεται από την πένα ενός κυπριακής καταγωγής εμπειρογνώμονα της τουρκικής διπλωματίας.
Σοφία Βούρη «Τα σλαβικά εγχειρίδια Ιστορίας της Βαλκανικής, 1991-1993. Τα έθνη σε πόλεμο» (Αθήνα 1997, εκδ. Gutenberg). Η ιστορία των Βαλκανίων -και τα συνακόλουθα «εθνικά» στερεότυπα- σύμφωνα με τα πρώτα «μετασοσιαλιστικά» σχολικά βιβλία και προγράμματα της Βουλγαρίας και της ΠΓΔ Μακεδονίας. Εκτενή αποσπάσματα από τα σχετικά εγχειρίδια παρατίθενται στο πολυσέλιδο παράρτημα του βιβλίου.
Θεόδωρος Κατσουλάκος & Κώστας Τσαντίνης «Προβλήματα ιστοριογραφίας στα σχολικά εγχειρίδια των βαλκανικών κρατών«(Αθήνα 1994, εκδ. Εκκρεμές). Επισκόπηση του τρόπου παρουσίασης της Επανάστασης του ’21 και των Βαλκανικών πολέμων στα σχολικά εγχειρίδια των γειτονικών μας χωρών – και των συνακόλουθων στερεοτύπων που αυτή η διαπραγμάτευση εγχαράσσει στις συνειδήσεις των μαθητών.
Αννα Φραγκουδάκη & Θάλεια Δραγώνα (επιμ) «‘Τι είν’ η πατρίδα μας;’ Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση» (Αθήνα 1997, εκδ. Αλεξάνδρεια). Εξαιρετική (και, κυρίως, η πρώτη στο είδος της) συλλογή κειμένων γύρω από την αντίστοιχη διαδικασία εγχάραξης του εθνικισμού στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα.
Γιώργος Στάμκος & Μίλιτσα Κοσάνοβιτς, “Στοιχειωμένα Βαλκάνια: Εξερευνώντας τα Μυστικά της Βαλκανικής Ενδοχώρας”,(Θεσσαλονίκη 2006, εκδ. Άγνωστο). Μια πολυεπίπεδη εξερεύνηση των Βαλκανίων, της άγνωστης ιστορίας τους, του λαογραφικού τους πλούτου, των στερεοτύπων, της πνευματικότητας και των μυστηρίων τους.
Φωτογραφίες: Γιώργος Στάμκος – Balkan Express
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.