Το ρολόι έδειχνε 5:00 το πρωί. Άλλο ένα ξημέρωμα τον υποδεχόταν άυπνο, να κοιτάζει το ταβάνι του δωματίου του, με τις κουβέρτες πεταμένες στο πάτωμα και το κινητό στη δόνηση εδώ και μέρες.
Δεν είχε καμία διάθεση να δει τις εισερχόμενες κλήσεις του παρόλο που το μπλε φωτάκι αναβόσβηνε και τον καλούσε επίμονα να το πιάσει στα χέρια του. Είχε σηκωθεί μετρημένες φορές, με βήμα αργό και συρτό, για να πάει στο μπάνιο, αποφεύγοντας να αντικρίσει το είδωλό του στον καθρέφτη.
Προσπαθούσε να αποφύγει οποιαδήποτε διένεξη με το εσωτερικό Εγώ του. Δεν ήθελε μάχες και συγκρούσεις των έσω με τα έξω του. Δεν ήθελε ούτε να συζητήσει με τον εαυτό του, ούτε να τα βρει. Τα είχε βάλει μαζί του, είχε πεισμώσει για το λάθος που είχε κάνει και δεν είχα καμιά διάθεση να τον συγχωρήσει έτσι απλά. Αν μπορούσε να αυτομαστιγωθεί, θα το έκανε ευχαρίστως.
Η ζωή είχε βάλει στόχο να του αποδείξει πως είναι η ίδια η ατέλεια του ανθρώπου που τον οδηγεί σε λάθος κινήσεις. Εκείνος πάντοτε έβρισκε τη φράση “τα λάθη είναι ανθρώπινα” πολύ γενική και δυσανασχετούσε με όσους με μεγάλη ευκολία την χρησιμοποιούσαν. Μαινόταν πως τα λάθη είναι για τους αφελής, τους αδύναμους, τους ανθρώπους που δειλιάζουν να τερματίσουν μια προσπάθεια και σταματούν πριν διορθώσουν το λάθος.
Λυπόταν όσους έχουν έλλειψη πνεύματος, διαύγειας και θέλησης να κυνηγήσουν τα λάθη, να τα αναποδογυρίσουν και να τα κάνουν σωστά. Τελικά ήταν ο ίδιος που έκανε ένα τραγικό, ασυγχώρητο λάθος.
Το χειρότερο όλων ήταν πως δεν γινόταν να το διορθώσει, όσο και αν ευχόταν να μπορούσε να δώσω τα πάντα για να ήταν εφικτό. Η στιγμή είχε περάσει και ο χρόνος δεν γύριζε πίσω. Ο ασθενής του τον είχε εμπιστευτεί, είχε συναινέσει στη μεταμόσχευση καρδιάς που του είχε προτείνει, είχε βάλει τη ζωή του στο χειρουργικό τραπέζι για να την παίξει κορώνα γράμματα και τελικά το παιχνίδι αυτό δεν είχε καν νόμισμα. Το είχε αρπάξει ο χάρος και είχε κρατήσει ως πληρωμή για να τον μεταφέρει στον άλλο κόσμο.
Δεν πρόλαβε να συνδέσει την καινούργια καρδιά, να της δώσει λίγη ζωή, να χτυπήσει έστω μια φορά κι έτσι ο ασθενής του έφυγε χωρίς καρδιά. Πόσο φοβερό ήταν αυτό; Αν υπήρχε παράδεισος, άλλη ζωή, άλλος κόσμος, αν οι ψυχές κυκλοφορούσαν στους ουρανούς, η δική του θα ήταν μισή.
Δεν είχε μια καρδιά που απλώς σταμάτησε να χτυπά. Κάποιος ματαιόδοξος, υπερόπτης γιατρός που είχε υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις του, την είχε ξεριζώσει, την είχε πετάξει στον κάδο μαζί με χρησιμοποιημένα χειρουργικά γάντια, ματωμένα βαμβάκια και γάζες και τον άφησε αδειανό.
Που πηγαίνουν όλα αυτά που κάποτε νιώσαμε, όταν δεν υπάρχει καρδιά;
Η σκέψη πως του είχε στερήσει το ζωτικότερο όργανό του, την αρχή της ζωής και των συναισθημάτων του, τού ήταν ανυπόφορη. Ήταν αυτός που τον έστειλε άδειο σε άλλα ταξίδια, μόνο, χωρίς πυξίδα.
“Που πηγαίνουν όλα αυτά που κάποτε νιώσαμε όταν δεν υπάρχει καρδιά;” ψιθύρισε ξανά.
Η δόνηση του κινητού τηλεφώνου του άρχισε πάλι να το χορεύει πάνω στο κομοδίνο. Κοίταξε το ρολόι. Ήταν 7:00. Μπορεί να ήταν πάλι από το νοσοκομείο. Δεν είχε καμιά όρεξη να πάει στη δουλειά αλλά θα ήταν λάθος να μην ενημερώσει. Άλλωστε το λάθος που είχε ήδη κάνει ήταν αρκετό για να καλύψει όσα δικαιούνταν να κάνει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το σήκωσε χωρίς καμιά διάθεση να μιλήσει.
“ Έλα, ακόμη θρηνείς την πρώτη σου απώλεια σε χειρουργείο;” ακούστηκε η φωνή του κολλητού και συναδέλφου του, παράταιρα εύθυμη στο δικό του σιωπηλό μαρτύριο.
“ Παράτα με, με ζάλισες στα τηλέφωνα από χθες.”
“ Φίλε μου, το να μείνεις μέσα σε τέσσερις τοίχους, μακριά από θεούς και ανθρώπους δεν σε κάνει πένθιμο ήρωα. Δεν είναι η δίκαιη τιμωρία. Όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, αυτή είναι η εύκολη τιμωρία.
Τα λάθη ξορκίζονται μόνο έξω, στα ανοιχτά, όταν αναγνωρίζεις τη ρίζα του κακού, την κοιτάς κατάματα ακόμη και αν πονάει αφόρητα , την πιάνεις και βρίσκεις την δύναμη ακόμη και με χέρια πληγωμένα να την ξεριζώσεις. Μόνο έτσι ξορκίζεις τα λάθη. Γιατί αλάνθαστος δεν γεννήθηκε κανείς.
Μπορεί το δικό σου λάθος να κόστισε μια ζωή, γεγονός αδιαμφισβήτητα τραγικό, όμως εξίσου τραγικό θα ήταν να σταματούσες την προσπάθεια σου να σώζεις άλλες ζωές.
Κι αν ένιωσες κάποια στιγμή πως είσαι ένας μικρός θεός που κάνεις θαύματα στις καρδιές των άλλων, τώρα πια ξέρεις πως δεν είσαι. Είσαι απλώς ένα άνθρωπος που κάνει λάθη, καμιά φορά μη ανατρέψιμα, αλλά οι προθέσεις σου είναι –ή θα έπρεπε να είναι- πάντα σωστές. Θέλεις να σώζεις ανθρώπινες ζωές και καρδιές. Αυτός είσαι πραγματικά.
Δεν σε ορίζουν τα λάθη σου αλλά τα σωστά σου, γιατί αυτά φροντίζεις να είναι πάντα περισσότερα, κατάλαβες;
Πήγαινε τώρα πλύσου, ρίξε κι ένα ξύρισμα γιατί είμαι σίγουρος πως μια βδομάδα μέσα θα έχεις τα χάλια σου και έρχομαι να σε πάρω. Είναι ώρα να αρχίσεις πάλι να διορθώνεις τα λάθη που μπορείς και όχι να μοιρολογάς εκείνα που δεν αλλάζουν.
Δώσε την άδεια στον εαυτό σου να κάνει λάθη που και που, ακόμη κι αν κάποιο από αυτά είναι τραγικό. Λάθος θα ήταν να μην επιτρέπεται να κάνεις λάθη. Η ζωή θα ήταν βαρετή αν όλα γινόντουσαν σωστά.”
Άφησε το τηλέφωνο και κατευθύνθηκε προς τον καθρέφτη. Έβλεπε ξαφνικά μπροστά του το ουσιαστικό λάθος του: Κρυβόταν από την αλήθεια. Και η αλήθεια ήταν μια.
Ήταν άνθρωπος και έκανε λάθος. Τόσο τραγικά αληθινό, τόσο αληθινά ανθρώπινο.
Αυτό το λάθος του δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ σωστό. Όμως θα φρόντιζε να βγει κάτι σωστό από το λάθος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.