2058
Zeitgeist
“Μεταξύ δύο αντιμαχόμενων πλευρών κερδίζει εκείνη που είναι συντετριμμένη από τη θλίψη”.
Λάο Τσε
Του Γιώργου Στάμκου
Ο Άλεξ Μπότης ξύπνησε με ελαφρύ πονοκέφαλο σ’ ένα δωμάτιο, που του πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να αναγνωρίσει ότι ήταν το δικό του. Ξύπνησε με το φόβο ότι θα ζήσει μια ακόμη γήινη μέρα και η καθησυχαστική φωνή του «Αριστοτέλη», του κβαντικού υπολογιστή 3ης γενιάς που έλεγχε τα πάντα στο σπίτι του, δεν ηχούσε στ’ αυτιά του και τόσο καθησυχαστική. Αντίθετα του προκαλούσε δυσοίωνα συναισθήματα. Ο ύπνος –με τη βοήθεια πάντα των σοφιστικέ αντικαταθλιπτικών που κατανάλωνε τελευταία– ήταν γι’ αυτόν το ύστατο καταφύγιο απ’ το μαρτύριο των «παγωμένων ημερών» που ζούσε. Μόνον οι νυκτερινοί «μικροί θάνατοι» του ύπνου δίχως όνειρα του επέτρεπαν κάποιες μικρές, ακούσιες αποδράσεις από την τυραννία της αδυσώπητης σκέψης…
Το ολόγραμμα στον απέναντι τοίχο του δωματίου του έδειχνε 23 Ιανουαρίου του 2058, ώρα 9:53, και μόλις σηκώθηκε απ’ το ισοθερμικό του κρεβάτι άρχισε να του κελαηδάει την επικαιρότητα της ημέρας ξεκινώντας από τον καιρό. Παρ’ ότι καταχείμωνο η θερμοκρασία δεν έπεφτε κάτω απ’ τους 17 βαθμούς Κελσίου και μια αμμοθύελλα που ήρθε ξαφνικά από τη Σαχάρα έκανε τον ουρανό πάνω απ’ τη Θεσσαλονίκη να μοιάζει αφύσικα γκριζοκόκκινος. Το Φαινόμενο του Θερμοκηπίου άλλαζε τον πλανήτη μέρα με τη μέρα κι αυτό δεν ήταν κάτι που εύκολα αποδεχόταν κανείς, άσχετα αν πίστευε ή όχι στον άτεγκτο Δαρβινισμό. Το κλίμα του πλανήτη πήγαινε κατά διαόλου αλλά, σκέφτηκε, αυτός δεν είναι λόγος για να μελαγχολήσει κανείς. «Η στεναχώρια δεν πρέπει να είναι μέσα στο φάσμα της ανθρώπινης φύσης», σιγομουρμούρισε στον εαυτό του καταπίνοντας ένα μικρό έξυπνο χαπάκι, ειδικά σχεδιασμένο για την συναισθηματικά ευάλωτη προσωπικότητά του. Χρόνια τώρα πάλευε με την κατάθλιψή του που, σύμφωνα με τους ειδικούς και το υποχρεωτικό γενετικό τεστ το οποίο του έκαναν μόλις γεννήθηκε το 2020, οφείλονταν σε γενετική προδιάθεση λόγω του ελαττωματικού γονιδίου GR-L1969 –την πιο προφανή αιτία της δυστυχίας του. Κάτι που ο ίδιος δε χώνευε και το αμφισβητούσε συνεχώς.. Εξ αιτίας αυτής της γενετικής προδιάθεσης καμιά σοβαρή ασφαλιστική εταιρεία δεν δεχόταν να του παρέχει βασική ασφάλεια –ούτε καν λόγος για «πλατινένια»– χωρίς να χρειαζόταν να πληρώσει τα μαλλιοκέφαλά του. Τελευταία κατάφερε να κλείσει ένα ικανοποιητικό συμβόλαιο με την Smart Health Europe (SHE), αλλά ήταν αναγκασμένος να ακολουθεί αυστηρή καθημερινή δίαιτα και ιατρικούς ελέγχους κάθε τρεις και λίγο. Στα διάφορα τεστ που του επέβαλαν ανά διαστήματα οι ειδικοί Profilers της SHE προέβλεπαν ως «πιθανή αιτία θανάτου» του την αυτοκτονία, με ποσοστό 29,3% –ποσοστό που μάλλον θα αυξήθηκε έπειτα από το τελευταίο του διαζύγιο. Και είχαν τη φήμη πως δεν έπεφταν έξω στις προβλέψεις τους…
Η Μελαγχολία του Νοηματολόγου
Σε στιγμές διαύγειας και αξιοσημείωτης ψυχικής ηρεμίας –που οφειλόταν βέβαια και στην λεπτεπίλεπτη επίδραση των αντικαταθλιπτικών– ο Άλεξ αρνούνταν να υποκύψει στην ασφυκτική αίσθηση ότι το μέλλον του ήταν προκαθορισμένο από κάποιο «ελαττωματικό» γονίδιο. Αντίθετα προσπαθούσε να ζει την καθημερινότητα του όσο γινόταν πιο έντονα και ουσιαστικά. Ήθελε μια ζωή που θα χρησιμοποιούσε στο έπακρο τις δυνατότητές του, που θα κυνηγούσε τα όνειρά του, με συνειδητότητα και σεβασμό για τη Φύση και την ύπαρξη. Στα 38 του χρόνια είχε ήδη αλλάξει τέσσερα επαγγέλματα, πριν αποφασίσει να γίνει Νοηματολόγος, ειδικός στο να συμβουλεύει τους συναισθηματικά ευάλωτους ανθρώπους, όπως ο ίδιος, στο να βρίσκουν νόημα στη ζωή τους και να μην το αναζητούν μάταια στο πλησιέστερο εμπορικό κέντρο, στα διάφορα ψυχαγωγικά πάρκα, στην εικονική πραγματικότητα και στους ψευδαισθησιακούς λαβύρινθους του ΗΝ (Hyper-Net). Σε μια εποχή που η κατάθλιψη είχε λάβει διαστάσεις πανδημίας, με το ένα τρίτο του πληθυσμού να υποφέρουν απ’ αυτή, ο Άλεξ δεν μπορούσε να παραπονεθεί ότι δεν είχε αντικείμενο εργασίας.
Καθώς έπλενε τα δόντια του ο «Αριστοτέλης», με την στεντόρεια αλά «Μίστερ Σποκ» φωνή του, τον ενημέρωνε για το πρόγραμμα της ημέρας. Σκεπτόμενος τα σημερινά ραντεβού του πήγε να ουρήσει στην τουαλέτα του, αλλά μετά θυμήθηκε το αλκοόλ και τα παράνομα ναρκωτικά που κατανάλωσε το προηγούμενο βράδυ και γι’ αυτό έχυσε μέσα στην τουαλέτα ένα σωληνάριο με «καθαρά ούρα» της προηγούμενης εβδομάδας. Αμέσως, στη δεξιά άκρη του καθρέπτη έτρεξαν τα αποτελέσματα της άμεσης βιοχημικής ανάλυσης των ούρων του –κάποια από αυτά τα στοιχεία πήγαιναν αυτομάτως στα αρχεία της SHE και βαθμολογούνταν, με βάση την επικινδυνότητά τους, από τους ειδικούς. Δεν φάνηκε, όπως περίμενε, καμία «ανησυχητική ένδειξη». Ήταν “καθαρός” και με φυσιολογικά τα επίπεδα της σεροτονίνης. Η παραπλάνηση είχε για μια ακόμη φορά πετύχει…
Καθώς έπλενε τα δόντια του ο «Αριστοτέλης», με την στεντόρεια αλά «Μίστερ Σποκ» φωνή του, τον ενημέρωνε για το πρόγραμμα της ημέρας. Σκεπτόμενος τα σημερινά ραντεβού του πήγε να ουρήσει στην τουαλέτα του, αλλά μετά θυμήθηκε το αλκοόλ και τα παράνομα ναρκωτικά που κατανάλωσε το προηγούμενο βράδυ και γι’ αυτό έχυσε μέσα στην τουαλέτα ένα σωληνάριο με «καθαρά ούρα» της προηγούμενης εβδομάδας. Αμέσως, στη δεξιά άκρη του καθρέπτη έτρεξαν τα αποτελέσματα της άμεσης βιοχημικής ανάλυσης των ούρων του –κάποια από αυτά τα στοιχεία πήγαιναν αυτομάτως στα αρχεία της SHE και βαθμολογούνταν, με βάση την επικινδυνότητά τους, από τους ειδικούς. Δεν φάνηκε, όπως περίμενε, καμία «ανησυχητική ένδειξη». Ήταν “καθαρός” και με φυσιολογικά τα επίπεδα της σεροτονίνης. Η παραπλάνηση είχε για μια ακόμη φορά πετύχει…
Η Αυταρέσκεια της Πόρτας
Ντύθηκε βιαστικά με τα ακριβοπληρωμένα βιοϊατρικά του ρούχα, που σχεδιάστηκαν ειδικά γι΄ αυτόν με on-line παραγγελία στα υποβρύχια εργοστάσια του Μπαγκλαντές, πήρε μαζί του τη βαλίτσα του με τη φορητή γραμματέα-ψυχίατρό του και είπε στον «Αριστοτέλη» να καλέσει αυτόματο ταξί. Προχώρησε προς την πόρτα και ζήτησε από τον «Αριστοτέλη» να του ανοίξει για να βγει έξω από το διαμέρισμά του. Η πόρτα αρνήθηκε να υπακούσει.
«Άνοιξε», είπε ο Άλεξ, «δεν έχω χρόνο για καθυστέρηση». Η πόρτα έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλή, σα να σκεφτόταν, και μετά είπε ήρεμη: «Ασφαλώς, αλλά έχετε ξεχάσει να δώσετε τροφή και να χαϊδέψετε το γάτο σας…», και, αφού περίμενε μερικά ακόμη δευτερόλεπτα, συμπλήρωσε σοβαρά: «Και να τακτοποιήσετε την πληρωμή των λογαριασμών σας». «Βιάζομαι, θα το κάνω με το Net στο ταξί! Άφησε με να βγω, έχω να επισκεφτώ τέσσερις πελάτες», μούγκρισε επιτακτικά ο Άλεξ. Η πόρτα δεν έδειξε να συγκινείται και παρέμεινε σιωπηλή. «Άνοιξε! Σε διατάζω!». Σιωπή… Η πόρτα φαινόταν ασυγκίνητη και αποφασισμένη.
«Άντε καλά», παραδέχθηκε έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα την ήττα του ο Άλεξ, «αλλά είναι η τελευταία φορά που υπακούω. Την άλλη φορά που θα μου το κάνεις αυτό θα σε αποσυνδέσω κι ας πληρώσω πρόστιμό!»
«Ό,τι πείτε κύριε Άλεξ», είπε χαρούμενη η πόρτα. Φαινόταν ικανοποιημένη με τον εαυτό της, χαρούμενη που είχε επιτελέσει το σκοπό της.
Ο Άλεξ επέστρεψε σιγοβρίζοντας στο γραφείο του και στην κονσόλα του υπολογιστή του άρχισε να κάνει μεταφορές χρημάτων και να πληρώνει διάφορους λογαριασμούς που έληξαν ή βρισκόταν σε καθυστέρηση. Επειδή σχεδόν όλες οι EuroCard του ήταν άδειες από ρευστό, αναζήτησε νέες πιστωτικές γραμμές από δυό-τρεις ηλεκτρονικές τράπεζες για να αναχρηματοδοτήσει παλιά του δάνεια και πιστωτικές κάρτες, και να πληρώσει 18 πάγιους λογαριασμούς –με μεγαλύτερους εκείνον της ιατρικής ασφάλειας, του νερού και των βιολογικών τροφίμων που κατανάλωνε.
Κατάφερε να εξασφαλίσει μια νέα πιστωτική γραμμή, ύψους 30.000€, από μια καθόλου ευυπόληπτη κινεζική τράπεζα και σηκώθηκε να φύγει. Προτού σηκωθεί πρόλαβε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο «ρολόι του χρέους» του στην κάτω δεξιά άκρη της οθόνης: Το συνολικό του χρέος είχε φθάσει στο αποθαρρυντικό ύψος των 1.573.485€ –θα ξεχρεώνονταν άραγε ποτέ; Έδιωξε τις μαύρες σκέψεις από το μυαλό του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Αυτή τη φορά η πόρτα άνοιξε πρόθυμα τιτιβίζοντας ένα χαρούμενο «αντίο σας κύριε Άλεξ!»
«Άνοιξε», είπε ο Άλεξ, «δεν έχω χρόνο για καθυστέρηση». Η πόρτα έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλή, σα να σκεφτόταν, και μετά είπε ήρεμη: «Ασφαλώς, αλλά έχετε ξεχάσει να δώσετε τροφή και να χαϊδέψετε το γάτο σας…», και, αφού περίμενε μερικά ακόμη δευτερόλεπτα, συμπλήρωσε σοβαρά: «Και να τακτοποιήσετε την πληρωμή των λογαριασμών σας». «Βιάζομαι, θα το κάνω με το Net στο ταξί! Άφησε με να βγω, έχω να επισκεφτώ τέσσερις πελάτες», μούγκρισε επιτακτικά ο Άλεξ. Η πόρτα δεν έδειξε να συγκινείται και παρέμεινε σιωπηλή. «Άνοιξε! Σε διατάζω!». Σιωπή… Η πόρτα φαινόταν ασυγκίνητη και αποφασισμένη.
«Άντε καλά», παραδέχθηκε έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα την ήττα του ο Άλεξ, «αλλά είναι η τελευταία φορά που υπακούω. Την άλλη φορά που θα μου το κάνεις αυτό θα σε αποσυνδέσω κι ας πληρώσω πρόστιμό!»
«Ό,τι πείτε κύριε Άλεξ», είπε χαρούμενη η πόρτα. Φαινόταν ικανοποιημένη με τον εαυτό της, χαρούμενη που είχε επιτελέσει το σκοπό της.
Ο Άλεξ επέστρεψε σιγοβρίζοντας στο γραφείο του και στην κονσόλα του υπολογιστή του άρχισε να κάνει μεταφορές χρημάτων και να πληρώνει διάφορους λογαριασμούς που έληξαν ή βρισκόταν σε καθυστέρηση. Επειδή σχεδόν όλες οι EuroCard του ήταν άδειες από ρευστό, αναζήτησε νέες πιστωτικές γραμμές από δυό-τρεις ηλεκτρονικές τράπεζες για να αναχρηματοδοτήσει παλιά του δάνεια και πιστωτικές κάρτες, και να πληρώσει 18 πάγιους λογαριασμούς –με μεγαλύτερους εκείνον της ιατρικής ασφάλειας, του νερού και των βιολογικών τροφίμων που κατανάλωνε.
Κατάφερε να εξασφαλίσει μια νέα πιστωτική γραμμή, ύψους 30.000€, από μια καθόλου ευυπόληπτη κινεζική τράπεζα και σηκώθηκε να φύγει. Προτού σηκωθεί πρόλαβε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο «ρολόι του χρέους» του στην κάτω δεξιά άκρη της οθόνης: Το συνολικό του χρέος είχε φθάσει στο αποθαρρυντικό ύψος των 1.573.485€ –θα ξεχρεώνονταν άραγε ποτέ; Έδιωξε τις μαύρες σκέψεις από το μυαλό του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Αυτή τη φορά η πόρτα άνοιξε πρόθυμα τιτιβίζοντας ένα χαρούμενο «αντίο σας κύριε Άλεξ!»
Arbeit Macht Frei?
Το αυτόματο Ταξί τον περίμενε πειθήνια στην είσοδο της παλιάς πολυκατοικίας του, που κτίστηκε το 2019 –χρονιά που έγινε υποχρεωτικός ο βιοκλιματισμός στην Ελλάδα. Η φωνή του “οδηγού” τον καλωσόρισε με προσποιητή ευγένεια και του ζήτησε χαρούμενα τον προορισμό του. Αφού έκανε spelling τη διεύθυνση –ποτέ δεν ήξερες το βαθμό νοημοσύνης του κάθε RD(Robodriver) -άνοιξε τη βαλίτσα του κι αμέσως εμφανίστηκε το ολογραφικό προφίλ του πρώτου «ανοηματικού» πελάτη που θα επισκέπτονταν σήμερα.
Ήταν μια νεαρή γυναίκα ηλικίας 47 ετών, που με τις αισθητικές βελτιώσεις και τις αντιγηραντικές θεραπείες δεν έμοιαζε πάνω από τριάντα. Δεν είχε παιδιά, δεν είχε συγγενείς, είχε χωρίσει και μόλις έχασε τη δουλειά της στην τουριστική βιομηχανία. Ένιωθε απελπισμένη, υπέφερε από απώλεια νοήματος και χρειαζόταν επειγόντως βοήθεια –η «διέξοδος» της αυτοκτονίας δεν της φαινόταν και τόσο μακρινή. Θα έπρεπε αναγκαστικά να της κάνει θεραπεία-σοκ και να της υπενθυμίσει τις απλές χαρές και τα νοήματα της ζωής, με άλλα λόγια να της ψελλίσει το «αλφάβητο» της ανθρώπινης ύπαρξης –και αυτό ήταν κάτι το βαρετό.
Η Ηλέκτρα Π. έμενε σε μια παρακμιακή πολυκατοικία του προηγούμενου αιώνα και ο ηλεκτρονικός θυρωρός, που ανοιγόκλεινε την πόρτα, κολλούσε όταν σου ζητούσε τα στοιχεία σου και χρειαζόταν ένα μικρό κτύπημα για να επανέλθει –σαν τα πικάπ του προηγούμενου αιώνα που τα κτυπούσες για να ξεκολλήσει η βελόνα τους.
Οι εσωτερικοί τοίχοι του κτιρίου ήταν γεμάτοι με συνθήματα και ο Άλεξ μπόρεσε να συγκρατήσει ένα, γραμμένο στα Greeklish –τυπική γλώσσα των μεταναστών δεύτερης γενιάς που έγιναν οι νέοι Ethnic Greeks: «Γιατί η προηγούμενη γενιά μας πηδάει στη φορολογία;». Κι έναν όροφο πιο πάνω συγκράτησε ένα ακόμη γκράφιτι: «Τρομοκρατία είναι το ασφαλιστικό μας σύστημα».
Το διαμέρισμα της Ηλέκτρας ήταν γεμάτο παλιά έπιπλα και αναμνήσεις. Είχε ελάχιστη τεχνολογία ενσωματωμένη –και αυτό ήταν ένδειξη πως η ένοικος του άνηκε στους Νεολουδίτες, που απαρνήθηκαν τις ανέσεις του σύγχρονου τεχνολογικού μας “παραδείσου”.
Αφού του πρόσφερε ένα βιολογικό αφέψημα η Ηλέκτρα άρχισε να του μιλάει για τη ζωή της, τις ευαισθησίες της και τα αδιέξοδα της. Την άκουγε με συγκατάβαση. Κατόπιν επιστράτευσε όλη μου την ηρεμία και τη συμπάθεια του κι άρχισε να της αραδιάζει τις ψυχοτεχνικές και φιλοσοφικές μπούρδες που ήξερε πως θα έπιαναν στην περίπτωσή της. Έπειτα από μισή ώρα είδε το πρόσωπό της να φωτίζεται και κατάλαβε πως η θεραπεία άρχισε να δουλεύει. Θα έπαιρνε ασφαλώς και κάποια αντικαταθλιπτικά, αλλά ο κύβος ερρίφθη: δεν θα αυτοκτονούσε, τουλάχιστον όχι σύντομα.
Ήταν μια νεαρή γυναίκα ηλικίας 47 ετών, που με τις αισθητικές βελτιώσεις και τις αντιγηραντικές θεραπείες δεν έμοιαζε πάνω από τριάντα. Δεν είχε παιδιά, δεν είχε συγγενείς, είχε χωρίσει και μόλις έχασε τη δουλειά της στην τουριστική βιομηχανία. Ένιωθε απελπισμένη, υπέφερε από απώλεια νοήματος και χρειαζόταν επειγόντως βοήθεια –η «διέξοδος» της αυτοκτονίας δεν της φαινόταν και τόσο μακρινή. Θα έπρεπε αναγκαστικά να της κάνει θεραπεία-σοκ και να της υπενθυμίσει τις απλές χαρές και τα νοήματα της ζωής, με άλλα λόγια να της ψελλίσει το «αλφάβητο» της ανθρώπινης ύπαρξης –και αυτό ήταν κάτι το βαρετό.
Η Ηλέκτρα Π. έμενε σε μια παρακμιακή πολυκατοικία του προηγούμενου αιώνα και ο ηλεκτρονικός θυρωρός, που ανοιγόκλεινε την πόρτα, κολλούσε όταν σου ζητούσε τα στοιχεία σου και χρειαζόταν ένα μικρό κτύπημα για να επανέλθει –σαν τα πικάπ του προηγούμενου αιώνα που τα κτυπούσες για να ξεκολλήσει η βελόνα τους.
Οι εσωτερικοί τοίχοι του κτιρίου ήταν γεμάτοι με συνθήματα και ο Άλεξ μπόρεσε να συγκρατήσει ένα, γραμμένο στα Greeklish –τυπική γλώσσα των μεταναστών δεύτερης γενιάς που έγιναν οι νέοι Ethnic Greeks: «Γιατί η προηγούμενη γενιά μας πηδάει στη φορολογία;». Κι έναν όροφο πιο πάνω συγκράτησε ένα ακόμη γκράφιτι: «Τρομοκρατία είναι το ασφαλιστικό μας σύστημα».
Το διαμέρισμα της Ηλέκτρας ήταν γεμάτο παλιά έπιπλα και αναμνήσεις. Είχε ελάχιστη τεχνολογία ενσωματωμένη –και αυτό ήταν ένδειξη πως η ένοικος του άνηκε στους Νεολουδίτες, που απαρνήθηκαν τις ανέσεις του σύγχρονου τεχνολογικού μας “παραδείσου”.
Αφού του πρόσφερε ένα βιολογικό αφέψημα η Ηλέκτρα άρχισε να του μιλάει για τη ζωή της, τις ευαισθησίες της και τα αδιέξοδα της. Την άκουγε με συγκατάβαση. Κατόπιν επιστράτευσε όλη μου την ηρεμία και τη συμπάθεια του κι άρχισε να της αραδιάζει τις ψυχοτεχνικές και φιλοσοφικές μπούρδες που ήξερε πως θα έπιαναν στην περίπτωσή της. Έπειτα από μισή ώρα είδε το πρόσωπό της να φωτίζεται και κατάλαβε πως η θεραπεία άρχισε να δουλεύει. Θα έπαιρνε ασφαλώς και κάποια αντικαταθλιπτικά, αλλά ο κύβος ερρίφθη: δεν θα αυτοκτονούσε, τουλάχιστον όχι σύντομα.
Όλες οι Μνήμες Είναι Ίχνη Δακρύων
Αφού «θεράπευσε» τις επόμενες τέσσερις ώρες άλλες τρεις ανοηματικές περιπτώσεις –προσθέτοντας άλλα 854€ στο μονίμως ελλειμματικό λογαριασμό του- ο Άλεξ πήρε ένα R-Taxi για να επιστρέψει στο σπίτι του. Το R-Taxi διέσχισε με ταχύτητα την υποθαλάσσια αρτηρία για να βγει κάπου στην Καλαμαριά. Μόλις βγήκε στην επιφάνεια απ’ το παράθυρο του Ταξί ο Άλεξ παρατήρησε μακριά στο νότο το Μεγάλο Φράγμα του Θερμαϊκού, που κτίστηκε το 2046, για να προστατεύσει τη Θεσσαλονίκη από τη ραγδαία άνοδο της στάθμης της θάλασσας εξ αιτίας του λιώσιμου των πολικών πάγων. Ο κόλπος της Θεσσαλονίκης είχε γίνει πλέον λίμνη και το μεγάλο διεθνές λιμάνι της πόλης έσπασε στα δύο και μεταφέρθηκε στη Μεθώνη της Πιερίας και στη Νέα Μηχανιώνα.
Στο βάθος η κορυφή του Ολύμπου έδειχνε, ευτυχώς ακόμη, χιονισμένη. Το χιόνι ήταν πλέον είδος προς εξαφάνιση. Δεν θυμάται να είχε χιονίσει ποτέ, όσο ζούσε, στη Θεσσαλονίκη. Για να δει κανείς χιόνι το χειμώνα έπρεπε να ανέβει ψηλά στα βουνά, πάνω από τα χίλια πεντακόσια μέτρα. Στην υπόλοιπη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Ελλάδας τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Οι Κυκλάδες είχαν ξεραθεί εντελώς, το ίδιο και η ανατολική Πελοπόννησος, ενώ η νότια Κρήτη είχε μετατραπεί σε παράρτημα της Σαχάρας. Έλληνες περιβαλλοντικοί πρόσφυγες μετοίκησαν προς τα βόρεια –από την Αττική πολλοί μετακινήθηκαν προς το ορεινό προάστιο της Αράχοβας- μαζί με δεκάδες εκατομμύρια οικο-πρόσφυγες από την υποσαχάρια Αφρική και την ινδική χερσόνησο, που κατέκλυσαν την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης είχε ξεπεράσει προ πολλού τα τέσσερα εκατομμύρια και πολλοί από τους νέους κατοίκους της πόλης είχαν βορειοαφρικανική και ασιατική προέλευση –ειδικά όσοι κατοικούσαν στα “γκέτο” της Δυτικής Θεσσαλονίκης.
Στο βάθος η κορυφή του Ολύμπου έδειχνε, ευτυχώς ακόμη, χιονισμένη. Το χιόνι ήταν πλέον είδος προς εξαφάνιση. Δεν θυμάται να είχε χιονίσει ποτέ, όσο ζούσε, στη Θεσσαλονίκη. Για να δει κανείς χιόνι το χειμώνα έπρεπε να ανέβει ψηλά στα βουνά, πάνω από τα χίλια πεντακόσια μέτρα. Στην υπόλοιπη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Ελλάδας τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Οι Κυκλάδες είχαν ξεραθεί εντελώς, το ίδιο και η ανατολική Πελοπόννησος, ενώ η νότια Κρήτη είχε μετατραπεί σε παράρτημα της Σαχάρας. Έλληνες περιβαλλοντικοί πρόσφυγες μετοίκησαν προς τα βόρεια –από την Αττική πολλοί μετακινήθηκαν προς το ορεινό προάστιο της Αράχοβας- μαζί με δεκάδες εκατομμύρια οικο-πρόσφυγες από την υποσαχάρια Αφρική και την ινδική χερσόνησο, που κατέκλυσαν την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης είχε ξεπεράσει προ πολλού τα τέσσερα εκατομμύρια και πολλοί από τους νέους κατοίκους της πόλης είχαν βορειοαφρικανική και ασιατική προέλευση –ειδικά όσοι κατοικούσαν στα “γκέτο” της Δυτικής Θεσσαλονίκης.
Ελευθερία ή Τίποτα!
Ο Άλεξ έδειχνε μια κάποια συμπάθεια προς τους ταλαίπωρους περιβαλλοντικούς πρόσφυγες, αλλά δυσανασχετούσε κάθε φορά που έβλεπε ένα έγχρωμο πρόσωπο να του λέει σε σπαστά ελληνικά kalimera. Ο ίδιος ήταν Έλληνας, αλβανικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του. Ο πατέρας του, Πύρρος Μπότι, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1998, ενώ ο παππούς του, Γκασμέτ Μπότι, διέσχισε τα βουνά της Ηπείρου το χειμώνα του 1992 για να έλθει στην «γη των ευκαιριών», την Ελλάδα. Τα πράγματα όμως κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν τότε. Θυμόταν τις ιστορίες που του διηγούνταν ο πατέρας του για το ρατσισμό των Ελλήνων. Ιστορίες που πλήγωσαν την παιδική του ψυχή. Ο πατέρας του ήταν αριστούχος μαθητής στο δημοτικό σχολείο, μιλούσε τα ελληνικά καλύτερα απ΄ τα αλβανικά, αλλά επειδή ήταν αλβανάκι οι γονείς των άλλων παιδιών και κάποιοι εθνικιστές πολιτικοί τον εμπόδισαν –ενάντια στους νόμους– να σηκώσει την ελληνική σημαία. Ειδικά όταν ήταν Νομάρχης Θεσσαλονίκης κάποιος ονόματι Ψωμιάδης (2002-2010), δεν υπήρχε περίπτωση να διεκδικήσει το δίκιο του –ήταν μια πραγματικά σκοτεινή εποχή και μάλιστα πριν έρθει η Κρίση.
Αργότερα, όταν η ελληνική Κρίση άρχισε να ξεπερνιέται και τα πράγματα άλλαξαν στην ελληνική κοινωνία –ειδικά όταν η Αλβανία μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2020– το τραύμα που δημιουργήθηκε στον πατέρα του τον ώθησε να σπουδάσει Νομικά και να εξελιχθεί σ’ έναν από τους πιο αξιόλογους Έλληνες δικηγόρους, σ’ έναν άριστο γνώστη του Ευρωπαϊκού Δικαίου, που υπερασπίζονταν τα δικαιώματα των αδυνάτων και των μειονοτήτων.
Μέχρι το 2022 αναγνωρίστηκε στα παιδιά των μεταναστών, που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, το δικαίωμα να αποκτούν αυτομάτως την ελληνική ιθαγένεια, επειδή το ελληνικό κράτος παραδέχονταν πως χρειάζονταν μια νέα φουρνιά πειθαρχημένων πολιτών, που θα πλήρωναν φόρους, ασφαλιστικές εισφορές και θα πήγαιναν στον μισθοφορικό ελληνικό στρατό και στην αστυνομία.
Οι γεννημένοι στην Ελλάδα Αλβανοί –πάνω από διακόσιεπενήντα χιλιάδες– έγιναν αμέσως Έλληνες πολίτες, επειδή ήταν ήδη πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολλοί απ’ αυτούς εξελίχθηκαν σε φανατικούς Έλληνες εθνικιστές και κάποιοι ακόμη και Νεοναζί της εκτός νόμου Χρυσής Αυγής, ενάντια στα δικαιώματα των νεοερχόμενων, σκουρόχρωμων μεταναστών από την Ασία και την Αφρική. Όχι όμως και ο πατέρας του Άλεξ, που παρέμεινε πάντα φιλελεύθερος αριστερόος δημοκράτης και γι’ αυτό παντρεύτηκε την Αριστερή Θεσσαλονικιά ακτιβίστρια Άρια Νανούκη, ηγετικό στέλεχος του κινήματος «Ελευθερία ή Τίποτα».
Αργότερα, όταν η ελληνική Κρίση άρχισε να ξεπερνιέται και τα πράγματα άλλαξαν στην ελληνική κοινωνία –ειδικά όταν η Αλβανία μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2020– το τραύμα που δημιουργήθηκε στον πατέρα του τον ώθησε να σπουδάσει Νομικά και να εξελιχθεί σ’ έναν από τους πιο αξιόλογους Έλληνες δικηγόρους, σ’ έναν άριστο γνώστη του Ευρωπαϊκού Δικαίου, που υπερασπίζονταν τα δικαιώματα των αδυνάτων και των μειονοτήτων.
Μέχρι το 2022 αναγνωρίστηκε στα παιδιά των μεταναστών, που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, το δικαίωμα να αποκτούν αυτομάτως την ελληνική ιθαγένεια, επειδή το ελληνικό κράτος παραδέχονταν πως χρειάζονταν μια νέα φουρνιά πειθαρχημένων πολιτών, που θα πλήρωναν φόρους, ασφαλιστικές εισφορές και θα πήγαιναν στον μισθοφορικό ελληνικό στρατό και στην αστυνομία.
Οι γεννημένοι στην Ελλάδα Αλβανοί –πάνω από διακόσιεπενήντα χιλιάδες– έγιναν αμέσως Έλληνες πολίτες, επειδή ήταν ήδη πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολλοί απ’ αυτούς εξελίχθηκαν σε φανατικούς Έλληνες εθνικιστές και κάποιοι ακόμη και Νεοναζί της εκτός νόμου Χρυσής Αυγής, ενάντια στα δικαιώματα των νεοερχόμενων, σκουρόχρωμων μεταναστών από την Ασία και την Αφρική. Όχι όμως και ο πατέρας του Άλεξ, που παρέμεινε πάντα φιλελεύθερος αριστερόος δημοκράτης και γι’ αυτό παντρεύτηκε την Αριστερή Θεσσαλονικιά ακτιβίστρια Άρια Νανούκη, ηγετικό στέλεχος του κινήματος «Ελευθερία ή Τίποτα».
Η Εσωτερική Μου «Σιβηρια»
Κάτω από την επίδραση των γονιών του τα μαθητικά και φοιτητικά χρόνια του Άλεξ ήταν έντονα πολιτικοποιημένα: συζητήσεις και αγώνες κατά της ηλεκτρονικής παρακολούθησης, κατά της δικτατορίας των γονιδίων, της ασύδοτης εκμετάλλευσης των Mega-Corporations, του ρατσισμού και του εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού της Αυτοκρατορίας της Κίνας, των βιοτεχνολογικών τροφίμων, των ορυκτών καυσίμων και υπέρ του οικολογικού κινήματος της αναγέννησης της Γης, της Ελεύθερης Ενέργειας, της προστασίας των περιβαλλοντικών προσφύγων και υπέρ των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη –και επίσης μπόλικα μετα-ψυχεδελικά, cyber σεξ, μουσικές υποκουλτούρες, εξωσωματώσεις και εξωγηινολογία. Τη δεκαετία του 2040 τα οικολογικά και νεοαριστερά κινήματα στην Ευρώπη και στην Αμερική έδωσαν νέες ελπίδες για αλλαγή της κοινωνίας, για προστασία από την απόλυτη κυριαρχία των νεοφεουδαρχικών τραπεζών και των Mega-Corporations, που χρησιμοποιούσαν τους ανθρώπους ως στατιστικά νούμερα και ως καταναλωτές φτηνών σκουπιδο-προϊόντων και τους “εκλεγμένους” πολιτικούς τους ως πειθήνιους μάνατζέρ τους. Οι αγώνες αυτοί είχαν φέρει προς στιγμήν στο προσκήνιο μια νέα γενιά πολιτικών, που δεν έσκυβαν εύκολα το κεφάλι τους στις Mega-Corporations. Πολλές μικρές μάχες κερδήθηκαν τότε. Ο τουρμποκαπιταλισμός κτυπήθηκε ξανά και μαζικά, αλλά άντεξε επιστρατεύοντας κάθε δόλιο μέσο. Οι Mega-Corporations αντεπιτέθηκαν, εκβίασαν καταστάσεις, εξαγόρασαν πολιτικούς, τηλε-αστέρες, “πρωταγωνιστές” δημοσιογράφους κι έφεραν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της απόγνωσης, και στο τέλος πέτυχαν μια “Πύρρειο Νίκη”, αλλά ζητωκραύγασαν για την επικράτηση της “αλήθειας” τους, δηλαδή των συμφερόντων τους.
Στη PNWO (Post New World Order), που επέβαλαν οι Mega-Corporations με τη βοήθεια των νεοσυντηρητικών πολιτικών που τους υπηρετούσαν στα κρυφά, κτύπησαν τα λαϊκά αντιστασιακά κινήματα, τους οικολόγους, τους φιλελεύεθερους και τη νέα Κοινωνία των Πολιτών –δυσφήμισαν τους ιδεολόγους τους– και προώθησαν την τρομοκρατία του φόβου και της ανασφάλειας, αναγκάζοντας τους πάντες να υπογράψουν συμβόλαια ασφάλειας και υγείας μ’ αυτές. Μια νέα γκρίζα κατάσταση επιβλήθηκε και πολλοί παλιοί αγωνιστές εξοντώθηκαν ψυχολογικά ή επέστρεψαν στο μικρό ιδιωτικό τους κόσμο. Το ίδιο και ο Άλεξ, που κατέληξε να «διαδηλώνει» ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Αποσύρθηκε έτσι στην εσωτερική του «Σιβηρία» κι έχασε το ενδιαφέρον για το μέλλον των ανθρώπων στον κόσμο. Απέκτησε, ως υποκατάστατο, μια σειρά από περίεργα κι εκκεντρικά χόμπι, αλλά στο τέλος δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει την κατάθλιψη.
Στη PNWO (Post New World Order), που επέβαλαν οι Mega-Corporations με τη βοήθεια των νεοσυντηρητικών πολιτικών που τους υπηρετούσαν στα κρυφά, κτύπησαν τα λαϊκά αντιστασιακά κινήματα, τους οικολόγους, τους φιλελεύεθερους και τη νέα Κοινωνία των Πολιτών –δυσφήμισαν τους ιδεολόγους τους– και προώθησαν την τρομοκρατία του φόβου και της ανασφάλειας, αναγκάζοντας τους πάντες να υπογράψουν συμβόλαια ασφάλειας και υγείας μ’ αυτές. Μια νέα γκρίζα κατάσταση επιβλήθηκε και πολλοί παλιοί αγωνιστές εξοντώθηκαν ψυχολογικά ή επέστρεψαν στο μικρό ιδιωτικό τους κόσμο. Το ίδιο και ο Άλεξ, που κατέληξε να «διαδηλώνει» ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Αποσύρθηκε έτσι στην εσωτερική του «Σιβηρία» κι έχασε το ενδιαφέρον για το μέλλον των ανθρώπων στον κόσμο. Απέκτησε, ως υποκατάστατο, μια σειρά από περίεργα κι εκκεντρικά χόμπι, αλλά στο τέλος δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει την κατάθλιψη.
H εξέγερση είναι τέχνη
Οι λιγοστοί φίλοι που του απέμειναν από εκείνη την περίοδο, βρισκόντουσαν λίγο ή πολύ σε παρόμοια παρακμιακή κατάσταση. Βυθισμένοι στην κατάθλιψη, στα μετα-ψυχεδελικά, στις ψευδαισθησιακές υποκουλτούρες, υπερχρεωμένοι στις τράπεζες και υποχείρια των Mega-Corporations, που αποίκισαν με τις διαφημίσεις τους τον εσωτερικό τους κόσμο. Μονάχα ο Στέργιος Δάλλας φαινόταν να μην έχει υποκύψει σ’ αυτόν τον κανόνα. Αυτός κατάφερε να διατηρήσει τη φλόγα της επαναστατικότητας και να γίνει ένα είδος Spiritual Rebel. Βέβαια ο Στέργιος ήταν λιγάκι τρελός, για την ακρίβεια ένας «τρελός που αυτοθεραπεύτηκε», με άλλα λόγια ένας πραγματικός καλλιτέχνης. Ο Άλεξ τον θαύμαζε γι’ αυτό που ήταν και εκτιμούσε την καλλιτεχνική του φύση. Άλλωστε και ο ίδιος ήταν λιγάκι καλλιτέχνης… Μπα, όχι ακριβώς καλλιτέχνης, αλλά μποέμ: Του άρεσε η καλλιτεχνική ζωή, αλλά δεν είχε το απαραίτητο ταλέντο για να γίνει πραγματικός καλλιτέχνης.
Ο Στέργιος ήταν συγγραφέας της λεγόμενης “Νέας Επιστημονικής Φαντασίας” και υπέγραφε τα κείμενα του με το ψευδώνυμο George Stardick. Τα είχε καταφέρει καλά και τα βιβλία του ήταν τόσο πετυχημένα, που κυκλοφορούσαν ακόμη και σε χαρτόδετη μορφή για τους εκλεπτυσμένους συλλέκτες. Αν και δεν εκτιμούσε και ιδιαίτερα την τέχνη του ο Στέργιος παραδέχονταν πως όφειλε πολλά στη συγγραφική: του είχε πληρώσει ένα σωρό λογαριασμούς…
Ο Στέργιος ήταν συγγραφέας της λεγόμενης “Νέας Επιστημονικής Φαντασίας” και υπέγραφε τα κείμενα του με το ψευδώνυμο George Stardick. Τα είχε καταφέρει καλά και τα βιβλία του ήταν τόσο πετυχημένα, που κυκλοφορούσαν ακόμη και σε χαρτόδετη μορφή για τους εκλεπτυσμένους συλλέκτες. Αν και δεν εκτιμούσε και ιδιαίτερα την τέχνη του ο Στέργιος παραδέχονταν πως όφειλε πολλά στη συγγραφική: του είχε πληρώσει ένα σωρό λογαριασμούς…
Συλλέκτες Αναμνήσεων…
Με τον Στέργιο ο Άλεξ μοιράζονταν δύο πάθη: τις πυρακτωμένες ποιητικές εικασίες και φιλοσοφίες για το μέλλον του ανθρώπινου κόσμου και τη συλλογή παλιών, εναλλακτικών εντύπων των αρχών του 21ου αιώνα. Και οι δυό τους ξόδευαν μια μικρή περιουσία στο να ξετρυπώσουν από παλαιοπωλεία και ιδιωτικές βιβλιοθήκες τεύχη από ελληνόγλωσσα έντυπα εκείνης της εποχής. Ειδικά τους είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον ένα περιοδικό με τον τίτλο Strange, το οποίο αυτοχαρακτηρίζονταν ως «Έντυπη Διαταραχή της Πραγματικότητας». Το περιοδικό αυτό είχε εμφανιστεί το 1998 στη Θεσσαλονίκη και συνέχισε να εκδίδεται σε έντυπη μορφή μέχρι το 2023. Όταν το 2051 έπεσε κατά λάθος στα χέρια τους ένα κιτρινισμένο από την πολυκαιρία τεύχος του Strange –ήταν ένα τεύχος του 2007 ή κάπου τόσο– τα μάτια και των δυό τους έλαμψαν σαν σούπερ νόβα: ήταν σαν να αποκάλυψαν μια χρονοκάψουλα από το παρελθόν που στάλθηκε ειδικά σ’ αυτούς για να αποκωδικοποιήσουν τα ανομολόγητα μυστικά της. Σύντομα η συλλογή παλαιών τευχών του Strange εξελίχθηκε σε ασίγαστο πάθος και στην πορεία γνώρισαν μια σειρά από απίθανους τύπους που μοιράζονταν το ίδιο ψώνιο. Δεν άργησαν μάλιστα να γνωρίσουν και τον πιο φανατικό συλλέκτη παλαιών τευχών του Strange, που ήταν ένας ζάπλουτος Σέρβος, πρώην μπασκετμπολίστας, με το όνομα Μίλος Μάϊκιτς –με τον οποίο μιλούσαν συχνά και παζάρευαν ανηλεώς τα πρώτα τεύχη του Strange.
Οι δύο τους όμως δεν περιορίστηκαν στο ρόλο του απλού συλλέκτη των παλαιών τευχών του Strange, αλλά εξελίχθηκαν σε δεινούς μελετητές αυτού του εντύπου, δηλαδή κάτι σαν Strangeλόγοι. Κάθε λέξη και κάθε λεπτομέρεια στα άρθρα αυτού του παλαιού περιοδικού ήταν γι’ αυτούς κλειδιά για να αποκωδικοποιούσουν όχι μόνον την ατμόσφαιρα και το φαντασιακό εκείνης της εποχής, αλλά και τις μεταμφιεσμένες πληροφορίες που προορίζονταν να διασχίσουν το χρόνο και να φθάσουν στις μελλοντικές γενιές, στις οποίες και πιθανότατα απευθύνονταν. Είχαν μάλιστα καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο δημιουργός και οι βασικοί συντελεστές του Strange θα πρέπει να ήταν ή χρονοταξιδιώτες από το μέλλον ή εξωγήινοι μεταμφιεσμένοι σε ανθρώπους ή εκπεσόντες άγγελοι ή ψυχεδελικοί ονειροναύτες ή αδιάγνωστοι ψυχωσικοί που αυτοθεραπεύτηκαν. Μπορεί μάλιστα να ήταν όλα αυτά μαζί ή κάτι το εντελώς παράξενο που δεν μπορούσαν να το αντιληφθούν ακόμη. Άλλωστε οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και όσοι ζούσαν δεν ήθελαν να μιλούν για εκείνη την εποχή, λες και ό,τι είχαν να πουν το είπαν γραπτώς.
Τις τελευταίες μέρες ο Στέργιος ξετρύπωσε μια σειρά από παλιά τεύχη του Strange μέσα από μια υπόγεια υγρή αποθήκη κάπου στην περιοχή της Καλαμαριάς. Άνηκαν σ’ έναν συνταξιούχο «κηπουρό ιστοσελίδων», που τα κρατούσε από την εποχή που ήταν ακόμη φοιτητής στο ΑΠΘ. Ήταν σίγουρο πως ο Στέργιο θα κοκορεύονταν στον Άλεξ πως η συλλογή του ήταν πλέον καλύτερη από τη δικιά του –ποιος θα τον άκουγε τώρα! Τη στιγμή που σκεφτόταν αυτό ο «Αριστοτέλης», με την πάντα μειλίχια φωνή του, τον ειδοποίησε πως είχε εισερχόμενη κλήση. Ήταν ο Αστέριος.
«Δεκτή», είπε ο Άλεξ και την ίδια στιγμή το ολόγραμμα του Στέργιου εμφανίστηκε καμαρωτό μπροστά του. Κρατούσε στο χέρι του δύο παμπάλαια τεύχη του Strange και τα ξεφύλλιζε επιδεικτικά. Ο Άλεξ έγινε παπόρι από τη ζήλια του. «Λοιπόν τι έχεις να πεις; Ποιος είναι περισσότερο Stranger;» τον πείραξε ο Στέργιος. «Ο.Κ., ξέφυγες για λίγο μπροστά, αλλά όχι για πολύ. Έχω πληροφορίες για μια καινούργια ‘’φλέβα’’, για ένα αρχείο που άνηκε σ’ έναν από τους συγγραφείς της ομάδας του Strange…», απάντησε με προσποιητή μυστικοπάθεια ο Άλεξ. Ο Στέργιος τσίμπησε το δόλωμα κι έμεινε να τον κοιτάει με ολοφάνερη αμηχανία: «Μη μου πεις!». «Ναι, η κόρη του είναι ‘’ανοηματική’’ και της κάνω θεραπεία με αντάλλαγμα τεύχη του περιοδικού Strange!» Είπε με ύφος νικητή ο Άλεξ. Είχε μόλις πάρει τη μικρή του εκδίκηση…
Το Παρελθόν του Μέλλοντος
«Τελικά το κοσμικό μπιλιάρδο του Σύμπαντος φαίνεται να σε ευνοεί…», παραδέχθηκε απρόθυμα ο Στέργιοςς και συμπλήρωσε για ν’ αλλάξει κουβέντα: «Έμαθες τα νέα;». «Ποια νέα; Έχω να μπω στο HyperNet απ’ το πρωί. Έτρεχα, βλέπεις, όλη μέρα σε τέσσερις ‘’ανοηματικούς’’», απολογήθηκε ο Άλεξ. «Τα νέα για το πείραμα στο νέο CERN. Τελικά η επιστημονική ομάδα του Δρ. Μάινχοφ και της Α.Ι. 6ης γενιάς, που συντόνιζε το πείραμα, τα κατάφερε. Κατάφερε να μεταφέρει πληροφορίες στο παρελθόν! Μιλάμε για ένα ολόκληρο λεπτό πίσω στο χρόνο!». «Σοβαρά; Αυτό ακούγεται φανταστικό! Μετάδοση πληροφοριών στο παρελθόν; Μα αυτό είναι το πρώτο ταξίδι στο χρόνο! » ξεφώνισε χαρούμενος, σαν παιδί, ο Άλεξ. «Ναι, έτσι είναι. Και αυτό είναι μονάχα το πρώτο βήμα. Φαντάσου τις δυνατότητες!», κραύγασε με πάθος ο Αστέριος και συνέχισε μ’ ένα ύφος οραματικό: «Αν μπορούν να μεταδοθούν κρίσιμες πληροφορίες σε συγκεκριμένα σημαντικά πρόσωπα του παρελθόντος, αυτό μπορεί ν’ αλλάξει την ανθρώπινη ιστορία! Μπορούν ν΄ αποφευχθούν πόλεμοι και μεγάλες καταστροφές! Μπορεί να αλλάξει ακόμη και ο ρους του ανθρώπινου πολιτισμού και να βγούμε από το σημερινό οικολογικό και ψυχολογικό μας τέλμα!» Ο Άλεξ όμως τον άκουγε σκεπτικός. «Ναι, μπορεί να γίνει αυτό που λες, αλλά το πιθανότερο είναι οι Mega-Corporations, που ελέγχουν τους πάντες και τα πάντα, να πάρουν στα χέρια τους κι αυτή τη νέα τεχνολογία και να την χρησιμοποιήσουν για να μας ‘’αλλάξουν τα φώτα’’. Αυτές είναι ικανές ακόμη και τον Subcomandante Marcos, που πέθανε το 2021 αγωνιζόμενος για τις ελευθερίες των λαών, να τον καθοδηγήσουν από το μέλλον ώστε να γίνει αντί για επαναστάτης executive manager στα McDonalds! Το αποκλείεις;» «Έχεις δίκιο», παραδέχθηκε ο Στέργιος, «Αυτές οι Mega-Corporations έχουν πάντα το πρώτο χέρι σε ό,τι επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση παράγεται και τη χρησιμοποιούν πάντα για το συμφέρον τους. Πως την πατήσαμε έτσι Συνταξιδιώτη μου; Γιατί να μη μπορούμε να χαρούμε πραγματικά μια τόσο μεγάλη ανακάλυψη;» Φώναξε αγανακτισμένος ο Αστέριος, αλλά η συγγραφική του φλέβα δεν τον άφηνε ήσυχο: «Φαντάσου όμως, εσένα προσωπικά, να σου δινόταν η ευκαιρία να μεταδόσεις πληροφορίες στο παρελθόν… Τι θα έκανες σ’ αυτή την περίπτωση, μελαγχολικέ μου Άλεξ;»
Ο Άλεξ παρέμεινε για λίγο σιωπηλός κι ενώ ο Στέργιος περίμενε να του ξεστομίσει κάτι το μεγαλειώδες, εκείνος απλά του ψιθύρισε: «Θα έστελνα πληροφορίες σε κάποιον απ’ το Strange…». Αμέσως ο Στέργιος έβγαλε ένα επιφώνημα προσποιητού ενθουσιασμού για να κρύψει το γεγονός ότι δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση: «Καταπληκτική ιδέα! Θα έστελνες πληροφορίες απ’ το μέλλον στο Strange! Και τι θα τους έλεγες;» «Δεν ξέρω ακριβώς…», ψέλλισε ο Άλεξ, «Μάλλον θα έλεγα σε κάποιον απ’ την ομάδα να γράψει για μας… Ίσως στον Γιώργο Στάμκο, που του άρεσε να γράφει ιστορίες για το μέλλον… Θα του έδινα συγκεκριμένες πληροφορίες ώστε να έχει καθαρή εικόνα. Ναι, αυτό θα έκανα. Θα τον καθοδηγούσα –εκτοξεύοντάς του σκόρπιες πληροφορίες– ώστε να γράψει μια ιστορία για μένα και για σένα, την οποία και θα διάβαζα έπειτα από πενήντα χρόνια και θα ήξερα ότι δεν ήταν επιστημονική φαντασία, αλλά το παρελθόν του μέλλοντος μας…» Το ολόγραμμα του Αστέριου σιώπησε. Το πρόσωπο του έδειχνε να βυθίζεται σε σκέψεις. Η συγγραφική του φύση τον έστειλε για μια ακόμη φορά σε έναν λαβύρινθο λεπτομερειών και εναλλακτικών πραγματικοτήτων από τον οποίο δεν θα έβγαινε σύντομα…
Ο Άλεξ παρέμεινε για λίγο σιωπηλός κι ενώ ο Στέργιος περίμενε να του ξεστομίσει κάτι το μεγαλειώδες, εκείνος απλά του ψιθύρισε: «Θα έστελνα πληροφορίες σε κάποιον απ’ το Strange…». Αμέσως ο Στέργιος έβγαλε ένα επιφώνημα προσποιητού ενθουσιασμού για να κρύψει το γεγονός ότι δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση: «Καταπληκτική ιδέα! Θα έστελνες πληροφορίες απ’ το μέλλον στο Strange! Και τι θα τους έλεγες;» «Δεν ξέρω ακριβώς…», ψέλλισε ο Άλεξ, «Μάλλον θα έλεγα σε κάποιον απ’ την ομάδα να γράψει για μας… Ίσως στον Γιώργο Στάμκο, που του άρεσε να γράφει ιστορίες για το μέλλον… Θα του έδινα συγκεκριμένες πληροφορίες ώστε να έχει καθαρή εικόνα. Ναι, αυτό θα έκανα. Θα τον καθοδηγούσα –εκτοξεύοντάς του σκόρπιες πληροφορίες– ώστε να γράψει μια ιστορία για μένα και για σένα, την οποία και θα διάβαζα έπειτα από πενήντα χρόνια και θα ήξερα ότι δεν ήταν επιστημονική φαντασία, αλλά το παρελθόν του μέλλοντος μας…» Το ολόγραμμα του Αστέριου σιώπησε. Το πρόσωπο του έδειχνε να βυθίζεται σε σκέψεις. Η συγγραφική του φύση τον έστειλε για μια ακόμη φορά σε έναν λαβύρινθο λεπτομερειών και εναλλακτικών πραγματικοτήτων από τον οποίο δεν θα έβγαινε σύντομα…
Έξω από το υπερμονωτικό παράθυρο του διαμερίσματός του Άλεξ, στην οδό Κεμάλ Ατατούρκ 22, ο ουρανός έδειχνε πάντα γκριζοκόκκινος από την επίμονη αμμοθύελλα της Σαχάρας. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και τα φώτα από τους ουρανοξύστες της Θεσσαλονίκης άρχισαν να φωσφορίζουν με αλαζονική αυταρέσκεια. Η κίνηση με τα ιπτάμενα υδρογονοκίνητα άρχισε να πυκνώνει και τα αιώνια μπαρ της Θεσσαλονίκης άρχισαν να γεμίζουν από ηδονιστές και αμετανόητους Loosers, που αναζητούσαν απελπισμένα κάποια ζωντανή ανθρώπινη επαφή. Την ίδια στιγμή η μισή ανθρωπότητα περιπλανιόταν –ως συνήθως άσκοπα– στους λαβύρινθους HNet, ενώ οι Mega-Corporations συνέχιζαν να σχεδιάζουν το μέλλον, ώστε να εξασφαλίσουν στο διηνεκές τα κέρδη και την εξουσία τους πάνω σε έναν πλανήτη που έφθινε ενεργειακά.
Υπήρχε ζωή στον Άρη, με τη μορφή μικροβίων, αλλά κανείς δεν φαινόταν να δίνει και ιδιαίτερη σημασία. Ένα εξωγήινο σήμα από το σύστημα του Ωρίωνα ταξίδευε ήδη προς τη Γη, αλλά κανείς δεν το είχε αντιληφθεί ακόμη –και δεν θα το αντιλαμβάνονταν ίσως ποτέ, γιατί είχε μια ασύλληπτη για τις ανθρώπινες αισθήσεις μορφή. Ο ανθρώπινος κόσμος συνέχιζε να υπάρχει επειδή οι Τεχνητές Νοημοσύνες (Α.Ι) διάθεταν αρκετό αλτρουισμό ακόμη, ώστε να συνεχίσουν να διαχειρίζονται την πολυπλοκότητά του προς όφελος της συντήρησης του ανθρώπινου είδους. Κι ο Άλεξ βυθίστηκε στη μαλακτική του πολυθρόνα παίρνοντας στα χέρια του ένα παλιό τεύχος του Strange, το οποίο είχε εισπράξει σήμερα ως προκαταβολή από μια «ανοηματική» ασθενή του που –για καλή του τύχη– ήταν κόρη ενός από τους συγγραφείς της ομάδας αυτού του παράξενου περιοδικού. Ήταν το τεύχος Νο 106, κι έγραφε Ιανουάριος 2008, ακριβώς μισόν αιώνα πριν. Άρχισε να το διαβάζει με τη συνηθισμένη του έξαψη, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι το μέλλον του ήταν ήδη παρελθόν…
*Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό το 2008 Strange και βασίζεται στο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας του Γιώργου Στάμκου (stamkos@post.com) που θα δημοσιευτεί το 2017.
Υπήρχε ζωή στον Άρη, με τη μορφή μικροβίων, αλλά κανείς δεν φαινόταν να δίνει και ιδιαίτερη σημασία. Ένα εξωγήινο σήμα από το σύστημα του Ωρίωνα ταξίδευε ήδη προς τη Γη, αλλά κανείς δεν το είχε αντιληφθεί ακόμη –και δεν θα το αντιλαμβάνονταν ίσως ποτέ, γιατί είχε μια ασύλληπτη για τις ανθρώπινες αισθήσεις μορφή. Ο ανθρώπινος κόσμος συνέχιζε να υπάρχει επειδή οι Τεχνητές Νοημοσύνες (Α.Ι) διάθεταν αρκετό αλτρουισμό ακόμη, ώστε να συνεχίσουν να διαχειρίζονται την πολυπλοκότητά του προς όφελος της συντήρησης του ανθρώπινου είδους. Κι ο Άλεξ βυθίστηκε στη μαλακτική του πολυθρόνα παίρνοντας στα χέρια του ένα παλιό τεύχος του Strange, το οποίο είχε εισπράξει σήμερα ως προκαταβολή από μια «ανοηματική» ασθενή του που –για καλή του τύχη– ήταν κόρη ενός από τους συγγραφείς της ομάδας αυτού του παράξενου περιοδικού. Ήταν το τεύχος Νο 106, κι έγραφε Ιανουάριος 2008, ακριβώς μισόν αιώνα πριν. Άρχισε να το διαβάζει με τη συνηθισμένη του έξαψη, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι το μέλλον του ήταν ήδη παρελθόν…
*Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό το 2008 Strange και βασίζεται στο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας του Γιώργου Στάμκου (stamkos@post.com) που θα δημοσιευτεί το 2017.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.