Της Νίνας Κουλετάκη
O Antoine LeBlanc δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε για την τριπλή δολοφονία μιας από τις πιο εξέχουσες οικογένειες της Morristown του New Jersey. Η ιστορία του θα είχε τελειώσει σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, αλλά ο δημόσιος απαγχονισμός του δεν ήταν παρά η αρχή μιας ανατριχιαστικής ιστορίας, που οι κάτοικοι της πόλης θυμούνται και διηγούνται μέχρι σήμερα, σχεδόν 160 χρόνια μετά το γεγονός. Κι ο λόγος είναι ότι τα απομεινάρια του πτώματος του εκτελεσμένου LeBlanc, ενδέχεται να βρίσκονται στα σεντούκια μερικών από τα καλύτερα σπίτια του New Jersey.
To έγκλημα
Ο LeBlanc γεννήθηκε στη Γαλλία, γύρω στο 1800 και, μέσω Γερμανίας, μετανάστευσε στην Αμερική, συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη, τον Απρίλιο του 1833, έχοντας εκδιωχθεί και αποκηρυχθεί από την οικογένειά του, μια πλούσια, αριστοκρατική οικογένεια, η οποία δεν ενέκρινε την άσωτη ζωή του. Μιλώντας καθόλου ή ελάχιστα αγγλικά, έρχεται ν’ αναζητήσει την τύχη του στον «Νέο Κόσμο», χωρίς ιδιαίτερα προσόντα. Τρεις ημέρες μετά την άφιξή του, προσλαμβάνεται ως εργάτης και «παιδί για όλες τις δουλειές», από την οικογένεια του δικαστή Samuel Sayre στην Morristown του New Jersey, προκειμένου να εργαστεί στη φάρμα της. Του αναθέτουν, μεταξύ άλλων, την φροντίδα των γουρουνιών και το κόψιμο των ξύλων και σε αντάλλαγμα του προσφέρουν ένα μικρό δωμάτιο στο υγρό υπόγειο της οικογενειακής εστίας για να μένει, όχι όμως μεροκάματο. Λόγο πάνω του έχουν ο κ. Sayre, η γυναίκα του Sarah ακόμα και η υπηρέτρια των Sayre,Phoebe, η οποία ήταν σκλάβα. Έχοντας μεγαλώσει σε μια πλούσια οικογένεια, με όλα τα προνόμια που αυτό συνεπάγεται, η καινούρια κατάσταση ήταν πρωτόγνωρη και δυσβάστακτη για τον LeBlanc.
Ήδη μετά τις δύο πρώτες εβδομάδες που εργαζόταν στην φάρμα των Sayre, ο LeBlanc αποφάσισε ότι δεν άντεχε την κατάσταση αυτή και άρχισε να σχεδιάζει την εκδίκησή του. Τη νύχτα της 11ης Μαΐου του 1833, επέστρεψε στην κατοικία των Sayre γύρω στις 10.30 το βράδυ έχοντας, προηγουμένως, πιει αρκετά σε μια τοπική ταβέρνα. Με την πρόφαση ότι υπήρχε κάποιο σοβαρό πρόβλημα με τα άλογα στον σταύλο, παρέσυρε τον Samuel Sayre έξω από το σπίτι. Κρατώντας ένα κερί, ο δικαστής μπήκε στον σταύλο, όπου ο LeBlanc του άνοιξε το κεφάλι μ’ ένα φτυάρι. Τα μυαλά του εργοδότη του σκορπίστηκαν πάνω στο παλτό του LeBlanc. Στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι για να φωνάξει την Sarah Sayre, λέγοντάς της ότι την χρειάζεται ο άνδρας της στον σταύλο. Της επιτέθηκε με τον ίδιο τρόπο και την αποτελείωσε ποδοπατώντας της το κεφάλι με τις βαρειές του μπότες. Έκρυψε τα δύο πτώματα πίσω από μια στοίβα άχυρο και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Η υπηρέτρια Phoebe κοιμόταν στο δωμάτιό της, στον δεύτερο όροφο της κατοικίας των Sayre. Ο LeBlanc την σκότωσε σπάζοντας το κρανίο της με ένα και μοναδικό χτύπημα ενός ρόπαλου.
Μετά το ξέσπασμα της δολοφονικής του μανίας και παραμένοντας εν εξάλλω, o LeBlanc έχωσε σε μαξιλαροθήκες όσα πολύτιμα αντικείμενα μπορούσε από το σπίτι των Sayre, σέλωσε ένα από τα άλογα και τράπηκε σε φυγή. Καλπάζοντας για να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τον τόπο του εγκλήματος, δεν πρόσεξε ότι σκορπούσε μέρος από τη λεία του στον δρόμο η οποία, στη συνέχεια, θα πρόδιδε το δρομολόγιό του.
Η σύλληψη
Το πρωί της επόμενης ημέρας, ο Lewis Halsey, γείτονας και φίλος των Sayre, ανακάλυψε στον δρόμο κάποια αντικείμενα που έφεραν το μονόγραμμα του Samuel Sayre. Φοβούμενος ότι είχε διαπραχθεί ληστεία στο σπίτι του φίλου του, συγκέντρωσε μερικούς, ακόμη, κατοίκους της περιοχής και αποφάσισαν να μεταβούν στην φάρμα των Sayre, προκειμένου να διαπιστώσουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν άργησαν να ανακαλύψουν τα τρία πτώματα. Καθώς ο μόνος που έλειπε ήταν ο εργάτης των Sayre, οι υποψίες έπεσαν αμέσως πάνω στον LeBlanc και ο σερίφης George Ludlow ρίχτηκε στην καταδίωξή του. Όταν τον ανακάλυψε, ο LeBlanc έπινε μηλόκρασο στην ταβέρνα “Mosquito” στο Hackensack Meadows, έχοντας στο τραπέζι δίπλα του ένα πουγγί που ανήκε στον Samuel Sayre. Όταν είδε τον σερίφη Ludlow να μπαίνει στην ταβέρνα, ο LeBlanc τράπηκε σε φυγή από την πίσω πόρτα του μαγαζιού, αλλά συνελήφθη άμεσα από αστυνομικούς που περίμεναν εκεί και οδηγήθηκε δέσμιος πίσω στην Morristown. Όπως κατέθεσε αργότερα ο LeBlanc, είχε σταματήσει στην ταβέρνα για να ξεκουραστεί κατεθυνόμενος στην Νέα Υόρκη, όπου θα επιβιβαζόταν σ’ ένα πλοίο για την Γερμανία.
Η δίκη και η εκτέλεση
Η δίκη του Antoine LeBlanc για τις δολοφονίες της οικογένειας Sayre άρχισε στην αίθουσα Νο 1 του Δικαστικού Μεγάρου της Κομητείας του Morris, στις 13 Αυγούστου του 1833. Μετά το πέρας της διαδικασίας, το σώμα των ενόρκων χρειάστηκε μόλις είκοσι λεπτά για να καταλήξει σε ομόφωνη απόφαση, βρίσκοντας τον κατηγορούμενο ένοχο της τριπλής δολοφονίας. Την επόμενη ημέρα, ο δικαστής Gabriel Ford ανακοίνωσε την ποινή: ο Antoine LeBlanc θα θανατωνόταν δι’ απαγχονισμού και το σώμα του θα παραδίδονταν στον Δρ. Isaac Canfield, έναν χειρουργό, για ανατομή.
Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1833, ο LeBlanc ανέβηκε τα σκαλιά του μοντέρνου ικριώματος που είχε στηθεί στο άλσος του χωριού για την περίσταση. Το καινοτόμο στο νέο, αυτό, είδος ικριώματος ήταν ότι εκτόξευε τον καταδικασμένο σε θάνατο προς τα επάνω, αντί να ανοίγει η γνωστή καταπακτή και να τον «καταπίνει», όπως συνέβαινε με τα συμβατικά ικριώματα. Αυτή η κατασκευή, στην οποία βάρη δεμένα στο σχοινί απελευθερώνονταν απότομα, με αποτέλεσμα να εκτινάσουν τον υπό εκτέλεση προς τα πάνω, χρησιμοποιήθηκε στις Η.Π.Α. για λίγες εκτελέσεις και, στη συνέχεια, προτιμήθηκαν τα συμβατικά ικριώματα.
Με πληθυσμό μόλις 2.500 κατοίκους, η Morristown το απόγευμα της εκτέλεσης του LeBlanc, είδε το άλσος της να κατακλύζεται από ένα πλήθος που εκτιμήθηκε ανάμεσαστις 10.000 και 12.000 ανθρώπων –πολλοί από τους οποίους κουβαλούσαν και καλάθια του πικ-νικ- προκειμένου να παρακολουθήσουν τον απαγχονισμό του δολοφόνου. Οι θεατές είχαν γεμίσει όχι μόνο τον χώρο γύρω από το ικρίωμα αλλά, στην προσπάθειά τους να έχουν καλύτερη θέα, είχαν σκαρφαλώσει στα δέντρα του άλσους και στις στέγες γειτονικών σπιτιών.
Όταν απελευθερώθηκαν τα βάρη, ο LeBlanc εκτινάχθηκε σε ύψος περίπου οκτώ ποδών. Το σώμα του σπαρτάρησε στην άκρη του σχοινιού για περίπου δύο λεπτά και μετά έμεινε ακίνητο. Η ζωή του στον Νέο Κόσμο είχε τελειώσει μόλις τέσσερις μήνες αφού είχε πατήσει το πόδι του σ’ αυτόν. Η απίστευτη ιστορία βαρβαρότητας, όμως, που επρόκειτο να συγκλονίζει μέχρι σήμερα την Morristown δεν είχε ακόμη αρχίσει. Προφανώς οι καλοί και θεοφοβούμενοι Πρεσβυτεριανοί πολίτες της Morristown δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την αφαίρεση της ζωής του δολοφόνου, ως αντιτίμου για τα εγκλήματά του, αλλά είχαν μερικές, πιο δημιουργικές ιδέες για το τέρας αυτό.
Μετά την εκτέλεση
Όταν το άψυχο σώμα του LeBlanc κατέβηκε από το ικρίωμα, μεταφέρθηκε στο ιατρείο του Δρ. Canfield. Εκεί ο γιατρός, επικουρούμενος από τον συνάδελφό του JosephHenry, πραγματοποιούσαν μια σειρά από, μάλλον, ανορθόδοξα πειράματα, στα οποία χρησιμοποίησαν το σώμα του LeBlanc σαν να ήταν ποντίκι εργαστηρίου.
Σαν νέοι Φρανκενστάιν, οι γιατροί συνέδεσαν το πτώμα με μια πρωτόγονη μπαταρία, προσπαθώντας να αποδείξουν μια επικρατούσα θεωρία της εποχής, σύμφωνα με την οποία το ηλεκτρικό ρεύμα θα μπορούσε να επαναφέρει μυικές κινήσεις σε νεκρή σάρκα και, συνεπώς, να δώσουν ζωή στον νεκρό ιστό. Αν και δεν κατάφεραν, βεβαίως, να αναστήσουν τον LeBlanc κατέγραψαν, εντούτοις, κινήσεις των βολβών των ματιών του, κάποιες συσπάσεις των άκρων, μέχρι και μια γκριμάτσα στο πρόσωπό του. Πάντως, ο LeBlanc δεν περπάτησε, όπως το Τέρας του Δρ. Φράνκενστάιν.
Όταν οι δύο γιατροί ολοκλήρωσαν τις προσπάθειές τους για την προαγωγή της επιστήμης, έφτιαξαν το νεκρικό προσωπείο του LeBlanc, κάτι πολύ συνηθισμένο για την εποχή. Το πιο ανατριχιαστικό, όμως, έμελε να ακολουθήσει.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.