Δημοφιλέστερο ανάμεσα στα λαϊκά μας όργανα και σήμα κατατεθέν της Ελλάδας στο εξωτερικό, το μπουζούκι, κατάγεται από την οικογένεια των μακρυμάνικων λαουτοειδών νυκτών οργάνων, τα οποία εμφανίστηκαν για πρώτη φορά 5.500 χρόνια πριν από την εποχή μας, στην αρχαία Μεσοποταμία. Τα όργανα αυτά αποτελούν έναν από τους πολιτιστικούς θησαυρούς που κληροδότησε στην ανθρωπότητα ο Σουμερικός λαός, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Ν. Μεσοποταμία, την ίδια εποχή, 5.500 χρόνια πριν από την εποχή μας. Ίσως μάλιστα τα πρώιμα αυτά λαουτοειδή να ήταν ήδη γνωστά κατ' αρχήν στους Σουμέριους (και έπειτα και στους άλλους νομαδικούς λαούς της ευρύτερης περιοχής) πριν αυτοί εγκατασταθούν στην περιοχή της Ν. Μεσοποταμίας. (1)
Κρατά μακρυμάνικο λαουτοειδές όργανο, με στρογγυλό σκάφος, το οποίο φέρει χορδές, χωρίς όμως να μπορούμε να προσδιορίσουμε τον αριθμό τους και την ύπαρξη ή όχι δεσμών στο βραχίονα. Αρκετές απεικονίσεις λαουτοειδών οργάνων αλλά και παικτών έχουν έρθει στο φως, τόσο από τη σχετική βιβλιογραφία όσο και από τους καταλόγους των μουσείων Ανατολής και Δύσης.
Τα στοιχεία που μπορούμε να εξάγουμε είναι ότι ως υλικό κατασκευής για το μεν σκάφος χρησιμοποιείτο η κολοκύθα ή το κέλυφος χελώνας, για το δε αντηχείο δέρμα προβάτου ή ψαριού, ενώ οι χορδές - εντέρινες φυσικά - από κοτόπουλο [μερικές φορές, μάλιστα, διπλές ή τριπλές] και από πρόβατο, οι χοντρότερες. Το σκάφος των πρώιμων αυτών λαουτοειδών - με την πάροδο των χρόνων - θυμίζει όλο και περισσότερο, όσον αφορά στο σχήμα του, αυτό της κλασικής κιθάρας. Οι μουσικοί φέρουν ενδυμασία μάλλον ανάλογη με την περίσταση, επίσημη όταν απευθύνονται στην ανώτερη τάξη των ευγενών και πιο απλοϊκή όταν καλύπτουν λαϊκές ανάγκες, ενώ εμφανίζονται και γυμνοί, μερικές φορές, κάτι που ίσως συνδέεται με θρησκευτικές ή λατρευτικές ανάγκες. Μερικοί μιλούν για δυο τύπους λαουτοειδών, έναν "ποιμενικό" και έναν "αυλικό", παρατηρώντας τις εξωτερικές διαφορές στα όργανα. Η θέση στήριξης του οργάνου συνήθως είναι ψηλά, στο στέρνο του μουσικού, μια ανατολίτικη συνήθεια, όπως διαφαίνεται. Η δακτυλοθεσία φαίνεται να γίνεται - με την πάροδο των χρόνων - πιο "κιθαριστική", με το αριστερό χέρι ψηλά στο βραχίονα του οργάνου και το δεξί στις χορδές, ενώ εμφανίζεται και πλήκτρο, σε αρκετές απεικονίσεις. Βεβαιώνεται, επίσης, η παρουσία δεσμών στο βραχίονα του οργάνου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο λαουτιέρης του Alaca Hüyük, λεπτομέρεια από ανάγλυφο που ανήκει στο χιττιτικό πολιτισμό και χρονολογείται το 1.300 π.Χ. Κρατά όργανο που μοιάζει πολύ με κιθάρα, με μακρύ βραχίονα και με δεσμούς, όχι όμως τοποθετημένους κατά κανονικά διαστήματα, ώστε να παραπέμπει σε συγκερασμένο τονικό σύστημα. Αν δεν πρόκειται για προχειρότητα του γλύπτη, ίσως έχει σχεδιαστεί για να αποδίδει την ανατολική, ασυγκέραστη, κλίμακα. Το πόσο καθοριστική είναι η προσφορά των Σουμερίων στον πολιτισμό της ανθρωπότητας φαίνεται και από ένα δισκίο από άργιλο καθώς και πήλινες πινακίδες, χρονολογημένες γύρω στο 2.600 π.Χ., που περιέχουν την πρώτη - στην ιστορία της ανθρωπότητας - μουσική σημειογραφία: μουσικές κλίμακες σε 4χορδο λαουτοειδές, με τάστα, χορδισμένο ανά πέμπτες, έναν ολοκληρωμένο θρησκευτικό ύμνο, οδηγίες σχετικά με την υμνωδία, πληροφορίες για το κούρδισμα των οργάνων, ενώ διασώζεται και ο όρος "pan - tur" [όπου "pan" = "τόξο" και "tur" = "μικρό"], όρος που χρησιμοποιήθηκε για τα πρώτα μουσικά όργανα στην ιστορία της ανθρωπότητας. (1) Η ονομασία αυτή φανερώνει προέλευση από το κυνηγετικό / πολεμικό τόξο του τροφοσυλλέκτη ανθρώπου και είναι δηλωτική της διττής χρήσης του τόξου, όπου άλλοτε τεντώνεται η χορδή με επιδιωκόμενο σκοπό να ρίξει το βέλος και να πετύχει το θήραμα ή τον εχθρό και άλλοτε για να παραχθεί ήχος.
Στην Αίγυπτο, η μουσική κάλυπτε μόνο κοινωνικές ανάγκες, όπως διαφαίνεται, όχι και τελετουργικές, όπως στη Μεσοποταμία. Η άρχουσα τάξη απαξιούσε ανέκαθεν να ασχοληθεί με τη μουσική. Όταν όμως κατακτήθηκε η Μ. Ασία από τους Φαραώ, τα λαουτοειδή - που ήταν ήδη γνωστά μέσω της Μεσοποταμίας στη Μ. Ασία, πέρασαν και στην Αίγυπτο, γύρω στο 1.680 π.Χ., με τους Υκσώς. Οι Αιγύπτιοι δεν ανέπτυξαν την τέχνη της μουσικής, και, παρά την οικονομική τους δύναμη, δεν ανέπτυξαν καθόλου μουσική σημειολογία, όπως οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας, έγιναν όμως φορείς αυτού του μουσικού πολιτισμού στους γύρω λαούς, ανάμεσα στους άλλους και σε εμάς τους Έλληνες.(4) Ο θεωρητικός της μουσικής Πυθαγόρας μέσω των Αιγυπτίων, στη χώρα των οποίων έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα, μελέτησε και έμαθε τους αριθμητικούς νόμους που διέπουν την αρμονία. Aπό το "pan-tur" των Σουμερίων έμελλε να ξεκινήσει η διαχρονική περιπέτεια του σε σχήματος τόξου μακρυμάνικου νυκτού λαουτοειδούς οργάνου και στην Ελλάδα, κατά τα χρόνια της κλασικής εποχής (500 - 323 π.Χ.), με την ονομασία "πανδουρίς", "πανδούρα", "τρίχορδον", "θαμπούρι", "ταμπουράς" κ.λπ., μετεξέλιξη του οποίου αποτελεί και το μπουζούκι.
Στη χώρα μας, πέρα από τον ταμπουρά, τις πρώτες αναφορές στο μπουζούκι τις έχουμε από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, και ειδικά από την έναρξη του εθνικο-απελευθερωτικού πολέμου κατά των Τούρκων. Στα ενθυμήματα του αγώνα (π.χ. του Κασομούλη) φέρονται οι αγωνιστές του '21 να διασκεδάζουν παίζοντας μπουζούκι.
Ο Δανός ζωγράφος Martinus Rørbye, σε επίσκεψή του στην Αθήνα, το 1835, αναφέρεται στον πιο γνωστό οργανοποιό της εποχής, το Λεωνίδα Γάιλα (που κατασκεύασε τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη) ως "κατασκευαστή μπουζουκιών". Όσες πληροφορίες όμως και να συλλέξουμε από τις αναφορές που γίνονται σε μπουζούκια, είναι σχεδόν σίγουρο - προς το παρόν, τουλάχιστον - ότι μέχρι και τα μισά του 19ου αιώνα η ονοματολογία που δίνεται στα μακρυμάνικα νυκτά λαουτοειδή όργανα είναι συγκεχυμένη. Ο όρος "μπουζούκι" συνυπάρχει με τον όρο "ταμπουρά", "τζιβούρι" κ.λπ. και δεν παραπέμπει με σαφήνεια ούτε σε συγκεκριμένο τύπο οργάνου ούτε σε διαστάσεις σκάφους, βραχίονα κ.λπ.
Το σύγχρονο μπουζούκι, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, είναι ένα υβρίδιο που έλαβε την ολοκληρωμένη μορφή του γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, οικειοποιούμενο μια παλιότερη ονομασία. Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης "μπουζούκι". Οι Έλληνες λεξικογράφοι συμφωνούν ότι είναι τουρκικής προέλευσης η λέξη "μπουζούκι" και παραπέμπουν - σχεδόν όλοι τους - σε λέξεις όπως "buzuk" ή "vuzuk" και άλλες παρεμφερείς, οι οποίες όμως δεν σχετίζονται στην τουρκική γλώσσα με κάποιο όργανο - ή έστω και γενικότερα με τη μουσική, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με αποτέλεσμα να παραμένει η απορία σύνδεσης της λέξης με την τουρκική γλώσσα. Μια άποψη που δείχνει να κερδίζει έδαφος διατυπώθηκε για πρώτη φορά από το Γάλλο Guillaume André Villoteau(5) ο οποίος το 1820, στη μελέτη του για το αιγυπτιακό "buzurk tanbur" του 19ου αιώνα, αναφέρει ότι η ονομασία αυτή προέρχεται από τους Πέρσες και σημαίνει "μεγάλος ταμπουράς", στα περσικά. Την άποψη αυτή ακολουθεί και ο Henry George Farmer(6), το 1925, ο οποίος θεωρεί ότι ο όρος "buzurk tanbur" αποδίδει ένα από τα μεγαλύτερα μακρυμάνικα λαουτοειδή των Περσών, αλλά (προσθέτει αυτός) και των Αράβων. Άποψη που θα υιοθετήσει και ο L. Picken(7) το 1975, ο οποίος μάλιστα θα προχωρήσει περισσότερο, αναφερόμενος στην ύπαρξη οργάνου με την ονομασία "tanbur - i - bozurg", στη διάλεκτο της Τεχεράνης. Επίσης, ο Kurt Reinhard(8) δέχεται αυτή την ετυμολογία, στηριζόμενος στον Picken.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.