Λίγοι άνθρωποι έχουν την τύχη να αποκαλούνται «μύθοι» αρκετά πριν τον θάνατό τους. Ο Λουτσιάνο Παβαρότι ήταν σίγουρα ένας από αυτούς, καθώς για δεκαετίες υπήρξε ο πιο λαμπρός σταρ ενός παρεξηγημένου μουσικού είδους, όπως η όπερα. Γεννημένο
το 1935, «το αστέρι των ψηλών ντο», όπως αποκαλούνταν λόγω της πολύ
ιδιαίτερης ικανότητάς του να τραγουδά στους υψηλότερους φθόγγους της
έκτασης της φωνής ενός τενόρου, φημολογείται πως διαπίστωσε τα φωνητικά
του προσόντα την στιγμή που γεννήθηκε. Αυτό τουλάχιστον
λένε οι φήμες που θέλουν τον μαιευτήρα που τον ξεγέννησε να απορεί με
την ψιλή φωνή του βρέφους και να προφητεύει «ότι θα γίνει σίγουρα
τενόρος».
Ο μικρός Λουτσιάνο πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Μοντένα της Ιταλίας,
όπου και γεννήθηκε και κατ’ ομολογία του ίδιου είχε πολύ ευτυχισμένα
παιδικά χρόνια. Όπως έχει πει σε συνεντεύξεις του είχε μια ιδιαίτερα
καλή σχέση με την οικογένειά του και ειδικά με την αδελφή του Γκαμπριέλα
με την συντροφιά της οποίας περνούσε τις περισσότερες ώρες τις ημέρας
παίζοντας στην μεσογειακή εξοχή.
Πριν
την εφηβεία ο Παβαρότι ξεκίνησε με τις ευλογίες και τις παραινέσεις του
πατέρα του Φερνάντο, ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα του αρτοποιού, να
καλλιεργεί το χάρισμα που έμελλε να τον κάνει διάσημο σε ολόκληρο τον
κόσμο.
Καθοδηγητής του μικρού στον υπέροχο κόσμο της όπερας ήταν
ο φτωχός αρτοποιός που ερασιτεχνικά μεν αλλά με πολύ επιτυχία δε,
τραγουδούσε στη χορωδία Ροσίνι της επαρχιακής ιταλικής πόλης.
Λίγα μόλις χρόνια αργότερα ο Λουτσιάνο θα κληθεί να επιλέξει ανάμεσα στο επάγγελμα του δασκάλου της μουσικής και του μουσικού.
Θα
επιλέξει το πρώτο αφού, όπως έλεγε, δεν μπορούσε να αντέξει την αβέβαιη
ζωή του καλλιτέχνη. Θα μείνει στον «συντηρητικό» αυτό δρόμο έως την
αρχή της δεκαετίας του 1960.
[ Σε συναυλία με τον Sting το 1992 ]
Ηταν στις 29 Απριλίου του 1961,
στην ιταλική πόλη Reggio Emilia, όταν ερμήνευσε το ρόλο του Rodolfo
στην όπερα La Boheme. Χάρη σε ένα παιχνίδι της τύχης, ο νεαρός Λουτσιάνο
κάνει το αμερικανικό ντεμπούτο του στην Όπερα του Μαϊάμι μόλις 4 χρόνια αργότερα, το Φεβρουάριο του 1965, όταν ο τενόρος που επρόκειτο να ερμηνεύσει στην όπερα Lucia di Lammermoor μαζί με την Joan Sutherland αρρωσταίνει και η τελευταία προτείνει τον Παβαρότι, ο οποίος τη συνόδευε στην αμερικανική περιοδεία της, ως αντικαταστάτη.
Με την όπερα La Boheme
εμφανίζεται για πρώτη φορά στις 28 Απριλίου 1965 και στη Σκάλα του
Μιλάνο, όπου επιστρέφει, μετά από μια σύντομη περιοδεία στην Αυστραλία,
για να προσθέσει το ρόλο του Τεβάλδου στην όπερα I Capuleti e i Montecchi στο ρεπερτόριό του. Στις 2 Ιουνίου του ίδιου χρόνου ερμηνεύει για πρώτη φορά τον Tonio στο I Pagliacci στο Covent Garden.
Από τους πρώτους μεγάλους θριάμβους του,
η ερμηνεία στο I Lombardi με την Renata Scotto, ηχογραφήθηκε και
κυκλοφόρησε ευρύτατα, όπως και αρκετές ηχογραφήσεις του I Capuleti e i
Montecchi. Η επιτυχία στις ΗΠΑ ήρθε το Φεβρουάριο του 1972, όταν
ερμηνεύοντας στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης το La fille du régiment εντυπωσίασε το πλήθος, που τον ξανάβγαλε 17 φορές στη σκηνή.
Από
τότε έκανε αρκετές τηλεοπτικές εμφανίσεις, μεταξύ των οποίων ο ρόλος
του Rodolfo στη La Boheme, στην πρώτη εκπομπή Live from the Met το 1977,
η οποία σημείωσε ένα από τα μεγαλύτερα ρεκόρ τηλεθέασης που έχει ποτέ
επιτύχει όπερα. Κέρδισε μεταξύ άλλων 5 βραβεία Grammy, ενώ οι δίσκοι του
έγιναν αμέτρητες φορές χρυσοί και πλατινένιοι.
Στις αρχές της
δεκαετίας του ’80, οργανώνει για πρώτη φορά το διαγωνισμό για νέους
ερμηνευτές The Pavarotti International Voice Competition και το 1982
ερμηνεύει μαζί με τους νικητές αποσπάσματα από τις όπερες La bohème and
L'elisir d'amore. Για να γιορτάσει την 25η επέτειο της καριέρας του,
συμμετέχει μαζί με τους νικητές του διαγωνισμού σε gala performances της
La Boheme στη Μοδένα και τη Γένοβα, και στη συνέχεια στο Πεκίνο, όπου
ερμηνεύει για πρώτη φορά στο Great Hall of the People μπροστά σε 10.000
θεατές. Οι νικητές του πέμπτου κατά σειρά διαγωνισμού τον συνοδεύουν
στις εμφανίσεις του στη Φιλαδέλφεια το 1997.
Η άρια που του
χάρισε το status του παγκοσμίως διασήμου celebrity ήταν η "Nessun Dorma"
του Giacomo Puccini από την όπερα Turandot, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως
κεντρικό μουσικό θέμα για την τηλεοπτική κάλυψη του Μουντιάλ της Ιταλίας
το 1990 από το BBC.
Το κονσέρτο Three Tenors στο οποίο συμμετείχε την
παραμονή του τελικού στα αρχαία λουτρά της Καρακάλλα στη Ρώμη με τους
Plácido Domingo και José Carreras γνώρισε τεράστια επιτυχία και έγινε ο
δίσκος κλασσικής μουσικής με τις περισσότερες πωλήσεις ανά τον κόσμο.
Τον Σεπτέμβριο του 1993, ερμήνευσε μπροστά σε 300.000 θεατές, κάτω από
τον Πύργο του Άιφελ.
Στις
12 Δεκεμβρίου έγινε ο πρώτος και μέχρι στιγμής ο μοναδικός τενόρος που
εμφανίστηκε στο Saturday Night Live, στο πλευρό της Vanessa Williams.
Συνεργάστηκε, επίσης, με τους U2, στο τραγούδι του 1995 Miss Sarajevo.
To 2002, η λήξη της συνεργασίας του με τον επί 36 χρόνια μάνατζέρ του
Herbert Breslin οδήγησε στη συγγραφή και έκδοση του βιβλίου Ο Βασιλιάς
κι Εγώ, στο οποίο ο Breslin αμφισβητούσε τις δυνατότητες του Παβαρότι,
αφήνοντας παράλληλα αιχμές για τη συμπεριφορά του τενόρου.
Ένας
από τους σπουδαιότερους τενόρους της εποχής του, ο οποίος με τον
πληθωρικό χαρακτήρα του και τα φωνητικά του προσόντα έφερε την όπερα
κοντά στο ευρύτερο κοινό. Ο Λουτσιάνο Παβαρότι (Luciano Pavarotti)
γεννήθηκε στη Μόντενα της Ιταλίας στις 12 Οκτωβρίου
1935. «Τι ψηλή φωνή! Θα γίνει σίγουρα τενόρος» λέγεται ότι αναφώνησε ο
μαιευτήρας της μητέρας του Αντέλε, αντικρίζοντας το νεογέννητο αγοράκι.
Ο μικρός Λουτσιάνο τραγούδησε για πρώτη φορά σε μία χορωδία, μαζί με τον
πατέρα του Φερνάντο, που ήταν λάτρης της όπερας και ερασιτέχνης
τραγουδιστής ο ίδιος. Η απόφαση του να ασχοληθεί με τη μουσική
επαγγελματικά ήρθε έπειτα από μία διεθνή διάκριση της Χορωδίας Ροσίνι
της Μόντενα.
Το επαγγελματικό ντεμπούτο του Παβαρότι ήταν στις 29 Απριλίου
1961, σε έναν από τους σπουδαίους ρόλους για τενόρο, εκείνο του
Ροντόλφο στην όπερα του Πουτσίνι La Boheme. Την ίδια χρονιά κέρδισε στο
διεθνή μουσικό διαγωνισμό «Achille Peri». Σύντομα ο χαρισματικός
καλλιτέχνης έγινε διάσημος στην Ιταλία.
Ακολούθησαν εμφανίσεις του στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές σκηνές, στο
Άμστερνταμ, τη Βιέννη, τη Ζυρίχη και το Λονδίνο. Το 1965 έκανε το πρώτο
άνοιγμά του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου έκτοτε έκανε ορισμένες
από τις πιο αξιομνημόνευτες εμφανίσεις του και τιμήθηκε, μεταξύ άλλων,
με πέντε βραβεία Γκράμι.
Ο Παβαρότι βοήθησε να ενδιαφερθεί το ευρύ κοινό για την όπερα και
εμφανίστηκε σε μερικά από τα μεγαλύτερα στάδια του κόσμου μπροστά σε
δεκάδες χιλιάδες θεατές. Σε μία από τις μεγαλύτερες στιγμές του, το 1990
εμφανίστηκε μαζί με τους ισπανούς σταρ της όπερας Πλάθιντο Ντομίνγκο
και Χοσε Καρέρας ενώπιον 800 εκατομμυρίων τηλεθεατών, σε μία συναυλία
στα Λουτρά του Καρακάλα στη Ρώμη, στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου της Ιταλίας.
Αμέσως μετά, οι πωλήσεις των δίσκων όπερας εκτινάχθηκαν στα ύψη και η
άρια «Nessun Dorma» της όπερας Turandot του Πουτσίνι συνδέθηκε με τον
ποδοσφαιρικό πυρετό όσο και τα συνθήματα της εξέδρας. Ο δίσκος με τα
«κλασσικά του Παβαρότι» έγινε ο πρώτος δίσκος κλασσικής μουσικής που
έφτασε στο Νο 1 των βρετανικών τσαρτ.
Το 1992 έγινε για πρώτη φορά η καθιερωμένη ετήσια συναυλία Pavarotti and
Friends, στη λογική της σύμπραξης του περίφημου τενόρου με διάσημους
ερμηνευτές της ποπ και ροκ σκηνής, στοχεύοντας στη συγκέντρωση χρημάτων
για ανθρωπιστικούς λόγους.
Ο Παβαρότι έγινε ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό από τη συμμετοχή του
στους «Τρεις Τενόρους», από κοινού με τους Χοσέ Καρέρας και Πλάθιντο
Ντομίνγκο. Η τελευταία του εμφάνιση στη σκηνή ήταν στην τελετή έναρξης
των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Τορίνο τον Φεβρουάριο του 2006.
Το 1996 το περιοδικό Forbes τον κατέταξε στην 28η θέση των πιο υψηλά
αμειβόμενων καλλιτεχνών, υπολογίζοντας τα ετήσια έσοδά του στα 25
εκατομμύρια δολάρια και την προσωπική του περιουσία στο δεκαπλάσιο. Είχε
παντρευτεί δύο φορές και είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά. «Τα είχα όλα
στη ζωή μου, πραγματικά όλα, αλλά ακόμη και αν τα έχανα όλα, με το Θεό
είμαστε πάτσι», είχε πει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του.
Πέθανε στις 6 Σεπτεμβρίου του 2007, έπειτα από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Ένας
από τους σπουδαιότερους τενόρους της εποχής του, ο οποίος με τον
πληθωρικό χαρακτήρα του και τα φωνητικά του προσόντα έφερε την όπερα
κοντά στο ευρύτερο κοινό. Ο Λουτσιάνο Παβαρότι (Luciano Pavarotti)
γεννήθηκε στη Μόντενα της Ιταλίας στις 12 Οκτωβρίου
1935. «Τι ψηλή φωνή! Θα γίνει σίγουρα τενόρος» λέγεται ότι αναφώνησε ο
μαιευτήρας της μητέρας του Αντέλε, αντικρίζοντας το νεογέννητο αγοράκι.
Ο μικρός Λουτσιάνο τραγούδησε για πρώτη φορά σε μία χορωδία, μαζί με τον
πατέρα του Φερνάντο, που ήταν λάτρης της όπερας και ερασιτέχνης
τραγουδιστής ο ίδιος. Η απόφαση του να ασχοληθεί με τη μουσική
επαγγελματικά ήρθε έπειτα από μία διεθνή διάκριση της Χορωδίας Ροσίνι
της Μόντενα.
Το επαγγελματικό ντεμπούτο του Παβαρότι ήταν στις 29 Απριλίου
1961, σε έναν από τους σπουδαίους ρόλους για τενόρο, εκείνο του
Ροντόλφο στην όπερα του Πουτσίνι La Boheme. Την ίδια χρονιά κέρδισε στο
διεθνή μουσικό διαγωνισμό «Achille Peri». Σύντομα ο χαρισματικός
καλλιτέχνης έγινε διάσημος στην Ιταλία.
Ακολούθησαν εμφανίσεις του στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές σκηνές, στο
Άμστερνταμ, τη Βιέννη, τη Ζυρίχη και το Λονδίνο. Το 1965 έκανε το πρώτο
άνοιγμά του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου έκτοτε έκανε ορισμένες
από τις πιο αξιομνημόνευτες εμφανίσεις του και τιμήθηκε, μεταξύ άλλων,
με πέντε βραβεία Γκράμι.
Ο Παβαρότι βοήθησε να ενδιαφερθεί το ευρύ κοινό για την όπερα και
εμφανίστηκε σε μερικά από τα μεγαλύτερα στάδια του κόσμου μπροστά σε
δεκάδες χιλιάδες θεατές. Σε μία από τις μεγαλύτερες στιγμές του, το 1990
εμφανίστηκε μαζί με τους ισπανούς σταρ της όπερας Πλάθιντο Ντομίνγκο
και Χοσε Καρέρας ενώπιον 800 εκατομμυρίων τηλεθεατών, σε μία συναυλία
στα Λουτρά του Καρακάλα στη Ρώμη, στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου της Ιταλίας.
Αμέσως μετά, οι πωλήσεις των δίσκων όπερας εκτινάχθηκαν στα ύψη και η
άρια «Nessun Dorma» της όπερας Turandot του Πουτσίνι συνδέθηκε με τον
ποδοσφαιρικό πυρετό όσο και τα συνθήματα της εξέδρας. Ο δίσκος με τα
«κλασσικά του Παβαρότι» έγινε ο πρώτος δίσκος κλασσικής μουσικής που
έφτασε στο Νο 1 των βρετανικών τσαρτ.
Το 1992 έγινε για πρώτη φορά η καθιερωμένη ετήσια συναυλία Pavarotti and
Friends, στη λογική της σύμπραξης του περίφημου τενόρου με διάσημους
ερμηνευτές της ποπ και ροκ σκηνής, στοχεύοντας στη συγκέντρωση χρημάτων
για ανθρωπιστικούς λόγους.
Ο Παβαρότι έγινε ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό από τη συμμετοχή του
στους «Τρεις Τενόρους», από κοινού με τους Χοσέ Καρέρας και Πλάθιντο
Ντομίνγκο. Η τελευταία του εμφάνιση στη σκηνή ήταν στην τελετή έναρξης
των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Τορίνο τον Φεβρουάριο του 2006.
Το 1996 το περιοδικό Forbes τον κατέταξε στην 28η θέση των πιο υψηλά
αμειβόμενων καλλιτεχνών, υπολογίζοντας τα ετήσια έσοδά του στα 25
εκατομμύρια δολάρια και την προσωπική του περιουσία στο δεκαπλάσιο. Είχε
παντρευτεί δύο φορές και είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά. «Τα είχα όλα
στη ζωή μου, πραγματικά όλα, αλλά ακόμη και αν τα έχανα όλα, με το Θεό
είμαστε πάτσι», είχε πει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του.
Πέθανε στις 6 Σεπτεμβρίου του 2007, έπειτα από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.