Η Δίκη της Ψυχής
- Συγγραφέας: Βασίλης Σάιτ (Epimytheas)
‘Aνθρωπος και Ψυχή
Μια εξαφάνιση…
Ένα παγωμένο ξημέρωμα του Νοέμβρη του 1949, ένας εβδομηντάχρονος μεταλλωρύχος από την Αριζόνα, ονόματι Τζέιμς Κιντ, στάθηκε έξω από την καλύβα που νοίκιαζε για 4 δολάρια την εβδομάδα και κοίταξε τον μελαγχολικό, γκρίζο ουρανό. Τα μάτια του γέμισαν με μια έκφραση αγαλλίασης και προσμονής που έκανε το σκληρό του πρόσωπο να φωτιστεί για λίγο.
Συχνά πυκνά, μέσα στην μοναξιά του εργένη, αυτός ο ουρανός αποτελούσε το εφαλτήριο των ονείρων του, ήταν μια πύλη που οδηγούσε το ανήσυχο πνεύμα του σε άλλες διαστάσεις, εκεί που η ψυχή του μπορούσε να πετάξει ελεύθερη, μακριά από τα γήινα δεσμά της. Αναστέναξε βαθιά και κατηφόρισε τον δρόμο του με την αξίνα του στον ώμο.
Ήταν η τελευταία φορά που έκανε αυτή την διαδρομή…
Η περίεργη, μοναχική ζωή του Κιντ, ήταν ο λόγος που δεν είχε παρά ελάχιστους φίλους και κανένα (γνωστό) συγγενή. Παρά την δουλειά που είχε επιλέξει να κάνει, παρά το ανεμοδαρμένο πρόσωπο του και τα παλιά του ρούχα, δεν φαίνονταν άνθρωπος αμόρφωτος. Η συνήθεια του να κοιτάζει τον ουρανό σε κάθε ευκαιρία που είχε, έδινε σε όλους την εντύπωση ενός εκκεντρικού ατόμου, προσηλωμένου στον δικό του τρόπο ζωής όπου όλα ήταν πιό εξηγήσιμα, πιό βατά.
Ένας αόρατος τοίχος τον χώριζε από τους υπόλοιπους και κανείς δεν έκανε την προσπάθεια να διαπεράσει αυτό τον τοίχο. Αυτή είναι και η αιτία που πέρασαν αρκετές εβδομάδες μέχρι να αντιληφθεί κάποιος την εξαφάνιση του γερο-Κιντ. Όταν όμως το έκαναν, κανείς πιά δεν θα μπορούσε να τον ξεχάσει…
Η αστυνομία άρχισε τις έρευνες της για την εξαφάνιση του ένα μήνα μετά. Όμως, όπως και σε κάθε επαρχιακή πόλη, έκλεισαν γρήγορα και ο Κιντ θεωρήθηκε επίσημα νεκρός. Ο φάκελος του παρέμεινε κλειστός για κάποια χρόνια ακόμα, άλλη μια περίπτωση ανάμεσα στις εκατοντάδες των εξαφανίσεων που σημειώνονται κάθε χρόνο.
Τι αξία θα μπορούσε να έχει ένας γερο-μεταλλωρύχος χωρίς συγγενείς; Κανείς δεν είχε υπολογίσει πως ο Κιντ έκρυβε κάποιο μυστικό, που έμελλε όμως να αποκαλυφθεί χάρη στην επιμονή μιας ευσυνείδητης δημόσιας υπαλλήλου που λέγονταν Τζεραλντίν Σουίφτ.
Ένα μυστικό αποκαλύπτεται.
Η Σουίφτ ήταν υπάλληλος σε μια εφορεία της Αριζόνα και κάποια χρόνια αργότερα αποφάσισε να τακτοποιήσει την εκκρεμότητα του φακέλου του Τζέιμς Κιντ. Η περίπτωση του έδειχνε συνηθισμένη, η ίδια είχε χειριστεί αρκετές παρόμοιες κατά την διάρκεια της θητείας της σε αυτό το γραφείο. Ο Κίντ δεν φαίνονταν να έχει συγγενείς, κανείς δεν διεκδικούσε κάτι από αυτόν, ούτε ισχυρίζονταν πως του χρωστούσε. Μια τυπική διαδικασία λίγων λεπτών την χώριζε από την αποπεράτωση της δουλειάς της και την οριστική λήθη του γερο μεταλλωρύχου.
Και τότε άνοιξε το μεταλλικό κουτί με τα υπάρχοντα του.
Ανάμεσα στα περιεχόμενα του κουτιού βρήκε μια φωτογραφία του. Ο Τζέιμς Κιντ την ατένιζε κάτω από ένα τσαλακωμένο καπέλο, με μια περίεργη έκφραση, μια μίξη απελπισίας και ειρωνίας μαζί.
Για κάποιον άγνωστο λόγο, αυτή η έκφραση παρέμεινε στο μυαλό της όσο έψαχνε τα χαρτιά του. Την προσοχή της τράβηξε ένα κιτρινισμένο χαρτί με μια απόδειξη από κάποια χρηματομεσιτική εταιρία με την ονομασία Ε. Φ. Χάτον.
Αποφάσισε να στείλει ένα γράμμα στην εταιρία αυτή, αναζητώντας πληροφορίες για τον Κιντ. Αυτοί της απάντησαν τότε στέλνοντας της μια άλλη αποδειξη για ρευστοποίηση μετοχών αξίας 18.000 δολλαρίων. Μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξη της όταν αντίκρυσε το ανωτέρω ποσό.
Υποτίθεται πως ο Κίντ ήταν ένας φτωχός μεταλλωρύχος, με ελάχιστα εισοδήματα και τα χρήματα αυτά ήταν σαφώς ένα σημαντικό ποσό για τα τέλη της δεκαετίας του `50. Στέλνοντας δεύτερο γράμμα στην χρηματομεσιτική εταιρία, κατάφερε να ανακαλύψει πως ο γερο Κιντ είχε κι άλλες επενδύσεις, και μάλιστα όχι μόνο σε αυτή την εταιρία.
To περίεργο ύφος του James Kidd που τράβηξε την προσοχή της Σουίφτ. Για αρκετά χρόνια μετά την εξαφάνιση του, αυτό το στραβό χαμόγελο θα προβλημάτιζε την aμερικάνικη Κοινή γνώμη.
Διασκορπισμένες σε διάφορα ιδρύματα, διατηρούσε μετοχές αξίας πολλών χιλιάδων δολλαρίων. Η συνολική του περιουσία ανέρχονταν στο ποσό των 174.065 δολλαρίων και 65 σεντς!
Ο Τζέιμς Κίντ που έτρωγε σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, που καθημερινά πάλευε στα έγκατα της Γης με μια αξίνα, ζούσε σε μια άθλια καλύβα και διάβαζε δανεική εφημερίδα, ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος που είχε απαρνηθεί την άνεση των χρημάτων του μέχρι και την τελευταία στιγμή της εξαφανίσεως του.
Φυσικά, κάτι τέτοιο έδειχνε αδιανόητο στα μάτια της ευσυνείδητης υπαλλήλου της εφορείας της Αριζόνα και ήταν το τελικό κίνητρο που την έσπρωξε να διαθέσει τον ελεύθερο χρόνο της προκειμένου να μάθει περισσότερα για αυτή την αινιγματική προσωπικότητα. Οι συνάδελφοι της την πείραζαν για τον υπερβάλλοντα ζήλο και την εμμονή της, όμως αυτό δεν την ενοχλούσε καθόλου.
Είχε αποφασίσει να εξιχνιάσει πλήρως τους λόγους που ώθησαν αυτό τον άνθρωπο σε μια ζωή λιτή, ενώ διέθετε όλα τα μέσα ώστε να περάσει τα γεράματα του, όχι μόνο με αξιοπρέπεια αλλά και με πολυτέλεια αν το επιθυμούσε. Ταυτόχρονα άρχισν οι πιέσεις από τους ανωτέρους της να παρατήσει αυτή την υπόθεση.
Στο κάτω κάτω αν δεν έβρισκαν κανένα κληρονόμο, η περιουσία του θα περιέρχονταν αυτομάτως στα ταμεία του κράτους. Όμως, το ποτάμι δεν γυρνούσε πίσω πλέον…
Οι έρευνες της την έφεραν στα υπόγεια της First National Bank του Φοίνιξ, όπου κατέβηκε συνοδευόμενη από τον βοηθό της και 2 ελεγκτές τηε εφορείας. Εκείνη την εποχή γίνονταν έργα ανακατασκευής της τράπεζας, και η αναζήτηση της αποδείχθηκε εξαιρετικά επίπονη. Το ρεύμα είχε κοπεί και η αίθουσα ήταν κατασκότεινη.
Κάτω από το φώς ενός κλεφτοφάναρου και ανάμεσα σε χιλιάδες σκονισμένους φακέλους και αζήτητους λογαριασμούς, κατάφερε τελικά να εντοπίσει το μικρό μεταλλικό κιβώτιο. Η Σουίφτ το άνοιξε με μια ελαφριά συγκίνηση. Μετά από μια πενταετία έρευνας και ενασχόλησης με τον γερο Κιντ ένιωθε σαν να αποχαιρετούσε έναν παλιό φίλο, αγαπητό, αλλά και κάπως βαρετό.
Έβγαλε ένα πάκο κιτρινισμένες αποδείξεις, κατανοώντας πως ήταν η τελευταία φορά που ασχολούνταν με τον γέρο μεταλωρύχο. Η περιουσία του πλέον θα περνούσε στα χέρια του κράτους, εκτός της αρμοδιότητας της. Ξαφνικά, ένα μεγάλο φύλλο χαρτί ξέφυγε μέσα από το σφιχτοδεμένο πακέτο και προσγειώθηκε στα πόδια της με μια ελαφριά, αέρινη κίνηση. Το σήκωσε απορημένη και στο φώς του κλεφτοφάναρου, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη.
Στα τρεμάμενα δάχτυλα της κρατούσε ένα χειρόγραφο, με τα χαρακτηριστικά γράμματα του Τζέιμς Κιντ. Το χαρτί προορίζονταν να αλλάξει πλήρως το σκηνικό, και χάρη σε αυτό μια νέα περιπέτεια θα ξεκινούσε.
Η Τζέραλντιν Σουίφτ κρατούσε στα χέρια της την διαθήκη του Τζέιμς Κιντ…
Μια παράξενη διαθήκη.
“Ήταν συγκλονιστικό! Καθώς διαβάζαμε τη διαθήκη κάτω από το φώς των κλεφτοφάναρων μέσα στην σκοτεινή αίθουσα, μας κατέλαβε όλους ένα παράξενο συναίσθημα. Εγώ προσωπικά ένιωθα ότι ονειρευόμουν.”
Αυτά δήλωσε αργότερα η Τζέραλντιν Σουίφτ, προσπαθώντας να αποδώσει τα συναισθήματα της την στιγμή της αναπάντεχης αυτής αποκάλυψης. Τελικά ο γερο Κιντ έκρυβε πολλά περισσότερα κάτω από το περίεργο ύφος του από όσα οποιοσδήποτε μπορούσε να φανταστεί.
Τι έγραφε όμως η περίφημη αυτή διαθήκη;
“Φοίνιξ Αριζόνα, 2 Ιανουαρίου 1946.
Αυτή είναι η πρώτη και μοναδική μου διαθήκη, που γράφτηκε την δεύτερη μέρα του Ιανουαρίου του 1946. Δεν έχω κληρονόμους, δεν παντρεύτηκα ποτέ στην ζωή μου. Πλήρωσα όλα τα έξοδα της κηδείας μου και έδωσα εκατό δολλάρια ακόμα σε ένα παπά για να ψάλλει στον τάφο μου.
Πουλήστε όλη την περιουσία μου, που βρίσκεται σε μετοχές στο χρηματοκιβώτιο της εταιρίας Ε.Φ. Χάτον στο Φοίνιξ, και δώστε τα λεφτά για έρευνες που να αποδεικνύουν επιστημονικά ότι η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα την στιγμή του θανάτου. Νομίζω ότι τελικά μπορεί να τραβηχτεί μια φωτογραφία αυτής της στιγμής.”
Η Διαθήκη του Κιντ.
Μέσα από αυτές τις λίγες αράδες, μπορούσε κάποιος να διακρίνει την μεταφυσική αγωνία του Κιντ, την προσπάθεια του να αποδείξει την ύπαρξη της ψυχής, πέρα από κάθε αμφιβολία, με μια φωτογραφία που-αν τα κατάφερναν να τραβηχτεί-θα άλλαζε μια και καλή τον ρού της Ιστορίας.
Η τόσο απίστευτη αυτή φιλοδοξία του, η βαθιά πεποίθηση του πως υπάρχει ψυχή και πως είναι ξεχωριστή από το σώμα, υποδείκνυαν έναν άνθρωπο που προφανώς είχε περάσει ατελείωτες ώρες διαλογισμού, εντρυφώντας, ποιός ξέρει σε ποιές μυστικιστικές γνώσεις και απόκρυφα μυστικά. Τα πράγματα έδειχναν απλά για αυτόν και το μόνο που επιζητούσε ήταν μια απόδειξη.
Ναι, υπήρχε ψυχή και αυτή εγκατέλειπε το σώμα μετά τον θάνατο. Και το πιό απίστευτο από όλα; Υποστήριζε πως ήταν δυνατή η επιστημονική τεκμηρίωση της και η φωτογράφηση της την ώρα που αποδεσμευμένη από το υλικό σώμα, θα πετούσε ψηλά, σε διαστάσεις άγνωστες. Δεν υπάρχουν ενδείξεις πως ο Κιντ ήταν θρησκευόμενος, τουλάχιστον όχι με την έννοια του φανατικού. Η διαθήκη του ήταν ξεκάθαρη. Ζητούσε επιστημονικές αποδείξεις.
Όμως, το κράτος τι σκέφτονταν για αυτή την διαθήκη;
Ο αντιδικίες άρχισαν αμέσως μόλις βγήκε στο φως της επιφάνειας το χαρτί αυτό. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Πολιτείας, κατανοώντας τις πολύπλοκες νομικές διαδικασίες για την εκτέλεση της διαθήκης, πρότεινε να χαρακτηριστεί το εν λόγω πρόχειρο και κακογραμμένο έγγραφο ως άκυρο, εφόσον δεν είχε καν επικυρωθεί από κανένα μάρτυρα.
Ορισμένοι μάλιστα υποστήριξαν πως έπρεπε να καταστραφεί! Το σκεπτικό ήταν να ξεχαστεί η υπόθεση, να δωθούν τα λεφτά στο κράτος και να γλυτώσουν έτσι χαμένο χρόνο, φασαρίες (ποιός θα ήθελε να εγερθεί επίσημο ζήτημα που να αφορά την ψυχή;) και άχρηστη γραφική εργασία.
Υπολόγιζαν όμως χωρίς την Τζέραλντιν Σουίφτ. Η υπόθεση πλέον είχε γίνει προσωπική για αυτήν, το φάντασμα του Τζέιμς Κιντ την στοίχειωνε καθημερινά στις σκέψεις της και οι προθέσεις του είχαν ενεργοποιήσει τις δικές της μεταφυσικές αγωνίες. Θα φρόντιζε αυτή ώστε η τελευταία του επιθυμία να πραγματοποιηθεί.
Με αποφασιστικότητα λοιπόν, έκανε αυτό που γνώριζε πως ο Κιντ θα ενέκρινε. Κίνησε όλες τις απαραίτητες νομικές διαδικασίες, για να ξεκινήσει αυτό, που στα επόμενα 5 χρόνια θα απασχολούσε το σύνολο της Αμερικάνικής Κοινής Γνώμης, αυτό που στα Παγκόσμια Χρονικά θα περνούσε ως…
Η Δίκη της Ψυχής.
Είναι φυσικό, πως μια τέτοια υπόθεση θα αποτελούσε “καυτή πατάτα” στα χέρια όποιου δικαστικού αναλάμβανε να την εκδικάσει. Στην ουσία δεν υπήρχαν αντίδικοι, το έννομο συμφέρον της Πολιτείας δεν απειλούνταν με κανένα τρόπο και η διάσταση που είχε αρχίσει να λαμβάνει στα ΜΜΕ, έκανε τους υπεύθυνους να είναι πολύ προσεχτικοί στον χειρισμό της.
Δεν ήθελαν να φανεί πως κυνηγούσαν τα χρήματα, από την άλλη, το φιλοσοφικό υπόβαθρο αυτής της υπόθεσης ήταν αρκετό ώστε να τραβήξει τα βλέμματα των Αμερικάνων πολιτών σε κάτι άλλο, εκτός του πολέμου στο Βιετνάμ που είχε ξεκινήσει με τους χειρότερους οιωνούς.
Είμαστε εν έτη 1965.
Διάφορα μουσικά και φιλοσοφικά ρεύματα επιδρούν στην Δυτική κουλτούρα. Τα χρώματα τείνουν να γίνονται παστέλ, ένας νέος άνεμος πνέει στην Δύση, εξ Ανατολών κυρίως. Ο Καστανέντα γράφει το πρώτο του βιβλίο, ο Έσσε το Σιντάρντα, η χίππικη φιλοσοφία αχνοφαίνεται στο βάθος, το Διάστημα σαγηνεύει την Υφήλιο. Η εποχή της Αιώνιας ’νοιξης. Doors, Jimi Hendrix, Janis Joplin, Beatles, Animals, Rolling Stones. Η επανάσταση σιγοβράζει καθώς ο Ράιχ βρίσκει τον δρόμο πρός τις ανήσυχες καρδιές με το “Ακου Ανθρωπάκο”.
Και στις ΗΠΑ ξεκινάει η Δίκη της Ψυχής.
Όχι χωρίς επιφυλάξεις, ο δικαστής Ρόμπερτ Μάγιερς του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μαρικόπα, στο Φοίνιξ αναλαμβάνει την υπόθεση. Πολύ μορφωμένος ο ίδιος αντιλαμβάνεται με την πρώτη τις ιδιαιτερότητες της. Ήρεμος χαρακτήρας, με την σιγουριά που αποπνέει μια φιλοσοφημένη στάση ζωής, επιστημονικά καταρτισμένος, έδειχνε ιδανικός να διεκπεραιώσει το ζήτημα της διαθήκης του Τζέιμς Κιντ.
Η Κοινή Γνώμη είχε αρχίσει ήδη να παρακολουθεί τις εξελίξεις και έτσι “έσκασαν” τα πρώτα τηλεφωνήματα και γράμματα από εκείνους που είδαν την ευκαιρία να κάνουν την τύχη τους. Δεκάδες απαιτητών εμφανίστηκαν από το πουθενά, διεκδικώντας ένα μερίδιο στην περιουσία του γερο μεταλλωρύχου.
Οι περισσότεροι πίστευαν πως αρκούσε απλώς να παρουσιάσουν ένα τεκμηριωμένο προσδιορισμό της έννοιας της Ψυχής για να κερδίσουν το βραβείο-που τώρα ξεπερνούσε τις 200.000 δολλάρια. Βλέποντας το πανδαιμόνιο που επικρατούσε, ο Μάγιερς προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία και το χιούμορ του.
Μόλις αντίκρυσε τα περισσότερα από τα 4.000 γράμματα που κατέφτασαν από 26 διαφορετικές πολιτείες, αστειεύτηκε λέγοντας πως αν όχι τίποτα άλλο, θα κατάφερνε να εμπλουτίσει την συλλογή γραμματοσήμων του.
Του κόπηκε η πλάκα όμως, όταν ένα ιδιαίτερα επίμονο άτομο τον πήρε στο τηλέφωνο και του συστήθηκε σαν ευαγγελιστής Μάρκος (!) ζητώντας μερίδιο από το κληροδότημα.
“
Από ποιο σύννεφο να τηλεφωνούσε άραγε;” αναρωτήθηκε ο δικαστής.
Λίγο πριν αρχίσει η δίκη, ένα θέμα που έπρεπε να αποσαφηνιστεί, ήταν αν η κακογραμμένη, πρόχειρη διαθήκη του Κιντ ευσταθούσε ως νόμιμο έγγραφο. Οι νομικοί ανέλαβαν καθήκοντα και οι εισηγήσεις τους είχαν ως αποτέλεσμα ο Μάγιερς να αναγνωρίσει την εγκυρότητα της, μόλις ένα χρόνο αργότερα.
Σειρά λοιπόν είχε το δσυσκολότερο μέρος της υπόθεσης. Πως και σε ποιόν έπρεπε να δοθούν τα χρήματα; Ποιός είχε τις δυνατότητες να λύσει, ή έστω να προσπαθήσει να λύσει το μυστήριο της Ψυχής; Εδώ όλοι σπαζοκεφάλιαζαν, καθώς αρκετοί εκπρόσωποι διαφόρων θρησκειών (ιερείς, θεολόγοι κλπ ) αυτόματα θα διεκδικούσαν το δικαίωμα της λύσης του προβλήματος, μιας και τα δόγματα τους εμπεριείχαν τον ορισμό της Ψυχής και της αποστολής της.
Από την άλλη, αρκετοί φιλόσοφοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν το ίδιο. Όμως ο Κιντ δεν είχε σκοπό να αφήσει σε κανέναν από αυτούς την διαχείριση της περιουσίας του, αλλιώς θα το είχε ήδη κάνει από την πρώτη στιγμή. Όχι, ο παράξενος γερο μεταλλωρύχος ζητούσε αποδείξεις και μάλιστα με επιστημονική μέθοδο, ώστε να είναι αδιαμφισβήτητη η ύπαρξη της.
Και ξαφνικά, ο χώρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μαρικόπα, άρχισε να φαίνεται πολύ μικρός ώστε να στεγάσει μια τέτοια υπόθεση. Οι ξυλεπένδυτοι, λιτοί τοίχοι της αίθουσας έμοιαζαν ανήμποροι να προάγουν τέτοιες φιλοσοφικές αναζητήσεις. Το Φοίνιξ έμοιαζε καταλληλότερο.
Το πουλί Φοίνικας προέρχεται από την Αιγυπτιακή Μυθολογία. Ο μύθος λέει πως έπεφτε στην φωτιά κατά καιρούς και μετά ξαναγεννιόνταν από τις στάχτες του. Η ψυχή του (Ka) έμενε αναλλοίωτη όμως.
Οι ερευνητές θεωρούν πως ο μύθος αυτός αφορά την Ηλιακή λατρεία και περιγράφει στην ουσία την κίνηση του Ηλίου, καθώς σβήνει μέσα σε φλεγόμενα, πορφυρά σύννεφα κάθε σούρουπο, για να επανέλθει αναγεννημένος κάθε χάραμα. Η έννοια της αναγέννησης μέσα από τις στάχτες εμπεριέχει μια μορφή αθανασίας και η ψυχή κάθε άλλο παρά άσχετη φαίνεται με τον παραπάνω συμβολισμό.
Το Φοίνιξ λοιπόν έμελλε να είναι η πόλη-σύμβολο που θα φιλοξενούσε την Δίκη της Ψυχής.
Συνολικά 133 άτομα εμφανίστηκαν μπροστά στην δικαστική έδρα, προβάλλοντας τους ισχυρισμούς τους. Πολλοί από αυτούς απορρίφθηκαν πολύ εύκολα: Μια γυναίκα που ζητούσε μερίδιο για να φτιάξει την οδοντοστοιχία της, ένας άντρας που υποστήριζε ότι επισκέπτες από το διάστημα του είχαν αποκαλύψει τα μυστικά της Ψυχής, μια άλλη γυναίκα που ισχυρίζονταν πως το πνεύμα του Κιντ είχε ενσαρκωθεί μέσα στο δωμάτιο της και…“Μα, να, δεν το βλέπετε; Ο φτωχός Τζέιμς με συνόδεψε σήμερα εδώ για να αποδείξει πως θέλει να πάρω τα λεφτά. Να, εκεί, κοιτάξτε, επάνω από τα έδρανα στέκεται σας λέω…”.
Αν πραγματικά το φάντασμα του γερο Κιντ βρίσκονταν στην αίθουσα του δικαστηρίου, μάλλον θα αισθάνονταν αμηχανία μπροστά στις ορδές των “πεινασμένων” διεκδικητών που είχαν έρθει ως εκεί ελπίζοντας μερίδιο από το κληροδότημα του. Αν και ο ίδιος είχε υποστηρίξει πως ποτέ του δεν είχε παντρευτεί, διάφορες, υποτιθέμενες σύζυγοι του εμφανίστηκαν, νόθα παιδιά του, χαμένα αδέρφια…
Το πιο παράξενο όμως περιστατικό, πέρα από την εμφάνιση δήθεν πνευματικών κληρονόμων και υποτιθέμενων συγγενών, ήταν ένα γράμμα που στάλθηκε στο αποκορύφωμα της διαδικασίας.
Ένα σύντομο, δακτυλογραφημένο γράμμα, του οποίου ο αποστολέας δήλωνε ότι τον διασκέδαζαν αφάνταστα οι διενέξεις για το κληροδότημα και τα μαλλιοτραβήγματα των φανταστικών συγγενών, αλλά παρόλα αυτά εξέφραζε την πεποίθηση πως τα χρήματα θα κατέληγαν σε καλά χέρια. Είχε μια υπογραφή που θα προβλημάτιζε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον Δικαστή Μάγιερς.
“Ολοζώντανος, Τζέιμς Κιντ”.
Η αλήθεια είναι πως το πτώμα του Κιντ δεν βρέθηκε ποτέ, αν και κατά τη διάρκεια της Δίκης, θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 90 χρονών, αν ζούσε φυσικά ακόμη.
Παρά τα απρόοπτα, η δίκη συνεχίζονταν και ο Δικαστής κατάφερε με υπομονή να απομονώσει αυτούς που πίστευε πως ήταν οι καταλληλότεροι να διεκδικήσουν το κληροδότημα.
Ανάμεσα τους βρίσκονταν ο καθηγητής Γκάρντνερ Μέρφι, πρόεδρος της Αμερικάνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, ο Γουίλιαμ Ρόλ, συνεργάτης του Τζόζεφ Ράιν στο εργαστήριο Παραψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ντιούκ και οι Ίαν Στήβενσον και Τζ. Γκάιδερ Πράτ, που εκπροσωπούσαν το ίδρυμα Ψυχικών Ερευνών, πασίγνωστο στον τομέα της Μεταφυσικής έρευνας.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν όψιμοι ερευνητές, ούτε απατεώνες που ήρθαν να αρπάξουν τα λεφτά του κληροδοτήματος. Ασχολούνταν χρόνια με τα ψυχικά φαινόμενα και ήταν σοβαροί μελετητές, αν κάποιος άξιζε να διεκδικήσει την περιουσία του Κιντ, τότε θα πρέπει να βρίσκονταν ανάμεσα τους.
Το ίδρυμα Παραψυχολογίας της Νέας Υόρκης κυκλοφόρησε μια ανακοίνωση με την οποία φιλοδοξούσε να διευκρινίσει το θέμα στο Δικαστήριο:
“Η ανθρώπινη ψυχή αναφέρεται σε εκείνο το στοιχείο (άσχετα αν είναι αντιληπτό ή ακατανόητο) των ψυχοφυσικών οργανισμών που είναι γνωστοί σαν ανθρώπινα όντα, το οποίο επιζεί και συνεχίζει να υπάρχει με κάποια μορφή μετά τον θάνατο και διατηρεί κάποια συνειδητή μνήμη ή σύνδεσμο με την προηγούμενη ζωή του”.
Οι παραψυχολόγοι δέχονται, ότι με δεδομένες τις ανθρώπινες γνώσεις, δεν ήταν δυνατό να δοθεί καλύτερη ερμηνεία. “Αν ξέραμε τι είναι η ψυχή, η επιστημονική έρευνα θα είχε ήδη προσδιορίσει την ύπαρξη και την φύση της.”
Για να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως η όποια έρευνα τους θα συναντούσε αναπόφευκτα αξεπέραστα εμπόδια.
“
Ο Αρχιμήδης, σκεφτόταν μόνο το μπάνιο του όταν ανακάλυψε ξαφνικά έναν από τους ειδικούς νόμους της βαρύτητας”.
Παρά το γεγονός πως στον Μάγιερς είχαν δοθεί μόνο δεκαοχτώ ημέρες για να καταλήξει σε μια απόφαση, η Δίκη ξεπέρασε τους 3 μήνες, απασχολώντας την Κοινή Γνώμη ολόκληρο το καλοκαίρι του 1967. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας ο Μάγιερς αναγκάστηκε να τονίσει πολλές φορές ότι έργο του δικαστηρίου δεν ήταν να προσδιορίσει την φύση της Ανθρώπινης Ψυχής, αλλά να αποδώσει το κληροδότημα στον καταλληλότερο που θα μπορούσε να εκτελέσει την διαθήκη του Τζέιμς Κιντ.
Μολονότι αυτή ήταν η πρόθεση του δικαστηρίου, δυστυχώς το θέμα δεν ήταν τόσο απλό. Θεωρήθηκε τελικά αναγκαίο να ληφθεί υπόψιν το ευρύτερο φιλοσοφικό ζήτημα της ύπαρξης της ψυχής. Και το αποτέλεσμα ήταν να γεμίσει-και πάλι- το δικαστήριο από αλλοπρόσαλλα άτομα που ισχυρίζονταν τα πιο απίθανα πράγματα.
Ένας από αυτούς παρουσίασε μια θολή φωτογραφία, που κατά τους ισχυρισμούς του απεικόνιζε την ψυχή του Τζειμς Κιντ. Ένας άλλος έκανε μια διάλεξη επάνω στη διαφορά του ανθρώπινου νου και του μυαλού, παρομοιάζοντας το πρώτο με μια συσκευή τηλεόρασης και το δεύτερο με μια κονσέρβα!
Μέσα σε όλο αυτό τον κυκεώνα των πιο παράξενων θεωριών, ο Γκάρντνερ Μέρφι, που κατείχε πτυχίο ψυχολογίας τόσο από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όσο και από αυτό του Γέιλ, αποδείχτηκε εντελώς ψύχραιμος και προσγειωμένος.
Σαν πρόεδρος της Αμερικάνικης Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών είχε μελετήσει επί χρόνια το φαινόμενο διαφόρων πνευματικών αντιδράσεων τη στιγμή του θανάτου ή κατά τη διάρκεια κάποιου τρομερού προσωπικού κινδύνου .
Ο Μέρφι παρέδωσε στο δικαστήριο περιγραφές της μεταθανάτιας ζωής από ετοιμοθάνατα άτομα (ξέρετε, εκείνο το λαμπρό λευκό φως, το μακρύ τούνελ, το λιβάδι κλπ) καθώς και αφηγήσεις εξωσωματικών εμπειριών(αστρική προβολή) ή φυσικών φαινομένων, όπως το ξαφνικό σταμάτημα των ρολογιών την στιγμή του θανάτου.
Η αίσθηση-λένε οι εσωτεριστές- όταν η ψυχή αποχωρίζεται το σώμα, μοιάζει πολύ με την αστρική προβολή.
Στις 20 Οκτωβρίου 1967, μετά από μια μεγάλη περίοδο ερευνών και συσκέψεων, ο δικαστής Μάγιερς ανακοίνωσε τελικά τις απόφάσεις του.
“Ο Τζειμς Κιντ σκόπευε να χρησιμοποιηθεί η περιουσία του για έρευνες που ίσως οδηγούσαν σε κάποια επιστημονική απόδειξη της ψυχής του ανθρώπου, η οποία εγκαταλείπει το σώμα τη στιγμή του θανάτου…Οι έρευνες αυτές μπορούν να γίνουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο με συνδυασμένες ενέργειες της Ιατρικής, της Ψυχιατρικής και της Ψυχολογίας, τις οποίες θα αναλάβει το Νευρολογικό Ινστιτούτο Μπάροου του Φοίνιξ της Αριζόνα.”
Αυτό ήταν το σκεπτικό του Μάγιερς, που όμως δεν ικανοποίησε όσους είχαν λάβει μέρος στις διαδικασίες. Αν και κανείς δεν αμφέβαλλε πως ο δικαστής είχε κάνει το καλύτερο που μπορούσε, εν τούτοις υπήρχε η αίσθηση πως το ζήτημα της ψυχής ήταν πολυπλοκότερο και πιο βαθύ από την απλή ανάλυση της Επιστήμης. Διάφορες Παραψυχολογικές οργανώσεις εφεσίβαλλαν την απόφαση αυτή, κάτι που οδήγησε σε άλλα 5 χρόνια δικαστικών διενέξεων.
Τον Δεκέμβριο του 1972, η αρχική απόφαση ανατράπηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αριζόνα που παραχώρησε τα 2 τρίτα του κληροδοτήματος στην Αμερικάνικη Εταιρία Ψυχικών Ερευνών και το υπόλοιπο στο Ίδρυμα Ψυχικών Ερευνών. Με αυτή την τελεσίδικη απόφαση πήρε τέλος μια υπόθεση που κράτησε για περισσότερο από 20 χρόνια απασχολημένη την Κοινή Γνώμη της Αμερικής. Ένας από τους δικηγόρους του Ιδρύματος Παραψυχολογίας δήλωσε κατά την διάρκεια της δίκης:
“Από την αυγή της Ιστορίας, ο άνθρωπος αναρωτιέται για το θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή. Οι περισσότερες πρωτόγονες φυλές και πολιτισμοί πίστευαν στην αθανασία. Η μεγάλη πλειοψηφία των δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν σήμερα πιστεύουν ότι η ψυχή ζει μετά τον θάνατο.. Είναι κάτι που ενδιαφέρει ολόκληρη την ανθρωπότητα από αμνημονεύτων χρόνων.”
Όπως διαπιστώσαμε, το κληροδότημα επιδικάστηκε σε αυτούς που ασχολούνταν με την μεταφυσική πλευρά του ζητήματος. Αυτή ήταν μια έμμεση παραδοχή της πολιτείας πως το ζήτημα της ψυχής δεν μπορεί να αναλυθεί σε εργαστήρια, ούτε να μπει κάτω από το μικροσκόπιο της Επιστήμης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όσοι ασχολήθηκαν με την υπόθεση αυτή, εξέτασαν όλες τις παραμέτρους και παρόλα αυτά βρέθηκαν και οι ίδιοι ανήμποροι στο να δώσουν μια οριστική απάντηση.
Υπάρχει Ψυχή; Αν δέχονταν πως υπάρχει Ψυχή, τότε θα ήταν υποχρεωμένοι να παραδώσουν την περιουσία του Τζέιμς Κιντ στους επιστήμονες, γιατί θα μιλούσαν για κάτι υπαρκτό, δηλαδή αποδεικτέο. Και εφόσον είναι κάτι που υφίσταται σε οποιοδήποτε πεδίο ύπαρξης, θα έχει νόμους.
Εδώ ακριβώς θα παρέβαινε η επιστήμη και θα κατέγραφε τους νόμους αυτούς. Και η ψυχή θα ήταν άλλο ένα φυσικό ή έστω κβαντοφυσικό φαινόμενο. Όμως, με την απόφαση τους αυτή στην ουσία αρνήθηκαν την ύπαρξη της ψυχής, την μετέθεσαν από (κβαντο)φυσικό φαινόμενο σε μεταφυσικό, δηλαδή απέρριψαν την πιθανότητα να εξηγηθεί με επιστημονικό τρόπο.
Και όμως, αρκετοί νευροφυσιολόγοι και ψυχολόγοι υποστηρίζουν πως η ψυχή βρίσκεται κάπου κρυμμένη στις διεργασίες του εγκεφάλου μας. Το περίφημο “Κρυφό Δωμάτιο”. Υποδεικνύουν μάλιστα μια συγκεκριμένη περιοχή ως την καταλληλότερη για να φιλοξενεί την ψυχή. Για τους περισσότερους επιστήμονες και διανοητές που έχουν ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η ψυχή ταυτίζεται με την συνείδηση.
Θυμηθείτε τον Καρτέσιο. Cogito Ergo Sum. Σκέφτομαι, άρα Υπάρχω.
Το λεγόμενο κωνάριο (κωνοειδής αδένας) ή αλλιώς επίφυση σχετίζεται άμεσα με τις έννοιες συνείδηση και ψυχή. Επιδρά στη ψυχική διάθεση του ατόμου με την έκκριση της ουσίας μελατονίνης, η οποία εκλύεται στον οργανισμό συνήθως κατά την διάρκεια της νύχτας, όταν και βρισκόμαστε μόνοι, αντιμέτωποι με τις σκέψεις μας.
Οι νευροφυσιολόγοι και οι ψυχολόγοι κατευθύνουν τις έρευνες τους σε αυτό το πεδίο, αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη για να βγάλουν οποιοδήποτε πόρισμα. Λέτε να ανακαλύψουν τελικά πως η ψυχή δεν είναι τίποτα άλλο παρά χημικές ουσίες, που επιδρούν παραισθητικά στον εγκέφαλο, δίνοντας μια υπερεκτιμημένη άποψη της ύπαρξης μας; Η μήπως είναι κάτι άλλο, βαθύτερο;
Σίγουρα θα αναρωτιέστε, όμως τι έγιναν τα λεφτά αυτά του γερο μεταλλωρύχου. Το 1975, η Αμερικάνικη Εταιρία Ψυχικών Ερευνών που έλαβε την μερίδα του λέοντος από την χρηματοδότηση, παρουσίασε τα ευρήματα της στο αρμόδιο δικαστήριο του Φοίνιξ της Αριζόνα.
Αρχίζοντας το 1971, οι ερευνητές της Εταιρίας δαπάνησαν περίπου 257.455 δολάρια, για να καταγράψουν κυρίως τις εμπειρίες που είχαν πολλά άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ινδία, την στιγμή του θανάτου τους. Και στις 2 χώρες, λέει η αναφορά, φαίνεται ότι ο θάνατος αποτελεί τη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής, μια χαρούμενη κι ευχάριστη αποκάλυψη.
Τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή, οι ετοιμοθάνατοι μίλησαν για “οράματα και φαντασιώσεις, λαμπρότητα, έντονα χρώματα και απέραντη ανακούφιση”. Γενικά, λένε οι ειδικοί στην Παραψυχολογία, ο θάνατος φαίνεται να δίνει μια “αίσθηση απίστευτης ελευθερίας, αρμονίας και ολοκλήρωσης”. Για την ανθρώπινη ψυχή όμως, η Εταιρία Ψυχικών ερευνών δεν μπόρεσε να πει ή να βρει κάτι συγκεκριμένο.
Το πόρισμα της Αμερικάνικης Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών δημοσιεύτηκε στους New York Times στις 16 Ιουνίου 1975, με τον τίτλο “Οι ερευνητές, παρά την βοήθεια της διαθήκης του ερημίτη, δεν κατάφεραν να βρουν ούτε μια ψυχή…”
Η ιστορία, δημοσιεύτηκε στη σελίδα με τις νεκρολογίες…
Ούτε ο Τζέιμς Κιντ δεν κατάφερε να την ανακαλύψει, όμως έδωσε ένα κίνητρο στους άλλους να το κάνουν για αυτόν. Και ποιος ξέρει; Ίσως εκεί που πήγε να ανακάλυψε αυτό που τον βασάνιζε σε όλη του την ζωή. Τον λόγο που είχε μόνιμα στραμμένο το βλέμμα του στον ουρανό.
Ίσως εκεί τελικά να βρήκε την Ψυχή του…
Είναι πιθανό η ανώτερη συνείδηση, αυτό που πολλοί ταυτίζουν με την ψυχή, να υπακούει σε ένα μυστικό κάλεσμα κατά την στιγμή του θανάτου.
[Bιβλιογραφία:]
Fuller, John G: The Great Soul Trial- Macmillan, New York 1969
Life Magazine March 3, 1967, άρθρο της Dora Jane Hamblin
Έρευνες για την Ψυχή, Τime -Life Books- Eκδόσεις Αλκυών 1991
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.