αγάπη και αποδοχή.
Δύσκολο νὰ δεχτοῦμε ὅτι ἂν ἀγαπᾶμε κάποιον, τὸν ἀποδεχόμαστε ὅπως εἶναι. Γιατὶ ἂν ἀγαπᾶμε κάτι, ἐπιδιώκουμε νὰ τὸ καλλιτερεύσουμε, προφανῶς μὲ βάση τὰ δικά μας κριτήρια τοῦ Καλοῦ κι ὄχι μὲ κριτήρια ποὺ κρίνουμε λιγότερο καλὰ ἢ βλαβερά. Κι ἔτσι ἀναγκαστικὰ δὲν τὸν ἀποδεχόμαστε ὅπως εἶναι, ἀλλὰ ἁπλῶς εἴμαστε σχετικὰ ἀνεκτικοὶ μαζί του. Κι ἐδῶ ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τοῦ ἐξουσιασμοῦ σὲ μία σχέση ἀγάπης.
Ἂν ἀγαπᾶμε κάποιον, δὲν τὸν ἀφήνουμε ἐλεύθερο νὰ "αὐτοκαταστρέφεται".
Συνήθως ἀρχικὰ μόνο ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου εἶναι δυνατή. Σταδιακὰ ὅμως, ὅσο περισσότερο ὁ ἕνας ἀποκτᾶ δικαιώματα καὶ "ριζώνει" στὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου, ἀρχίζει νὰ ἐπεμβαίνει, νὰ συμβουλεύει, νὰ τὸν ἐνθαρρύνει στὸ τάδε, νὰ τὸν ἀποθαρρύνει ἀπὸ τὸ δεῖνα πρᾶγμα κ.λπ., δηλαδὴ νὰ ἐπιδιώκει τὴ συμμόρφωση τοῦ ἄλλου μὲ τὸ "σωστό".
Συνήθως ἀρχικὰ μόνο ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου εἶναι δυνατή. Σταδιακὰ ὅμως, ὅσο περισσότερο ὁ ἕνας ἀποκτᾶ δικαιώματα καὶ "ριζώνει" στὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου, ἀρχίζει νὰ ἐπεμβαίνει, νὰ συμβουλεύει, νὰ τὸν ἐνθαρρύνει στὸ τάδε, νὰ τὸν ἀποθαρρύνει ἀπὸ τὸ δεῖνα πρᾶγμα κ.λπ., δηλαδὴ νὰ ἐπιδιώκει τὴ συμμόρφωση τοῦ ἄλλου μὲ τὸ "σωστό".
Μόνο ἔτσι γίνεται, ἐκτὸς πιὰ κι ἂν ἔχει βρεῖ τὸν πνευματικὰ δίδυμό του ἄνθρωπο, ὁπότε δὲν θέλει νὰ ἀλλάξει τίποτε πάνω καὶ μέσα του. Πολλὲς φιλίες καὶ ἀγάπες χάλασαν ἐπειδὴ τὰ πρέπει καὶ τὰ μὴ ἐκδηλώθηκαν ἀρκετὰ νωρίς, δηλαδὴ ἐπειδὴ δὲν εἶχε "ριζώσει" ὁ συμβουλάτορας πολὺ στὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου. Τὸ νωρὶς ἀσφαλῶς εἶναι ὑποκειμενικὸ καὶ σχετικό, ὡστόσο ὑπάρχει ἕνα χρονικὸ ὅριο. (14/6/2007)
αγάπη ως φάρμακο;
Πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στην άποψη ότι το να μη μας αγαπάν οδηγεί στην κατάθλιψη και στην καταστροφή κι άρα είναι η χειρότερη συμφορά. Αυτή η άποψη ισχύει μόνο για παιδιά, γιατί αυτά πράγματι έχουν ανάγκη από φροντίδα και ενδιαφέρον, όπως τα φυτά από πότισμα. Μετά την ενηλικίωση όμως δεν είναι απαραίτητο να σε αγαπάνε κάποιοι, ώστε να μη δυστυχείς. Γιατί η απουσία νοήματος και η ανία δεν προέρχονται από το γεγονός ότι δε μας αγαπάει κανείς, αλλά από το ότι δεν υπάρχει κάτι να αγαπήσουμε εμείς.
Από την άλλη πλευρά, μεταξύ του να μας αγαπάνε κάποιοι και του να αγαπάμε εμείς κάτι ή κάποιους υπάρχει μεγάλη διασύνδεση. Γιατί, αν επιλέξουμε να αγαπήσουμε κάτι ή κάποιον, τότε θα συμβούν τα ακόλουθα πράγματα: θα μας αγαπήσει (πιθανότητα) κι ο αγαπητός μας, θα μας αγαπήσουν αυτοί που αγαπάν ό,τι αγαπάμε κι εμείς ή, θα μισήσουμε όσους μισούν αυτό που αγαπάμε κι επομένως θα μας αγαπήσουν όσοι επίσης μισούν όσους μισούν ό,τι αγαπάμε.
Με άλλα λόγια, από πλευράς δυστυχίας και αυτοσυντήρησης, είναι δυσχερέστερο το να μην βρίσκουμε τίποτε αξιαγάπητο στον κόσμο από το να μην μας αγαπάει κανείς. Αντίθετα, αγαπώντας κάτι αφενός ξεχνιόμαστε αφοσιωμένοι σ' αυτό, αφετέρου γινόμενοι αγαπητοί σε όσους αγαπάν το ίδιο πράγμα - αν αυτοί μπορούν να το αγαπήσουν δίχως να μας το πάρουν. (21/6/2007)
αγάπη και ιδιοτέλεια.
Συνηθισμένη είναι η άποψη πως όταν κάνεις το καλό λόγω αγάπης, η αγάπη σου αυτή εκπορεύεται από εγωιστικά συναισθήματα: θες να νοιώσεις καλά και ωραία. Η άποψη αυτή είναι εν μέρει λάθος γιατί δε λαμβάνει υπόψη πως τὴ στιγμὴ ποὺ βοηθᾶς δὲν σκέφτεσαι τὸν ἑαυτό σου. Σκέφτεσαι μόνο τὸν βοηθούμενο, τὸ πῶς θὰ τὸν βοηθήσεις, οὔτε τὸ πιθανὸ ὑλικό σου συμφέρον, οὔτε τὸ πιθανὸ συναισθηματικό σου ὤφελος, τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ βοηθούμενου, ἢ τὸν ἔπαινο ὅσων σὲ βλέπουν ποὺ βοηθᾶς κάποιον. Γιατί εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ εἶναι ὁ μὲν βοηθούμενος ἀχάριστος καὶ ὅσοι σὲ βλέπουν ποὺ βοηθᾷς ἀδιάφοροι.
Τὸ ρίσκο εἶναι εἰς βάρος σου. Τὴ στιγμὴ ποὺ βοηθᾶς δὲ γνωρίζεις ἂν ἡ ἀνιδιοτελὴς προσφορά σου θὰ «πιάσει τόπο» π.χ. ἂν μπορέσεις νὰ τὸν βοηθήσεις ἀποτελεσματικὰ ἢ ἂν θὰ σοῦ εἶναι εὐγνώμων. Συνεπῶς, δὲν γνωρίζεις ἂν στὸ τέλος θὰ πεῖς «ὡραία ποὺ τὸν βοήθησα, χαίρομαι», ἢ «ἀνάθεμα τὴν ὥρα ποὺ σταπάλησα τὸν καιρό μου βοηθῶντας τον, λυπᾶμαι.» Ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση ποὺ λές «μπράβο ἑαυτέ μου», δίχως κανένα ἄλλο ἀντάλλαγμα, δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ κίνητρο ποὺ σὲ ὠθεῖ κάθε φορὰ νὰ χαλᾶς τὴ ζαχαρένια σου. Οὔτε συνειδητὰ οὔτε ἀσυνείδητα. Δὲν εἶναι ἀρκετὸ κίνητρο.
Ἂν ἤδη ἔχεις τὴν εὐτυχία σου, ἄνετα ἀδιαφορεῖς καὶ δὲ θὲς νὰ μπεῖς σὲ μπελὰ ἁπλὰ καὶ μὸνο «γιὰ νὰ νοιώσεις ὡραία καὶ καλλίτερα». Μπορεῖς ἄνετα νὰ γυρίσεις ἀλλοῦ τὸ κεφάλι σου, καὶ ὄντας ἤδη βολεμένος, νὰ περνᾶς καλά. Ἂν πάλι ἔχεις τὴ δυστυχία σου καὶ τὸν πὸνο σου τότε δὲν θὰ μπεῖς σὲ παραπάνω μπελά γιὰ νὰ κερδίσεις τὸ ὀλιγόλεπτο «νοιώθω καλλίτερα». Οὔτε ἡ ἰδέα πὼς τὸ κάνεις λόγῳ κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης εἶναι ἀρκετὰ ἰσχυρὸ κίνητρο: ἀπὸ πρὶν γνωρίζεις πὼς μπορεῖ ἐσὺ νὰ βοηθᾶς, ἀλλὰ εἶναι πιθανὸν ὅταν ἐσὺ χρειαστεῖς βοήθεια οἱ ἄλλοι νὰ ἀδιαφορήσουν καὶ νὰ δείξουν κακία.
Ὅταν ἐσὺ περνᾶς καλὰ ἢ δὲν ἀντιμετωπίζεις πρόβλημα, τὸ νὰ δώσεις τὸ χέρι σου, νὰ κατέβεις στὴ δυστυχία τοῦ ἄλλου, τὸ νὰ τὸν ἀνυψώσεις βοηθῶντας τον, καὶ μάλιστα νὰ τὰ κάνεις ὅλα αὐτὰ στὸν πρῶτο τυχόντα ποὺ δὲ θὰ ξανασυναντήσεις, ἢ σὲ κάποιον ποὺ σοῦ φαίνεται ὁ πιὸ βλάκας ἢ πιὸ σιχαμερὸς ἄνθρωπος δὲν γίνεται γιὰ νὰ «νοιώσεις καλὰ», γιατὶ ἂν εἶσαι «ἐγωιστικὰ καλός», τότε θὰ ἐπέλεγες προσεκτικὰ τὸ ποιὸν θὰ βοηθᾶς ὥστε νὰ χρησιμοποιεῖς σωστὰ τὴν «καλοσύνη σου» καὶ νὰ μὴν πάει χαμένη ἡ προσπάθειά σου, βοηθῶντας τὸν πρῶτο τυχαῖο.
Από την άλλη υπάρχει ένας παράδοξος συνδυασμός ιδιοτέλειας και ανιδιοτέλειας: είμαστε ανιδιοτελείς προς αυτούς που θεωρούμε «δικούς μας» και ιδιοτελείς προς τους μη δικούς μας. Το ποιοι θεωρούνται κάθε φορά από τον καθένα «δικοί του» διαφέρει. Έτσι, μπορεί κάποιος να αυτοθυσιάζεται μόνο για τους φίλους του ή μόνο για τους συμπατριώτες του ή μόνο για τους ομόθρησκούς του, γιατί τους θεωρεί «δικούς του».
Αλλά κι ο άλλος που αυτοθυσιάζεται για τον οποιονδήποτε άνθρωπο, έστω και τον εχθρό του, μπορεί να τον θεωρεί – τον οποιονδήποτε άνθρωπο – «δικό του» κι επομένως η ανιδιοτέλεια στην πραγματικότητα, δηλαδή σε μια ευρύτερη οπτική, δεν είναι ανιδιοτέλεια αλλά ιδιοτέλεια: αγάπη για τους «δικούς μας». Η ανιδιοτέλεια εντός της κοινωνίας μας (το ότι θυσιαζόμαστε πρόθυμα για τα μέλη της κοινωνίας μας, ακόμη κι αν δεν τα ξέρουμε) είναι ιδιοτέλεια εκτός αυτής (δεν θυσιαζόμαστε πρόθυμα για τα εκτός αυτής άτομα)· παρομοίως η ανιδιοτέλεια υπέρ της ανθρωπότητας είναι ιδιοτέλεια για τα εκτός της ανθρωπότητας όντα, δηλαδή για χάρη των ανθρώπων προθυμοποιούμαστε να καταστρέψουμε οτιδήποτε άλλο εκτός από ανθρώπους ή ακόμη και να θυσιαστούμε γι’ αυτούς.
«Αν δεχτούμε έναν ορθολογισμό της ταυτότητας ίσως ξεφεύγουμε από τον φαύλο κύκλο εγωισμού-αλτρουϊσμού: μπορώ να συνδέσω την ταυτότητά μου με την διάπραξη αλτρουϊστικών πράξεων. Η ταυτότητα βρίσκεται καθ’ εαυτή πάνω από το εννοιολογικό ζεύγος. Ήτοι μπορεί να είναι εγωιστική ή αλτρουϊστική. Αλλά και στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει ένα εγώ προκειμένου να είναι αλτρουϊστικό. Δεν υπάρχει αλτρουϊσμός που να μην έχει φορέα του ένα εγώ, το οποίο κατά τη διάπραξη μιας αλτρουϊστικής πράξεως αισθάνεται πλήρωση. Αλτρουϊσμός χωρίς υπαρξιακή πλήρωση, δηλαδή συνοδευόμενος από αποστροφή, δεν είναι παρά εξαναγκασμός του εγώ, άρα όχι αλτρουϊσμός».
Γιατί είναι αδύνατο να μην περιμένουμε κάποιας μορφής ανταπόκριση σε ό,τι κάνουμε για χάρη αυτού που αγαπάμε – ακόμη κι αν δεν το ομολογούμε σε αυτόν. Αυτό δεν είναι κακό· ούτε κατώτερη μορφή αγάπης είναι (που τάχα δύναται να «μεταμορφωθεί» σε κάτι ανώτερο), διότι δεν υπάρχει η ανιδιοτελής αγάπη, ώστε να την συγκρίνουμε, ως ανώτερη, με την ιδιοτελή αγάπη. Η έσχατη απεξάρτηση συνίσταται στο να μην έχουμε πρόβλημα να μη αγαπάμε το συγκεκριμένο άτομο και να συνεχίζεται η ζωή μας κανονικά, έχοντας βρει ένα άλλο άτομο. (24/2/2007) Ἀσφαλῶς ἡ ἀγάπη πρὸς ἀνθρώπους ἐκλείπει εὐκολότερα ἀπὸ ὅ,τι ἡ ἀγάπη γιὰ πράγματα. Γιατὶ τὰ πράγματα δὲν μποροῦν νὰ μᾶς ἀπορρίψουν κι ἔτσι δὲν ὑφίσταται λόγος νὰ πάψουμε, πληγωμένοι ἀπὸ αὐτά, νὰ τὰ ἀγαποῦμε.
Ασφαλώς υπάρχει η αντίρρηση ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί η βαθύτερη, εσωτερική ιδιοτέλεια ενός αλτρουιστή κι επομένως ο ισχυρισμός ότι όλοι είναι ιδιοτελείς και δεν υπάρχει ανιδιοτέλεια είναι αστήριχτη υπόθεση. Μια θεωρία μπορεί να επιβεβαιωθεί, στο μέτρο του δυνατού, εφόσον εξηγεί τα αντίθετά της φαινόμενα. Η θεωρία της ύπαρξης μόνο ιδιοτέλειας μπορεί να εξηγήσει τόσο την ύπαρξη αγάπης όσο και την ύπαρξη έχθρας μεταξύ των (ίδιων μάλιστα) ανθρώπων. Όποιος αγαπά λ.χ. την πατρίδα του αγαπά και τους συμπατριώτες του αλλά μισεί,ακριβώς επειδή την αγαπά, όσους μισούν την πατρίδα του.
Η θεωρία της ύπαρξης και ανιδιοτέλειας δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί λ.χ. άνθρωποι οι οποίοι όλο μιλούν για αγάπη ταυτόχρονα μισούν και εκλογικεύουν το μίσος αυτό, παρά μόνο μεταθέτοντας το πρόβλημα διαρκώς, δηλαδή υποστηρίζοντας - χωρίς να μπορεί να προσκομίσει σχετική απόδειξη βεβαίως - ότι αυτή δεν είναι η "αληθινή" αγάπη. Ούτε μπορεί η θεωρία της ύπαρξης και ανιδιοτέλειας να αρνηθεί ότι κατά τη διάπραξη αλτρουιστικών πράξεων αισθανόμαστε καλά, δηλαδή ένα είδος ευχαρίστησης (που πράξαμε το καθήκον μας, που παραμείναμε πιστοί στα ιδανικά μας, που αντισταθήκαμε κ.λπ.), παρ' όλες τις δυσχέρειες τις οποίες κατά τα άλλα συνεπάγονται οι αλτρουιστικές πράξεις μας. (6/8/2007)
Η έλλειψη ιδιοτέλειας στην αγάπη μας προς έναν άνθρωπο δεν συνεπάγεται ότι είναι υποχρέωσή μας να τον αφήσουμε ελεύθερο να αυτοκαταστρέφεται. Αυτό βεβαίως εντός ορισμένων ορίων. Για παράδειγμα, έστω ένας άνθρωπος που αγαπάμε τέλεια και ανιδιοτελώς, μας λέει ότι θέλει να αυτοκτονήσει και είναι μπροστά μας και πάει να πηδήξει από το μπαλκόνι. Τι πρέπει να κάνουμε; Να τον εμποδίσουμε ή να τον αφήσουμε;
Υπάρχει η άποψη ότι αν τον εμποδίζαμε, θα ήταν λόγω καθαρού εγωισμού (έστω κι αν μέχρι λίγο πριν εκείνη τη στιγμή αγαπάμε ανιδιοτελώς, δηλαδή αδιαφορώντας αν μας βλάπτει). Ωστόσο δεν είναι έτσι. Γιατί, εφόσον εμείς τον αγαπάμε ανιδιοτελώς και τον φροντίζουμε, αν εκείνη τη στιγμή σκεφτούμε ότι ίσως δεν είναι καλά στα μυαλά του, τον σώζουμε. Δεν το κάνουμε λόγω της ανάγκης μας (αφού, εφόσον τον αγαπάμε ανιδιοτελώς, δεν μας χρειάστηκε ποτέ η ύπαρξή του ή, ακόμη κι όταν μας βοήθησε, δεν μας ενδιέφερε ή δεν μας ήταν αναγκαία η βοήθειά του), ούτε λόγω του ότι είναι αναντικατάστατος (εφόσον πρακτικά δεν τον χρειαζόμαστε, μπορούμε να βρούμε άλλα χίλια άτομα τα οποία να τα αγαπάμε και να τα υπηρετούμε ανιδιοτελώς και σύντομα να ξεχάσουμε το βλέμμα και τη φωνή του) ούτε – για τον προηγούμενο λόγο – επειδή ο θάνατός του θα ήταν ανεπανόρθωτος.
Αλλά αν πηγαίναμε να τον σώσουμε, συμβαίνουν δύο πράγματα: είτε νοιώθουμε ένοχοι, ότι δηλαδή κάτι κάναμε ή δεν κάναμε και γι’ αυτό η αγάπη μας (το άτομο που αγαπάμε ανιδιοτελώς) ενοχλήθηκε και πάει ν’ αυτοκτονήσει, είτε θεωρούμε ότι η ύπαρξη, η ζωή είναι ανώτερα αγαθά και ότι θέλουμε να του δώσουμε μια ευκαιρία να το ξανασκεφτεί, για το δικό του καλό. Τώρα, θα ρωτήσει κανείς, πώς ξέρουμε ποιο είναι το δικό του καλό· η ερώτηση είναι φανταστική, εφόσον ήδη υποθέσαμε ότι είμαστε φανταστικά υπεραγαπώντα άτομα, που προσφέρουμε τέλεια ανιδιοτελή αγάπη και μάλιστα με τον σωστό τρόπο.
Από την άλλη, ακόμη κι αν – προσπαθώντας να τον κάνουμε ν’ αλλάξει γνώμη – δεν αναφερόμασταν στην αγάπη του για εμάς, ώστε να μας λυπηθεί και να μην πηδήξει, θα μπορούσαμε να του αναφέρουμε τα αγαθά της ζωής και να τον κάνουμε να το ξανασκεφτεί. Φυσικά, αν το ίδιο άτομο επιχειρήσει να αυτοκτονήσει ξανά, το κρίμα στο λαιμό του και, όντως, δεν είναι σωστό να το παρεμποδίζουμε να πάρει ναρκωτικά ή να πηδήξει απ’ το μπαλκόνι. Ωστόσο αυτή η δήθεν υπερανιδιοτελής αγάπη φαντάζει τόσο αφελής.
Για παράδειγμα, αν βλέπαμε το ίδιο άτομο (το οποίο υπεραγαπάμε ανιδιοτελώς) να ετοιμάζεται να πυροβολήσει στο κεφάλι ένα άλλο άτομο (δίχως να τους βλέπει κανείς), θα ήταν εξίσου ανόητο να αναρωτηθούμε αν είναι κακό να παραβιάσουμε την ελευθερία του (επαναλαμβάνουμε ότι κάτι τέτοιο, η πλήρως ανιδιοτελής αγάπη, δεν υπάρχει, ότι η αγάπη είναι πάντοτε εν μέρει ιδιοτελής και εν μέρει ανιδιοτελής, επομένως όλο το ερώτημα είναι δίχως νόημα, και ούτε κάτι κακό δείχνει, αφού η ιδιοτέλεια δεν είναι κακό πράγμα ούτε στην ακατέργαστη ούτε στην υποτιθέμενη «επεξεργασμένη» μορφή της, παρά μόνο όταν παραβιάζει συμφωνίες).
Άλλωστε, αν υποτεθεί ότι παραβιάζουμε την ελευθερία του αποτρέποντάς τον (λόγοις ή έργοις) από την αυτοκτονία κι ότι άρα είναι κακό και δεν πρέπει να τον αποτρέψουμε, τότε πρέπει να σκεφτούμε ότι και για όσο διάστημα του παρείχαμε την αγάπη μας, τη βοήθειά μας, τα λεφτά μας, τους δίσκους μας, τα βιβλία μας, ασκούσαμε επιρροή πάνω του (ακόμη κι αν την δεχόταν ελεύθερα: την δεχόταν ευχαρίστως, αφού επωφελείτο, οπότε δεν ήταν και τόσο «ελεύθερη» στην πράξη η αποδοχή της βοήθειάς μας), τον εξουσιάζαμε – εννοείται ότι (επειδή, για τις ανάγκες της υπόθεσης, είμαστε εντελώς ανιδιοτελείς) δεν επιδιώξαμε ούτε καν χαιρόμασταν με τη σκέψη αυτήν. Ωστόσο όντως του στερούσαμε την ελευθερία και πιο πριν, όταν τον γλυκαίναμε με τη βοήθειά μας. Άρα η ελευθερία καταργείται με μια σχέση. Άρα οι κλάψες ότι αν τον αποτρέπαμε από την αυτοκτονία θα τον υποδουλώναμε, είναι λογικά αβάσιμες, αφού ήδη τον έχουμε σκλαβώσει με την καλοσύνη μας. (1/5/2006)
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.