ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!… Έξι σωστές ωρούλες και δεν άκουσα τίποτα! Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή… Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου, δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει τ’ αυτιά του με κερί και να δεθεί στο κατάρτι για να μην ακούσει το ηδονικό τραγούδι του θανάτου. Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα) ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε σ’ όλη του τη ζωή.
Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά, πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω. Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο και φανταχτερό σας πλήθος. Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο και με δικάζανε πεθαμένον πεντακόσοι Πλούτωνες. Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά. Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία! Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου το πατριωτικό μου φιλότιμο. Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές! Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει τούτ’ η Τριάδα (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος) εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα, γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου. Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά, σε μια χώρα ξωτική, που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο τηνε ζύγωσε ποτές, γιατί δεν υπάρχει πουθενά. Εκείθες ματαγύριζε πάντα γιομάτο βουητά και θάμπη και πόνους αβάσταγους. Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι! Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία, που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη. Στραβώνεται για πάντα!
Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου φέρνεται σαν τα μουλάρια που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σ’ ολόρθο γκρεμόν ή πάνου σε σάπιο γεφύρι. Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή πέρ’ από τη μύτη μου. Και μ’ αναγκάζει να σκύβω να κοιτάζω τη μύτη μου! Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας! Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα! Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα, περασμένα, μελλούμενα, και δε βλέπουμε τη μύτη μας, ω άντρες Αθηναίοι! Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί και να την καταλάβει. Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί πως υπάρχει, κι ας με πειράζαν όλοι πως ήτανε πλατσουκωτή σαν της μαϊμούς και του τράγου. Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα, γιατί όλες αυτές τις ώρες μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
Βέβαια τα παραλέω. Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα! Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου καμιά βρισιά των κατηγόρων ή καμιά βλαστήμια δική σας. Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές απάντησες που μου ερχόντανε. Μα δεν μπορούσα ναν τις πω κείνη τη στιγμή· ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα. Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω μια και καλή στο τέλος, καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες, σα βρέχει και φυσάει χιονιάς, να βγει στην αυλή προς νερού του. Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω, ξέχασα τί θα σας έλεγα και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν η θανατική σας απόφαση. Την ήξερ’ από τα πριν, γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη στον ξεπεσμό του καιρού μας. Μα και να μην την ήξερα, δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω. Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά σας το μαρτυρούσανε καθαρά. Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη να βάλετε κοτζάμ τελάλη να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου. Μα και να μη νυστάζατε, πάλε θα με θανατώνατε. Κοιτάχτε τους κατηγόρους! Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι, σπουδαία προσώπατα! Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες, ήλιοι της Δημοκρατίας!… Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά! Κουρελής, κακοσούσουμος, γρουσούζης, ανιπρόκοπος, σωστός κοπρίτης κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!». Πού να κρυφτώ! Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!… Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας, θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω τον εαυτό μου και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι, και θα τα θεωρούσα και τα δυο μεγάλη μου τιμή.
Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ την όψη τους και το ντύσιμό τους σ’ ομορφιά και πλούτο! Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε το θάνατο μου; Για το καλό της πολιτείας! Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα, κι αν πεθάνω κι αν ζήσω. Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω, θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά στη δημοπρασία· μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά για να πάρουνε πίσω τη μήνυση (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη, για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος από τους τρεις (χαρά στο πράμα!). Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι, με το δικό μου το πέσιμο να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας την Αρετή, που τρεκλίζει. Του λαού μπροστάρηδες, αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί, θα ’ταν αυτοί κατηγορούμενοι κι εγώ κατήγορος.
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.