από τη Φαίη Γρίβα
Επιβιώνοντας το Ολοκαύτωμα η Ornstein (2004) γράφει τις εμπειρίες της από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, και αναφέρει πως τα τατουάζ ταυτότητας ήταν στην πραγματικότητα «διαβατήρια ζωής» καθώς μαρτυρούσαν την πρόθεση των Ναζί να κρατήσουν ζωντανούς για καταναγκαστικά έργα όσους Εβραίους δεν έστελναν στον θάνατο. Μάλιστα περιγράφει κάτι παράδοξο· πως μέσα σε ένα παρανοϊκό σύστημα που καθιστά το σώμα αναλώσιμο, η έγνοια πολλών κρατουμένων ήταν αυτό το αριθμητικό τατουάζ να εγχαραζόταν όσο πιο επιδέξια και καλλίγραμμα γινόταν.
Η δερματοστιξία πρόκειται για μια διαδικασία με συνειδητές και ασυνείδητες προεκτάσεις, που μας ωθεί να εξετάσουμε τα κίνητρα μιας αυξανόμενης τάσης να ορίζει κανείς την ατομική του ταυτότητα μέσα από την εγχάραξη του σώματός του. Το τατουάζ χρονολογείται από τις απαρχές του πολιτισμού, και εμφανίζεται ως απότοκο του τοτεμισμού σε πρώιμα κοινωνικά συστήματα. Το ζώο-τοτέμ ή κάποια άλλη φιγούρα λειτουργεί ως το προστατευτικό πνεύμα της κοινότητας που στην βάση του φέρει τις απαγορεύσεις του φόνου και της αιμομιξίας – των βασικών ταμπού – ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας. Για πολλές φυλές η εγχάραξη του τοτέμ στο σώμα, με την μορφή τατουάζ, προικίζει τα άτομα με τις μαγικές δυνάμεις των προστατευόμενων πνευμάτων, ενώ παράλληλα ο στόχος είναι να διαφυλαχθεί βαθιά στο σώμα, αυτό που είναι ιερό αλλά και απαγορευμένο μαζί (‘tapu’) (Karakaoglan, 2012).
Είναι λοιπόν παράδοξο, πως κάτι τόσο εκτεθειμένο, είναι ταυτόχρονα και αυτό που παραπέμπει σε κάτι ανείπωτο – σε μια φαντασίωση αποκλίνουσας συμπεριφοράς, ενοχής, και παρατεταμένης τιμωρίας. Οι εικόνες είναι ιδανικό μέσο για την μεταφορά κρυμμένων μηνυμάτων, άλλωστε ισοδυναμούν με χίλιες λέξεις, και υπό αυτή την έννοια τα τατουάζ είναι ένα μέσο έκφρασης ενδόμυχων σκέψεων. Εάν λάβουμε υπόψη μας το στάδιο της ιδεογραφικής αναπαράστασης, θα μπορύσε να πει κανείς πως τα τατουάζ είναι όνειρα – εικόνες που προβάλλονται σε μια οθόνη – δέρμα. Και ίσως, όπως τα όνειρα αναπαριστούν παραμορφωμένες επιθυμίες με στόχο να προστατεύσουν τον ύπνο, έτσι και τα τατουάζ φωνάζουν αυτό που δεν μπορούμε, δεν πρέπει, και δεν θα πούμε, αυτό που έχει λογοκριθεί. Και αυτή η αντίφαση εγχαράζει στο σώμα ένα παράδοξο παρεμφερές με αυτό που ο Winnicott δήλωσε με αφορμή το παιδικό παιγνίδι κρυφτό «είναι ευτυχία να είσαι κρυμμένος αλλά καταστροφή να μην σε βρίσκουν» (1971, σελ. 95).
Τι είναι όμως αυτό που δύναται και επιθυμεί να βρεθεί; Ο Anzieu (1985/2003) και προηγούμενοι θεωρητικοί της ψυχανάλυσης όπως η Bick (1968), θεωρούν πως το δέρμα είναι ανάλογο του Εγώ και των λειτουργιών του. Αυτό το εγώ-δέρμα που λειτουργεί σαν ένα εύθραστο, προστατευτικό σύνορο του εαυτού. Ασυνείδητα η δερματοστιξία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια πράξη που προσδίδει ένα είδος κτήσης του εαυτού μας, ένας τρόπος να νιώσουμε και να αποτυπώσουμε ένα αίσθημα «ιδιοκτησίας» σε ένα σωματικό-εγώ. Μια ένδειξη κατοχής που δίνει το δικαίωμα να διακοσμεί κανείς το σώμα του βασιζόμενος στην αποκλειστική επιλογή και ελευθερία.
Συχνά τα άτομα θεωρούν την απόφασή τους να αποκτήσουν τατουάζ ως μια εξαιρετικά βαθειά έκφραση της προσωπικής τους ταυτότητας, αλλά και ως μια συγκλονιστική διακήρυξη αυτονομίας. Ενίοτε περιγράφεται ως πράξη ανυπακοής απέναντι σε κάποια αρχή: θρησκευτική, γονεική, θεσμική. Σαν ένα ξεχωριστό σημάδι που καθιστά τους κατόχους των τατουάζ αποκλίνοντες, μέλη μιας αντικομφορμιστικής κουλτούρας, όπου τολμούν να διαφοποιηθούν.
Σύμφωνα με τον Erikson (1959), στο πέμπτο στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, στην εφηβεία, το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με τον σχηματισμό και την διαμόρφωση μιας έννοιας ταυτότητας και το τατουάζ είναι ένας τρόπος να εκφράσει κανείς αυτή την ταυτότητα. Ταυτόχρονα, και καθώς το τατουάζ περιλαμβάνει μια μορφή «εξέγερσης» απένατι στο εξωτερικό περιβάλλον, δημιουργεί μια κατάσταση «αποχωρισμού-εξατομίκευσης» παραπέμποντας στην αναπτυξιακή φάση που περιγράφει η Mahler (1972), στην πρώιμη παιδική ηλικία. Άλλωστε η ανάγκη για εξέγερση είναι απαραίτητη για μια ουσιαστική συναισθηματική ωρίμανση. Χρειάζεται να «εξολοθρεύσουμε» τον άλλον για να μπορέσουμε να τον αγαπήσουμε. Ο Winnicott (1971), μιλάει για την «επιβίωση του αντικειμένου», που όταν εκείνο καταφέρει να επιβιώσει από την εξέγερση χωρίς να αντεκδικηθεί, τότε δημιουργείται μια αρμονική σχέση μεταξύ δύο ξεχωριστών οντοτήτων που παύουν να είναι μια επέκταση της αρχικής μονάδας μητέρας-βρέφους.
Υπό μια έννοια θα μπορούσε να πει κανείς πως το τατουάζ λειτουργεί σαν ένα μεταβατικό αντικείμενο, ανάμεσα στον εαυτό και στον άλλον, συμβολικό μιας σχέσης με ένα αντικείμενο αγάπης που αντανακλά άγχη συγχώνευσης και αποχωρισμού. Έτσι η εγχάραξη στο δέρμα μπορεί να είναι μια πράξη εσωτερίκευσης ενός καλού αντικειμένου μπροστά σε έναν φόβο απώλειας ή μιας ισχυρής επιθυμίας ελέγχου απέναντι σε ένα απειλητικό αντικείμενο ικανό να «καταβροχθίσει» και να καταργήσει τον εαυτό. Το παράδοξο σε αυτή την περίπτωση είναι πως σαν μεταβατικό αντικείμενο μάλλον αποτυγχάνει να εκπληρώσει τον στόχο του. Ένα τατουάζ άλλωστε δημιουργεί ένα αντικείμενο το οποίο δεν δύναται ποτέ να εγκαταλείψει το άτομο.
Ταυτόχρονα όμως η δερματοστιξία είναι και μια μορφή αυτοτραυματισμού. Το τατουάζ είναι και ένα τραύμα. Μια πραγματική πληγή που πονάει, που χρειάζεται να θρέψει, και που αλλάζει μορφή με την πάροδο του χρόνου. Σηματοδοτεί άραγε αυτός ο αυτοτραυματισμός μια τάση επιδειξιμανίας της ικανότητας να αντέχει κανείς τον πόνο, περισσότερο από τους υπόλοιπους; Είναι άραγε μια διαδικασία στην σφαίρα της έννοιας του μαζοχισμού, μια επθετική πράξη απέναντι στον εαυτό που προκαλεί έξαψη και συναρπάζει; Ή μήπως πρόκειται για την χειροπιαστή απόδειξη τραυμάτων που δεν έχουν συμβολοποιηθεί; Και όταν η συμβολική γλώσσα καταρρέει το άτομο δεν έχει παρά να επιστρέψει στην συναισθηματική γλώσσα του σώματος.
Η δερματοστιξία επιτυγχάνει την μεταφορά μιας δυσβάσταχτης συναισθηματικής φόρτισης στον επίπονο χειρισμό του σώματος, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο την συναισθηματική φόρτιση ανεκτή. Και είναι μια πράξη που μετατρέπει την παθητικότητα σε δραστηριότητα. Θα μπορούσε να ειδωθεί ως μια μορφή εσωτερίκευσης ενός εξωτερικού πόνου και ταυτόχρονα μια μορφή εξωτερίκευεσης ενός εσωτερικού πόνου. Μέσα από την εξωτερίκευση του πόνου τώρα μπορεί κανείς να αποκτήσει τον έλεγχό του. Ο πόνος γίνεται πλέον αισθητός ως μέσα στην κατοχή και κυριαρχία του κατόχου τατουάζ. Συνεπώς το τατουάζ μπορεί να χρησιμεύσει ως άμυνα έναντι σε εξωτερικές πιέσεις και τραύματα, όπως στην περίπτωση της απώθησης στο ασυνείδητο ενός τραύματας του οποίου η συνοδευόμενη συναισθηματική διέγερση μετατρέπται σε σύμπτωμα για να μην προκαλέσει σύγχυση στο εγώ. Το τατουάζ σε αυτή την περίπτωση, χρησιμεύει ως διαχωριστικό (αλλά παράλληλα και ως συνδετικό) μεταξύ του μέσα και του έξω. Σαν ένα κέλυφος του εγώ, μια ασπίδα της ψυχής η οποία πρέπει να προστατευθεί.
Είναι λοιπόν τα τατουάζ μια συγκεκαλυμμένη αποκάλυψη επιθυμίας - κινδύνου, ένα πλέγμα πόνου και απόλαυσης, ένα μέσο διαχείρισης και ανακούφισης εντάσεων, μια διακήρυξη ατομικής ή συλλογικής ταυτότητας; Ή απλά η επιθυμία ενός ατόμου να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης σε ένα σώμα που δεν είναι ωστόσο μόνο ένας καμβάς; Είναι ένα σώμα που υποφέρει, ανακουφίζεται, λαμβάνει, εκφράζεται, οριοθετείται, αποδέχεται και μετέχει με τρόπο αμοιβαίο στην διαδικασία της δερματοστιξίας. Σε αντιδιαστολή με την προτροπή να ανακαλύψουμε τον πραγματικό εαυτό, ο Foucault διερωτάται εάν «χρειάζεται να δημιουργήσουμε τους εαυτούς μας σαν ένα έργο τέχνης» (2006, σελ. 196). Αναλογιζόμενοι την θεραπευτική αναλυτική διαδικασία, σαν μια πορεία όπου χαράσουμε στον ψυχισμό μας νέους τρόπους έκφρασης και αυτονομίας, ίσως χρειάζεται να «γιάνουμε» και χαρακιές που προκλήθηκαν σε προηγούμενες ατελέσφορες και αλγεινές προσπάθειες.
Βιβλιογραφία
Anzieu, D. (2003). Το Εγώ-δέρμα. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Bick, E. (1968). The experience of the skin in early object relations. International Journal of Psychoαnalysis ,49, 484–486.
Chambers, S. (2006). Jacques Rancière (1940-). In Jon Simons (Eds.), Contemporary Critical Theorists: From Agaben to Žižek, (pp. 194-209). Edinburgh: Edinburgh University Press.
Erikson, E. H. (1959). Identity and the Life Cycle. New York: International Universities Press.
Karacaoglan, U. (2012). Tattoo and taboo: On the meaning of tattoos in the analytic process. International Journal of Psychoanalysis, 93, 5-28.
Mahler, M. S (1972). On the first three sub-phases of the separation-individuation process. International Journal of Psychoanalysis, 53, 333-338.
Ornstein, A. (2004). My Mother's Eyes: Holocaust Memories of a Young Girl. Cincinnati, OH: Emmis Books.
Segal, H. (1957). Notes on symbol formation. International Journal of Psychoanalysis, 38, 391-397.
Winnicott, D.W. (1971). Playing and Reality. London: Tavistock
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.