Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Τα εν ουρανώ και γη χάσματα, στο δέκατο βιβλίο της πλατωνικής «Πολιτείας»


Θα αντιγράψουμε ένα απόσπασμα από την πλατωνική «Πολιτεία»: «Άμα βγήκε η ψυχή του από το σώμα του έφυγε μαζί με πολλούς άλλους και έφθασε σε ένα τόπο δαιμόνιο όπου υπήρχαν δυο χάσματα της γης, το ένα μετά το άλλο, και ακριβώς αντικριστά στον ουρανό αλλά δύο πάλι προς τα επάνω. Μεταξύ αυτών καθόταν δικαστές, και αυτοί, άμα τελείωναν την κάθε δίκη, διέτασσαν τους δίκαιους να πάρουν τον δρόμο που ήταν δεξιά και προς τα άνω δια μέσω του ουρανού, αφού προηγούμενος τους κρεμάσουν μια πινακίδα μπροστά τους, σαν φυλαχτό, που έγραφε την απόφασή τους, τους άδικους πάλι τους διέτασσαν να πάρουν το δρόμο που ήταν αριστερά και προς τα κάτω, αφού και σε αυτούς κρεμούσαν μια πινακίδα, αλλά από πίσω τους, που έγραφε όλες τις πράξεις που είχε κάνει ο καθένας. Όταν πήγε και αυτός να δικασθεί, του είπαν πως πρέπει να πάει πάλι στους ανθρώπους σαν αγγελιοφόρος για τα όσα γίνονται σε εκείνον τον τόπο. Έβλεπε λοιπόν, από την μία μεριά στο κάθε χάσμα του ουρανού και της γης, ανέβαιναν ψυχές κατά-διψασμένες και κατασκονισμένες, ενώ από το χάσμα του ουρανού κατέβαιναν άλλες καθαρές. Οι ψυχές που έφθαναν κάθε φορά φαινόταν πως ερχόταν από πολύ μακρινή πορεία, και με ευχαρίστησή τους πήγαιναν στο λιβάδι να βρούνε μέρος για κατασκήνωση, σαν σε πανηγύρι, χαιρόντουσαν μεταξύ τους όσες είχαν γνωριμία, και όσες ήλθαν από τη γη ζητούσαν πληροφορίες από τις άλλες για ότι γίνεται σε εκείνον τον κόσμο, και οι φερμένες από τον ουρανό ερωτούσαν για τα γήινα πράγματα, έλεγαν η κάθε μία τα δικά της στις άλλες, και εκείνες που ήλθαν από τη γη, με κλάματα και οδυρμούς θυμόντουσαν πόσα και τι λογής κακά έπαθαν και είδαν κατά την πορεία τους κάτω από την γη (και αυτή η πορεία κρατά 1000 έτη), όσες πάλι ήλθαν από τον ουρανό δηγιόντουσαν τις εξαίρετες απολαύσεις και τα ανυπέρβλητα κατά την ωραιότητα θεάματα που είχαν εκεί.  


 – ἔφη δέ, ἐπειδὴ οὗ ἐκβῆναι, τὴν ψυχὴν πορεύεσθαι μετὰ πολλῶν, καὶ ἀφικνεῖσθαι σφᾶς εἰς τόπον τινὰ δαιμόνιον, ἐν ᾧ τῆς τε γῆς δύ᾽ εἶναι χάσματα ἐχομένω ἀλλήλοιν καὶ τοῦ οὐρανοῦ αὖ ἐν τῷ ἄνω ἄλλα καταντικρύ. δικαστὰς δὲ μεταξὺ τούτων καθῆσθαι, οὕς, ἐπειδὴ διαδικάσειαν, τοὺς μὲν δικαίους κελεύειν πορεύεσθαι τὴν εἰς δεξιάν τε καὶ ἄνω διὰ τοῦ οὐρανοῦ, σημεῖα περιάψαντας τῶν δεδικασμένων ἐν τῷ πρόσθεν, τοὺς δὲ ἀδίκους τὴν εἰς ἀριστεράν τε καὶ κάτω, ἔχοντας καὶ τούτους ἐν τῷ ὄπισθεν σημεῖα πάντων ὧν ἔπραξαν. ἑαυτοῦ δὲ προσελθόντος εἰπεῖν ὅτι δέοι αὐτὸν ἄγγελον ἀνθρώποις γενέσθαι τῶν ἐκεῖ καὶ διακελεύοιντό οἱ ἀκούειν τε καὶ θεᾶσθαι πάντα τὰ ἐν τῷ τόπῳ. ὁρᾶν δὴ ταύτῃ μὲν καθ᾽ ἑκάτερον τὸ χάσμα τοῦ οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς ἀπιούσας τὰς ψυχάς, ἐπειδὴ αὐταῖς δικασθείη, κατὰ δὲ τὼ ἑτέρω ἐκ μὲν τοῦ ἀνιέναι ἐκ τῆς γῆς μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως, ἐκ δὲ τοῦ ἑτέρου καταβαίνειν ἑτέρας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθαράς. καὶ τὰς ἀεὶ ἀφικνουμένας ὥσπερ ἐκ πολλῆς πορείας φαίνεσθαι ἥκειν, καὶ ἁσμένας εἰς τὸν λειμῶνα ἀπιούσας οἷον ἐν πανηγύρει κατασκηνᾶσθαι, καὶ ἀσπάζεσθαί τε ἀλλήλας ὅσαι γνώριμαι, καὶ πυνθάνεσθαι τάς τε ἐκ τῆς γῆς ἡκούσας παρὰ τῶν ἑτέρων τὰ ἐκεῖ καὶ τὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὰ παρ᾽ ἐκείναις. διηγεῖσθαι δὲ ἀλλήλαις τὰς μὲν ὀδυρομένας τε καὶ κλαούσας, ἀναμιμνῃσκομένας ὅσα τε καὶ οἷα πάθοιεν καὶ ἴδοιεν ἐν τῇ ὑπὸ γῆς πορείᾳ—εἶναι δὲ τὴν πορείαν χιλιέτη—τὰς δ᾽ αὖ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εὐπαθείας διηγεῖσθαι καὶ θέας ἀμηχάνους τὸ κάλλος». (βλ. Πολιτεία, 614.b.8 –  615.a.4).

Ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 125.1 – 136.13», θέλοντας να εξηγήσει ποιος είναι ο δαιμόνιος τόπος στον οποίο φτάνουν οι ψυχές, στον οποίο αναφέρεται ο Σωκράτης στο 10-ο βιβλίο της πλατωνικής «Πολιτείας», μας λέει ότι είναι ο ίδιος για τον οποίο μιλάει και ο μύθος στον «Γοργία, 523.b», κι αυτός ο μύθος λέει σε ένα σημείο ότιστον λειμώνα δικάζουν ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς και τρίτος ο Αιακός στο τρίστρατο (ἐν τῇ τριόδῳ). Δηλαδή ότι αμφότεροι  οι μύθοι μιλάνε για τον ίδιο τόπο, πως οι δικαστές συμπίπτουν μεταξύ τους, οι ψυχές των ηρώων με τους δαίμονες. Διότι ο δαιμόνιος τόπος, που πήρε το όνομά του από τους δαίμονες, φαίνεται να παραπέμπει τους δικαζόμενους σε δαίμονες. Είναι ωστόσο φανερό ότι δεν μας πληροφορούν για τα πάντα όλοι οι μύθοι που συνέθεσε ο Πλάτωνας για τον Άδη. Άλλος δηλ. αποδίδει στους δικαστές τα ονόματα αυτά, όπως ο μύθος που περιέχεται στον «Γοργία», άλλος ονομάζει τον τόπο διαφορετικά, όπως ο παρών μύθος (οι αναφορές του Γοργία περιορίζονται στο ότι δικάζουν στον λειμώνα καθισμένοι όλοι στο τρίστρατο [ἐν τῇ τριόδῳ]. εδώ όμως λέγεται σαφώς ποιος είναι αυτός ο τόπος, ότι βρίσκεται «μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ»), άλλος διηγείται λεπτομερώς για τα ρεύματα της δίκης και τους υπό την γη ποταμούς, όπως ο μύθος του «Φαίδωνα, 111.d». Αν τα συνδυάσουμε όλα αυτά μαζί στον νου μας, θα έχουμε τους δικαστές, τον τόπο των δικαστών και «τὰς λήξεις τὰς ὑπ᾽ αὐτῶν ἀφοριζομένας» (τις αποφάσεις που αυτοί αποφασίζουν). Στην συνέχεια όμως θα ερευνήσουμε εμείς για το καθένα. Ας δούμε λοιπόν εμείς τι πρέπει να πούμε σχετικά με τον τόπο, που στον υπό εξέταση διάλογο εξύμνησε λέγοντάς τον δαιμόνιο. Διότι ο Νουμήνιος λέει ότι αυτός είναι το κέντρο «τοῦ τε κόσμου παντὸς καὶ τῆς γῆς» (του Κόσμου ολόκληρου και της γης), αφού βρίσκεται «μεταξὺ μὲν ὂν τοῦ οὐρανοῦ, μεταξὺ δὲ καὶ τῆς γῆς» (μεταξύ ουρανού και γη). Εκεί έχουν την έδρα τους οι δικαστές και παραπέμπουν τις ψυχές, «τὰς μὲν εἰς οὐρανὸν, τὰς δὲ εἰς τὸν ὑπὸ γῆς τόπον καὶ τοὺς ἐκεῖ ποταμούς». ουρανό ονομάζει την σφαίρα των απλανών κι εκεί λέει ότι υπάρχουν δύο χάσματα, ο Αιγόκερως και ο Καρκίνος, «τοῦτον μὲν καθόδου χάσμα τῆς εἰς γένεσιν, ἀνόδου δὲ ἐκεῖνον» (ο ένας χάσμα καθόδου στην γένεση και ο άλλος ανοδικό), ενώ «ποταμοὺς ὑπὸ γῆς τὰς πλανωμένας (ἀνάγει γὰρ εἰς ταύτας τοὺς ποταμοὺς καὶ αὐτὸν τὸν Τάρταρον)» (υπόγειους ποταμούς ονομάζει τους πλανήτες [αναγάγει όντως σε αυτούς τους ποταμούς και αυτόν τον Τάρταρο]). Προσθέτει και άλλες πολλές τερατολογίες,μεταπηδήσεις «ψυχῶν ἀπὸ τῶν τροπικῶν ἐπὶ τὰ ἰσημερινὰ καὶ ἀπὸ τούτων εἰς τὰ τροπικὰ», και μεταβάσεις τις οποίες κάνει ο ίδιος, συνενώνοντας «τὰ Πλατωνικὰ ῥήματα» με της γενεθλιαλογίας και αυτής με πρακτικές της τελεστικής. Για την ύπαρξη των δύο χασμάτων επικαλείται την μαρτυρία του Ομήρου (Οδύσσεια Ν’, σ. 110 : «δύω δέ τέ οἱ θύραι εἰσίν, αἱ μὲν πρὸς βορέαο καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν, αἱ δ᾽ αὖ πρὸς νότου εἰσὶ θεώτεραι· οὐδέ τι κείνῃ ἄνδρες ἐσέρχονται, ἀλλ᾽ ἀθανάτων ὁδός ἐστιν») που όχι μόνο αναφέρεται στις «βορινές καθοδικές για τους ανθρώπους» οδούς, που ολοκληρώνει ο Καρκίνος πλησιάζοντας τον Αιγόκερω [ἐπείπερ ὁ καρκίνος εἰς †αἰγόκερον προ σελθὼν ἀποτελεῖ]. Οι νότιες οδοί έχουν χαρακτηριστεί περισσότερο θεϊκοί και από αυτές είναι αδύνατον να περάσουν οι άνθρωποι, αφού πρόκειται για οδούς αθανάτων μόνο. Διότι «ὁ αἰγοκέρως ἀνάγων τὰς ψυχὰς λύει μὲν αὐτῶν τὴν ἐν ἀνδράσι ζωήν» [την ζωή που ζουν μέσα άνδρες/ανθρώπους] και «μόνην δὲ τὴν ἀθάνατον εἰσδέχεται καὶ θείαν». Και όχι μόνον, όπως είπαμε, αυτά, αλλά η ποίηση του Ομήρου επιπλέον εξυμνεί «καὶ ἡλίου πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων», ονομάζοντας πύλες ηλίου τα τροπικά ζώδια, τον Αιγόκερω και τον Καρκίνο, και λαό τον ονείρων, όπως λέει εκείνος, τον γαλαξία. Και ο Πυθαγόρας άλλωστε ονομάζει δια απορρήτων «τὸν γαλαξίαν καὶ τόπον ψυχῶν», επειδή εκεί συνωθούνται οι ψυχές. Για τούτο και λαοί προσφέρουν στους θεούς που καθαίρουν τις ψυχές σπονδές με γάλα, ενώ και οι ψυχές που πέφτουν στην γένεση έχουν για πρώτη τροφή τους το γάλα. Ο Πλάτων, λοιπόν με τα χάσματα, όπως ειπώθηκε, δηλώνει τις δύο πύλες, ενώ με το φώς, που είναι σύνδεσμος του ουρανού, δηλώνει τον γαλαξία. Και σε αυτόν ανεβαίνουν οι ψυχές μέσα σε δώδεκα ημέρες από τον τόπο των δικαστών – και ο τόπος αυτός είναι το κέντρο. Η δωδεκάδα λοιπόν αρχίζει από εκεί και καταλήγει στον ουρανό. Εκεί είναι το κέντρο, η γη, το ύδωρ, ο αήρ, τα επτά πλανήτες, ο ίδιος ο απλανής κύκλος. Είναι λοιπόν «τὰ τροπικὰ ζῴδια, τὰ χάσματα τὰ διπλᾶ», οι δύο πύλες που διαφέρουν μόνο κατ’ όνομα, και πάλι ο γαλαξίας το φως που φτάνει στην ίριδα, που ταυτίζεται με τον δήμο/λαό των ονείρων. Ο ποιητής βέβαια και σε άλλο σημείο «ὀνείροις ἀπεικάζειν» (παρομοιάζει) «τὰς ἄνευ σωμάτων ψυχὰς», στις ψυχέςΟ ένας δηλ (ο Νουμήνιος) λέει ότι ο δαιμόνιος τόπος είναι το κέντρο και ο άλλος (ο Πλάτων) τον τοποθετεί μεταξύ γης και ουρανού, όχι μόνο στην γη ούτε μόνο στον ουρανό. Και ο ένας μιλάει για την γη τούτη, πάνω στην οποία ήρθαμε, και οδηγεί τις ψυχές στους υπόγειους ποταμούς, ενώ ο άλλος τοποθετεί τους ποταμούς στον ουρανό και τις τιμωρίες των ψυχών εκεί, όπου η μακαριστή ζωή των ψυχών – το δείχνει και ο «Τίμαιος, 42.b», που λέει ότι «αυτή που ολοκλήρωσε την επιστροφή της στο σύννομο άστρο θα έχει ευδαίμονα ζωή», και επίσης ο Σωκράτης του «Φαίδρου, 249.a» που λέει ότι άλλες προχωρούν «εἰς τὰ ὑπὸ γῆς δικαιωτήρια (ὅπου καὶ οἱ ποταμοὶ πάντες καὶ αὐτὸς ὁ Τάρταρος,ὡς ἐν <Φαίδωνι> διδασκόμεθα», ενώ άλλες – κατά πως λέει στον «Φαίδρο, 249.b» – «αφού υψωθούν σε κάποιον τόπο του ουρανού, κουφαίνονται από την Δικαιοσύνη ώστε να ζήσουν αντάξια του τρόπου ζωής που έζησαν μέσα στο είδος του ανθρώπου –εἰς τοῦ οὐρανοῦ τινα τόπον ὑπὸ τῆς Δίκης κουφισθείσας διάγειν ἀξίως οὗ ἐν ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίου». Με αυτά κάθε άλλο παρά ανάγονται στους πλανήτες οι υπό γη ποταμοί. Επιπλέον ο ένας ανάγει στον σύμπαντα ουρανό τις ψυχές τις «ἀποκαθισταμένας» (διότι «περὶ πάντας νενεμῆσθαι τοὺς ἀστέρας ὑπὸ τοῦ πατρὸς διαιρεθείσας ἰσαρίθμους τοῖς ἄστροις» [και μερίζονται σε όλους τους αστέρες, αφού ο πατέρας τις διαίρεσε να είναι “ισάριθμες με τα άστρα” κατά πως λέει ο Σωκράτης του «Τίμαιου, 41.d»]), ενώ ο άλλος θεωρεί ότι ο γαλαξίας συμπληρείται εκ των ψυχών των ανεβαίνοντας από εδώ στον ουρανό. Ο ένας (ο Νουμήνιος) δεν λέει ότι οι ευδαίμονες ψυχές προχωρούν προς τον υποχθόνιο τόπο, ενώ ο άλλος (ο Πλάτων) τις οδηγεί υποχρεωτικά πρώτα σε εκείνο τον τόπο, εφόσον κάθε ψυχή πρέπει να πορευτεί πρώτα προς τον δικαστή της, ενώ στην συνέχεια ανεβαίνουν στον ουράνιο τόπο, όπου «διγουσιν εδαιμνως». Διότι, μετά από τις δίκες, πρέπει να είναι και οι δαίμονες και οι τόποι και τα διάφορα γεγονότα, και ο δαιμόνιος τόπος, όπως λέγεται, θεωρείται ενδιάμεσος γης και ουρανού, όπου ο ουρανός είναι ο τόπος των θεών, ενώ η γη γεννά και τρέφει τα θνητά πλάσματα. Ενδιάμεσος μάλιστα ουρανού και γης τόπος είναι εκείνος που περιέχοντας απέξω όλη την γη, και τα μέσα της και τα άκρα της, και πολύ περισσότερο περικλείοντας τα έσχατα, περιζώνει εκ των κάτω τον ουρανό. Διότι δεν είναι ενδιάμεσος μέρους της γης και όλου του ουρανού. Συνεπώς θα βρίσκεται μετά τον σύμπαντα ουρανό και θα βρίσκεται ψηλότερα από τη γη στο σύνολό της, και όχι μόνο των βαθύτερων μερών της, όπου κατοικούμε εμείς, αλλά και των ψηλότερων, όπου τοποθετεί τις λήξεις των ευδαιμόνων ψυχών, που δεν έχουν αποβάλει ακόμα τελείως τα υλικά τους σώματα, όπως μάθαμε στον «Φαίδωνα, 114.bc». Αν πρέπει να δεχτούμε αυτά, και κάτω από τον ουρανό είναι μόνο ο αιθέρας που περιβάλλει κυκλικά όλη την γη, τούτος είναι ο δαιμόνιος τόπος, όπου βρίσκονται και οι δικαστές καθήμενοι ανάμεσα στη γη και στον ουρανό και το τρίστρατο αυτό των ψυχών και η σύνδεση των χασμάτων, τόσο αυτών που τείνουν προς την γη όσο και αυτών που τείνουν προς τον ουρανό. Όταν όμως ο δαιμόνιος τόπος λέγεται τρίστρατο (ἐν τῇ τριόδῳ), παραπέμπει στις τρις ζωές των ψυχών, αυτή που βρίσκεται «τὴν εἰς τὰ ἄκρα τῆς γῆς εὐδαιμόνων οὖσαν θεατῶν» (αυτήν που βρίσκεται στις κορυφές της γης και είναι των «ευδαιμόνων θεατών»), «τὴν εἰς τὸν ὑπόγειον τόπον κολαζομένων οὖσαν» (αυτήν που υπάρχει στον υπόγειο τόπο των τιμωρούμενων), «τὴν εἰς γένεσιν ἀμφοῖν μεσότητα συμπληροῦσαν» (αυτή που υπάρχει εν τη γενέσει ως ενδιάμεση των δύο τούτων), ή, κατά άλλον τρόπο, «τὴν οὐρανίαν, τὴν χθονίαν» και «τὴν ὑποχθονίαν», τις οποίες διευθετεί σε τάξη η κρίση των δικαστών. Πραγματικά η της απολαύσεως και ευδαιμονίας ζωή, θεϊκή καθώς είναι, τίθεται στον ουρανό, η ζωή της δίκης τοποθετείται στην ενδιάμεση περιοχή, ενώ αυτή που αξίζει την ποινή δια του ξίφους τοποθετείται υπό γης. Και αν πάλι αναφέρεται το κοινό σημείο των τεσσάρων χασμάτων, συνδέεται με τις δύο οδούς των αφανών λήξεων (κληρώσεων), την ουράνια και την χθόνια, και με τις διπλές καθόδους στην γένεση, που όλες συντελούνται και ολοκληρώνονται σύμφωνα με την δικαιοσύνη (κατὰ δίκην ἑκατέρων ἀπο τελουμένων). Διότι οι λήξεις (προσδι)ορίζονται από αυτές, και από εκείνες δημιουργούνται αμέσως οι προς την γένεση οδοί μετά από τις περιόδους που καθόρισαν εκείνοιΤο ότι ο δαιμόνιος τόπος είναι ο τόπος της δίκης είναι φανερό από αυτά που γράφονται στον εν λόγω μύθο, καθώς αναφέρεται ότι ο Ήρ έφτασε μαζί με πολλούς σε κάποιο δαιμόνιο τόπο, όπου κάθονται οι δικαστές. Το ότι εξάλλου δεν έχει καμία διαφορά από το τρίστρατο θα πούμε ότι μας το διδάσκει ο μύθος που καταγράφεται στον πλατωνικό «Γοργία», διότι κι εκείνος λέει ότι οι δικαστές στο τρίστρατο κάθονται. Και αν εκείνος συνδέει και τον λειμώνα με το τρίστρατο, σημειώνοντας ότι αυτοί δικάζουν στον λειμώνα στο τρίστρατο, είναι βέβαια πασίγνωστο ότι τα τρία τούτα στοιχεία – ο δαιμόνιος τόπος, το τρίστρατο και ο λειμώνας – δηλώνουν την ίδια τοποθεσία του Κόσμου. Ο δαιμόνιος τόπος βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης, συνεπώς το ίδιο και το τρίστρατο και ο λειμώνας. Όσο για τον αιθέρα, είναι ο μόνος που βρίσκεται στο ενδιάμεσο των δύο, όπως αποδείχτηκε με τα γραφόμενα στον «Φαίδωνα, 109.c», εξαπλωμένος καθώς είναι όχι σε ένα μέρος της γης αλλά σε ολόκληρη και σε σύμπαντα τον ουρανό. Για τούτο και κατηγορεί τους πολλούς που τοποθετούν στο ίδιο σημείο τον αιθέρα και τον ουρανό. Επομένως, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο δαιμόνιος τόπος, ο λειμώνας και το τρίστρατο δεν είναι άλλο από μέσον του σύμπαντος ουρανού, πλην αν το ενδιάμεσο του αέρος και της ακρότητας της γης είναι ο υπό σελήνη τούτος τόπος. Εύλογα λοιπόν ονομάζεται και λειμώνας, καθώς περιέχει τις αρχές της γενέσεως και της εν υγρό φερόμενης φύσεως. Διότι μαζί με αυτή είναι και ο αήρ, το ύδωρ και η γη, στα οποία οι γενέσεις συντελούνται μέσω της υγρότητας και της επίκτητης θερμότητας. Και αν συναρτώνται άμεσα προς τη σφαίρα της σελήνης, όπου οι αιτίες της γενέσεως συνολικά και, όπως λέει κάποιος Ιερός Λόγος, «λάμπει το άγαλμα (εικόνα) το αυτό-αποκαλυπτόμενο της φύσης – αὔτοπτον ἄγαλμα τῆς φύσεως προσλάμπει», είναι βέβαια φανερό ότι και υπό αυτό το πνεύμα δικαιολογημένα ονομάζεται λειμώνας, αφού δέχεται από εκεί πρώτος τις ανοδικές πορείες των πνοών που συγκροτούν την γένεση. Ονομάζεται βέβαια στη βάση του ορθού λόγου και τρίστρατο ψυχών, εκείνων που προσαγορεύονται τα τρία είδη ζωής : των «ἀνιουσῶν», των «πιπτουσῶν» και των «καταδεδικασμένων». Και το τρίτο είναι ο δαιμόνιος τόπος, εφόσον του έλαχε η ενδιάμεση περιοχή του Κόσμου. Διότι από παλιά κιόλας, η ξένη από την Μαντίνεια προσδιόρισε τους δαίμονες (βλ. και Συμπόσιο, 202.e) προσδιόρισε τους δαίμονες ως ενδιάμεσους των αθανάτων και θνητών – και ο αιθέρας ενδιάμεσος είναι και αυτός και των δύο τούτων. Αν μάλιστα κάποιος συνέδεε με τον αιθέρα τους λόγους που περιέχονται στην πλατωνική «Επινομίδα», η οποία αποδίδει στους δαίμονες τόσο τις οξύτερες αισθήσεις όσο και τις άχραντες διανοήσεις, λέγοντας πως βλέπουν με μεγαλύτερη δύναμη τα ανθρώπινα πράγματα, σε κάθε περίπτωση, με βάση ότι γράφει και αυτή, δεν θα έχουμε αμφιβολία για το ότι ο Πλάτων ονομάζει δαιμόνιο τόπο τον αιθέρα. Η «Επινομίδα» όμως, γεμάτη από νόθα στοιχεία καθώς είναι και αινιγματικές υποδηλώσεις (νοῦ μυστηριώδους), ξεγελά το «νηπιόφρονα» και απλοϊκό μυαλό. Το ότι το στοιχείο αυτό της ομοφωνίας των συγκραμάτων αποδεικνύεται και από άλλα (είναι προφανές), και από τους συγχρόνους μας θα καταδείξουν το σφάλμα της άποψης μας οι ερμηνευτές της σχολής του Πατέριου, άντρες για τους οποίους τρέφουμε σεβασμό, καθώς ο Πατέριος αναγάγει τις ευδαίμονες ψυχές στον αιθέρα για τον οποί κάναμε λόγο, και παρουσιάζουν εκείνοι τον «Φαίδωνα» ως μάρτυρα (αυτό που λένε βέβαια είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα), σαν ο αιθέρας θα έλεγα εγώ να ανεβαίνει προς τον τόπο των δικαστών και προς κάποια λήξη (κλήρωση) των ψυχών (διότι το ένα εκπροσωπεί τον τόπο των ψυχών και το άλλο τον τόπο των δικαστών). Άλλωστε και στα ουράνια πράγματα μπορούμε να μετέχουμε, όχι όμως ως ουράνιοι. Διότι αν βρεθούμε στον ουρανό, γινόμαστε από κάθε άποψη ουράνιοι, αλλά και παραμένοντας κάτω από τον ουρανό δεν εμποδιζόμαστε να μετέχουμε στα ουράνια. Και στον λήξη του αιθέρα συνεπώς όταν φτάνουμε, σαν τον τόπο δίκης και δικαστών, λέμε ότι υφιστάμεθα αυτό λόγω του ότι τείνουμε προς τους δικαστές, όταν όμως είναι σαν να φτάνουμε στην λήξη που μας απονέμεται, όλοι βρισκόμαστε στην περιοχή αυτή στην οποία καταλαμβάνουμε σαν να πρόκειται για κάτι δικό μας. Τούτο λοιπόν το προσδιορίσαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Κανείς όμως που έχει αντιληφτεί τον τόπο αυτό ως δαιμόνιο να μη σκεφτεί ότι τούτα διαφωνούν προς τα γραφόμενα του «Γοργία», όπου λέει ότι οι δικαστές των ψυχών είναι ένα είδος ψυχών ηρώων, ή ότι μόνο οι δαίμονες τοποθετούνται δικαστές για όσα έχει ζήσει κανείς και ότι οι θεοί δεν έχουν καμία συμμετοχή σε αυτό το μερίδιο. Ή ότι τοποθετούν ως δικαστές τις ψυχές που, όπως λέει ο Πλάτων στον «Κρατύλο», μεταβαίνουν στην τάξη των δαιμόνων, σαν να ήταν εκείνες οι ψυχές που αποφασίζουν σχετικά με την προηγούμενη ζωή εναντίον εκείνων που έφτασαν στην τιμωρία. Στις αναφορές του αυτές διακρίνει τους θεούς από τους δαίμονες και τους δαίμονες από τους ήρωες, αυτούς που αναφέρονται στον «Κρατύλο, 397.d» μέσα από πληθώρα των ονομάτων σχετικά με τα τρία τούτα γένη, αυτούς που αναφέρονται στο «Συμπόσιο, 202.e» μέσα  από την φιλοσοφική ανάλυση για την ουσία για την ουσία και την τάξη των δαιμόνων, η οποία είναι πραγματική ενδιάμεση σε όλα τα εγκόσμια πράγματα. Αντίθετα, τον τόπο τούτο πρέπει να τον πει δαιμόνιο υπό το εξής λογική, ότι δηλαδή είναι μέσος του σύμπαντος που από την μία συμπορεύεται με τον ουρανό και από την άλλη περιρρέει κυκλικά την θνητή περιοχή στο σύνολό της. Στ’ αλήθεια, στους δαίμονες ταιριάζει η μεσότητα ως προς όλα τα πράγματα που λαχαίνουν, όπως στους θεούς ταιριάζει η κορυφή, όπως, αν θέλεις , στις ψυχές ταιριάζει το τέλος της ασώματης ζωής. Επομένως, κι αν όλοι είναι στον ουρανό, θεοί, δαίμονες, ψυχές, είναι κατά τρόπο θεϊκό, αφού βέβαια ο ουρανός κατέχει την κορυφαία τάξη, κι αν πάλι είναι στον αιθέρα, είναι κατά τρόπο δαιμόνιο, λόγω της ενδιάμεσης θέσης του αιθέρα, και τέλος, αν είναι στη γη, είναι κατά τον τρόπο της ψυχής, λογω του έσχατου υποβιβασμού προς τα επάνω της γης. Οπότε η τριάδα τη μια φορά διέπεται από τον τρόπο του ουρανού, την άλλη από τον τρόπο του αιθέρα και την τρίτη προς τα επάνω της γης. Οπότε η τριάδα τη μία φορά διέπεται από τον τρόπο του ουρανού, την άλλη από τον τρόπο του αιθέρα και την τρίτη από της γης. Ο αιθέρας λοιπόν είναι δαιμόνιος τόπος όχι επειδή αποτελεί των δαιμόνων κλήρο, αλλά στη βάση του ότι (ακόμα και αν οι θεοί είναι εκεί έχοντας λάβει την τάξη των δικαστών ή κάποια άλλη ιδιαίτερο χαρακτήρα της πρόνοιας ή οι δαίμονες στην υπηρεσία της βούλησης των θεών ή οι ψυχές στον συσχετισμό τους προβάλλοντας την δικαστική ζωή) όλοι βρίσκονται εκεί κατά τον τρόπο των δαιμόνιο, και απεικονίζουν το μέσον ακριβώς αυτό ως αναγνωριστικό σύμβολο της ύπαρξης. Στη βάση επίσης του ότι και οι εκεί θεοί είναι ενδιάμεσοι των ουράνιων θεών και των χθόνιων, στην θεώρησή τους ως εκφραστών της πρόνοιας, και οι ψυχές των ανώτερων και δικασμένων ψυχών, μέσω των οποίων συνέχεται το σύμπαν. Διότι το «δαιμόνιο» δεν είναι ονομασία ουσίας αλλά μόνο σχέσης, αυτής που πρέπει να έχει το μέσον προς αμφότερα τα άκρα. Πραγματικά, πως δεν θα μπορούσε να είναι και των θεών τόπος εκείνος, εφόσον στου «Νόμους, 828.c» διδαχτήκαμε να λατρεύουμε και τους χθόνιους θεούς ; πως πάλι δεν θα είναι τόπος και των ψυχών που έχουν άφθονο μερίδιο, εφόσον στον τόπο εκείνο και τα άκρα της εντός του αιθέρα γης μπορούν να μετέχουν σε θεϊκή χορήγηση, όπως μας παραδόθηκε στον «Φαίδωνα, 109.e» ;; Δεδομένου λοιπόν ότι εκείνος είναι ένας και μοναδικός τόπος των πάντων – θεών, δαιμόνων και ψυχών -, ως ενδιάμεσος που είναι πήρε το όνομά του από την τάξη αυτών στους οποίους έλαχε.

Μάλιστα όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 136.19 – 144.13», ο λόγος του Πλάτωνα δημιούργησε μια τετράδα, καθώς είναι συμβατή με την όλη δημιουργία και συνδυάζεται αρμονικά με τον τετραμερή Κόσμο και τις τέσσερις αρχές των πάντων. Πραγματικά, αυτή εκ των άνω διαπερνά όλα τα εγκόσμια, καθιστώντας «τὰ πάντα προσήγορα ἀλλήλοις», και διαιρεί τον ίδιο τον ουρανό σε τέσσερα μέρη και τοποθετεί σε απόσταση ισάριθμα κέντρα, «καὶ τὰ ὑπὸ τὸν οὐρανὸν στοιχεῖα διεκόσμησεν» (οργανώνοντας σε Κόσμο τα υπό τον ουρανό στοιχεία). Κατά συνέπεια, εύλογα διαίρεσε σε τέσσερα μέρη και τις ζωές των ψυχών, «κατὰ τὴν τοῦ παντὸς διακόσμησιν τὴν δημιουργικήν» (σύμφωνα με τη δημιουργική κοσμική οργάνωση του σύμπαντος). Διότι η ψυχή μετέχει στους Λόγους, και από την δημιουργική οργάνωση, αφενός, έλαβε την ολοκλήρωση και της ουσιαστική της ταυτότητα μαζί με τη παραμόνιμη εγκαθίδρυση της μεταξύ των οικείων της αρχών, και, αφετέρου, από τη ζωογονική δυάδα, που εισπορεύεται στον εαυτό της και γεννά από μόνη της τα μετά από τον εαυτό της, έλαβε τις ποικιλόμορφες ζωές που απέχουν μεταξύ τους στη βάση της ετερότητας, και τις κάθε λογής προόδους και «τὰς ἀνελίξεις τῶν ζωτικῶν λόγων». Τα δύο τούτα κατεξοχήν συνιστούν την ψυχική τετράδα η οποία προσδιορίζει την κίνηση της ψυχής στην περιοχή του μόνιμου και την εμπειρία της στην περιοχή του πέρατος. Διότι, παραμένοντας αυτή πάντοτε η ίδια ως προς την ουσία της, εναλλάσσει τις μορφές της ζωής, ανερχόμενη και κατερχόμενη, βυθιζόμενη στη γη διαύλους περιόδους απέραντους. Και βέβαια η διαίρεση της ζωτικής αυτής τετράδας, που δεν γίνεται με το ένα ή το τρία αλλά με το δύο επί δύο, καθιστά σε κάθε περίπτωση γνωστό ότι την όλη μορφή της εν λόγω τετράδας προσδιορίζει ή η μονάδα (όπως θα συνέβαινε αν η τομή ήταν σε ένα και σε τρία) αλλά η δυάδα. Δεν έχει να κάνει άλλωστε με την ουσία, αλλά με τις διαφορές των ειδών ζωής και των κινήσεων που περιέχονται σε αυτή. Οι κινήσεις είναι επιπλέον της απειρίας και της αόριστης δυάδας, όπως θα έλεγαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ οι και οι θεολόγοι από παλιά έλεγαν ότι η δυαδική αιτία των ψυχών κινεί σε προόδους και καταμερισμούς όχι μόνον τις ψυχές. Το στοιχείο λοιπόν της τετράδας είναι κοινό στοιχείο ουσιαστικά της ψυχές και ζωτικά των αιτιών της, εξαρτάται και από τα δύο τελευταία, πατρικά και μητρικά, ενώ το στοιχείο της μονάδας και της τριάδας, που κάνει την ουσία της ψυχής μια και τριπλή, την ανυψώνει προς την πατρική τριάδα, τη στιγμή που το δύο επί δύο ανάγει στην μητρική δυάδα την εντός της ψυχής ζωή, που αποκτά την ποικιλομορφία της με κάθε είδους κινήσεις και είναι στα αλήθεια απροσδιόριστη. Ποιες είναι όμως οι δυάδες αυτές ;; Πρώτα λοιπόν ο Πλάτων δεν ονόμασε επιπόλαια τις δύο δυάδες χάσματα, αλλά είχε υπόψη ότι και ο θεολόγος Ορφέας με το όνομα αυτό χαρακτήριζε την πρωταρχική δημιουργική μεταξύ των νοητών αιτία όλων των κινήσεων και των προόδων, την οποία οι Πυθαγόρειοι αποκαλούσαν δυάδα νοητή και αόριστη : «ο Χρόνος ο αγέραστος, με τον νου τον άφθαρτο, γέννηση τον Αιθέρα, κι ένα μεγάλο χάσμα, πελώριο, από τις δύο μεριές – Αἰθέρα μὲν Χρόνος οὗτος ἀγήραος, ἀφθιτόμητις γείνατο καὶ μέγα χάσμα πελώριον ἔνθα καὶ ἔνθα». Και λίγο πιο κάτω : «Κάτω από το σκοτεινό χάσμα ράγισε ο νήνεμος αιθέρας όταν ξεπηδούσε ο Φάνης – χάσμα δ᾽ ὑπ᾽ ἠέριον καὶ νήνεμος ἐρράγη αἰθὴρ   ὀρνυμένοιο Φάνητος». Πράγματι, αν το πρωταρχικό και νοητό χάσμα έχει αυτή την δύναμη, να κινεί τα πάντα και να διεγείρει σε προόδους και κάθε λογής διαχωρισμούς, δικαιολογημένα βέβαια και τις μεταβατικές κινήσεις των ψυχών προς το ένα και το άλλο και τις οδούς που οδηγούν και από το ένα και από το άλλο προς τον ενδιάμεσο ονόμασε ο Πλάτων χάσματα, βάσει του ότι φέρουν την έσχατη εξομοίωση προς το νοητό χάος. Ότι εξάλλου ο Πλάτων δεν εξέθεσε μόνο εδώ τις οδούς των ψυχών στο δικαστήριο, αλλά και στον «Φαίδρο», φαίνεται και από τις κρίσεις που καταγράφονται εκεί. Για τις ψυχές που φτάνουν στα υπό γης δικαιωτήρια (δικαστήρια) λέει ότι «εκτίουν ποινή», ενώ  για εκείνες που  «υψώνονται σε κάποιον τόπο του ουρανού, κουφαίνονται από την Δικαιοσύνη ώστε να ζήσουν αντάξια του τρόπου ζωής που έζησαν μέσα στο είδος του ανθρώπου – οὐρανοῦ τινα τόπον ὑπὸ τῆς Δίκης κουφισθείσας διάγειν ἀξίως οὗ ἐν ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίου», κατά πως λέει στον «Φαίδρο, 249.b». Και είναι τούτες οι δύο πορείες των ψυχών για τις οποίες και στην παρούσα αφήγηση του λέει ότι την μία οδηγεί προς τα επάνω και προς τα εμπρός ενώ η άλλη προς τα κάτω και προς τα πίσω. Στην συνέχεια προσθέτει τις άλλες δύο λέγοντας «στο χιλιοστό έτος πάλι και οι πρώτες και οι δεύτερες ψυχές φτάνουν εκεί για κλήρωση και για επιλογή δεύτερου βίου – τῷ δὲ χιλιοστῷ ἀμφότεραι ἀφικνοῦνται ἐπὶ κλήρωσιν καὶ αἵρεσιν δευτέρου βίου». Σε αυτές αναφέρεται και εδώ λέγοντας ότι οι μεν «ἐξ οὐρανοῦ κατιέναι»  και οι δε «ἐκ τοῦ τῆς γῆς ἀνιέναι χάσματος», και «κατασκηνᾶσθαι σφᾶς ἐν τῷ λειμῶνι». Ο λειμώνας είναι ο αιθέρας. Έχουμε λοιπόν και από τον «Φαίδρο» τα δύο χάσματα που προσδιορίζουν τις λήξεις και τα άλλα δύο τα αντίθετα προς αυτά, όπου στην μια περίπτωση πραγματοποιείται η άνοδος προς τον ουρανό εκείνου που κατεβαίνει από εκεί (εἰς οὐρανὸν ἀγούσῃ τὸ ἐκεῖθεν κατάγον) και στην άλλη η παραπομπή «εἰς τὰ ὑπὸ γῆς δικαιωτήρια» εκείνου που ανεβαίνει από εκεί (τὸ ἐκεῖθεν ἀνάγον). Το κοινό των τεσσάρων χασμάτων τμήμα και σημείο είναι αυτό ο ονομαζόμενος δαιμόνιος τόπος, λειμώνας και τρίστρατο (τρίοδον) – και εκεί καθισμένοι και οι δικαστές. Στο παρόν σημείο κρίνουμε ότι είναι απαραίτητη μια γενικού πνεύματος αντίληψη για όλους όσοι έχουν τη δύναμη αυτή μεταξύ των θεών, των δαιμόνων και των ηρώων. Διότι η τάξη των δικαστών, «τῶν ἐν σώμασι καὶ τῶν ἀεὶ», όπως στον «Γοργία, 523.a», είναι μερική, καθώς κρίνουν τις ψυχές χωρισμένες από το σώμα. Το ότι η τάξη τους είναι μερική το δείχνει και το ότι οι μέν παραπέμπουν τις ψυχές στον Πλούτωνα, στα νησιά των μακάρων και στον Τάρταρο, ενώ οι δε, με καθολικότερο χαρακτήρα, στον ουρανό και σε όλα τα υπό γη δικαιωτήρια (κολαστήρια). Και αυτά βέβαια είναι περιεκτικότερα από τον Τάρταρο, επομένως η ουράνια λήξη από αυτόν των νησιών των μακάρων. Συνεπώς και οι εδώ δικαστές είναι περιληπτικότεροι από ότι αυτοί του «Γοργία», και δεν είναι μόνο ψυχές ηρώων, έσχατες των δικαστικών δυνάμεων, αλλά ακόμα κι άλλοι πρότεροι αυτών, όπως ο ουρανός είναι πρότερος των νησιών των μακάρων, όπως τα υπό γη δικαιωτήρια είναι πρότερα του Ταρτάρου. Για αυτόν, πράγματι, είπε ότι είναι «δεσμωτήριον τίσεως καὶ δίκης» (ποινής και δικαιοσύνης) και όχι απλώς δικαιωτήριο. Διότι το δικαιωτήριο δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που απονέμει δικαιοσύνη και επανορθώνει σύμφωνα με την δικαιοσύνη. Και τι άλλο είναι το «τῆς τίσεως δεσμωτήριον» παρά αυτό που επιβάλει «τίσιν καὶ τιμωρίαν ἐσχάτην ἐπάγον» και «συμποδίζον τὰς ψυχάς» (αλυσοδένει τις ψυχές). Κατά τι επίσης διαφέρει η τιμωρία από τη δίκη (δίκαιη κρίση) και το ότι η μια είναι ωφέλιμη (ὀνίνησιν) ενώ η άλλη «τῶν ἀνιάτων ψυχῶν», το μάθαμε απ τον Πλάτωνα, από αυτά που μας διδάσκει με τον μύθο του «Γοργία, 525.c-d». Στην ίδια πάλι ανάλυση αποδείξαμε ότι και «αἱ μὲν μακάρων νῆσοι Πλουτώνειοι λήξεις εἰσίν», οι δε «οὐράνιαι τῆς τοῦ πρώτου τῶν τριῶν Διὸς ἀρχῆς κατὰ τὴν εἰς τρία τῶν Κρονιδῶν τομὴν τοῦ κόσμου»  (οι ουράνιες λήξεις συνδέονται με την αρχή  του πρώτου Διός, του πρώτου ανάμεσα στους τρείς, σύμφωνα με την τριμερή διαίρεση και διανομή του Κόσμου στους υιούς του Κρόνου). Όπως και το ότι το ένα «Πλούτωνός ἐστι τρίοδος ἢ εἰς τὰς μακάρων νήσους ἢ εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς τίσεως ἢ εἰς τοὺς καθαρτικοὺς τόπους, ἡ δὲ εἰς Διὸς μοναδικὴ πρὸς οὐρανὸν ἄγουσα», το άλλο «εἰς Διὸς μοναδικὴ πρὸς οὐρανὸν ἄγουσα» (οδηγεί στον Δία και στον ουρανό), ενώ το άλλο «εἰς Ποσειδῶνος †σώζει τὰ τῶν χθονίων δικαστῶν» (έχει να κάνει με τον Ποσειδώνα και διασφαλίζει τα σχετικά με τους χθόνιους δικαστές). Είναι σωστό λοιπόν και οι δύο δικαστές να διατηρούν την αντιστοιχία προς τις οδούς, καθολικότεροι έναντι των αναφερόμενων στον «Γοργία», όπου οι μεν θεωρούνται ήρωες, οι δε δαίμονες και θεοί που περιέχουν και την τάξη των προηγούμενων. Το ότι τα χάσματα στον ουρανό είναι αντικριστά προς αυτά που εκτείνονται στην (είναι τεταμένα κατά γης) δεν πρέπει να το εννοούμε απλώς, με την έννοια του αντικριστού να έχει να κάνει με το ότι τα μεν είναι κάπως προς τα επάνω και ουράνια, ενώ τα δε κάπου προς τα κάτω και χθόνια, αλλά και να τα κατανείμουμε : στο ένα από τα επάνω να αντιπαραθέσουμε το ένα από τα κάτω, και ομοίως με τα άλλα. Πρέπει όμως να εξετάσουμε ποιο πρέπει να αντιπαραθέσουμε με ποιο, εννοώ αν σε αυτό που κατεβάζει προς την γη πρέπει να αντιπαραθέσουμε αυτό που ανεβάζει προς τον ουρανό, και σε αυτό πάλι που ανεβάζει από τη γη αυτό που κατεβάζει από τον ουρανό. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Πράγματι, η πορεία τους οδηγεί προς το ίδιο, στον κοινό τόπο, των λειμώνα. Απομένει λοιπόν να πούμε ότι «τὸ μὲν κατάγον ἐπὶ γῆς ἀπὸ τοῦ μέσου τόπου κατ᾽ ἀντικρὺ λέγειν τῷ ἐξ οὐρανοῦ κατάγοντι πρὸς τὸ μέσον, τὸ δὲ ἀνάγον ἀπὸ γῆς εἰς τὸν μέσον τόπον τῷ ἀπὸ τούτου εἰς οὐρανὸν ἀνάγοντι» (αυτό που κατεβάζει προς την γη από τον ενδιάμεσο τόπο είναι αντικριστό προς εκείνο που κατεβάζει από τον ουρανό στον ενδιάμεσο τόπο, και αυτό που ανεβάζει από τη γη προς τον ενδιάμεσο τόπο είναι αντικριστό προς εκείνο που ανεβάζει από τον ενδιάμεσο τόπο στον ουρανό). Και η αιτία είναι το ότι και τα δύο υφίστανται τα αντίθετα παθήματα : τον τόπο δηλ. που εγκαταλείπει το ένα από τα δύο έρχεται να καταλάβει το άλλο. Αν εξάλλου πρέπει στα χάσματα να μη βλέπουμε μόνο κινήσει, ας μην τα εννοούμε υπό ένα γενικό πνεύμα σαν χάσματα, επί παραδείγματι χωρητικούς τόπους. Διότι οι Πλωτούνειοι δικαστές έρχονται από τον Πλούτωνα, δηλ.  ο Αιακός, ο Ραδάμανθυς και ο Μίνωας. Για αυτό είναι σωστό να εννοήσουμε τον τόπο εκείνο ως δαιμόνιο, και ότι στον τόπο τούτο οι ψυχές ετοιμάζονται για τα έργα τους, όπως και σε άλλους, χωρισμένες από τα σώματα. Δεδομένου λοιπόν ότι είναι αδύνατον να θεωρήσεις τα χάσματα υπό την προοπτική της σωματικότης, πρέπει να προσέξεις μήπως ο μύθος υπαινίσσεται μέσω αυτών κάποιες δαιμόνιες τάξεις που δέχονται τις ψυχές κατά την κάθοδο ή την άνοδο τους και παραπέμπουν το καθετί στον οικείο του τόπο, τις οποίες παρομοίωσε με χάσματα, ως στοιχεία επικεφαλής των κινήσεως και αντίστοιχα προς την δύναμη του χάους εκείνου, όπως είπαμε, το οποίο είναι αίτιο όλων των προόδων και των κινήσεων. Άλλωστε και ο ίδιος ο Πλάτων μας δίνει αφορμή να υπονοήσουμε κάτι τέτοιο λέγοντας στην «Πολιτεία, 615.e» για το χάσμα που ανεβάζει από τη γη ότι «κάποιοι που στέκονταν κοντά καταλάβαιναν την φωνή του – παρεστῶτας τὸ φθέγμα καταμανθάνειν» και «όταν μούγκριζε – μυκωμένου» εμπόδιζε τις ψυχές εκείνες που από τα δικαιωτήρια έσπευδαν να ανέβουν επάνω πριν την ώρα τους, σαν κι εκείνο να είχε συναίσθηση της αξίας των ψυχών, και εκείνων που ανέβαιναν από όσες στέκονταν εκεί, προφανώς δαιμόνων, και ή τις άφηναν ελεύθερες ή τις εμπόδιζαν ακολουθώντας την υπόδειξη του χάσματος και χρησιμοποιώντας την φωνή εκείνου ως αναγνωριστικό για την αξία των ψυχών. Επομένως για όλα από κοινού πρέπει να πούμε ότι τα χάσματα είναι δαιμόνιες τάξεις σε τετραπλή διάταξη (εξ ου και ο ενδιάμεσος τόπος, ο κοινός των χασμάτων, ονομάζεται δαιμόνιος), εκ των οποίων οι μεν είναι επικεφαλής των λήξεων (κλήρων), των «εὐμοιροτέρων» ή των «τληπαθεστέρων» (ποιες ποιών είναι φανερό), και οι σε σχετικές με τις καθόδους στην γένεση, εκ των άνω ή εκ των κάτω. Διότι «αἳ μὲν ἐξ οὐρανοῦ τὴν ἀρχὴν ἄγουσιν, αἳ δὲ ἐκ τοῦ Ταρτάρου», και μόνο ο ενδιάμεσος χώρος έχει διάταξη που προσαρμόζεται σε άλλη κάθε φορά δύναμη. Συμπεραίνω εξάλλου ότι το δαιμόνιο είναι αφ’ εαυτού πλήθος, διότι στο ένα χάσμα που ανεβάζει από τη γη, είπε, βρίσκονται κοντά κάποιοι που καταλαβαίνουν τη σημαίνει η φωνή του και αναλόγως ενεργούν, αυτά που λέγεται ότι ενεργεί όσο αφορά τις ψυχές, με την σκέψη ότι εκείνοι που είναι τοποθετημένοι σε αυτό είναι πολλοί. Συνεπώς, φαίνεται ότι προκειμένους και για όλα πρέπει κατ’ αναλογία να δεχόμαστε το πλήθος. Διόλου παράδοξο άλλωστε να είναι πολλοί οι τοποθετημένοι σε κάθε χάσμα, διαιρεμένοι με κριτήριο είτε τα είδη της ζωής των ψυχών είτε τους τόπους προς ή από τους οποίους οδηγούν τις ψυχές, ή να είναι διατεταγμένοι σύμφωνα με τα μέτρα των περιόδων (κυκλικών περιφορών) ή εν πάση περιπτώσει να αποτελούν πλήθος βάσει άλλης παρόμοιας παραλλαγής, και η κοινή μορφή κάθε πλήθους, αυτή που κινεί και διαβιβάζει τις ψυχές από κάποιους τόπους σε κάποιους άλλους, καλύτερους ή χειρότερους, να ονομάζεται χάσμα, όντας η μορφή αυτή μία και μόνη υποδοχή όλων των ψυχών που αποστέλλονται από το ίδιο στο ίδιο. Πράγματι, τα χάσματα είναι συνήθως δίοδοι είτε υδάτων είτε πνευμάτων, που μπορούν να τα υποδέχονται και να τα στέλνουν με την σειρά τους σε άλλο χώρο, καθώς το ύδωρ ή το πνεύμα που σχηματίζει το χάσμα προχωράει κατά πάνω ή κατά κάτω, όπως είπαμε. Και αν τα δύο χάσματα, που είναι δύο, συνδέονται μεταξύ τους, και κατά τον ίδιο τρόπο και τα επάνω, είναι και από αυτά φανερό ότι τα μεν είναι μεταξύ τους συγγενικά επειδή ανήκουν στον χορεία του Διός, ενώ το κοινό του σημείο δηλώνει την αδιαίρετη (ασταμάτητη) (επι)κοινωνία και ομόνοια (ομοφροσύνη) τους, από την οποία το πλήθος λαβαίνει την ενότητα του. Πράγματι, τα χάσματα πρέπει να επικοινωνούν κατά πλήθη και να είναι ενωμένα στο ίδιο σημείο όπως ακριβώς σε έναν ενιαίο θεό. Το όλο σχήμα των χασμάτων, μίμηση τρύπας και φωλιάς φιδιών, φαίνεται κατεξοχήν να ταιριάζει όχι μόνο στις επιμέρους/μερικές ψυχές αλλά σε όλες γενικά. Το λέει και ο Σωκράτης στον πλατωνικό «Τίμαιο, 36.b». Ο δημιουργός, λοιπόν, στον «Τίμαιο», σχίζοντας τη μια ευθεία των αρμονικών αριθμών «καὶ δύο ποιήσας συνάψας αὐτὰς κατὰ μέσας οἷον Χῖ ποιεῖν λέγεται», «αποτυπώνοντας ως εγκάρδιο – ἐγκάρδιον ἐνθεὶς» τον χαρακτήρα τούτο στην ουσία των ψυχών, σαν ιδιαίτερο και ξεχωριστό για κάθε ψυχή. Η αιτία είναι ότι και η αρχική των ψυχών μονάδα συνίστατο από τέτοιου είδους χιασμάτων, όπως φανερώνει και ο χαρακτήρας της. Και αυτά δεν είναι λόγια ενός Πλάτωνος ούτε ενός Τίμαιου, αλλά θεουργών και θεών που γράφουν τα άγνωστα. Και αυτός που έγραψε για το πτέρωμα της αρχικής ψυχής, γνωρίσει αυτό που λέμε. Στην ζωή της ψυχής λοιπόν αφιέρωσε και ο Τίμαιος τον χαρακτήρα του Χ. Η καθολική ψυχή βέβαια και ολόκληρη η ανώτερή μας εκδηλώνει τις ενέργειές της πάντοτε και σύμφωνα με τον χαρακτήρα τούτο που είναι ζωογονικός και σύμφωνα με τους δύο κύκλους που είναι νοητικοί. Η δική μας όμως ψυχή ενεργεί ξεχωριστά σύμφωνα με τους εντός της κύκλους. Έτσι και τώρα έχει παραληφθεί το χίασμα μόνο, που υποδέχεται τις ζωτικές κινήσεις των ψυχών επάνω και κάτω και πάλι επάνω. Λέγοντας όμως αντικριστά, δήλωσε το ταυτόσημο με το επάνω. Όλα τούτα συμβαδίζουν με την ουσία των ψυχών και τις των ιερατικών (ιεροτελεστών) φήμες (διδασκαλίες).
Όπως μας λέει ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 155.25 – 163.15», ο Πλάτων διασαφηνίζει ολοκάθαρα ποια είναι η λειτουργία των δύο χασμάτων που οδηγούν τις ψυχές στις λήξεις (κλήρους) τους και ποια των υπολοίπων που από τις λήξεις (κλήρους) εκείνους βγάζουν στην γένεση. Οι ψυχές βέβαια τείνουν (φεύγουν) μέσω και των δύο χασμάτων, από τα οποία το ένα τείνει προς τον ουρανό και το άλλο στα κάτω από την γη. Τα χάσματα όμως δεν είναι μεγέθη χώρου αλλά δαιμόνιες τάξεις, οι οποίες διακρίνουν τις λήξεις (κλήρους) των ψυχών, ουράνιους και χθόνιους, εκείνος θα έβλεπε βέβαια και τις ασώματες διανομές των ψυχών, και θα έβλεπε ακόμα και τις σωματικές μεταστάσεις τις οποίες πραγματοποιούσαν με τα οχήματα που κινούνται επάνω και κάτω, που δέχονται τις ψυχές κατά την αποχώρησή τους ή των δαιμόνων που ανυψώνουν στον ουρανό ή αυτών που κατεβάζουν στα υπό γη μέρη, από τον ενδιάμεσο τόπο σε ένα ανώτερο κλήρο – αυτών που είναι στον ουρανό – ή σε ένα κατώτερο – αυτόν που είναι κάτω από τη γη. Και όταν οι ψυχές στέλνονται στην γένεση, και από το ένα μέρος και από το άλλο οδηγούνται πάλι στον ενδιάμεσο τόπο, τόσο κατεβαίνοντας από τον ουρανό όσο και ανεβαίνοντας από τη γη, σταλμένες και οι μεν και οι δε προς τις γενέσεις των ζωντανών πλασμάτων. Συνεπώς προέρχονται και από τον Δία και από τον Πλούτωνα όσες σπεύδουν προς τον Ποσειδώνα. Εκείνες λοιπόν που ανεβαίνουν από τη γη είναι γεμάτες σκόνη και δίψα, ενώ εκείνες που κατεβαίνουν από τον ουρανό είναι απαλλαγμένες από όλα αυτά. Βέβαια, οι πρώτες δεν στερούνται τελείως την υλική ιδιότητα, ενώ είναι καθαρές από την ύλη οι δεύτερες. Ακούμε μάλιστα και από τους χρησμούς να λέγεται η ύλη «ξηρή» (αὐχμηρὰν) ως άγονη. Αυτές που υλικά ιδίως και σκοτεινά έχουν οχήματα, τα οποία είναι και υπερπλήρη ακόμη από την πυκνότερη ίσως ουσία, τις χαρακτήρισε γεμάτες από δίψα και από σκόνη, αυτές όμως που τα περιβλήματα τους είναι ελαφρότερα και φωτεινότερα λόγω της διαμονής τους στον ουρανό τις χαρακτήρισε καθαρότερες. Διότι καθετί καθαρό είναι αυτό που δεν δέχτηκε μέσα του τίποτα το αλλότριο, και για το λεπτό αλλότριο είναι το πυκνό, για το πύρινο το γεώδες, για το λαμπρό το σκοτεινό. Δεν θα ήταν μάλιστα διόλου παράδοξο αν προκειμένου για τις ψυχές που ανεβαίνουν από τη γη δημιουργούνταν η εντύπωση ότι απεικονίζεται στα «πνευματικά» τους σώματα κάποιος ιδιαίτερος χαρακτήρας των τόπων της τιμωρίας, για παράδειγμα του ποταμού Πυριφλεγέθοντα ή του ρεύματος της Στύγας, ενώ σε αυτές που έρχονται από τον ουρανό υπήρχε επιπλέον το χαρακτηριστικό του να φέρουν ένα φως δημιουργημένο από εκεί, σαν και αυτό που πολλές φορές λάμπει πάνω στους λίθους που λαμβάνουν τις απορροές από τον ήλιο και τη σελήνη. Διότι κάθε μια ψυχή έχει μέσα της το οικείο της στοιχείο, αυτές που ανεβαίνουν από τη γη το υλικό και σκοτεινό, κι αυτές που κατεβαίνουν από τον ουρανό το φωτεινό και τη λάμψη των ακτινών του κοσμικού φωτός. Όλες, λοιπόν, λέει, φτάνοντας στον λειμώνα κατασκηνώνουν σαν σε πανηγύρι. Όσο για τον λειμώνα με τις εκφράσεις που λέγει ο Πλάτων αποκαλεί έτσι τον τόπο των δικαστών, όπως και στον Γοργία. Αν δηλ. οι ψυχές φτάνουν στον κοινό χώρο των χασμάτων, κι αυτός είναι ο δαιμόνιος τόπος, όπου, καθώς είπαμε, έχουν την έδρα τους οι δικαστές, και όπου πάλι ο αφηγητής της ιστορίας αυτής διατάχτηκε από τους δικαστές να δει και να ακούσει όλα όσα γίνονται στον τόπο εκείνο, είναι προφανές ότι αυτός είναι δαιμόνιος τόπος και μαζί ο χώρος των δικαστών, για τον οποίο προηγουμένως δείξαμε ολοκάθαρα ότι είναι ο αιθέρας, το στοιχείο το ενδιάμεσο μεταξύ του ουρανού και της γης όλης, και όχι μόνον κοιλωμάτων της γης. Και ο λειμώνας τούτος έχει αυτή την ονομασία βάσει του ότι είναι αρχή της φύσης των ρευστών και περιοχή όλων όσων αναπτύσσονται στην υγρότητα, τόπος, τέλος, όλων των γενεσιουργών Λόγων και της υλικής ζωής η οποία χαρακτηρίζεται από την ασταθή κίνηση. Έτσι άλλωστε είναι οι λειμώνες που είναι υγροί και γεμάτοι άνθη και άλλα παρόμοια. Βλέποντας τον λειμώνα αυτόν ο Εμπεδοκλής είπε ότι είναι γεμάτος από κάθε λογής κακά, και λέγοντας το θρήνησε : «όπου το Μίσος, ο Φόνος και οι άλλοι δαίμονες του θανάτου, στον λειμώνα του Ολέθρου τριγυρνούν μες στα σκοτάδια – Ενθα Κότος τε Φόνος τε καὶ ἄλλων ἔθνεα κηρῶν Ἄτης ἐν λειμῶνι κατὰ σκότος ἠλάσκοντα». Πραγματικά, ο χώρος αυτός είναι «μισοφαὴς – μισεί το φώς», καθώς σε αυτόν υπήρχε και το σκοτάδι, και είναι τόπος της τιμωρίας για καθέναν που έχει διαπράξει κακό. Και η φύση πάλι έκανε τον τόπο τούτο κοινό, και υμνείται ως οικείος για τους δίκαιους. Ο Πλάτων μάλιστα λέει ότι οι ψυχές που φτάνουν εκεί κατασκηνώνουν σαν σε πανηγύρι, καθώς και στις πανηγύρεις συρρέουν πολλοί από διάφορα μέρη, στήνουν τις σκηνές τους και κατοικούν χωριστά ο ένας από τον άλλο. Ποια όμως είναι η πανήγυρη και ποιες οι σκηνές που στήνουν οι ψυχές ;; Η πανήγυρη παριστά τις συγκεντρώσεις των ψυχών από το σύμπαν στο κοινό χώρο, την εστία της γενέσεως. Διότι ο τόπος τούτος, στην βάση του ότι είναι ο διαυγέστερος των στοιχείων, είναι οικείος στις ψυχές που στάλθηκαν από τον ουρανό, ενώ στην βάση του ότι περιέχει τη γένεση, είναι υποδοχή των ψυχών που από παντού προβάλλουν τη γενεσιουργό ζωή. Για τούτο και ο μύθος παρομοίασε τη συγκέντρωση τους με πανήγυρη, βάζοντας μάλιστα και ονομασία αρμόζουσα στη γένεση. Διότι στην γένεση οδηγούνται κάθε είδους ψυχές, από τις οποίες άλλες πηγαίνουν για την θέαση των εδώ πραγμάτων και την ιστόρηση τους όπως στις πανηγύρεις, και για αυτές η κάθοδος δεν είναι δύσκολη ή επώδυνη, άλλες πηγαίνουν για να εμπορευτούν κάτι από αυτά που φτάνουν στην γένεση και να αποδώσουν κάτι από τα δικά τους (κι αυτές είναι που συμβάλλουν στην ευγονία των ένυλων όντων), άλλες για να αγοράσουν, θα έλεγε κανείς, κάτι από τα στοιχεία της γενέσεως και να λάβουν πείρα των γενεσιουργών παθών, και άλλες που έχουν κάποιο άλλο στοιχείο ομοιότητας με εκείνους που πηγαίνουν στα πανηγύρια. Άλλες πηγαίνουν (ανεβαίνουν) σαν για να αναπαυτούν, θα έλεγε κανείς, επειδή έκαναν μεγάλη και κοπιαστική πορεία, ενώ άλλες φτάνουν ακριβώς για να εξευμενίσουν τους εφόρους (επόπτες) της γενέσεως, όπως στις πανηγύρεις ορισμένοι πηγαίνουν για λόγους θεραπείας (λατρείας) των τιμώμενων θεών. Όλες λοιπόν μετέχουν στην πανήγυρη κάνοντας την κάθοδό τους με ευφρόσυνη διάθεσηΤο ότι κατασκηνώνουν λέγεται ύπο την έννοια ότι χρησιμοποιούν τώρα τους φυσικούς και ένυλους Λόγους και μεταχειρίζονται αυτούς σύμφωνα με τις οποίους θα ζήσουν, διαφορετικές αρχές για την καθεμία ψυχή, όπως και ποικίλες μορφές ζωής, και προσδίδουν στα οχήματά τους περισσότερο υλικό χαρακτήρα προβάλλοντας τα και περιβάλλοντάς τα χιτώνες παχύτερους (πυκνότερους) και ταιριαστούς με τη γένεση, με τους οποίους κρύβουν τον εαυτό τους και απομακρύνονται από τους άλλους, όπως αυτοί που μένουν στις σκηνές. Αν πάλι στήνουν τις σκηνές τους στις πανηγύρεις για να έχουν σκιά και να μην μένουν στην ύπαιθρο, είναι φανερό ότι για αυτές που έχουν πλέον επιθυμία για την γένεση και κινούνται προς την φύση είναι κατάλληλο να ειπωθεί ότι κατασκηνώνουν, καθώς αποφεύγουν την ύπαιθρο ζωή και κατέρχονται στα στέρεα σώματα, όπου βρίσκονται οι σκιές και τα είδωλα των όντων. Άλλωστε και αυτά που δημιουργούν σκιές δεν είναι άλλα από τα χθόνια περιβλήματα των ψυχώνΤο ότι επίσης οι ψυχές, και οι μεν και οι δε, φτάνουν ευχαρίστως στον λειμώνα και το ότι φαίνονται να φτάνουν εκεί μέσα από μεγάλη πορεία δηλώνει τη φιλική διάθεση και των δύο για τη γένεση. Διότι αν ο λειμώνας είναι αρχή της γενέσεως, κι εκείνες καταλαμβάνουν τον λειμώνα με ευχαρίστηση, είναι φανερό ότι και οι δύο σπεύδουν με επιθυμία προς τον λειμώνα και θέλουν να μετέχουν στην υλική τούτη ζωή, διότι μέσα σε αυτή η ενέργεια πλεονάζει. Για τις ουράνιες συνεπώς και για τις χθόνιες η μεταβολή είναι ευχάριστη, καθώς στις προηγούμενες ενέργειές τους είχαν κουραστεί, οι μεν εύλογα καθώς βρίσκονται μέσα στις ταλαιπωρίες και οι δε, μολονότι υφίσταντο πράγματα καλά, είχαν πάρα ταύτα κουραστεί από αυτή τους την ζωή. Δεν ενεργούσαν άλλωστε με το σύνολο του εαυτού τους, αλλά μόνο με το μέρος τους εκείνο που ήταν ικανό να παραμένει επάνω. Η κεφαλή τους λοιπόν επιθυμούσε λοιπόν την ζωή στον ουρανό, ενώ το υπόλοιπο τους, όσο είχε η καθεμιά από τη φιλική προς την γένεση ζωή, που εκεί έμενε ανενεργό παρά την επιθυμία του να ενεργήσει, οδηγούσε τη σύνολη ψυχή στο να γίνεται αδύναμη και να ασθενεί ως προς ένα μέρος της, στην εξασθένησή της να παραχωρεί τόπο και στο σφύζοντα μέρος, και, τέλος, κατά την παραχώρηση να αισθάνεται ευχαρίστηση με τον λειμώνα ο οποίος έφερνε μπροστά στα μάτια της την γένεση. Το ότι οι ψυχές που έρχονται στον λειμώνα από επάνω και από κάτω κατασκηνώνουν σε αυτόν με ευχαρίστηση δηλώνει τη ζωή που διατρέχει πια την γένεση, και το ότι φαίνονται να έρχονται μετά από μακρά πορεία προσθέτει την αιτία για την οποία καταλαμβάνουν ευχαρίστως τον λειμώνα, αφού βέβαια όσοι έχουν κάνει μεγάλη πορεία καλοδέχονται τη διακοπή της κούρασης τους. Και αυτές λοιπόν, καθώς έκαναν μακρά πορεία, έπαθαν το ίδιο. Μακρά πορεία έκαναν οι μεν στον ουρανό συμπυρπολώντας με τα των ουράνιων θεών, και οι δε στους υπό γης τόπους με τις πολύμορφες μεταβάσεις τους από τον έναν τόπο στον άλλο, καθ’ ον τρόπο οδηγούσε την κάθε μία ο νόμος της έκτισης της ποινής. Ότι οι ψυχές είτε χρησιμοποιώντας οχήματα που κινούνται από τόπο σε τόπο είτε οι ίδιες αυτές μόνες τους κινούνται με βάση τα διανοήματα και τις θεωρητικές ενέργειες είναι φανερό [αἱ ψυχαὶ καὶ ὀχήμασιν χρώμεναι κινουμένοις κατὰ τόπον καὶ αὐταὶ καθ᾽ αὑτὰς μόνας τοῖς τε διανοήμασι καὶ θεωρητικαῖς ἐνεργείαις κινοῦνται], όταν μάλιστα φαίνονται όλες να διαγράφουν τον κύκλο των νοήσεων ή των φαντασιών ή των αισθήσεων. Για τον χρόνο της πορείας στο σημείο αυτό δεν κάνει λόγο, παρακάτω όμως θα πει ότι η πορεία κάτω από την γη είναι χιλιετήςΤόσο είναι και ο χρόνος και της πορείας στον ουρανό των ψυχών αυτών. Αυτό το συμπεραίνουμε από τον πλατωνικό «Φαίδρο, 249.ab» όπου ο Σωκράτης οδηγεί τις μεν στον ουρανό και τις δε στα υπο τη γη δικαιοτήρια (κολαστήρια). «και τον χιλιοστό χρόνο φτάνουν και οι μεν και οι δεν στην κλήρωση και στην επιλογή δεύτερου βίου –τῷ δὲ χιλιοστῷ ἀμφότεραι ἀφικνοῦνται ἐπὶ κλήρωσιν καὶ αἵρεσιν δευτέρου βίου» – και λέει και οι δύο, και αυτές που από τη γη βρέθηκαν στον ουρανό. Και στο σημείο αυτό οι ψυχές που ήρθαν από τον ουρανό και έζησαν ορθά «από εθισμό, άνευ φιλοσοφίας – ἔθει ἄνευ φιλοσοφίας», είναι εκείνες που έλαβαν εκεί τις λήξεις τους (κλήρους τους) και στην συνέχεια αφίχθηκαν στον λειμώνα. Επομένως η χιλιετής πορεία είναι κοινή σε όλες τις ψυχές, και η χιλιάδα μοιάζει να είναι περιοδικός χρόνος που «ἀπὸ γενέσεως ἐπὶ γένεσιν ἄγων τὰς ψυχάς», όχι μόνο μία φορά, αλλά πολλές πριν από την τέλεια αποκατάστση. Διότι αν έγιναν ουράνιες άνευ φιλοσοφίας, δεν έχουν ακόμα ανυψωθεί στην νοητή φύση, και συμπεριπολούν με τις εγκόσμιες κινήσεις των ουράνιων σωμάτων, λόγω της τάξης που ενέβαλε σε αυτές ο εθισμός, ευχαριστημένες με την τάξη των περιόδων εκείνων. Και δεν είναι διόλου παράδοξο να το κάνουν αυτό ψυχές και οχήματα συγγενή προς τα ουράνια σώματα, τη στιγμή που είναι αδύνατον και αυτά που είναι ριζωμένα στη γη και άλλα να κινούνται μαζί με τον Ήλιο  και άλλα να τρέχουν μαζί με την Σελήνη. Διεσπάρεισαν στην βάση της φυσικής συνάφειας, άλλα στον ήλιο και άλλα στην σελήνη, όπως μας δίδαξε ο Σωκράτης του πλατωνικού «Τίμαιο, 42.d», και τα μεν είναι ηλιακά οχήματα, τα δε σεληνιακά. Και αν αυτό είναι αληθές, διόλου παράδοξο τα μεν να κινούνται μαζί με τον ήλιο και τα δε με την σελήνη, εφόσον δεν κινούνται άτακτα. Μ την αναίρεση λοιπόν της αταξίας, λόγω της ζωής που διέπεται από κανονικούς και τακτικούς εθισμούς, προκύπτει το ότι αυτά που έχουν την κατά φύση ζωή και είναι και είναι από τη φύση τους ουράνια κινούνται κυκλικά μαζί με τους ηγεμόνες κι επίσης κουράζονται κάποτε επειδή η εντός τους ζωή είναι ασθενέστερη από της των όλων ζωή (την συμπαντική) που ενεργεί ακαταπόνητα. Και κανείς μην φανταστεί , εξαιτίας των λόγων μας αυτών, ότι τα οχήματα όλων των ψυχών που ανέβηκαν στον ουρανό πρέπει να παραμείνουν υπό την σελήνη ή ότι τα οχήματα ακολουθούν  και αυτά την άνοδο αλλά «το ουράνιο σώμα» υφίσταται κάποια σχίσματα, όπως ο αέρας όταν κινούμαστε δια του αέρος. Διότι πρέπει το καθένα τους να αποκαθίσταται στην ολότητα που ανήκει, και ολότητα των οχημάτων που διεσπάρησαν είναι τα ουράνια σώματα στα οποία ακριβώς διεσπάρησαν σύμφωνα με τη φύση τους. Βλέπουμε άλλωστε και το πυρ να σπεύδει να καταλάβει την ολότητα που της προσιδιάζει, και το ίδιο τον σβόλο και την πνοή του αέρος. Και είναι εντελώς άτοπο τα φθαρτά να έχουν την έφεση αυτή όντας σώματα, και τα φθαρτά να μην την έχουν, ή να την έχουν μεν αλλά ποτέ να μην τη φτάνουν μέχρι τέλους. Η σπορά δηλώνει την κατά φύση διανομή. Το θεϊκό σώμα δεν υφίσταται σχίσματα με κανέναν τρόπο εξαιτίας της διόδου των οχημάτων ούτε λαμβάνει προσθήκη αυτών που ανέρχονται ή υφίσταται αφαίρεση αυτών που κατέρχονται, αλλά τούτα προχωρούν μέσω αυτού χωρίς διαιρέσεις και εισέρχονται στις δικές τους περιφορές. Και στο παρελθόν άλλωστε κι εμείς αποδείξαμε ότι το σώμα προχωράει μέσω σώματος και δεν το παθαίνουν αυτό όλα τα σώματα, αλλά τα άυλα διέρχονται μέσω των υλικών ή τα άυλα μέσω των αϋλων (ως ύλη εννοούμε την έσχατη και αυτή που είναι το υπόστρωμα των έσχατων σωμάτων), ενώ μερικά είναι ενδιάμεσα των υλικών και των άυλων, που κι αυτά βέβαια στις μεταξύ τους σχέσεις υφίστανται ότι και τα υλικά, καθώς δεν μπορούν να προχωρήσουν το ένα μέσω του άλλου χωρίς διαίρεση. Για τούτο ούτε το ηλιακό φως, σαν σώμα που είναι, διέρχεται δια του σεληνιακού σώματος (του ενός τη συγγένεια προς τα υλικά σώματα τη δείχνει η ανάκλαση, του άλλου η σκιά, διότι σκιά δημιουργεί και η σελήνη), ούτε το δικό μας όχημα διέρχεται δια των μεγεθών (ως ενδιάμεσο και αυτό των υλικών και των άυλων), αλλά και τούτο και το ηλιακό φως έρχονται μέσω του ουράνιου σώματος που παραμένει αδιαίρετο. Διότι κάθε διαίρεση είναι πάθος ικανό να επιφέρει φθορά στην συνοχή αυτού που διαιρείται.
=======================================================
Έχοντας λοιπόν κατά νου όλα αυτά στο αυτό σημείο θα αναφέρουμε ότι : O Καρκίνος είναι ο αστερισμός ο οποίος οριοθετεί στις 23° 26′ 22″ βόρεια του Ισημερινού τον βόρειο τροπικό στον οποίο δίνει και το όνομά του: τροπικός του Καρκίνου – ένας από τους πέντε μείζονες κύκλους γεωγραφικού πλάτους. Είναι το βορειότερο πλάτος στο οποίο ο Ήλιος μπορεί να μεσουρανεί το μεσημέρι. Αυτό συμβαίνει κατά το θερινό ηλιοστάσιο, όταν το βόρειο ημισφαίριο κλίνει προς τον ήλιο στο μέγιστο βαθμό. O τροπικός του Καρκίνου αντικατοπτρίζει τη γωνία κλίσης του άξονα της γης, η οποία ποικίλει σε μια περίοδο 41.000 χρόνων από το μέγιστο των 23° 30′ στο ελάχιστο των 22° 06′ μοιρών. Δηλαδή η αργή μετατόπιση του Τροπικού του Καρκίνου νότια, αντανακλά τη μετατόπιση της κλίσης του άξονα της γης (λοξότητα) – το όνομα του τροπικού προέκυψε γιατί όταν δόθηκε η ονομασία, ο ήλιος βρισκόταν στον αστερισμό του Καρκίνου κατά το θερινό ηλιοστάσιο, κατά την αστρονομική περίοδο του Κριού (2.200π.Χ. – 50 π.Χ.), εντούτοις, λόγω της μετάπτωσης του άξονα της Γης, ο Ήλιος στην σύγχρονη εποχή βρίσκεται μετατοπισμένος – ως προς το πλάτος – στον αστερισμό τουΤαύρου[1] κκατά το θερινό ηλιοστάσιο/ηλιοτρόπιο ενώ η κλίση του άξονα της Γης είναι 23,27 μοίρες από τον Ισημερινό. Το ίδιο ισχύει και για τον τροπικό του Αιγόκερω, λόγω της μετάπτωσης του άξονα της Γης, ο Ήλιος στην σύγχρονη εποχή βρίσκεται μετατοπισμένος – ως προς το πλάτος – στον αστερισμό του Σκορπιού κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο/ηλιοτρόπιο. Ενώ οι Ισημερίες  από τον  Κριό, η εαρινή, και τον Ζυγό, η φθινοπωρινή, στον Υδροχόο, η εαρινή, και στον Λέοντα, η φθινοπωρινή.

Από την Χθόνα προς : τροπικό του Αιγόκερω -> Αιθέρα (κέντρο γαλαξία) ->  ουρανό (σφαίρα απλανών)
Από τον ουρανό (σφαίρα απλανών) προς : τροπικό Καρκίνου -> Αιθέρα (κέντρο γαλαξία)-> Χθόνα
ή
καταβατικός : Υδροχόος –> Αιθέρας – > Ταύρος -> Χθόνα
αναβατικός : Σκορπιός  –> Αιθέρας – > Λέων -> ουρανό

[1] Την 17η Νοεμβρίου μεσουρανούν ταυτόχρονα το όμμα του Ταύρου, ο Λαμπαδίας – Αλντεμπαράν μαζί με τις Πλειάδες.


Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

1

Το Ενατο Κυμα