Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Να κολακεύετε τους γέρους γονείς σας! (Μέρος 1ο)




       Κυριαρχεί  η αντίληψη ότι οι μεγάλοι άνθρωποι από κάποια στιγμή και μετά, γίνονται βάρος στους νεότερους και το καλλίτερο που θα ήταν για όλους, είναι να αποσυρθούν, να μην ανακατεύονται πουθενά, εάν είναι δυνατόν να υπάρχουν σε ένα «αόρατο» πλαίσιο,  γιατί αν δηλώνουν την παρουσία τους  με οποιοδήποτε τρόπο, το μόνο που καταφέρνουν είναι να δημιουργούν επιπλέον προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα που απασχολούν τα παιδιά τους.
       Πολλοί από εμάς, αγανακτούμε, θυμώνουμε- δεν είναι λίγες οι  φορές που βρίζουμε - για την εμπλοκή των γέρων γονιών μας, σε δικά μας θέματα, ενώ  η μόνη τους έγνοια είναι να βοηθήσουν κι αυτοί όσο μπορούν, σε ένα πρόβλημα που μας απασχολεί, όπως άλλωστε αυτό έκαναν πάντα  κι  όταν   ήμασταν  παιδιά.

      Για όλους σχεδόν τους γονείς, όσο ετών και αν είναι τα παιδιά τους, στη σκέψη τους και στην καρδιά τους, παραμένουν  πάντα παιδιά  που χρειάζονται την αγάπη, τη φροντίδα και την προστασία τους. 



      Η ψυχή τους γεμάτη  με τα ομορφότερα συναισθήματα  γι’ αυτά, η μόνη τους ανησυχία είναι να  τα δουν  ευτυχισμένα και χαρούμενα με τις οικογένειές τους.

      Εξάλλου σε συμβολικό επίπεδο  τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, αποτελούν τη συνέχεια τους. Είναι από τα πιο σημαντικά  κομμάτια του εαυτού τους.

     Είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν ο κάθε γονέας που βλέπει το παιδί του ν’ αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση, να μην αισθάνεται την ανάγκη να συμβάλλει με κάθε τρόπο, στην απάλειψη του «πόνου»  του; 



    Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος και νοιώθει να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του, (θυμάται πως ήταν άλλοτε και τι μπορούσε να κάνει), βιώνει,  αφ’ ενός  πένθος για τα χρόνια που έφυγαν, που ήταν δυνατός  και  δημιουργικός και αφ’ ετέρου ευαλωτότητα και αισθήματα ανημπόριας και αδυναμίας, λόγω των κινητικών και άλλων  δυσκολιών που ήρθαν με τα χρόνια.

     Αυτές τις δύο παραμέτρους με κάποιο τρόπο πρέπει να τις αντιμετωπίσει.  Η ενεργή συμμετοχή του (όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του)  στα κοινωνικά, αλλά κατά βάση στα  δρώμενα της οικογένειας , είναι το φάρμακο που τον αναπτερώνει και του δίδει το (συν)αίσθημα της συνέχισης της προσφοράς στη ζωή, την ικανοποίηση ότι είναι ακόμη χρήσιμος για τα αγαπημένα του πρόσωπα.

       Και κάτι ακόμη σημαντικό. Οι άνθρωποι όταν γερνάνε γίνονται σοφοί από την εμπειρία της ζωής. Όπως ήταν οι οδηγοί μας τα πρώτα χρόνια μας και μαςκαθοδηγούσαν σε κάθε βήμα μας, τώρα μπορούν να είναι οι σύμβουλοί μας και κατά κάποιο τρόπο, οι φύλακες άγγελοί μας, με την προϋπόθεση όμως, ότι πρωτίστως έχουμε την ταπεινότητα να αναγνωρίζουμε τη συμβολή τους στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας και της εν γένει εξέλιξής μας και δευτερευόντως να τους δίνουμε τη δυνατότητα να  συνυπάρχουν μαζί μας και να  απολαμβάνουν μες την καρδιά μας, τη θέση που τους αρμόζει. Και κατά τη δική μου άποψη, οι γονείς μας πρέπει να βρίσκονται σε περίοπτη  θέση.
     Γνωρίζω βέβαια, ότι πολλές σχέσεις μεταξύ παιδιών και  γονέων, έχουν διαταραχτεί, λόγω διαφόρων καταστάσεων που έχουν συμβεί, αλλά αν είχαμε την ευκαιρία να  ρωτήσουμε και τις δύο  πλευρές, ίσως να διαπιστώναμε ότι δεν θα ήθελε κανείς να είναι έτσι τα πράγματα και ότι αυτή η απομάκρυνση- κυρίως ψυχική- πληγώνει και αποφέρει μεγάλο πόνο και στο γονέα και στο παιδί, γιατί αν συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι αφύσικο, δεν συνάδει με την ανθρώπινη φύση.

      Μιλώντας από τη θέση του θεραπευτού, διατείνομαι ότι ποτέ δεν είναι αργά να επιλύσουμε οποιεσδήποτε εκκρεμότητες με τους ανθρώπους, όσο σοβαρές κι αν είναι, πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε σε σχέσεις ζωής, όπως είναι η σχέση γονέων-παιδιών.

    Από την εμπειρία μου αλλά και από αναφορές πολλών  σπουδαίων θεραπευτών (Elizabeth K. Ross,κ.α), που έχουν ασχοληθεί επισταμένως και για μακρό χρονικό διάστημα, με ανθρώπους που ήταν στο τελικό στάδιο μιας επώδυνης και σοβαρής ασθένειας (π.χ καρκίνος), διαπίστωσαν ότι ενώ οι γιατροί δεν έδιναν περιθώρια να ζήσουν και ενημέρωναν τους οικείους τους ότι θα καταλήξουν άμεσα, οι  ασθενείς δεν έφευγαν απ’ τη ζωή, αντιστέκονταν μέχρι να επιλυθούν κάποιες εκκρεμότητες που είχαν. 

    
 Όταν γινόταν αυτό, έφευγαν γαλήνιοι και χαμογελαστοί. Είναι κι αυτό μια από τις ομορφιές της ανθρώπινης ψυχής.      

      Επανερχόμενοι στο θέμα μας, είναι λυπηρό που πολλοί εξ ημών, τα γεράματα  τα νοιώθουμε σαν  αρρώστια, σαν κάτι κακό που πρέπει να το ξεφορτωθούμε  όσο γίνεται πιο γρήγορα και δεν αναλογιζόμαστε ότι είναι μια φυσική κατάληξη όλων των ανθρώπων και ότι κάποια στιγμή όλοι θα φτάσουμε εκεί...

    Με πικραμένο χαμόγελο, ακούμε από τα στόματα πολλών μεγάλων ανθρώπων, που ίσως θέλουν να αφυπνίσουν καρδιές που δεν έχουν μάθει να αγαπάνε ή  που δεν αντιλαμβάνονται  την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης, τη φράση: «Εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα’ ρθεις!».  Πόσος πόνος μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτά τα λόγια... 

    Όσο είμαστε νέοι/ες κανένας/μια  δεν αναλογίζεται  ότι τα δύσκολα θα ‘ρθουν και για μας, κανένας/μια  δεν καταλαβαίνει ότι ακόμα και τα πιο φυσιολογικά πράγματα  που για εμάς μπορεί να γίνονται απλά και εύκολα, στα γεράματα γίνονται με δυσκολία.

      Και εξοργιζόμαστε και τους φωνάζουμε με απρέπεια αυτούς τους ανθρώπους που καρδιοχτυπούν για τις ζωές των παιδιών τους, δηλαδή για μας, και τους κάνουμε, αρκετές φορές να αισθάνονται  ανεπιθύμητοι…

    Και αναρωτιέται κανείς, πόσοι αχάριστοι μπορεί να είναι οι άνθρωποι; Δεν τους έχει πει κάποιος ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται; Ότι κάποτε και οι ίδιοι, αδύναμοι και γερασμένοι θα κρέμονται από τα δικά τους παιδιά;

     Όταν ήμουν μικρός, κάθε Κυριακή μαζί με άλλα παιδιά, πήγαινα στο κατηχητικό, όπου μας μιλούσε ο εφημέριος του χωριού μας, ο Παπά-Αντώνης.  Από αυτόν τον άνθρωπο, θυμάμαι τρία πράγματα.

    Το πάθος του  όταν έψελνε την Μ. Πέμπτη, κατά την περιφορά του Εσταυρωμένου το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…ο εν οίδασι την  γην  κρεμάσας….»,  το «Αιωνία η μνήμη..» στις νεκρώσιμες ακολουθίες- πραγματικά μου σπάραζε  την καρδιά, τόσο πολύ το ζούσε- και μια ιστορία που θα σας διηγηθώ αμέσως, που  όπως προανέφερα, μου είχε κάνει εντύπωση και ξανά αναπήδησε στη μνήμη μου,  γράφοντας αυτό το άρθρο.

     Κάποτε σ’ ένα χωριό ζούσε μια οικογένεια με το μονάκριβο γιό τους. Η μητέρα όταν το αγόρι ήταν 7 χρονών, πέθανε και έμεινε ο πατέρας μόνος του, να μεγαλώσει το παιδί του. Δεν παντρεύτηκε αλλά αφοσιώθηκε στο μεγάλωμα του παιδιού του. 

     Δούλευε σκληρά στα χωράφια του, νοίκιασε κι άλλα και μέχρι να τελειώσει τις σπουδές ο γιός του, απέκτησε μια σημαντική περιουσία.  Του είχε δε, τόσο πολύ αγάπη, που  του έκανε δώρο όλη την περιουσία του και δεν κράτησε τίποτα για τον ίδιο…

     Ο γιος παντρεύτηκε και όλα κυλούσαν ήρεμα μέχρι τη στιγμή που ο πατέρας του, πολύ γέρος πια είχε ανάγκη τη φροντίδα του γιου και της οικογένειάς του…

     Τον πήραν στο σπίτι αλλά με απαίτηση της νύφης του και με την συγκατάθεση του άνδρα της,  τον έβαλαν να μένει σε ένα ξύλινο σπιτάκι, με υποτυπώδη επίπλωση, στο πίσω μέρος του κήπου … Έστελναν δε το παιδί τους να του δίνει ένα πιάτο φαγητό.

    Ο παππούς σε λίγο καιρό έγινε το μέγιστο πρόβλημα του ζευγαριού, άρχισαν  καθημερινοί  καυγάδες μεταξύ νύφης και γιου  (η νύφη δεν ήθελε καθόλου τον παππού στο σπίτι),  απειλούσε τον άνδρα της ότι θα τον χωρίσει γιατί δεν άντεχε  να  τον φροντίζουν άλλο, τους στερούσε -όπως έλεγε- ευτυχισμένες στιγμές που μπορούσαν να περάσουν αν δεν  υπήρχε στη ζωή ο παππούς ή αν δεν είχε τη φροντίδα του,- θα μπορούσαν να τον πάνε σ’ ένα γηροκομείο και να ησυχάσουν απ’ αυτόν το μπελά-, που κατά την άποψή της, ήταν και η αιτία που μάλωναν. 


    Ο άνδρας της ήταν πολύ προβληματισμένος, σκεφτόταν τι θα ήταν καλλίτερο για όλους να κάνει. 

     Βέβαια όλα αυτά ο μικρός τους γιος τα έβλεπε και δεν μιλούσε. Κάθε φορά που άρχιζαν οι καυγάδες, κατέβαινε στον κήπο και έκανε βόλτες σκεπτικός ή πήγαινε στο ξύλινο σπιτάκι που έμενε ο παππούς του και του έκανε παρέα.

     Μια μέρα  που ήταν μπροστά  και η μητέρα του, ο μικρός ζήτησε απ’ τον πατέρα του, να του φέρει ένα σφυρί, καρφιά και ξύλα (δοκάρια και τάβλες). 

    Ο πατέρα του τον ρώτησε τι τα θέλει και ο μικρός απάντησε: «Θέλω να φτιάξω  ένα σπιτάκι, όπως αυτό που μένει ο παππούς, για  να σας βάλω να μένετε εκεί… όταν γεράσετε!».

     Οι γονείς συγκλονίστηκαν… κατάλαβαν το λάθος τους και πήγαν με δάκρυα στα μάτια και έφεραν τον παππού, στο σπίτι, γονάτισαν μπροστά στον πικραμένο πατέρα και του ζήτησαν ταπεινά συγχώρεση, μπροστά στα έκθαμβα μάτια του μικρού.
   
    Αυτή είναι η ιστορία που με δακρυσμένα μάτια,  μας είχε αφηγηθεί ο τότε εφημέριος του χωριού μας, ο Παπά-Αντώνης. 

     Κι είναι αλήθεια, όσες φορές μου έρχεται στο νου, ή όπως τώρα που την  αφηγήθηκα σε σας, πάντα συγκινούμαι. 
     
                                                                          
                                                                                Συνεχίζεται....

Να κολακεύετε τους γέρους γονείς σας! (Μέρος 2ο)


Να είστε υγιείς, αισιόδοξοι και εμπνευσμένοι!!!

Υ.Γ. Το άρθρο αυτό το αφιερώνω στον παππού και στη γιαγιά μου, στους γονείς μου  και σε όλους…. τους γονείς του κόσμου!!!
 www.google/ Γονείς και παιδιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

1

Το Ενατο Κυμα