Ξενοφών |
(απόσπασμα από το βιβλίο του Gilbert Murray "Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής λογοτεχνίας")
Μεταξύ των πλησιεστέρων εταίρων του Σωκράτους ήσαν και δύο ιππείς, όχι πολύ διαφόρου ηλικίας· και οι δύο είχον αριστοκρατικάς και αντιθέτους του δήμου παραδόσεις, αι οποίαι παρεκώλυον πάσαν πολιτικήν των φιλοδοξίαν, αλλ' ουδέτερος αυτών ηγάπα να είναι μόνον λογογράφος. Και ο μεν Πλάτων έμεινεν εν Αθήναις, σπουδάζων μουσικήν, μαθηματικά, ρητορικήν και φιλοσοφίαν, γράφων και καίων διθυράμβους και σχεδιάζων ευριπιδείους τραγωδίας. Ο δε ΞΕΝΟΦΩΝ έφυγε διά να ζητήση τύχην έξω της Ελλάδος. Ελέγετο ότι ο Σωκράτης, απαντήσας πρώτην Φοράν παιδίον τον Ξενοφώντα, τον εσταμάτησε διά της ράβδου του και τον ηρώτησεν αποτόμως πού εγίνοντο διάφορα πράγματα. Ο μικρός ήξευρε και απεκρίθη προσηνώς· αλλ' ο Σωκράτης επροχώρησε· Και «πού καλοί, καγαθοί γίνονται άνθρωποι;» (283) Το παιδίον εστάθη ενεόν. «Λοιπόν ακολούθει με», του είπεν ο φιλόσοφος. Ο λόγος είναι ben trovato. Ο Ξενοφών ουδέποτε ήτο φιλόσοφος, αλλ' ήτο τύπος καλού καγαθού· δηλαδή νους τετράγωνος, ευσεβής· κυνηγός και στρατιώτης· καλός οικογενειάρχης ουδέποτ' έχων θεωρητικάς τάσεις ουδέ διάθεσιν να επικρίνη την κοινήν περί θεών ή νόμων δόξαν, αλλ' έτοιμος να κηρύσση και να φιλοσοφή ησύχως περί πάντων των ολιγώτερον επικινδύνων ζητημάτων.
Λέγεται ότι υπήρξε λίαν εύμορφος, ήτο δε και ριψοκίνδυνος. Βοιωτός φίλος του, ο Πρόξενος, είχε μισθωθή υπό του σατράπου Κύρου, αδελφού του μεγάλου βασιλέως, όπως οδηγήση Έλληνας μισθοφόρους εις τα ενδότερα της Κιλικίας. Ο σκοπός της εκστρατείας δεν είχε διακοινωθή, αλλ' ο μισθός ήτο καλός και υπήρχε πιθανότης πολλών περιπετειών. Ο Πρόξενος προέτεινε να συμπαραλάβη τον Ξενοφώντα. Εκείνος απέστεργε ν' αναλάβη υπηρεσίαν υπό τον Κύρον, τον μόλις προ ολίγου εχθρόν της πατρίδος του, έλαβεν όμως συστατικά προς αυτόν και ηκολούΘησεν ως ανεξάρτητος ιππεύς. Το τέλος της ιστορίας εκείνης είναι πασίγνωστον. Τα στρατεύματα ανέβαινον αδιακόπως, απορούντα και φοβούμενα διά τον αληθινόν της πορείας των σκοπόν. Τέλος δεν ηδύνατο ν' αποκρυφθή ότι «ο στόλος ην επί βασιλέα». Τότε τινές έφυγον, αλλ' οι πλείστοι αισθανόμενοι ότι ήσαν υπόχρεοι, εβάδισαν προς τα εμπρός. Ενίκησαν τον βασιλέα παρά τα Κούναξα· αλλ' ο Κύρος εφονεύθη.
Οι Έλληνες Βαθμηδόν απεμονώθησαν και περιεκυκλώθησαν. Οι πέντε στρατηγοί των, εν οίς ο ευγενής του Ξενοφώντος φίλος, ο Πρόξενος, ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, ο Θεσσαλός Μένων, κληθέντες υπό του Τισσαφέρνους εις σύσκεψιν, συνελήφθησαν και αναχθέντες εις τον βασιλέα, απεκεφαλίσθησαν. Οι στρατιώται έμειναν άνευ αρχηγών εν τω μέσω χώρας εχθρικής, πλέον ή χίλια μίλια μακράν ελληνικής γης. Τότε τους έσωσεν ο Ξενοφών^ την ακόλουθον νύκτα του φόνου των στρατηγών εκάλεσε τους υπολειπομένους αρχηγούς, καθήρεσε τον μόνον δειλόν αξιωματικόν, ο οποίος συνεβούλευσεν υποταγήν, άνθρωπον κατά το ήμισυ Λυδόν, φορούντα ενώτια· προέτεινε την εκλογήν νέων στρατηγών, εν οίς ήτο και αυτός, διηύθυνε την κάθοδον, τας μάχας και την πορείαν προς τα ανεξερεύνητα όρη του Βορρά. Ολίγαι ημέραι ή νύκτες επέρασαν άνευ κινδύνων μέχρι της αξιομνημονεύτου 27 του Ιανουαρίου του 400 π. Χ., ότε κατά πρώτον είδον την θάλασσαν πλησίον της Σινώπης {ο μεταφραστής διορθώνει εδώ την Σινώπη σε Τραπεζούντα}. Αλλ' ο νους του Ξενοφώντος δεν ησύχασε μέχρις ού παρέδωκε τον στρατόν του εις τον Σπαρτιάτην αρμοστήν Θίβρωνα κατά Μάρτιον του 399 π. Χ.
Τούτο ήτο λαμπρόν ανδραγάθημα. Βεβαίως αι δυσκολίαι δεν ήσαν τόσον μεγάλαι όσον εφαίνοντο· η πορεία εκείνη ήτο η πρώτη προς την Ευρώπην ένδειξις της εσωτερικής ασθενείας των ασιατικών κρατών, ήτις απεδείχθη γυμνή υπό του Αλεξάνδρου, του Πομπηίου, του Λουκούλλου και των διαφόρων κατακτητών της Ινδικής. Αλλά το αισιοδόξον θάρρος του Ξενοφώντος, το σχετικώς ανώτερόν του πνεύμα και η παιδεία του, η διαφανής τιμιότης του, η θεοσέβειά του, συνδυαζόμεναι προς πολλήν ικανότητα εις διοίκησιν ανδρών και αληθινήν στρατιωτικήν ευφυίαν προς απόκρουσιν απροόπτων κινδύνων, τον ανέδειξαν ικανόν προς εκτέλεσιν κατορθώματος, όπου πολλοί εμπειρότεροί του στρατηγοί ίσως ήθελον αποτύχει. Αλλά δεν ήτο τέλειος condottiere. Διότι οι μύριοί του, όσον και αν υπερηφανεύετο κατόπιν ο Ξενοφών διά τα ανδραγαθήματά των, θα περιελάμβανον και πολλούς εκ των χειροτέρων της Ελλάδος τυχοδιωκτών· ο δε Ξενοφών, καθώς ο Πρόξενος, τους μετεχειρίζετο ως ευγενείς ανθρώπους. Μόνον ο γέρων Κλέαρχος, ο έχων την μάστιγα εις τας χείρας και την ύβριν εις τα χείλη, ο διαρκώς συνωφρυωμένος, πλην οσάκις εγίνοντο συμπλοκαί, ήτο ο άνθρωπος ο δυνάμενος να τους δαμάζη.
...σε μετάφραση Στ. Τζουμελέα |
Διά τον Ξενοφώντα η ανάβασις υπήρξε δόξα, αλλά και faux pas. Eκέρδισε δηλαδή ρωμαντικήν φήμην, αλλ' έχασε το επάγγελμά του. Ενεθυμείτο ότι ο Σωκράτης ουδέποτε επεδοκίμασε την εκστρατείαν· ότι ο Δελφικός θεός δεν είχεν ερωτηθή καταλλήλως· και παρηγορείτο σκεπτόμενος ότι ο οικογενειακός μάντις του προείπεν ότι αν ήτο τολμηρότερος, θα ήτο ευτυχέστερος. Η εκστρατεία του αφήκε το συναίσθημα, το οποίον σχεδόν ομολογεί, ότι ήτο αρχικός ανήρ, δηλαδή γεννημένος διά να άρχη. Έγραψε μακρόν μυθιστόρημα, τηνΚύρου παιδείαν, περί του αρχικού ανδρός, όπου ελαφρόν υπόστρωμα της ιστορίας του μεγάλου Κύρου καλύπτεται διά χαρακτηριστικών του νεωτέρου Κύρου και ιδανικών αυτού του Ξενοφώντος. Αλλά τούτο συνέγραψε κατόπιν. Τότε πλέον ή άπαξ ωνειρεύετο να ιδρύση αποικίαν εν Ασία και να γίνη φιλοσοφικός και στρατιωτικός αυτής ηγεμών. Ει δε μη, να έχη έν ή δύο φρούρια παρά τον Ελλήσποντον και να ενεργή ως ανεξάρτητος Έλλην κατά των βαρβάρων. Αλλά τούτο δεν επεθύμησε κανείς άλλος, ο δε Ξενοφών δεν ήθελε να καιροσκοπή ή να διαβάλλη. Λοιπόν εδίσταζε. Δεν ηδύνατο να επιστρέψη εις τας Αθήνας, όπου οι συμπολίται του τότε κατεγίνοντο να θανατώσωσι τον διδάσκαλόν του και πιθανώς θα τον υπεδέχοντο διά κατηγορίας προδοσίας. Εκτός τούτου εκεί δεν υπήρχον περιπέτειαι· περιπετείας πλείστας είχεν η Ασία. Αλλ' εν τω μεταξύ ο περιπλανώμενος ιππότης της Ελλάδος είχε την θέσιν οπλαρχηγού οδηγούντος περίπου οκτώ χιλιάδας οπλοφόρων σχεδόν ανυποτάκτων. Τινές αυτών, όπως ανεκάλυψε, διεπραγματεύοντο την τιμήν της δολοφονίας του προς τον αρμοστήν Θίβρωνα, οποίος φυσικά δεν ήθελε να έχη πλησίον του ανεξάρτητον Αθηναίον κάτοχον τόσου ατάκτου στρατού. Ο φύσει «αρχικός ανήρ» θα ηδύνατο ίσως να πράξη άλλως. Αλλ' ο Ξενοφών παρέδωκε τον στρατόν του και ανέλαβεν υπηρεσίαν υπό τους Σπαρτιάτας, συμμάχους τότε των Αθηνών, εναντίον της Περσίας.
Βεβαίως ήτο βαρεία εργασία να μεταβαίνη από αρμοστού εις αρμοστήν και να μη καταλαμβάνη καμμίαν ισχυράν θέσιν. Εν τούτοις ενυμφεύθη καλήν γυναίκα, την Φιλησίαν, είχε καλούς φίλους εν Χερσονήσω και εδοκίμασε να παραιτηθή. Τέλος κατά τα 396 ήλθεν άλλος στρατηγός, ο βασιλεύς Αγησίλαος, έχων εντολήν ν' αναλάβη δραστηριώτερον πόλεμον κατά του Αρταξέρξου. Τότε ο Ξενοφών ετάχθη εις το επιτελείον του και έγινε στενός του Αγησιλάου φίλος. Αλλ' η τύχη ήτο κακή. Κατά τα 395 αι Αθήναι συνεμάχησαν μετά του Αρταξέρξου, κατά δε το επόμενον έτος η πόλις εκήρυξε πόλεμον κατά της Σπάρτης και κατεδίκασε τον Ξενοφώντα διά «λακωνισμόν», κατηγορίαν ίσην προς τον άλλοτε «μηδισμόν», συνεπάγουσαν εξορίαν και δήμευσιν της ουσίας. Εάν ο Ξενοφών προηγουμένως εδίσταζεν, ήδη δεν ηδύνατο να εκλέξη, εισήλθεν εις την υπηρεσίαν της Σπάρτης, επέστρεψεν εις την Ελλάδα μετά του Αγησιλάου και ήτο μετ' αυτού, ίσως ουχί μαχόμενος, κατά τα 394, ότ' εκείνος ενίκησε τους συμμαχήσαντας Αθηναίους και Θηβαίους εν Κορωνεία.
Ο Ξενοφών ήτο τότε μόλις 41 ετών, αλλ' η στρατιωτική ζωή του είχε λήξει. Οι Σπαρτιάται του έδωκαν κτήμα εν Σκιλλούντι παρά την Ήλιδα και ίσως μετεχειρίσθησαν αυτόν ως πράκτορα. Επέρασε τα κατόπιν 20 έτη ιδιωτεύων καθώς ανεπτυγμένος χωροδεσπότης· δηλαδή έγραφεν αρκετά, εκυνήγει συχνά και ανέτρεψε τους δύο λαμπρούς υιούς, του τον Γρύλλον και τον Διόδωρον — τους Διοσκούρους, ως εκαλούντο — ώστε να ομοιάσωσι προς τον πατέρα των, ως τύποι του τότε ιπποτισμού. Ο κύριος σκοπός της έπειτα ζωής του Ξενοφώντος ήτο πιθανώς να επιτύχη την άρσιν της εξορίας του, ώστε οι υιοί του να μη μείνωσιν απάτριδες. Τέλος δε κατώρθωσε τούτο· ότε αι Αθήναι ανενέωσαν την προς την Σπάρτην συμμαχίαν, ο λακωνίζων δεν ήτο πλέον προδότης και οι δύο υιοί του κατετάχθησαν εις το παλαιόν του τάγμα. Ότε δε ο Γρύλλος έπεσεν εν Μαντινεία, πλείστοι συνέθεσαν επιγράμματα και επιταφίους εις τιμήν του· τότε ο Ξενοφών δεν ανήκε πλέον εις την σπαρτιατικήν υπηρεσίαν. Εξεδιώχθη εκ Σκιλλούντος υπό ανταρσίας των Ηλείων κατά τα 370 και φυγών επέρασε το υπόλοιπον της ζωής του εν Κορίνθω, ήτις ήτο ουδετέρα.
Των συγγραφικών προϊόντων της εν Σκιλλούντι διαμονής σπουδαιότατον βεβαίως και άριστον κατά το ύφος είναι η Ανάβασις. Φαίνεται δε και έν των παλαιοτάτων, καίτοι χωρία τινά — καθώς το Ε' 3, 9, όπου αναφέρει την εν Σκιλλούντι διατριβήν του διά παρατατικών — προσετέθησαν κατόπιν. Αυτοβιογραφίαι ήσαν τότε σχεδόν άγνωστοι· αλλά την δημοσίευσιν της Αναβάσεως επέβαλλον εις τον Ξενοφώντα αι εν Αθήναις περί της δράσεώς του διαδόσεις, ιδίως δε η ήδη δημοσιευθείσα υπό του Σοφαινέτου του Στυμφαλίου εξιστόρησις της εκστρατείας. Αναγινώσκομεν εν τη Αναβάσει ότι ο Σοφαίνετος ήτο ο πρεσβύτατος των στρατηγών· ότι κάποτε είχεν σχεδόν αρνηθή να υπακούση εις την διαταγήν του Ξενοφώντος όπως περάση επικίνδυνον νάπος· ότι είνε προστιμηθή δέκα μνας διά παράλειψιν καθήκοντος. Ταύτα λέγει περί αυτού ο Ξενοφών, αναμφιβόλως δε η περί Ξενοφώντος διήγησις εκείνου έχρηζεν απαντήσεως. Αλλά διατί ο Ξενοφών εδημοσίευσε το βιβλίον ψευδωνύμως και αναφέρει αυτό εν τοις Ελληνικοίς ως έργον Θεμιστογένους του Συρακοσίου; Βεβαίως δεν επειράτο σπουδαίως ν' αποκρυφθή. Το όλον ύφος αποδεικνύει ότι ο αναφερόμενος τριτοπροσώπως Ξενοφών ο Αθηναίος είναι ο πραγματικός του βιβλίου συγγραφεύς. Η εξήγησις είναι αυτονόητος· ότι δηλαδή η ψευδωνυμία ήτο προφύλαξις από δυνατής συκοφαντίας, υπαγορευομένη υπό της νομικής καταστάσεως του Ξενοφώντος, ο οποίος ήτο άτιμος, δηλαδή εκτός του νόμου· ήτο λοιπόν απηγορευμένον εις αυτόν το εν τη Αττική «λέγειν και πράττειν» κατά την νομικήν έννοιαν των λέξεων. Αφού δε δεν ηδύνατο να έχη κτήματα, ποία τάχα ήτο η θέσις βιβλίου, όπερ έγραψεν άνθρωπος τοιούτος; Υπέκειτο άρα γε εις καύσιν, καθώς τα έργα του Πρωταγόρου; Ή ο βιβλιοπώλης υπέκειτο εις καταδίωξιν; Πιθανώτατα λοιπόν ήτο φρόνιμον χάριν του νομικού τύπου να εκδοθή το βιβλίον υπό ασφαλέστερον όνομα.
Το ύφος της Αναβάσεως δεν είναι πολύ έντεχνον και η διήγησις είναι κάποτε άτονος, ενώ τα γεγονότα είναι ζωηρότατα. Και όμως εν τω συνόλω αισθανόμεθα μετά του Γίββωνος ότι «το τερπνόν τούτο έργον είναι πρωτότυπον και αυθεντικόν», τούτο δε αποτελεί ανεκτίμητον χάριν. Πλείσται λεπτομέρειαι είναι ζωνταναί· π.χ. οι Μοσσύνοικοι επιδεικνύουσι τα σιτευτά των παιδία «τεθραμμένα καρύοις φθοις» εις τους θαυμάζοντας Έλληνας, οι παρά την Τραπεζούντα αγώνες δρόμου [Δ' 8,26] γίνονται από λόφου «καλλίστου τρέχειν όπου αν τις βούληται»· οι Θυνοί καλούσιν ονομαστί τον Ξενοφώντα να εξέλθη εκ του οικήματος και ν' αποθάνη γενναίως παρά να μένη εντός και να κατακαή· υπάρχουσι δ' εκατοντάδες τοιούτων χωρίων. Εννοείται ότι ο Ξενοφών σφάλλεται κάποτε εις τας αποστάσεις και τας λεπτομερείας και η ρωμαντική τάσις, την οποίαν ευρίσκομεν εις την Κύρου παιδείαν, έχει ελαφράν αλλ' ορατήν επίδρασιν και εις την Ανάβασιν. Αι δε διακοσμητικαί προσλαλιαί είναι πενιχραί και όχι πειστικαί. Και όμως εν τω συνόλω είναι δροσερόν και χαριτωμένον έργον, όπου ο συγγραφεύς επιτυγχάνει τουλάχιστον να μη παραλύη διεγερτικωτάτην ιστορίαν.
Τα λοιπά του έργα θα διέλθωμεν ακροθιγώς. Ότε ο Σωκράτης κατηγορήθη και παρεξηγήθη, ότε ο Πλάτων και οι άλλοι Σωκρατικοί υπερήσπισαν τον διδάσκαλον, ησθάνθη και ο Ξενοφών υποχρέωσιν να γράψη τα Απομνημονεύματά του. Η αξιόλογος μνήμη του τον εβοήθησε πολύ, ώστε απεικόνισε τοιούτον Σωκράτη, οποίον θ' ανεγνώριζεν ως αληθή και μέτριος άνθρωπος σύγχρονός του. Ο Πλάτων, εξημμένος υπό των ιδίων του θεωριών, αναποφεύκτως μετέβαλε τον Σωκράτη. Αλλά του Ξενοφώντος αι ιδέαι ήσαν μικρότεραι και ευπειθέστεραι. Ο Ξενοφών δεν παρεμόρφωνεν εκτός οσάκις παρενόει. Εις τας κατόπιν εκδόσεις των Απομνημονευμάτων παρενέβαλε λεπτομερή αντίκρουσιν των κατά της μνήμης του Σωκράτους κατηγοριών του «κατηγόρου», ως ονομάζει τον Πολυκράτη, εκεί δε φαίνεται ότι αφήκε την φαντασίαν του μάλλον ελευθέραν. Αφού δε ο Πλάτων έγραψε την Απολογίαν, ο Ξενοφών ηύρε μερικά κενά· εζήτησε και εδημοσίευσε μικρόν ιδικόν του σημείωμα, την Απολογίαν. Αφού πάλιν ο Πλάτων έγραψε το Συμπόσιον, ο Ξενοφών δεν έμεινεν εντελώς ευχαριστημένος εκ της φανταστικής εντυπώσεως του αριστουργήματος εκείνου· διώρθωσε λοιπόν αυτό, γράψας ιδικόν του Συμπόσιον, επίσης φανταστικόν — διότι ήτο παιδίον ότε συνέβη το υποτιθέμενον συμπόσιον — αλλά πολύ ακριβέστερον, έργον διασκεδαστικόν και διά την αρχαιομάθειαν άξιον πολλού λόγου.
Άλλο παράρτημα των Σωκρατικών συγγραμμάτων του Ξενοφώντος, ο Οικονομικός, όπου ο Σωκράτης δίδει συμβουλάς περί διοικήσεως οίκου και των καθηκόντων ανδρός και γυναικός, κινεί κάπως ιδιαιτέρως την συμπάθειαν των νεωτέρων. Η σύζυγος είναι χαριτωμένη, καθώς αι ηρωίδες του Θακεραίη, αλλά περισσότερον δεκτική μορφώσεως, και ο μικρός διάλογος, λαμβανόμενος ομού μετά των αντιστοίχων μερών των Απομνημονευμάτων και της Κύρου παιδείας, αποτελεί το μόνον σχεδόν κατά την περίοδον ταύτην παράδειγμα της αττικής αντιλήψεως περί του ιδεώδους τύπου της συνήθους γυναικός και των συνήθων ευτυχών γάμων. Ο σοφιστής Αντιφών, ο οποίος εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι έγραψε κατά το αυτό πνεύμα, πραγματικώς είναι φιλοσοφικώτερος. Ο Ιέρωνείναι διάλογος περί των τέρψεων του άρχοντος μεταξύ του τυράννου Ιέρωνος και του ποιητού Σιμωνίδου. Ο δε Αγησίλαος είν' εγκώμιον του Ξενοφώντος προς τον βασιλικόν του φίλον, κατεσκευασμένον κυρίως εξ αποσπασμάτων των Ελληνικών και δεικνύον Ισοκρατικήν τινα επιμέλειαν περί το ύφος.
Το μακρότατον του Ξενοφώντος έργον, τα Ελληνικά, διαιρείται εις δύο μέρη διακρινόμενα και κατά τον χρόνον και κατά το ύφος. Το Α' και Β' βιβλίον είναι προφανώς συνέχεια του Θουκυδίδου μέχρι τέλους του πελοποννησιακού πολέμου. Τα δε λοιπά βιβλία περιέχουσι τα χρονικά της Ελλάδος μέχρι της μάχης της Μαντινείας, καταλήγουσι δε διά της φράσεως «εμοί μεν δη μέχρι τούτου γραφέσθω· τα δε μετά ταύτα ίσως άλλω μελήσει». { So far I have written ; what came after will perhaps be another's study } Το πρώτον μέρος, αν και πολύ κατώτερον του Θουκυδίδου κατά την ακρίβειαν, την αντίληψιν, την ενότητα και το ύφος, είν' αισθητώς υπέρτερον του υπολοίπου έργου. Τα Ελληνικά, καίτοι πολλάκις λαμπρά και σαφή κατά τας λεπτομερείας, ως ιστορία είναι ασθενής. Έξω της ιδίας του παρατηρήσεως, ο Ξενοφών είναι λίαν αδύνατος. Η χρονολογία είναι σφαλερά· η σειρά των γεγονότων ακατάληπτος· του δε Επαμεινώνδου ουδεμία υπάρχει εκτίμησις. Όταν δε αναλογισθώμεν ότι η πενιχρά αύτη ιστορία είν' έργον ανδρός ικανού, πολλήν έχοντος πείραν και εξαιρετικάς ευκολίας προς συλλογήν πληροφοριών, τότ' εκτιμώμεν ακριβέστερον την έκτακτον ιδιοφυίαν του Θουκυδίδου.
Έχομεν μίαν πραγματείαν περί της Λακεδαιμονίων πολιτείας, δοκίμιον Περί προσόδων ήτοι των οικονομικών των Αθηνών, τον Ιππαρχικόν, λόγον προς διδασκαλίαν ιππάρχων, τον περί Ιππικής προς διδασκαλίαν ιδιωτών ιππέων, και τον Κυνηγετικόν. Το έργον τούτο υποπτεύεται ένεκα του ύφους, αλλά δυνατόν να είναι νεανικόν. Του δε Περί προσόδων η γνησιότης εξαρτάται κατά μέρος από χρονολογικών ζητημάτων, αλύτων εισέτι· είναι βιβλίον περίεργον και φαίνεται ότι εγράφη προς υποστήριξιν της ειρηνικής πολιτικής του Ευβούλου. Τα δε περί ιππικής δύο εγχειρίδια δεν εμπνέουσιν υψηλήν ιδέαν περί της στρατιωτικής πειθαρχίας των Ελλήνων και είναι ολιγώτερον συστηματικά παρά το Τακτικόν υπόμνημα περί του πώς χρη πολιορκουμένους αντέχειν του συγχρόνου του Αρκάδος ΑΙΝΕΙΟΥ ΤΟΥ ΤΑΚΤΙΚΟΥ (284)
Η δε Κύρου παιδεία δεν είναι ιστορικόν μυθιστόρημα· εάν ήτο τοιούτο, ο Ξενοφών θα ήτο είς των μεγάλων εισηγητών φιλολογικού είδους· είναι πραγματεία περί του ιδεώδους κυβερνήτου και της αρίστης κυβερνήσεως εις σχήμα ιστορίας του μεγάλου Κύρου, όπου η αλήθεια υποτάσσεται εις την διδαχήν. Ο Ξενοφών πιθανώς έλαβε το είδος τούτο παρά του Προδίκου, προτιμήσας αυτό αντί του συνήθους Σωκρατικού φανταστικού διαλόγου. Η Κύρου παιδεία εθαυμάσθη μεγάλως κατά τους αρχαίους χρόνους και τον ιη' αιώνα· το ύφος είν' εντελέστερον παντός άλλου έργου του Ξενοφώντος. Το Ανατολικόν χρώμα διατηρείται καλώς· τα επεισόδια περιέχουσι πολλά τραγικά μέρη, τα οποία δεν εμποιούσι πολλήν εντύπωσιν διά μόνον τον λόγον ότι η νεωτέρα καλαισθησία θέλει περισσοτέραν επεξεργασίαν ή όσην έστεργεν ο Ξενονοφών. Το δε πολιτικόν ιδανικόν, το οποίον αποτελεί τον κύριον του βιβλίου σκοπόν, διαγράφει νόστιμα ο Croiset ως «Βερσαλλίας του ιδ' Λουδοβίκου, διωρθωμένας υπό του Φενελώνος». Εάν πιστεύσωμεν την μαρτυρίαν του Λατίνου γραμματικού Αύλου Γελλίου, η Κύρου Παιδεία ήτο προωρισμένη ως αντίρροπον της Πολιτείας του Πλάτωνος!
Ο Ξενοφών ήτο ερασιτέχνης των γραμμάτων, όπως και του πολέμου και της φιλοσοφίας και της πολιτικής και των κυνηγίων. Ήτο δεκτικός πάσης επιδράσεως, η οποία δεν αντέκειτο προς την ηθικήν του. Το ύφος του είναι απλούν, αλλ' όχι πάντοτε· κάποτε κλίνει προς την καλλιέπειαν· το δ' εγκώμιον του Αγησιλάου δεν περιέχει χασμωδίας και μαρτυρεί την επίδρασιν του Ισοκράτους· αι δημηγορίαι των ιστοριών του και η όλη σύλληψις των Ελληνικών μηνύουσι την επίδρασιν του Θουκυδίδου. Αλλά το παράδειγμα του Πλάτωνος άγει τον Ξενοφώντα εις σύστημα μιμήσεως και διορθώσεως σχεδόν ανόητον. Και η γλώσσα του είν' επίσης δεκτική διαφόρων στοιχείων. Δεικνύει την διαλογικήν και δημοκρατικήν εκείνην έλλειψιν πάσης αποκλειστικότητος, η οποία ετάρασσε τον γράψαντα την Αθηναίων πολιτείαν Ολιγαρχικόν· περιέχει παλαιάς αγροτικάς λέξεις, ποιητικάς λέξεις, λέξεις της lingua franca των εν Ασία μισθοφόρων, και πιθανώς εμφαίνει και την μακράν εν ξέναις χώραις διαμονήν, αλλά διορισμούς δεν έχει. Εάν δε παρά πάντα ταύτα ο Ξενοφών κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους εθεωρήθη ως υπόδειγμα «αττικισμού», τούτο παρείχεν η αρχαϊκή του απλότης και ευκολία εις το γράφειν, inaffectata jucunditas αυτού. Είναι αττικός κατά τούτο, ότι ουδέν έχει παρένθυρσον { he has no bombast }, ουδέποτ' επιδιώκει να «κάμη εντύπωσιν», δύναται δε να ομιλή περί πολλών ζητημάτων, κινών το διαφέρον χωρίς να υψώνη στομφωδώς τον τόνον της φωνής του. (285)
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.