
“Όσο το «εγώ» κυριαρχεί στη ζωή σας, υπάρχουν δύο τρόποι να είστε δυστυχισμένοι, να μην πάρετε αυτό που θέλετε και να πάρετε αυτό που θέλετε” – Eckhart Tolle
Πόσο χρόνο αλήθεια σπαταλούμε προσπαθώντας να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε; Πολύ περισσότερο από ότι μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε είναι η απάντηση. Στην πραγματικότητα, χωρίς αυτή την πεποίθηση, ότι υπάρχει πάντα ένας στόχος που πρέπει να επιτευχθεί, μια κατάσταση ύπαρξης που είναι ανώτερη από αυτήν στην οποία βρισκόμαστε τώρα, ένας υποθετικός χρόνος ή τόπος που θα μας προσφέρει περισσότερη ευτυχία απ’ την παρούσα στιγμή, ο εγωικός μας νους πολύ δύσκολα μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Η αδιάκοπη ανάγκη να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε είναι αυτή που μας κρατάει συνέχεια διχασμένου και διατηρεί το εγώ μας ζωντανό.
Ας το παρατηρήσουμε λίγο περισσότερο. Ξυπνάμε το πρωί και το μυαλό μας επιμένει πως είμαστε ακόμα κουρασμένοι και θέλουμε να γίνουμε αυτός που θα συνεχίσει να κοιμάται στο κρεβάτι του. Την ώρα που πλενόμαστε, αντί να βιώσουμε τη χαρά του δροσερού νερού στο πρόσωπό μας, νιώθουμε το αίσθημα της πείνας και θέλουμε να γίνουμε αυτός που κάθεται στο τραπέζι και τρώει το πρωινό του. Έπειτα βρισκόμαστε στη δουλειά και το μόνο που θέλουμε είναι να γίνουμε το πρόσωπο που έχει τελειώσει το ωράριο εργασίας του και επιστρέφει στο σπίτι του. Ένας συνάδελφος μπορεί να μας εκνευρίζει και επειδή διαβάσαμε ότι δεν πρέπει να έχουμε επικριτικές σκέψεις για έναν άλλον συνάνθρωπο μας, θέλουμε να γίνουμε εκείνο το γαλήνιο πρόσωπο που δεν θα θυμώνει με κανένα. Βλέπετε τώρα τι κάνουμε συνεχώς; Και όλα αυτά δυστυχώς σε καθημερινή βάση χωρίς διάλειμμα.
1. Μένεις ακόμα με τους γονείς σου Ο πιο κλασικός συναγερμός. Σίγουρα, είναι πολύ βολικό να μην ανησυχείς για το ποιος θα σου φτιάξει φαγητό και θα στρώσει το κρεβάτι σου. Μα, αν το καλοσκεφτείς, όλα αυτά που κάνουν οι γονείς σου για σένα είναι πράγματα που εύκολα θα έκανες μόνος σου, αρκεί να αφιέρωνες λίγο χρόνο. Ειδικά αν κάθε μέρα βρίσκεις λόγο να γκρινιάσεις για το πόσο δεν αντέχεις να μένεις άλλο μαζί τους επειδή σε καταπιέζουν, και ‘δεν είσαι πια έφηβος’, το είπες και μόνος σου.




