Οι μονομάχοι στην αρχαία Ρώμη ήσαν η απόλυτη πολεμική μηχανή στις μάχες σώμα με σώμα…………..ζούσαν, έτρωγαν, ανέπνεαν και κοιμόντουσαν μόνο για την μάχη. Γεμάτοι μυστήριο και αγριότητα, οι μονομάχοι αποτελούσαν την ύψιστη ψυχαγωγία για την αιμοδιψή Ρωμαϊκή κοινωνία. Η λατινική ονομασία μονομάχος (Gladiator) προέρχεται από την ονομασία του ξίφους Gladius, που ήταν το δημοφιλέστερο όπλο του Ρωμαϊκού στρατού. Η λέξη μονομάχος στα Λατινικά σημαίνει ξιφομάχος, όμως αργότερα οι μονομάχοι θα χρησιμοποιούσαν περισσότερα και διαφορετικού τύπου όπλα προκειμένου να υπερασπισθούν την ζωή τους.
Προέλευση
Οι μονομαχίες (munera=δημόσια προσφορά) προέρχονται από τους Ετρούσκους (περιοχή Καμπανίας) έχοντας τις ρίζες τους στις τελετουργίες θυσίας στα πνεύματα των νεκρών και την ανάγκη να τους εξευμενίσουν με προσφορές αίματος. Παραδοσιακά, τα munera ήταν οι υποχρεωτικές ταφικές προσφορές στους θανόντες αριστοκράτες. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ το 65 π.Χ. εξελέγη αιδίλιος (aedile), τίμησε τον πατέρα του ο οποίος είχε πεθάνει πριν είκοσι χρόνια με παράσταση σε επαργυρωμένη πανοπλία που απεικόνιζε τριακόσια είκοσι (320) ζεύγη μονομάχων (Πλίνιος XXXIII.53 – Πλούταρχος V.9).
Με νωπές τις μνήμες από την εξέγερση του Σπάρτακου η «Γερουσία» περιόρισε τον επιτρεπόμενο αριθμό μονομάχων στην Ρώμη (Suetonius X.2). Το 46 π.Χ., μετά τις νίκες στη Γαλατία και την Αίγυπτο, ο Καίσαρας διοργάνωσε λαμπρές εκδηλώσεις στον τάφο της κόρης του Ιουλίας, που είχε πεθάνει στη γέννα οκτώ χρόνια νωρίτερα, με θεατρικά έργα και θηριομαχίες ο οποίες περιελάμβαναν και την πρώτη εμφάνιση καμηλοπάρδαλης. Η εκδήλωση ωστόσο επικρίθηκε, για την υπερβολή της και τον αριθμό των θυμάτων στις μονομαχίες, συμπεριλαμβανομένων αρκετών από τους στρατιώτες του Καίσαρα, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν ότι τελικά δεν έλαβαν τα χρήματα που είχαν συμφωνηθεί. (Dio , XLIII.24).
Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας, οι αγώνες (munera) χρηματοδοτούνταν ιδιωτικά από την οικογένεια η οποία επρόκειτο να τους παρουσιάσει με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε επίδειξη πλούτου και γοήτρου και το τελετουργικό να χάσει μεγάλο μέρος της θρησκευτικής σημασίας, αποκτώντας περισσότερο πολιτική χροιά. Προκειμένου να περιορίσει αυτού του είδους την εξουσία, ο Αύγουστος τους ανέθεσε στους «πραίτορες» περιορίζοντας ταυτόχρονα τον επιτρεπόμενο αριθμό σε δύο ανά έτος και εξήντα ζεύγη μονομάχων (Διόδωρος, LIV.2.4). Τελικά, οι αγώνες υιοθετήθηκαν από τους αυτοκράτορες, ως αναπόσπαστο τμήμα της εξουσίας τους. Πράγματι, προς το τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ, ο Τερτυλλιανός αναφέρει στο De Spectaculis XII : «αυτή η κατηγορία δημόσιας ψυχαγωγίας έχει μετατραπεί από φιλοφρόνηση προς τους νεκρούς σε φιλοφρόνηση προς τους ζωντανούς».
Μετά την εξέγερση των σκλάβων του Σπάρτακου το 73 π.Χ το κράτος ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο των δημόσιων παιγνίων (ludi), και μεγάλος αριθμός μονομάχων εκπαιδεύθηκε σε αυτοκρατορικά σχολεία (είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ludus σημαίνει «παιχνίδι» και «σχολείο» διότι αμφότερα απαιτούν μίμηση και επανάληψη). Υπό την κηδεμονία ενός διευθυντή (lanista), ένας θίασος μονομάχων (familia) μπορούσε να πωληθεί ή εκμισθωθεί και πολλοί χρησιμοποιούνταν από πολιτικούς και πλούσιους πολίτες ως σωματοφύλακες, ειδικά σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής.
Οι περισσότεροι μονομάχοι ήσαν αιχμάλωτοι πολέμου, ή σκλάβοι που αγοράσθηκαν για τον συγκεκριμένο σκοπό, ή εγκληματίες που καταδικάστηκαν να εκτίσουν την ποινή τους στα εν λόγω παίγνια (damnati ad ludos). Σε μια εποχή όπου οι τρεις από τους πέντε δεν κατόρθωναν να επιβιώσουν μέχρι τα εικοστά τους γενέθλια, οι πιθανότητες ενός επαγγελματία μονομάχου να σκοτωθεί σε οποιαδήποτε «αγωνιστική» περίοδο, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ, ήταν περίπου μία στις δέκα. Αλλά για τον εγκληματία που επρόκειτο να εκτελεστεί δημοσίως (damnati ad mortem) ή για τους Χριστιανούς μάρτυρες που αρνήθηκαν να αποκηρύξουν την πίστη τους, δεν υπήρχε ελπίδα επιβίωσης στην αρένα.
Ο Σενέκας όταν κάποιο μεσημέρι έφτασε στο αμφιθέατρο (είχε προηγηθεί η παράσταση των θηρίων και ακολουθούσαν οι μονομαχίες) διαμαρτυρήθηκε για την μεσημβρινή σφαγή εγκληματιών λέγοντας «οι άνδρες δεν έχουν καμία αμυντική θωράκιση. Είναι εκτεθειμένοι σε χτυπήματα σε όλο το σώμα, χωρίς να έχουν καν το δικαίωμα απεργίας. Δεν υπάρχει κράνος ή ασπίδα για να αποκρούσουν το χτύπημα. Εξ άλλου ποια είναι η ανάγκη ύπαρξης αμυντικής πανοπλίας ή δεξιοτήτων; Όλα αυτά απλώς αναβάλλουν τον θάνατο. Οι θεατές απαιτούν ο εγκληματίας να αντιμετωπίσει τον άνθρωπος που πρόκειται να τον σκοτώσει και προστατεύουν πάντοτε τον νικητή για την επόμενη εκτέλεση αφού το αποτέλεσμα κάθε αγώνα είναι το ίδιο……………….θάνατος». (Epistle VII).
Την σταδιοδρομία μονομάχου επέλεγαν εθελοντικά και ελεύθεροι πολίτες (auctorati) ώστε το τέλος της Δημοκρατίας να αποτελούν το ήμισυ του συνολικού αριθμού των μονομάχων. Συνήθως ήσαν κοινωνικοί παρίες, απελευθερωμένοι σκλάβοι, βετεράνοι στρατιώτες, ή πρώην μονομάχοι που είχαν συνταξιοδοτηθεί, αλλά επέλεξαν να επιστρέψουν. Υπέγραφαν έναντι αμοιβής και δεσμεύονταν με όρκο απόλυτης υποταγής στον εκπαιδευτή…………….να καούν, μαστιγωθούν, δαρούν, ή θανατωθούν εφόσον διαταχθούν (Πετρόνιος «Σατυρικόν, CXVII» – Σενέκας «Επιστολές Ηθικής XXXVII.1»).
Παρά την κατακραυγή οι Ρωμαίοι πολίτες ακόμη και οι ευγενείς θεωρούσαν μερικές φορές την καριέρα ενός μονομάχου τιμητική. «Ορισμένες Ιταλικές πόλεις αναγκάζονταν και ορισμένες φορές παροτρύνονταν, να θεσπίζουν οικονομικά κίνητρα για τους ανεπιθύμητους μεταξύ των νέων» (Τάκιτος «Ιστορίαι II.62). Για να γιορτάσει την θριαμβευτική επιστροφή του στη Ρώμη το 46 μ.Χ., ο Καίσαρας χρηματοδότησε μονομαχίες στις οποίες ένας πρώην γερουσιαστής πολέμησε μέχρι θανάτου (Suetonius XXXIX.1). Ένας γερουσιαστής ήθελε να πολεμήσουν με πλήρη πανοπλία, αλλά του αρνήθηκαν την άδεια (Dio XLIII.23.5). Όταν ένα μέλος της οικογένειας των Γράκχων αγωνίστηκε ως δικτυοβόλος (retiarius) το σκάνδαλο ήταν ακόμα μεγαλύτερο, διότι θα μπορούσε να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του του. Πράγματι, το έτος 63 μ.Χ. επί βασιλείας Νέρωνα «οι αγωνιζόμενοι μονομάχοι υπερβαίνουν κάθε προηγούμενο αριθμό όσον αφορά σε διακεκριμένους πολίτες και γερουσιαστές οι οποίοι ντροπιάζουν τους εαυτούς τους στην αρένα» (Τάκιτος Χρονικά XV.32).
Ο αυτοκράτωρ Μάρκοε Αυρήλιος Κόμμοδος (180 – 192 π.Χ) συμμετείχε στους αγώνες ως μονομάχος. Έχοντας επιτύχει χιλιάδες νίκες σε επίσημους και «φιλικούς» αγώνες έναντι των άτυχων αντιπάλων του όπως αναφέρει ο Κάσσιος: «…………κόβοντας τις μύτες ορισμένων, τα αυτιά και άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου» (LXXIII.17.2) και σκοτώνοντας άγρια ζώα που έφερναν από την Ινδία και την Αφρική». Ήταν τέτοιο το πάθος του για τις μονομαχίες ώστε σκόπευε να εορτάσει το έτος 193 ως “Ύπατος και μονομάχος”. Όμως αυτή η προοπτική θεωρήθηκε αδιανόητη, από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, οι οποίοι τον δολοφόνησαν, μια ημέρα πριν υλοποιήσει το σχέδιό του.
Κατηγορίες μονομάχων
Αρχικά, οι αιχμάλωτοι στρατιώτες μονομαχούσαν με τα δικά τους όπλα και στυλ μάχης και ήσαν η αιτία ώστε οι μονομάχοι να αποκτήσουν εξωτική εμφάνιση, προκειμένου να υπάρχει διάκριση μεταξύ των ηττημένων εχθρών και των Ρωμαίων κατακτητών.
Οι Σαμνίτες (samnites) μια φυλή από την Καμπανία εναντίον των οποίων είχαν πολεμήσει οι Ρωμαίοι τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. ήσαν το πρότυπο για τους επαγγελματίες μονομάχους της Ρώμης και ο εξοπλισμός τους ήταν ο πρώτος που εγκρίθηκε – χρησιμοποιήθηκε στην αρένα. Οι Σαμνίτες έφεραν περίτεχνο κράνος (galea), μεγάλη δερμάτινη ζώνη (balteus) ενισχυμένη με λωρίδες από μέταλλο, μεγάλη επιμήκη ασπίδα (scutum) ξίφος (gladius, όπως αναφέρει ο Ισίδωρος της Σεβίλλης, XVIII.6) και ενίοτε επικνημίδα (ocrea) στο αριστερό πόδι.
Δύο κατηγορίες μονομάχων πήραν το όνομά τους από φυλές που είχαν νικήσει οι Ρωμαίοι, οι Γαλάτες (Galli) και οι Θράκες (Thraeces). Οι Γαλάτες έφεραν τυπικό Γαλατικό οπλισμό αποτελούμενο από ξίφος και ασπίδα και τις περισσότερες φορές εμάχοντο χωρίς πανοπλία. Οι Θράκες, έφεραν αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν κλασσική πανοπλία μονομάχου, με προστατευτικά επιθέματα στα πόδια, μεταλλικές περικνημίδες, προστατευτικό χειρός και κράνος με γείσο. Ως οπλισμό είχαν μικρό καμπυλωτό ξίφος (sica) και μικρή τετράγωνη ασπίδα.
Την εποχή του Αυγούστου, οι Σαμνίτες έγιναν σύμμαχοι της Ρώμης και το όνομα διεγράφη, για να αντικατασταθεί από τους Σεκιούτορες(secutor=διώκτης) την κατηγορία στην οποία διαγωνίσθηκε ο Κόμμοδος και οι οποίοι ήσαν εξοπλισμένοι με κράνος που κάλυπτε όλο το κεφάλι και έφερε δύο μικρά ανοίγματα στην θέση των ματιών, πιθανώς για να προστατεύουν τα μάτια τους από την τρίαινα των Ρετιάριων και ως οπλισμό είχαν Ρωμαϊκό ξίφος και μεγάλη ασπίδα.
Ο Δικτυοβόλος (retiarius) ήταν οπλισμένος με τρίαινα, δίχτυ για να παγιδεύει τον αντίπαλο και προστατευόταν από μια επωμίδα (galerus) στην αριστερή πλευρά.
Ο Μουρμίλος (murmillo) που ήταν εξοπλισμένος με μεταλλικό κράνος το οποίο κάλυπτε όλο το κεφάλι και είχε μεταλλικό λοφίο το οποίο έμοιαζε με ψάρι. Φορούσε μεταλλικές περικνημίδες υφασμάτινο (καπιτονέ) προστατευτικό στο ένα χέρι και πολεμούσε με μεγάλη ασπίδα και ξίφος gladius.
Οι Κρουπελάριοι (Crupellarius) ήσαν βαριά θωρακισμένοι φέροντας ολόσωμη πανοπλία και κράνος που προσομοίαζε με δοχείο με δύο ανοίγματα στην θέση των ματιών και ως οπλισμό ξίφος και μεταλλική ορθογώνια ασπίδα. Σε αυτήν την κατηγορία συμμετείχαν συνήθως εξαιρετικά μυώδεις μονομάχοι λόγω του βάρους του εξοπλισμού.
Ο Οπλομάχος (hoplomachus) ο οποίος έφερε προστατευτικά επιθέματα (καπιτονέ βάτες) στο ένα χέρι και στα δύο πόδια και πλήρες μεταλλικό κράνος. Αγωνιζόταν με μικρή στρογγυλή ασπίδα, ξιφίδιο και δόρυ για τις επιθέσεις σε μεσαία απόσταση.
Ο Σεκιούτορας και ο Δικτυοβόλος ορισμένες φορές πολεμούσαν σε ζεύγος εναντίον του βαριά οπλισμένου Μουρμίλου και αυτός με τη σειρά του, συνήθως ανταγωνιζόταν τον Θράκα, ή τον Οπλομάχο.
Υπήρχαν και άλλες κατηγορίες όπως οι Αρματομάχοι (essedarius) οι οποίοι αγωνίζονταν οδηγώντας πολεμικά άρματα όπως οι Βρετανοί Κέλτες και πιθανώς καθιερώθηκαν από τον Ιούλιο Καίσαρα μετά την εισβολή του στο νησί.
Επίσης υπήρχαν οι Ιππείς (equites) οι οποίοι εμάχοντο έφιπποι.
Οι Λακεάριοι (laquearii) οι οποίοι σύμφωνα με τον Ισίδωρο της Σεβίλλης (Ετυμολογίες XVIII.56) χρησιμοποιούσαν θηλιά ή λάσο για να εξουδετερώσουν τους αντιπάλους τους.
Οι Βελίτες (velites) ή ακροβολιστές που έφεραν μικρό κράνος, στρογγυλή ασπίδα και ως βασικό όπλο χρησιμοποιούσαν ακόντια και εφεδρικά μικρό ξίφος.
Οι Τοξότες (sagittarius) αγωνιζόντουσαν με τόξο και βέλη.
Οι Διμάχαιροι (dimachaerus) που ήσαν ελαφρύτερα οπλισμένοι, καθότι έφεραν ελαφρά θωράκιση στα χέρια και στα πόδια (περικνημίδες) και δεν έφεραν ασπίδα. Για την επίθεση χρησιμοποιούσαν δύο ξίφη, τα οποία χρησίμευαν και ως ασπίδα.
Οι Χαράκτες (scissor) αυτό το είδος μονομάχων αγωνιζόταν χρησιμοποιώντας ένα όπλο που αποτελείτο από χαλύβδινο σωλήνα, το οποίο περιέβαλλε τον βραχίονα του μονομάχου καταλήγοντας σε ημικυκλική λεπίδα. Στο εσωτερικό του σωλήνα υπήρχε προσαρμοσμένη λαβή προκειμένου ο μονομάχος να ελέγχει τις κινήσεις. Ο μονομάχος μπορούσε να χρησιμοποιήσει το προστατευμένο χέρι του και ως ασπίδα για να αποκρούει τα χτυπήματα του αντιπάλου του. Στο άλλο χέρι έφερε ξίφος για να επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα και επίσης ολόσωμη υφασμάτινη προστατευτική στολή και πλήρες κράνος.
Οι Προβοκάτορες (provocator) που αποτελούσαν απεικόνιση των λεγεωνάριων και στον εξοπλισμό των οποίων προστέθηκε προστατευτικός θώρακας και πλήρες κράνος, ενώ η ασπίδα και το ξίφος παρέμειναν τα ίδια με των λεγεωνάριων (ορθογώνια ασπίδα και gladius).Τονίζεται ότι οι προβοκάτορες μαχόντουσαν συνήθως μεταξύ τους και όχι εναντίον άλλων κατηγοριών.
Μία από τις πλέον περίεργες κατηγορίες ήσαν οι μονομάχοι Ανδάβατοι(andabata) των οποίων το κράνος δεν έφερε ανοίγματα στα μάτια και εμάχοντο στα τυφλά σε μεταξύ τους αγώνες είτε πεζοί, είτε έφιπποι.
Οι Μονομάχες (θηλ.) (gladiatrix ή gladiatrices) ήσαν γυναίκες μονομάχοι οι οποίες έφεραν τυπικό εξοπλισμό λεγεωναρίου και μαχόντουσαν μεταξύ τους ή εναντίον άγριων θηρίων. Την κατηγορία των θηλυκών μονομάχων προσπάθησε να καταργήσει ο Σέπτιμος Σέβηρος το 200 μ.Χ χωρίς επιτυχία.
Είναι σημαντικό το γεγονός ότι αυτοί οι διαφορετικοί τύποι των μονομάχων κληρώνονταν να μονομαχήσουν σε κατάλληλα ζεύγη, ώστε το πλεονέκτημα του ενός αντισταθμιζόταν από τη δύναμη του άλλου, διότι δεν ήταν δίκαιο και τιμητικό να νικήσουν υποδεέστερο αντίπαλο. Οι μονομάχοι ήσαν ισοδύναμα ζευγοποιημένοι, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Οι Ρετιάριοι ήσαν ελαφρά οπλισμένοι αλλά ευκίνητοι, οι Σεκιούτορες και Μουρμίλοι ήσαν βαριά οπλισμένοι αλλά δυσκίνητοι. Αυτή ακριβώς η ασσυμετρία καθιστούσε τους αγώνες ενδιαφέροντες. Κάθε τύπος έχει το δικό του ιδιαίτερο οπλισμό, τις στρατηγικές και τις δεξιότητες και επειδή μόνο με τη αντιπαράθεση μπορούσε να αποδειχθεί ο καλύτερος, γι’ αυτό οι όμοια οπλισμένοι μονομάχοι σπανίως ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον. Οι περισσότεροι αγώνες, στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι έγιναν μεταξύ Θρακών ή Δικτυοβόλων και εναντίον βαρύτερα οπλισμένων αντιπάλων…………..τους εν λόγω αγώνες το κοινό αποκαλούσε μικρή ασπίδα ή μεγάλη ασπίδα (parmularii ή scutarii).
Οι μονομάχοι συμμετείχαν επίσης σε προσομοιώσεις ναυμαχιών (naumachiae) σε μεγάλες τεχνητές λίμνες ή ακόμα και στην αρένα του Κολοσσαίου, η οποία για τις ανάγκες της εκδήλωσης μπορούσε να μεταβληθεί σε λίμνη με τεχνητή πλημμύρα.
Οι Θηριομάχοι (bestiarii) δεν ήσαν μονομάχοι όπως οι προηγούμενοι, αλλά μαχόντουσαν στην αρένα εναντίον άγριων θηρίων (τίγρεις – λέοντες).
Οι Βενάτορες (venatores) ήταν ειδικοί στο κυνήγι – αιχμαλωσία άγριων ζώων (venationes).
Η δημοτικότητα αυτών των σκληρών θεαμάτων ήταν τέτοια ώστε την στιγμή που καταργήθηκαν το 523 μ.Χ. κατά τη διάρκεια της θητείας του προξένου Φλάβιου Μαξίμου, δεκάδες χιλιάδες ζώα είχαν σκοτωθεί και ολόκληρα είδη τελούσαν προς εξαφάνιση. Δεν υπήρχαν πλέον ιπποπόταμοι στη Νουβία ή ελέφαντες στη Βόρεια Αφρική. Τα λιοντάρια που κάποτε απεικονίζονταν ως χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι στα Ασσυριακά ανάγλυφα είχαν εκλείψει. Περίπου 5 – 10.000 ζώα εκτιμάται ότι σκοτώθηκαν στο Κολοσσαίο – 11.000 θανατώθηκαν κατά τον εορτασμό της κατάκτησης της Δακίας από τον Τραϊανό και ο Αύγουστος καυχόταν ότι στις είκοσι έξι venationes που διοργάνωσε θανατώθηκαν 3.500 ζώα. Όταν ο Πομπήιος παρουσίασε ελέφαντες και τους πρώτους ρινόκερους στο Circus Maximus, το έπραξε εν μέρει για να δείξει τη δύναμή του επιβαλλόμενος στα ισχυρότερα θηρία.
Ιστορικό
Οι μονομαχίες αρχικά γινόντουσαν στην αγορά (forum) όπου στηνόντουσαν προσωρινά περίπτερα. Σύμφωνα με Κάσσιο Δίωνα, ο Ιούλιος Καίσαρ, «έχτισε ένα είδος κυνηγετικού περιπτέρου το οποίο ονόμασε αμφιθέατρο από το γεγονός ότι διέθετε θέσεις περιμετρικά χωρίς επίπεδα» (XLIII.22.3). Ο Νέρων κατασκεύασε ένα ξύλινο αμφιθέατρο το 57 μ.Χ το οποίο κατέρρευσε προκαλώντας τον τραγικό θάνατο εκατοντάδων ή χιλιάδων θεατών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τιβέριου, κατασκευάστηκε ένα ξύλινο αμφιθέατρο το οποίο είχε χωρητικότητα είκοσι ή πενήντα χιλιάδες θεατές (Τάκιτος). Το πρώτο μόνιμο αμφιθέατρο στη Ρώμη χρονολογείται επί Υπατείας Αυγούστου το 30 π.Χ.
Στεγάζοντας περίπου πενήντα χιλιάδες θεατές, το μεγαλύτερο και πλέον καλαίσθητο εξ όλων των αμφιθεάτρων ήταν το Φλάβιο Αμφιθέατρο(Amphitheatrum Flavium) ή Κολοσσαίο, το οποίο ξεκίνησε επί Βεσπασιανού και εγκαινιάστηκε από τον Τίτο το 80 μ.Χ. με αγώνες που κράτησαν εκατό ημέρες. Ο Δομιτιανός (81 – 96 μ.Χ.), ολοκλήρωσε την περίτεχνη υποδομή με ράμπες και κλουβιά με τροχαλίες που επέτρεπαν στα ζώα να εισέρχονται μέσω καταπακτών στην αρένα (harena = η άμμος που χρησιμοποιείτο για να απορροφήσει το χυμένο αίμα). Ίδρυσε επίσης σε κοντινή απόσταση, τέσσερις σχολές μονομάχων μεταξύ των οποίων και μία για την εκπαίδευση των bestiarii. Η μεγαλύτερη εξ αυτών, η Ludus Magnus, συνδεόταν με το αμφιθέατρο μέσω υπογείου περάσματος και η καθεμία είχε τη δική της αρένα ώστε να μπορεί κάποιος να παρακολουθεί την εκπαίδευση των μονομάχων.
Οι χορηγοί των αγώνων είχαν κύρος και ήσαν οπαδοί αυτού που ο Ιουβενάλιος (Juvenal) αποκαλούσε άρτος και θεάματα (panem et circenses). Κατά την βασιλεία των Αντωνίνων κατοικούσαν την Ρώμη ένα εκατομμύριο άνθρωποι και μεγάλο ποσοστό εξ αυτών ήσαν άνεργοι. Για την διασκέδασή τους, υπήρχαν τα λουτρά, θέατρα, και Τσίρκα, συμπεριλαμβανομένου του Μεγάλου Τσίρκου (Circus Maximus). Μετά την χορηγία του Δομιτιανού, η munera διατηρήθηκε από τον αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν ο μόνος που μπορούσε να διοργανώσει τέτοια θεάματα (εάν άτομα ή τοπικοί άρχοντες επιθυμούσαν να οργανώσουν αγώνες εκτός Ρώμης, απαιτείτο επίσημη έγκριση).
Οι μαχητές συνήθως αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον σε μάχη ένας εναντίον ενός, αλλά υπήρχαν επίσης και ομαδικές (massed) μονομαχίες, μερικές φορές μεταξύ εκατοντάδων ζευγαριών. Πέντε χιλιάδες ζεύγη πολέμησαν στους αγώνες που δόθηκαν από τον Αύγουστο και το 107 μ.Χ, κατά τον εορτασμό για την κατάκτηση της Δακίας από τον Τραϊανό, αγωνίσθηκε ο ίδιος αριθμός ανδρών για μια περίοδο τεσσάρων μηνών.
Οι μονομαχίες διοργανώνονταν σε ετήσια βάση, διαρκούσαν δέκα ή δώδεκα ημέρες και συχνά συνέπιπταν με τον εορτασμό των Σατουρνάλιων(Saturnalia=εορτές προς τιμήν του θεού Saturn o οποίος αντιστοιχούσε στον Ελληνικό θεό Κρόνο). Στη Ρώμη, όχι περισσότερα από εκατόν είκοσι ζευγάρια πολεμούσαν συνήθως σε κάθε εορτασμό (munus) όπου διαφημίζονταν με κόκκινα γράμματα από επαγγελματίες ζωγράφους (scriptores) και αναγγέλλονταν από τους κήρυκες. Υπήρχαν προγράμματα αγώνων, στοιχήματα και η πολιτική εκμετάλλευση ήταν ισχυρή, επί παραδείγματι ο Καλιγούλας και ο Τίτος υποστήριζαν τους Θράκες, ενώ ο Δομιτιανός τους Μουρμίλους.
Την ημέρα πριν από την εκδήλωση, δινόταν δημόσιο Συμπόσιο (coena libera) για τους μονομάχους, μερικοί από τους οποίους έτρωγαν υπερβολικά σαν να είναι το τελευταίο γεύμα τους, άλλοι έτρωγαν μετρημένα για να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση, ενώ άλλοι δεν έτρωγαν όντας τρομοκρατημένοι με ότι τους επεφύλασσε η επόμενη ημέρα. Με δεδομένο ότι η συνήθης διατροφή τους περιελάμβανε ως επί το πλείστον κριθάρι (ο Πλίνιος αναφέρεται σε μονομάχουςhordearii = τρώγοντες κριθάρι) το προεόρτιο γεύμα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη (Πλίνιος «Φυσική Ιστορία, XVIII.72»).
Την ημέρα των αγώνων, οι μονομάχοι παρήλαυναν τελετουργικά γύρω από την αρένα πριν υποβάλλουν τον χαιρετισμό στο βάθρο του αυτοκράτορα, αναφωνώντας….χαίρε Καίσαρ οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν (aveimperator, morituri te salutant). Οι προκαταρκτικές εκδηλώσεις περιελάμβαναν παρωδίες μονομαχιών μεταξύ διασκεδαστών (Praegenarii) που πολεμούσαν με ξύλινα όπλα. Στη συνέχεια άρχιζαν οι αγώνες υπό την συνοδεία ήχων, φλάουτων, κεράτων και ενός οργάνου με νερό, μαζί με κραυγές ενθάρρυνσης από τον διαιτητή (lanista) ο οποίος συχνά επιβαλλόταν χρησιμοποιώντας μαστίγιο ή ράβδους από καυτό σίδερο.
Όταν ένας μονομάχος «έπεφτε» ακουγόντουσαν κραυγές όπως Habet, Hochabet (τελείωσε) ή Mitte (αφήστε τον να φύγει ) ή Iugula (σκοτώστε τον). Εφόσον ήταν σε θέση ο τραυματίας μονομάχος, άφηνε κάτω την ασπίδα του και ύψωνε τον δείκτη του αριστερού χεριού, προκειμένου να ζητήσει έλεος είτε από τον αντίπαλό του, ή από τον κριτή, ο οποίος κρατώντας ένα μεγάλο ραβδί έπρεπε να διασφαλίσει στη συνέχεια ότι δεν θα υπήρχαν περαιτέρω χτυπήματα. Το πλήθος εξέφραζε την έγκρισή του, στρέφοντας ανάλογα τους αντίχειρες (pollice verso) (επάνω σήμαινε χάρις – κάτω σήμαινε θάνατος).
Ο αυτοκράτορας ως επίσημος και κυρίαρχος των αγώνων, ελάμβανε την τελική απόφαση, η οποία σχεδόν πάντοτε εμπεριείχε και πολιτική σκοπιμότητα, καθότι έπρεπε να λάβει υπόψιν τις επιθυμίες του πλήθους. Ο Μάρκος Βαλέριος Μαρτιάλης γράφει στο De Spectaculis (XXIX) ότι όταν οι θεατές παρακάλεσαν να χαρισθούν οι ζωές αμφότερων των μονομάχων αφού είχαν πολεμήσει καλά, τότε ο Καίσαρ εφήρμοσε τον δικό του νόμο ο οποίος έλεγε: «ο αγώνας έπρεπε να συνεχισθεί μέχρι να υψωθεί το δάκτυλο (digitum ad) ή έως ότου ο ένας αναγνωρίσει την ήττα». Αυτή ήταν η γενναιοδωρία της εξουσίας προς τους πολίτες της Ρώμης, την οποία ενίοτε σκόπιμα δραματοποιούσε ο εκάστοτε αυτοκράτορας προκειμένου να ενισχύσει την αυτοκρατορική του θέση.
Αν ο αυτοκράτορας δεν ήταν παρών, ο οργανωτής (editor) των αγώνων αποφάσιζε την τύχη του ηττημένου. Ακόμη και αν ηττάτο, ένας μονομάχος μπορούσε να δοθεί χάρις (missus) εφόσον είχε αγωνισθεί καλά ή σε περίπτωση που ο αγώνας έληγε ισόπαλος, τότε αμφότεροι οι μονομάχοι έπαιρναν αναβολή. Αλλά ένας μονομάχος, θα μπορούσε να αναγκαστεί να πολεμήσει την ίδια ημέρα, αν και αυτό θεωρείτο άδικο, ενώ υπήρχαν και αγώνες στους οποίους δεν προβλεπόταν χάρις στον ηττημένο (sine missione). Στους νικητές απονέμονταν κορώνες ή ένα κλαδί φοίνικα και το χρηματικό έπαθλο που προβλεπόταν στις συμβάσεις τους, καθώς και οποιαδήποτε χρήματα που εδίδοντο από το πλήθος και συλλέγονταν σε ασημένιο δίσκο.
Οι πεσόντες απομακρύνονταν από την Porta Libitinensis και μεταφέρονταν στο «αποδυτήριο» (spoliarium) όπου απογυμνώνονταν από την πανοπλία και τα όπλα τους, τα οποία επιστρέφονταν στο οπλοστάσιο των μονομάχων. Οι νικητές έβγαιναν μέσα από άλλη πύλη, την Porta Triumphalis και όσοι είχαν ηττηθεί, αλλά γλιτώσει αναχωρούσαν μέσω της Porta Sanavivaria. Εάν ένας μονομάχος επιζούσε επανειλημμένα στην αρένα και ζούσε αρκετά για να συνταξιοδοτηθεί, του απονεμόταν συμβολικά ξύλινο σπαθί (rudis) ως ένδειξη τιμής.
Ο μονομάχος ασκούσε μια νοσηρή γοητεία στους αρχαίους Ρωμαίους. Το αίμα τους θεωρείτο φάρμακο κατά της ανικανότητας και η νύφη της οποίας τα μαλλιά θα εκόβοντο από δόρυ ηττημένου μονομάχου θεωρείτο ότι θα είχε ένα γόνιμο έγγαμο βίο. Παρά το γεγονός ότι η ζωή τους ήταν βίαιη και σύντομη, συχνά οι μονομάχοι θαυμάζονταν για τη γενναιότητα, την αντοχή και περιφρόνηση στον θάνατο.
Για να ενισχύσουν την θέση τους στην αρένα οι μονομάχοι μάθαιναν να τιμούν το κοινό και εκείνο σε αντάλλαγμα τους προσέφερε δόξα. Απεικονίζονται στα ψηφιδωτά των ταφικών μνημείων και αποτελούν το θέμα επιγραφών που σε ορισμένες περιπτώσεις γράφονταν με υπερηφάνεια από τους ίδιους όπως: «Celadus ο Θράξ, τρεις φορές στέφθηκε νικητής». Αλλά ακόμη και ως νικητές οι μονομάχοι παρέμεναν μιαροί (infamis). Παρέμειναν παρίες της κοινωνίας και κατατάσσονταν στο ίδιο κοινωνικό επίπεδο με τους εγκληματίες ή τα μέλη άλλων υποδεέστερων επαγγελμάτων (Τάκιτος «Χρονικά I.76»).
Στην σύγχρονη εποχή η σφοδρή επιθυμία των θεατών για αίμα (κοινού και αυτοκρατόρων) η βιαιότητα της μάχης και οι απάνθρωποι θάνατοι ανθρώπων και ζώων φαντάζουν απάνθρωπα. Θα πρέπει όμως να ληφθεί υπόψιν ότι η αρχαία Ρώμη ήταν μια πόλη «σκληρή». Οι ηττημένοι εχθροί και οι εγκληματίες είχαν απολέσει οποιοδήποτε δικαίωμα στην κοινωνία, αν και μπορούσαν να γλυτώσουν (servare) τον θάνατο και να γίνουν δούλοι (servi) αλλά η ζωή του σκλάβου δεν είχε αξία και μπορούσε να αφαιρεθεί ανά πάσα στιγμή. Ο αρχηγός της οικογένειας είχε τον απόλυτο έλεγχο στις ζωές των δούλων του, αλλά και της συζύγου και των παιδιών του. Στο στρατό ο θάνατος ήταν η συνέπεια της δειλίας.
Η πανούκλα ήταν πάντα παρούσα, όπως ήσαν οι «ιδιοτροπίες» του αυτοκράτορα, ο οποίος μπορούσε να πάρει ένα θεατή από το πλήθος και να τον ρίξει στην αρένα (Suetonius, «Κλαύδιος XXIV» «Καλιγούλας XXXV» «Δομιτιανός Χ» Διόδωρος LIX.10). Οτιδήποτε υπήρχε πέρα από τα τείχη της πόλης και το pomerium (θρησκευτική οριοθέτηση της πόλης) συνιστούσε απειλή. Οι παραστάσεις μονομάχων ήταν μέρος αυτής της πολεμικής κουλτούρας πειθαρχίας και θανάτου.
Η δημόσια εκτέλεση όσων δεν υπέβαλλαν τα σέβη τους στη Ρώμη – πρόδιδαν τη χώρα τους – είχαν καταδικαστεί για ειδεχθή εγκλήματα, αποτελούσε την φυσική συνέπεια των πράξεών τους. Σε μια κοινωνία που ήταν βαθιά στρωματοποιημένη (συμπεριλαμβανομένων των θεατών στο Κολοσσαίο) ο σφετερισμός δικαιωμάτων μπορούσε να διορθωθεί μόνο με τη δημόσια εξαθλίωση και τον θάνατο. Αφού είχε απορριφθεί από την κοινωνία, ο εγκληματίας δεν μπορούσε πλέον να ζητήσει την προστασία του από τις δυνάμεις της φύσης και έτσι δινόταν βορά στα στοιχεία της φύσης όπως στα θηρία (ad bestias) ή στην πυρά (flammas ad).
Η δημόσια παρακολούθηση της ποινής από τους πολίτες είχε σκοπό να τους διαβεβαιώσει ότι αποκαταστάθηκε η δημόσια τάξη και ταυτόχρονα να τους αποθαρρύνει από την τέλεση παρομοίων ενεργειών. Με αυτό το σκεπτικό οι αγώνες συμβόλιζαν την ηθική και πολιτική τάξη πραγμάτων, τον θάνατο των εγκληματιών και των άγριων ζώων, καθώς και την συμβολική – πραγματική θωράκιση μιας απειλούμενης κοινωνίας. Στην αρένα, ο πολιτισμός θριάμβευε στο άγριο και ατίθασο, στο παράνομο, τον βάρβαρο και τον εχθρό.
Ο μονομάχος εξέφραζε την δύναμη να ξεπερνά τον θάνατο και ενέπνεε σε αυτούς που τον παρακολουθούσαν τις Ρωμαϊκές αρετές του θάρρους και της πειθαρχίας και ως εκ τούτου ελάχιστη συμπάθεια υπήρχε, για τον μονομάχο που προτιμούσε την επιβίωση από την μάχη. Εφόσον δεν επικρατούσε έναντι του αντιπάλου του, ο ηττημένος μονομάχος έπρεπε να πεθάνει υπερήφανα.
Παρακολουθώντας οι Ρωμαίοι τον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπιζαν οι μονομάχοι την ανάγκη του θανάτου, μάθαιναν να αντιμετωπίζουν με παρόμοιο τρόπο και την δική τους μοίρα. Πολεμώντας γενναία και επιδέξια, ή αποδεχόμενος αδιαμαρτύρητα τον θάνατο, ο μονομάχος απεδείκνυε ότι υπήρξε αρκετά ανδρείος ώστε να κερδίσει την σωτηρία. Για τον μονομάχο το μέτρο της ανδρείας του ήταν το μέτρο της τραγικότητας των περιστάσεων τις οποίες αντιμετώπισε και παραδόξως αν αγωνιζόταν περιφρονώντας την ζωή και την δόξα, υπήρχε η πιθανότητα να κερδίσει και τις δύο.
Εκείνη την εποχή, μόνο ο Σενέκας διαμαρτυρήθηκε για τη σφαγή της αρένας ενώ οι περισσότεροι Ρωμαίοι συγγραφείς παρέμεναν σιωπηλοί ή συναινούσαν. Οι μονομαχίες απαγορεύθηκαν επίσημα από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 325 μ.Χ. (Θεοδοσιανός Κώδικας, XV.12) και τα εναπομείναντα σχολεία έκλεισαν από τονΟνόριο το 399 μ.Χ. Αλλά συνέχισαν να διοργανώνονται παράνομα μονομαχίες μέχρι το 404 μ.Χ., όταν ο Ονόριος κατήργησε τελικά τα munera όπως αναφέρει ο Θεοδώρητος (Εκκλησιαστική Ιστορία, V.26) λόγω του θανάτου του μοναχού Τηλέμαχου, ο οποίος είχε εισέλθει στην αρένα, επιδιώκοντας να σταματήσει τον αγώνα και λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου από το αγανακτισμένο πλήθος και όπως παρατηρεί ο Γίββων (Παρακμή και Πτώση XXX) «ένας μοναχός ο θάνατος του οποίου ήταν πιο χρήσιμος για την ανθρωπότητα απ’ ότι τη ζωή του».
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.