“Αυτή είναι από την Σμύρνη, είναι Α’ Εθνική αγάπη μου. Μην τους φοβάσαι τους Μικρασιάτες…Φρόντισε και εσύ, να είσαι πάντα στη Α’ Εθνική…”
Και εγώ παιδάκι τότε δεν καταλάβαινα ακριβώς τι εννοούσε. Και τα έλεγε όλα αυτά στη βεράντα της Παπαρηγοπούλου στο Βαρδάρη, με το φλοράλ της φόρεμα, με την κολώνια “Μυρτώ” να μου σπάει τη μύτη, με τα βραχιόλια της να βροντούν στο σιδερένιο τραπέζι και με την Μοσχολιού να ακούγεται στο ραδιόφωνο. Και έτσι κρυφά από όλους με άφηνε να βουτάω ένα βούτημα στον ελληνικό καφέ της ενώ έκανε πως δεν με βλέπει όταν έβαζα τη χούφτα μου στο βάζο για ένα ΙΟΝ noisetta.
Και καθώς έβαζα γρήγορα-γρήγορα το πράσινο σοκολατάκι στο χέρι μου, το παιδικό μου μυαλό φανταζόταν την Α’ Εθνική σαν μια τεράστια ομάδα μπάσκετ προσφύγων που κερδίζει όλα τα παιχνίδια. Και πίστευα με πλήρη βεβαιότητα πως αφού εμείς ανήκαμε σε οικογένεια προσφύγων, ήμουνα σίγουρη πως θα αρκούσε να είναι η κοτσίδα μου σωστά πλεγμένη και τα λευκά λουστρίνια μου καλοκαθαρισμένα. Και ήμουνα βεβαία πως είχα εξασφαλίσει μια θέση στην μεγάλη ομάδα…
Και τα χρόνια πέρασαν. Και οι πόλεις άλλαξαν, η μία μετά την άλλη. Μαζί και τα σχολεία, μαζί και οι χρονιές που διαδέχονταν η μία την άλλη. Μαζί ήρθε και η συνειδητοποίηση πως σε όλους τους ανθρώπους δόθηκε μια ζωή, που την ζει όμως ο καθένας με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο.
Και εκεί κατάλαβα πως η Α’εθνική έχει να κάνει με το πώς φέρεσαι σε εσένα, με το πώς συστήνεις τον εαυτό σου. Με τους συνειρμούς που δημιουργείη παρουσία σου στους άλλους ανθρώπους. Με το πώς θέλεις να σε θυμούνται οι άνθρωποι.
Με τα ρούχα που επιλέγεις να αγκαλιάσουν τη σάρκα σου. Με τη μυρωδιά που αποπνέει το σώμα σου. Με τον τρόπο που συμπεριφέρεσαι στο κορμί σου.
Με την έλλειψη παραίτησης. Με την συνεχή προσπάθεια να είσαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Με τον τρόπο που κινείσαι. Με την κορμοστασιά σου. Με τον τρόπο που μιλάς, με το πως παρατάσεις τις λέξεις που τις διαλέγεις προσεχτικά σαν λουλούδια που βάζεις σε βάζο εύθραυστο. Με τον τρόπο που ποτίζεις την αγάπη. Με το πώς σπέρνεις την καλοσύνη.
Η Α’ Εθνική έχει να κάνει με το πώς φέρεσαι σε αυτούς που αγαπάς.
Με το πώς φέρεσαι στους συναδέλφους σου, στον ευρύτερο κύκλο σου.
Με το πώς φέρεσαι ακόμα και σε αυτούς που δεν σου ταιριάζουν.
Με τον τρόπο που κάνεις χειραψία. Με τον τρόπο που φιλάς, με το σβουρηχτό ήχο που προσγειώνεται στο μάγουλο των ανθρώπων σου.
Με τον τρόπο που αγκαλιάζεις. Με τα καλά πράγματα που σκέφτεσαι για τους άλλους.
Με τη ζήλια που δεν νιώθεις.
Με τις επιτυχίες των άλλων που τις πανηγυρίζεις σαν δικές σου.
Με το ότι σου προκαλεί όλο και λιγότερο ενδιαφέρον ο σχολιασμός της ζωής των άλλων ανθρώπων.
Με τις συγκρίσεις που δεν κάνεις.
Με τη διακριτικότητά σου. Με την μεγαλοψυχία σου. Με το εκλεπτυσμένο σου χιούμορ. Με ένα προσβλητικό σχόλιο που θα μπορούσες να το πεις, αλλά επιλέγεις να μην το εκστομίσεις.
Με τις μάχες που δίνεις αλλά και εκείνες που αποφασίζεις να μην δώσεις γιατί γνωρίζεις το άκαρπο του πράγματος.
Με τον χειρουργικό τρόπο που αφαίρεσες, που τελείωσες τους ανθρώπους που ζουν μέσα από τη λάσπη. Με το πόσο απαξίωσες τα βαμπίρ που βρίσκουν ζωή μόνο μέσα από το αίμα των άλλων.
Με το τρόπο που τιμάς τις de profundis εξομολογήσεις των ανθρώπων σου. Με την απαράβατη εχεμύθειά σου. Με το πόσο τιμάς τους ανθρώπους που μοιραστήκατε το ίδιο μαξιλάρι.
Με τη δουλειά που θα αποφασίσεις να κάνεις. Με το τρόπο που θα την κάνεις. Για ποιο λόγο θα την κάνεις. Για το όραμα, τον κόπο, την γνώση, τις θυσίες που βάζεις πίσω από αυτήν.
Με την εργατικότητα σου. Με την φιλοτιμία σου. Με τον τρόπο που δεν “τσιμεντώνεις” τους συναδέλφους σου.
Με την ταπεινότητα που αντιμετωπίζεις τις επιτυχίες σου.
Με το χέρι που απλώνεις στους ανθρώπους, στα ζώα, στη φύση.
Με το πώς φέρεσαι στους ανθρώπους που είναι χαμηλότερα στην ιεραρχία. Με το πώς φέρεσαι στους μεγαλύτερους, τους “αρχαίους” που έλεγε και η γιαγιά και οι οποίοι κουβαλάνε οχτώ, εννιά δεκαετίες στις πλάτες τους.
Με το πώς συμπεριφέρεσαι σε αυτούς που πονάνε, σε αυτούς που νοσούν και υποφέρουν. Και είσαι πάντα εκεί για να βάλεις “πλάτη”, να σηκώσεις λίγο από το βάρος.
Χωρίς προαπαιτούμενα. Χωρίς υπολογισμούς μανάβικου, σαν από λογαριασμό που δεν σε νοιάζουν τα ρέστα.
Η Α’ εθνική έχει να κάνει με την ικανότητα ανάληψης της τελικής ευθύνης όταν κάτι εκτροχιάζεται. Με τα φαντάσματα που σκότωσες.
Με τους αφορισμούς που δεν λες.
Με τα “ποτέ” και τα “για πάντα” σου.
Με τις αδιαπραγμάτευτες αρχές σου. Με το αξιακό σου σύστημα που δεν το ενεργοποιείς α λα καρτ.
Με την οικογένεια σου που την κουβαλάς, σαν φυλαχτό πολύτιμο πάνω σου.
Με την πατρίδα που δεν ξέχασες ποτέ, με το παρελθόν σου, τη συλλογική σου μνήμη που έγινε η μόνη προίκα σου.
Με τον πόσο δεν ξεχνάς και το πόσο τιμάς το από που ξεκίνησες.
Με το σεβασμό που δείχνεις στο διαφορετικό. Στο απ’ αλλού φερμένου. Στα ιερά και στα όσια των άλλων ανθρώπων. Στον τρόπο που μοιράζεσαι αυτόν τον πλανήτη.
Με το χέρι που δεν κουνάς, όταν κάποιος κολυμπάει στο δικό του βούρκο.
Με την επιεικεία σου, ένδειξη της ανωτερότητας και κατανόησης ακόμα και όταν δεν κατανοείς.
Έχει να κάνει με το στυλ. Με τη γοητεία σου. Με την κλάση σου. Με τα αναγνώσματά σου. Με τις τροφές που προσφέρεις στο σώμα σου. Με τα ερεθίσματά σου.
Με τα οράματά σου. Με τους στόχους σου. Με τα όσα προσφέρεις για ότι είναι μεγαλύτερο από την ζωή την ίδια.
Έχει να κάνει με τον άνθρωπο που διάλεξες να πορευτείς. Με το πόσο πιο μπροστά σε πάει. Με το πόσο δεν εφησυχάζεται, με το πόσο σε τραβάει προς τον ουρανό.
Έχει να κάνει με τα όρια σου. Με τη συνειδητοποίηση πως αποτελείς και εσύ και εγώ και όλοι μας, μια απειροελάχιστη κουκίδα στο απόλυτο του σύμπαντος και στο ατέρμονο του χρόνου.
Με τη λιονταρίσια δύναμη που επιδεικνύεις ακόμα και όταν βρίσκεσαι σε ναρκοπέδιο, με νάρκες που ανατινάσσονται μπροστά σου. Με την πίστη που ανεβαίνεις τα σκαλιά όταν σε χτυπάνε από παντού. Με τη μαχητική στωικότητα που αντιμετωπίζεις τα άδικα και αναπάντητα «γιατί» που σου σχίζουν την ψυχή.
Η Α’ Εθνική δεν έχει να κάνει με τα λεφτά με που βγάζεις. Έχει να κάνει με τον τρόπο που τα ξοδεύεις. Με τη γενναιοδωρία σου. Με τον τρόπο που δεν τα επιδεικνύεις.
Και δεν είναι εύκολο πράγμα η Α’ εθνική. Είναι ένας συνεχής αγώνας δρόμου.
Και υπάρχει και η “basic” ζωή με τα χρόνια έτσι άσκοπα απλά να περνούν. Αυτό που λένε, το σπιτάκι να είναι καλά, η δουλίτσα, οι μήνες να περάσουν μέχρι να βγει η συνταξούλα, με το αυτοκινητάκι, το μικρόκουτσομπουλιο, την εκδρομούλα και με ένα reality στην τηλεορασούλα και δυο ανοήτες να μαλλοτραβιούνται, περιφέροντας μια ατέρμονη βλακεία. Αυτή είναι σίγουραμια πολύ πιο βατή υπόθεση.
———————————————————————————————————-
Και φυσικά η Α’ εθνική δεν κερδίζει όλες τις μάχες. Αλλά κερδίζει και όταν χάνει.
Κάνει τον πόνο λίπασμα και τραβάει μπροστά.
Γιατί όπως έλεγε και η γιαγιά: “Η Α’ Εθνική ακόμα και αν δεν παίζει σε ένα ματς, είναι πάντα Α’ εθνική αγάπη μου”.
ΥΓ. Το άρθρο αυτό το αφιερώνω στους ανθρώπους της ζωής μου, στην δική μου Α’ Εθνική.
Με αγάπη,
Ε
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.