Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

«Ταξίδι στην Ελλάδα των χριστουγεννιάτικων εθίμων»

Της Στεύης Τσούτση 

Μέσα στο παλιό χαμάμ της Ιστορίας έπαιξαν με το νερό πολλά παιδιά που τώρα πια τα ονόματα τους έχουν ξεχαστεί. Έμειναν τα παραμύθια του νερού. Νερό σκοτεινό που κρύβει πλάσματα μαγικά, νερό πικρό που χωρίζει στεριές κι ανθρώπους, νερό γλυκό που ξεδιψά, νερό εξαγνιστικό για τα κρίματα, νερό για να παίξεις.
Κάποτε τα έθιμα ξεδιψούσαν σαν το νερό. Ελάτε λοιπόν, να πιούμε λίγο από το γλυκό νερό των παραδόσεών μας , που ξεπηδά κατακάθαρο μέσα από τους αιώνες!
Κατά την περίοδο του Δωδεκαήμερου, που αρχίζει από την Παραμονή των Χριστουγέννων και φθάνει μέχρι τα Θεοφάνεια, τηρούνταν στην Ελλάδα έθιμα που προσέδιδαν ξεχωριστό χρώμα στις εορτές, συμβoλίζοντας την αναγέννηση της ελπίδας των ανθρώπων για ένα καλύτερο κόσμο. Η λαϊκή δημιουργική φαντασία, απ’ τα πανάρχαια χρόνια, πεθύμησε μια λυτρωτική διέξοδο μέσα από την καταθλιπτική χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα και γι’ αυτό βρήκε και καθιέρωσε ένα απίθανο πλήθος λατρευτικών τελετών και συμβολικών δρώμενων, που αναφέρονται στην ολόψυχη κυρίως λαχτάρα των ανθρώπων να γευτούν μια καλύτερη τύχη τη χρονιά που έρχεται.
Ξεκινώντας το ταξίδι μας από τη Θράκη, θα δούμε την παραμονή των Χριστουγέννων να ανάβουν μεγάλες φωτιές στις πλατείες των χωριών και των πόλεων .  Μέρες πριν, τα παιδιά μαζεύουν φρύγανα και κέδρους και τα στοιβάζουν στο κέντρο της πλατείας. Γύρω στην πυρά μαζεύεται κόσμος και τραγουδά τα κάλαντα. Συγχρόνως, χτυπούν κουδούνια , καθώς πιστεύεται πως η φωτιά κι ο κρότος απ’ τα κουδούνια διώχνει τα δαιμονικά που μαζεύονται το Δωδεκαήμερο.
Το τραπέζι της Παραμονής των Χριστουγέννων, ήταν στη Βόρεια Θράκη τόσο εορταστικό όσο και το Χριστουγεννιάτικο. Με τη διαφορά, ότι στο πρώτο, όλα τα φαγητά έπρεπε να είναι νηστίσιμα. Μάλιστα έπρεπε κατ’ ανάγκη να είναι εννέα. Άλλες πηγές υποστηρίζουν, πως ήταν τόσα επειδή εννέα μήνες κυοφορούσε η Παναγία και άλλες επειδή τόσα ήταν τα μέρη που επισκέφθηκαν η Παναγία, ο Χριστός κι ο Ιωσήφ κατά τον διωγμό του Ηρώδη.
Το πρώτο από τα 9 φαγητά ήταν η «άφταστη» πίτα, δηλαδή μια πίτα άζυμη, συνήθως πολύ μικρότερη από τη βασιλόπιτα. Την στόλιζαν με μισές σκέλδες καρυδιού σε σχήμα Σταυρού, με μια τρύπα στο μέσο, προορισμένη για την τοποθέτηση του κεριού. Για τη συμπλήρωση των 9 φαγητών, συνηθιζόταν λαχανοντολμάδες, ελιές και χαλβάς.

Από ‘κει και πέρα, ιδιαίτερα όταν τα οικονομικά του σπιτιού ήταν περιορισμένα, η νοικοκυρά έπρεπε κάτι να μηχανευτεί. Το τέχνασμα ήταν πρόχειρο: το αλατοπίπερο για παράδειγμα τοποθετούνταν σε 2 πιάτα, χωριστά το αλάτι, χωριστά το πιπέρι, οπότε αυτόματα δύο φαγητά επιπλέον. Αλλά το τουρσί ήταν εκείνο που έλυνε οριστικά το πρόβλημα: Χωριστά το λάχανο από τις πιπεριές και τις μελιτζάνες. Έτσι συμπληρωνόταν ο αριθμός 9, ούτε λιγότερα μα ούτε και περισσότερα.
Η Εκκλησία διάβαζε ακριβώς τα μεσάνυχτα. Μάλιστα, επί Τουρκοκρατίας κι ως την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν το 1856, δε χτυπούσε η καμπάνα. Ο κράχτης (έτσι ονομάζουν οι Βορειοθράκες τον καντηλανάφτη) περνούσε αράδα τα σπίτια της ενορίας του και χτυπούσε το σιδερένιο χερούλι κάθε πόρτας,  λέγοντας το προσκλητήριο: «Ορίστε εις την Εκκλησία» ψαλτικά. Αλλά οι οικογένειες που είχαν μικρά παιδιά, αδυνατούσαν να τα κρατήσουν ξύπνια ως τα μεσάνυχτα.


Επικράτησε λοιπόν να επαναλαμβάνεται ένα έθιμο , που κυρίως γινόταν το τελευταίο βράδυ της Αποκριάς. Από το κέντρο του ταβανιού, που πάντα βρισκόταν ένας κρίκος, κρεμούσαν δεμμένο σε σπάγκο ένα κομμάτι καρυδοχαλβά που η στερεότητά του μπορούσε να συναγωνιστεί το πιο γερό ξύλο. Οι γονείς γύριζαν το σπάγκο με το χαλβά και τα παιδιά τοποθετημένα γύρω , με τα χέρια πισθάγκωνα, προσπαθούσαν ποιό θα το συγκρατήσει πρώτο με το στόμα, οπότε και το κομμάτι ήταν δικό του. Το σπίτι γέμιζε γέλια και φωνές ώσπου να έρθουν τα Μεσάνυχτα και να κατευθυνθεί όλη η οικογένεια, ξύπνια, για την Εκκλησία.
Τα ήθη και τα έθιμα ενός τόπου μαρτυρούν τις βαθύτερες ανησυχίες των ανθρώπων όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, οι κάτοικοι -η πλειονότητα των οποίων έχουν ρίζες στις αλησμόνητες πατρίδες του Πόντου και της Μ. Ασίας- γνωρίζουν πώς να σέβονται τις παραδόσεις τους, αφού σ αυτές έχουν αποτυπωθεί η ιστορία, οι αγώνες αλλά και οι ανησυχίες του τόπου τους.
Στην Πέλλα, αναβιώνει το έθιμο της «Κόλιντα Μπάμπο» το οποίο σχετίζεται με τη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη. Οι κάτοικοι ανάβουν φωτιές φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπο», δηλαδή «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με την παράδοση, οι φωτιές ανάβουν για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή και να προφυλαχθούν.
Στα χωριά της Μακεδονίας, από τις παραμονές των εορτών , ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ακανθωτό ξύλο, αχλαδιά, κέδρο ή αγριοκερασιά και το πηγαίνει σπίτι του. Αυτό θα είναι το Χριστόξυλο κι η φωτιά του θα καίει στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο , κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι με ιδιαίτερη προσοχή. Στο τζάκι δεν πρέπει μάλιστα να μείνει ίχνος από τη παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι Καλικάτζαροι, τα «παγανά» όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το Χριστόξυλο. Το ραίνει μάλιστα με αμύγδαλα και καρύδια.  Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη του.
Από τα κάρβουνα του Δωδεκαμερίτη, η νοικοκυρά θα πιάσει αμέσως να κάνει σταυρούς στις πόρτες και τα παράθυρα  ώστε να μην τολμήσουν τα «παγανά» να μπούνε στο σπίτι.
Δε μπορεί να αμφισβητήσει κανείς πως πίσω από τις δεισιδαιμονίες αυτές, άσχετα αν είναι ιστορικές ή μεταφυσικές, κρύβεται η παλιά αγωνία του ανθρώπου για το χειμώνα και τα σκοτάδια του.  Μια θεωρία που ενισχύεται, σαν ακουστεί η νοικοκυρά, να λέει σαν ευχή ή σαν ξόρκι, την ώρα που σημαδεύει τις πόρτες και τα παράθυρα με το σταυρό:
« Χριστός γεννάται
το φως αξαίνει
και το σκοτεινό μακραίνει»
Κι η ελπίδα «ν’ αξήνει» το φως, οδηγεί βέβαια τη σκέψη στη βλάστηση και την παραγωγή που τις περιμένει ο κόσμος για την κτηνοτροφία και τη σοδειά.


Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές, τριξίματα και κρότους.
Από τότε λοιπόν, στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα να πει «Χρόνια Πολλά», καθώς κι όλα τα παντρεμένα παιδιά που πάνε στο πατρικό τους για να φιλήσουν το χέρι των γονιών, κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι ή όποιο άλλο δεντρικό καίει τριζοβολώντας. Στο δρόμο το ανάβουν κι έτσι σε όλη τη διαδρομή γεμίζουν χαρούμενες φωτιές, κρότους και τριξίματα τα σοκάκια του χωριού.
Και στα Ιωάννινα κάνουν το ίδιο, μόνο που δεν κρατούν ολόκληρο το κλωνάρι αναμμένο, παρά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα που τα πετούν στο τζάκι. Κι όταν τα ξερά φύλλα πιάσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται : « Αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπρούς» . Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη : Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμίλια του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θα αφήσουν το όνομα το πατρικό να σβήσει.
Στο Ζαγόρι της Ηπείρου , τη νύχτα της Παραμονής κάνουν τηγανίτες. Τραβούν θράκα από το τζάκι και πυρώνουν πάνω του πλατιά πέτρα, ποταμίσια. Εκεί πάνω ψήνουν το χυλό που έχει φτιάξει η νοικοκυρά. Στρώνουν τις τηγανίτες τη μία πάνω στη άλλη, με κοπανισμένα καρύδια και αμύγδαλα ενδιάμεσα στις στρώσεις και τις περιχύνουν με ζαχαρόμελο. Αυτός ο αυτοσχέδιος μπακλαβάς λέγεται «σπάργανα», καθώς παραπέμπει στα σπάργανα που ήταν τυλιγμένος  ο Χριστός.
Αντίστοιχο συμβολισμό συναντάμε και στο χριστουγεννιάτικο ηπειρώτικο τραπέζι. Χριστούγεννα χωρίς λαχανοντολμάδες, ήταν σίγουρα κάτι που δε συναντούσε κανείς σε παρελθόντες χρόνους. Σύμφωνα με τους λαογράφους, οι λαχανοντολμάδες πρωτοσερβιρίστηκαν σε βυζαντινή τράπεζα και σύμφωνα με τις ίδιες πηγές το τύλιγμα των φύλλων του λάχανου, συμβολίζει κι αυτό τα σπάργανα του Χριστού.
Περνώντας από τα χειμαδιά τόσο της Ηπείρου όσο και της Θεσσαλίας , τέτοιες γιορτινές και καλοθύμητες μέρες, έχεις να συναντήσεις και να δεις πάμπολλα έθιμα, έχεις να μάθεις μυστικά της βλαχουριάς. Την παραμονή της γιορτής πουρνόξυπνα και χαρούμενα παιδιά γυρίζουν στα κονάκια των τσελιγκάδων τραγουδώντας τα κάλαντα,  που είναι διαφορετικά απ’ τα κοινά κάλαντα του λαού και περισσότερο ευχετικά:
Αν όμως η πόρτα δεν ανοίξει κι αν τα παιδιά δυσαρεστηθούν, τότε το τραγούδι τους δεν επαινεί το νοικοκύρη. Αντίθετα μάλιστα γίνεται ιδιαίτερα σκωπτικό:
«Αφέντη μου , στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες
Άλλες γεννούν, άλλες κλωσσούν , άλλες αυγά μαζώνουν..»
Στα ορεινά χωριά της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, ήταν απίθανο να μη συναντήσουμε τουλάχιστον ένα χοίρο σε κάθε σπίτι:  Ήταν πάντα θέμα αρχοντιάς, κοινωνικής και οικονομικής επιφάνειας.
Η χοιροσφαγή ή αλλιώς γουρουνοχαρά, είναι ολόκληρη τελετουργία, αφού είναι απαραίτητο να υπάρχει φωτιά, κάρβουνο και λιβάνι.  Την ώρα της σφαγής η νοικοκυρά θα πρέπει να τα ρίξει πάνω στο ζώο, ενώ στο στόμα του χοίρου βάζουν ένα λεμόνι, ώστε να μένει ανοιχτό και να αερίζεται. Η νοικοκυρά θυμιατίζει κι οι υπόλοιποι αερίζουν με το χέρι τους τη φωτιά λέγοντας:
« Να το φάτε με υγεία και του χρόνου μεγαλύτερο».
Όταν τελειώσουν με τους χοίρους, όλη η γειτονιά ξεκινά το γλέντι, ενώ οι νοικοκυρές την ίδια ώρα πιάνουν να φτιάξουν τα λουκάνικα και τις τσιγαρίθρες.


Αναφέρεται πως οι Ρωμαίοι γεωργοί θυσίαζαν στα Σατουρνάλια, χοίρους προς τιμήν του Κρόνου και της Δήμητρας για την «προαγωγή της ευφορίας της γης». Λέγεται μάλιστα πως η σφαγή των γουρουνόπουλων συμβολίζει τη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη. Σε κάποιες περιοχές μάλιστα,  κάθε νοικοκύρης βουτά ένα μαντίλι στο αίμα του ζώου και κάνει σταυρό στην εξώπορτα του σπιτιού για να μην μπει ο «δαίμονας».
Ζωντανή μέχρι και σήμερα, που πολλά έχουν αλλάξει, παραμένει και στην Κρήτη η παράδοση,  η οποία  δίνει ένα ιδιαίτερο χρώμα στη γιορτή των Χριστουγέννων. Οι Κρητικοί, άνθρωποι της «τάβλας», και της παράδοσης διατηρούν μέχρι σήμερα, ευλαβικά τα πατροπαράδοτα έθιμα.
Στη σπηλιά του Αη Γιάννη στη Μαραθοκεφάλα Κισάμου τελείται την παραμονή των Χριστουγέννων Αρχιερατική Θεία Λειτουργία. Η αναπαράσταση της φάτνης όπου γεννήθηκε ο Χριστός , με πρόβατα, βοσκούς, σήμαντρα και το αστέρι να λάμπει στην κορυφή της σπηλιάς δημιουργούν ιδιαίτερη κατάνυξη στους πιστούς.
Παλιότερα, από την Παραμονή οι γεωργοί, οι βοσκοί κι οι ναυτικοί, έλεγαν
«πως παλεύουν οι καιροί κι οι αέρηδες ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτισθεί».
Όποιος γεννηθεί, όποιος δηλαδή υπερισχύσει και βγει νικητής την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα υπερισχύσει μέχρι τα Φώτα  αλλά κι ολόκληρο το νέο χρόνο.
Την προπαραμονή των Χριστουγέννων, την ημέρα των Αγ. Δέκα , στα χωριά της Αν. Κρήτης, σφάζουν τους χοίρους που έχουν ανατραφεί κυρίως με βελανίδια, χουμά και αποφάγια. Από το σφάξιμο του χοίρου δεν πετούν τίποτα. Από το κρέας παρασκευάζουν λουκάνικα, ομαθιές, τσιλαδιά με τη χοιροκεφαλή, απάκια από λωρίδες ψαχνού κρέατος καπνισμένες στο τζάκι, σύγκλινα μαζί με τη γλίνα.
Το «ακοίμητο» τζάκι με τα μεγάλα κούτσουρα καίει και στα κρητικά σπίτια. Οι παλαιότεροι έλεγαν μάλιστα πως μέσα από την ανθρακιά μπορούσαν να μαντέψουν τα μελλούμενα.
Όσο κι αν λέμε συνήθως πως τα Επτάνησα έχουν δυτικότερο πολιτισμό, είναι παράξενο να διαπιστώνει κανείς ότι κάποια βυζαντινά έθιμα διατηρούνται καλύτερα εκεί παρά στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η συμβίωση των Ελλήνων της Επτανήσου με τους Καθολικούς, τους έκανε να φυλάξουν με φανατική αντιδιαστολή πολλά από τα ορθόδοξα έθιμα. Αλλά κι όπου υπήρξε επίδραση, διατηρήθηκε βασικά η ελληνική κι ορθόδοξη γραμμή , με ελάχιστες αλλαγές προς το καλύτερο.
Εστιακό έθιμο ήταν το στόλισμα του σπιτιού με τη απλή πρασινάδα του λόγγου (τη μυρτιά ή το σκίνο , τη δάφνη και την κουμαριά), με τα πορτοκάλια στα πιάτα και στα παράθυρα. Το τραπέζι των Χριστουγέννων ήταν πάντα πιο πλούσιο από όλες τις μέρες κι είχε τη μαγική επιδίωξη της ευφορίας.
«Όπως τρώμε σήμερα να τρώμε όλο το χρόνο».
Είναι μια συγκινητική προσπάθεια των ανθρώπων να εκβιάσουν τη ζωή , να μην αφήνει πεινασμένους στο διάβα της. Από δω πηγάζει κι η έντονη φιλανθρωπική δραστηριότητα των ημερών. Η ζεστασιά της Εστίας και το καλό φαγητό δεν μπορούσε να αφήσει ξεχασμένο το συνάνθρωπο.
Στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου στο Αιγαίο δεν έκαναν βαριές δουλειές. Φρόντιζαν ως την παραμονή των Χριστουγέννων να έχουν τελειώσει βασικές εκκρεμότητες: έπρεπε να μη μείνει υφάδι στον αργαλειό και να έχουν ετοιμαστεί τα ραψίματα και το γνέψιμο.
Στην Κάρπαθο, κάθε Χριστούγεννα οι καινούριες νύφες έπλαθαν στην πεθερά τους μια γίπλα, δηλαδή ένα κουλούρι με χοντρους κλώνους και πλουμιά επάνω. Την καλόψηναν στον φούρνο και της τη δώριζαν, λαμβάνοντας κι αυτές με τη σειρά τους δώρο από εκείνη.
Σήμερα, όλα τα έθιμα που μας ταξίδεψαν ως εδώ,  δεν έχουν την πρότερη αίγλη τους. Το γεγονός αυτό δεν είναι κατακριτέο, άλλωστε και η κοινωνία δεν παραμένει σταθερή , αλλά εξελίσσεται επηρεαζόμενη από τις εκάστοτε συνθήκες. Έτσι, σήμερα, οι συνθήκες του παρελθόντος που ευνοούσαν την τέλεση των δρώμενων έχουν εκλείψει, οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πια σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Ακόμη κι έτσι όμως τα έθιμα συνεχίζουν να υφίστανται έστω και με διαφορετική μορφή και με διαφορετική σκοπιμότητα. Άλλωστε όπως είπε κι ο Σεφέρης:
«Παράδοση δε σημαίνει απαρίθμηση και μνείες παλαιών τίτλων, αλλά έργα που ζουν και γονιμοποιούν τη δημιουργική φαντασία των σημερινών ζωντανών ανθρώπων..»
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

1

Το Ενατο Κυμα