Φονική σύρραξη ανάμεσα σε πολεμιστές των προκολομβιανών Ανδεων σε πίνακα του Βέλγου Jean Τorton. Η ομοιομορφία των ενδυμασιών είναι συμβατική και δεν υφίστατο στην πραγματικότητα, τουλάχιστον πριν την αυτοκρατορία των Ινκας.. Τα υπόλοιπα στοιχεία ένδυσης και οπλισμού είναι σε γενικές γραμμές έγκυρα. Παρατηρείστε το ρόπαλο με την ακτινοειδή χάλκινη κεφαλή, το πιο δημοφιλές όπλο κατά την εποχή των Ινκας (copyright: Jean Torton).
Η έλλειψη καλλιεργήσιμης γης και η επιθετικότητα των γειτονικών φυλών ανάγκασε τον Μάνκο Καπάκ, ιδρυτή της δυναστείας των Ίνκας (μίας φυλής της εθνογλωσσικής ομάδας Κετσούα), να οδηγήσει τη φυλή του από το Πακάρι Τάμπου σε μια πορεία προς αναζήτηση νέας πατρίδας.
Τελικά οι Ίνκας εισχώρησαν στην εύφορη κοιλάδα του Κούσκο, όπου επιτέθηκαν στους κατοίκους του ομώνυμου χωριού και τους εξεδίωξαν. Από το Κούσκο άρχισαν να διενεργούν επιδρομές εναντίον των γειτονικών οικισμών, καθιστώντας εντέλει φόρου υποτελείς αρκετούς από αυτούς. Έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο βασίλειο των Ίνκας.
Οι διάδοχοι του Μάνκο, ο Σίντσι Ρόκα και ο Γιόκε Γιουπάνκι, αναφέρονται από την παράδοση των Ίνκας ως φιλειρηνικοί ηγεμόνες που δεν προσέθεσαν νέες κατακτήσεις στο βασίλειο. Παρά ταύτα, οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν οδήγησαν στην επέκταση του.
Σύμφωνα με μια άποψη, αυτές οι συνθήκες σχετίζονται με την αλλαγή του κλίματος στις κεντρικές Άνδεις κατά τον 14ο αι., η οποία επέφερε μικρή μείωση των βροχοπτώσεων στην περιοχή. Η ευφορία της κοιλάδας του Κούσκο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις βροχοπτώσεις, γι’ αυτό εκτιμάται πως υπήρξε σημαντική κάμψη της γεωργικής παραγωγής ενώ μερικές εκτάσεις ενδεχομένως ερημώθηκαν.
Οι Ίνκας όφειλαν να αντιμετωπίσουν την κρίση με την κατάκτηση περισσότερης καλλιεργήσιμης γης ή υδάτινων πόρων για άρδευση. Αυτό οδήγησε τον νέο ηγεμόνα Μάυτα Καπάκ, έναν πανήψυλο και επιθετικό νέο όπως περιγράφεται, σε νέους πολέμους. Κατά την αρχή της βασιλείας του, οι Ίνκας άρχισαν να χρησιμοποιούν πηγές νερού που ανήκαν στην επικράτεια μιας γειτονικής φυλής. Οι άνδρες της υπερασπίστηκαν τα εδάφη τους με αποτέλεσμα να εκραγεί ένας σκληρός πόλεμος με τους Ίνκας. Οι πολεμιστές του Μάυτα ήταν οι τελικοί νικητές. Σκότωσαν πολλούς από τους εχθρούς, λεηλάτησαν τις εστίες τους, προσάρτησαν μερικά εδάφη τους και υποχρέωσαν τους επιζώντες να πληρώνουν φόρο.
Ο Καπάκ Γιουπάνκι, διάδοχος του Μάυτα Καπάκ, προέβη σε κατακτήσεις εδαφών εκτός της κοιλάδας του Κούσκο, σημείο αποφασιστικό στην κατακτητική πορεία των Ίνκας. Ο διάδοχος του, Ίνκα Ρόκα, υπέταξε μερικές φυλές στα νοτιοανατολικά του Κούσκο και ενεπλάκη σε πόλεμο με την ισχυρή φυλή Αγιαρμάκα (το βασίλειο της οποίας ήλεγχε τη νότια κοιλάδα του Κούσκο). Αιτία της σύγκρουσης ήταν το γεγονός ότι ο αρχηγός μιας γειτονικής φυλής, των Ουαϋγιάκα, είχε υποσχεθεί να δώσει ως σύζυγο μια γυναίκα του λαού του, τη Μικάυ, ενδεχομένως θυγατέρα του, στον ηγεμόνα των Αγιαρμάκα. Εντούτοις αθέτησε την υπόσχεση του και την έδωσε ως σύζυγο στον Ίνκα Ρόκα, προφανώς επειδή θεώρησε πως θα έχει μεγαλύτερα πολιτικά οφέλη. Ο ηγεμόνας των Ίνκας απέκτησε από τη Μικάυ έναν γιο, τον Γιαουάρ Ουακάκ. Ο ηγεμόνας των Αγιαρμάκα επιτέθηκε στους Ουαϋγιάκα για να τους τιμωρήσει, κατορθώνοντας να τους νικήσει. Προκειμένου οι τελευταίοι να αποφύγουν τα χειρότερα, υποσχέθηκαν στον πρώτο να του παραδώσουν τον οκτάχρονο Γιαουάρ Ουακάκ ως αποζημίωση για την εξαπάτηση που υπέστη. Απήγαγαν το παιδί από τους Ίνκας και το παρέδωσαν στους Αγιαρμάκα. Οι Αγιαρμάκα φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα ισχυροί επειδή ο Ρόκα πέτυχε την απελευθέρωση του γιου του μετά από αρκετά χρόνια. Αργότερα, αναφέρεται πως η βασιλική σύζυγος του Γιαουάρ Ουακάκ και βασιλομήτωρ προερχόταν από τη φυλή Αγιαρμάκα, γεγονός το οποίο υποδηλώνει πως επήλθε μια ειρηνευτική συμφωνία κατά την απελευθέρωση του πρώτου, η οποία επισφραγίσθηκε με έναν δυναστικό γάμο.
Ένα σπάνιο σύνθετο όπλο των Ινκας. Πρόκειται για μία χάλκινη ακτινοειδή κεφαλή κορύνης με ενσωματωμένο και έναν μικρό πέλεκυ.
Ο Γιαουάρ Ουακάκ διαδέχθηκε τον πατέρα του. Παρότι δεν υπήρξε στρατιωτικός αρχηγός λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, αύξησε σημαντικά την έκταση του βασιλείου του στέλνοντας τους δύο αδερφούς του, Βικακιράο και Άπο Μάυτα, εναντίον των φυλών που κατοικούσαν νότια και ανατολικά του Κούσκο. Οι δύο στρατηγοί υποδούλωσαν αρκετές από αυτές. Ο Γιαουάρ Ουακάκ επιχείρησε να ανακηρύξει διάδοχο του τον δευτερότοκο γιο του από τη βασίλισσα του, όμως αυτός δολοφονήθηκε εξαιτίας των δολοπλοκιών που εξύφανε μια άλλη σύζυγος του (οι Ίνκας ασκούσαν την πολυγαμία), η οποία προσπαθούσε να ανεβάσει στον θρόνο τον δικό της γιο. Ο φόνος του πρίγκηπα οδήγησε σε πολιτική κρίση καταλήγοντας στη δολοφονία και του ίδιου του Γιαουάρ. Τελικά, οι γεροντότεροι της φυλής εξέλεξαν νέο ηγεμόνα έναν άλλο γιο του, τον Βιρακότσα Ίνκα (περί τις αρχές του 15ου αι.).
Ο Βιρακότσα εισήγαγε την οργάνωση των κατακτημένων εδαφών. Οι νέες χώρες που κατακτήθηκαν απείχαν πλέον αρκετά από το Κούσκο και είχαν μεγάλη έκταση δημιουργώντας νέες απαιτήσεις σχετικά με τον αποτελεσματικό έλεγχο των υποταγμένων πληθυσμών. Έως την εποχή του Γιαουάρ Ουακάκ, οι Ίνκας δεν τοποθετούσαν φρουρές στις υποτελείς περιοχές, αρκούμενοι στην είσπραξη φόρου υποτελείας. Ο Βιρακότσα εγκατέστησε στρατεύματα κατοχής και τις οργάνωσε ως στρατιωτικές περιφέρειες. Εκτός από τον θρόνο, ο Βιρακότσα «κληρονόμησε» από τον πατέρα του και τις πολύτιμες υπηρεσίες των θείων του, Βικακιράο και Άπο Μάυτα. Οι δύο έμπειροι στρατηγοί ανέπτυξαν τη στρατηγική της εδαφικής υπερκέρασης ανυπότακτων εχθρών, η οποία εξελίχθηκε σε βασικό δόγμα των πολεμικών επιχειρήσεων των Ίνκας. Επρόκειτο για μια στρατηγική που χρησιμοποιούσαν συχνά οι κατακτητικοί λαοί της προκολομβιανής Αμερικής (π.χ. οι Αζτέκοι εναντίον των Ζαποτέκων, των Τλαξκαλανών κ.ά.) και η οποία απέβλεπε στην περικύκλωση της εχθρικής χώρας με την κατάκτηση των περιβαλλόντων εδαφών. Οι παλαιοί εχθροί, Αγιαρμάκα, αποτέλεσαν τον πρώτο στόχο του Βιρακότσα Ίνκα. Ο Βικακιράο και ο Άπο Μάυτα υπέταξαν αρχικά την άνω περιοχή της κοιλάδας Ουρουμπάμπα, στα νώτα του βασιλείου Αγιαρμάκα. Η κατάκτηση της υπήρξε σημαντική, επειδή η περιοχή αποτελούσε τη βασική διάβαση που συνέδεε την κοιλάδα του Κούσκο με το βαθύπεδο της λίμνης Τιτικάκα, στα νότια του. Αρχικά οι Ίνκας χρησιμοποίησαν την κοιλάδα Ουρουμπάμπα ως βάση από όπου μια στρατιά τους εισέβαλε στην επικράτεια των Αγιαρμάκα από τα νότια ενώ ταυτόχρονα μια άλλη τους προσέβαλε από τα βόρεια, εξορμώντας από το Κούσκο. Οι ισχυροί Αγιαρμάκα βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο μέτωπα, ηττήθηκαν με πολλές απώλειες και υποτάχθηκαν.
Η παρουσία των Ίνκας στην Ουρουμπάμπα τους έφερε σε επαφή με δύο φυλές της ομάδας Αϋμάρα, τους Κόλλα και τους Λουπάκα, οι οποίοι βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους. Οι δύο λαοί ζούσαν στο βόρειο τμήμα του λεκανοπεδίου της Τιτικάκα, με τους Λουπάκα να κατοικούν μάλλον νοτίως των Κόλλα. Το τελευταίο στοιχείο που βοηθούσε τη στρατηγική της εδαφικής υπερκέρασης των Ίνκας έναντι των δεύτερων, οδήγησε τον Βιρακότσα στην απόφαση να συνταχθεί με τους Λουπάκα. Ο σχεδιασμός των Ίνκας αφορούσε τη συντριβή των Κόλλα με τη βοήθεια των Λουπάκα και στη συνέχεια την υποδούλωση και των τελευταίων. Εντούτοις, οι Κόλλα κινήθηκαν πρώτοι. Πριν ο τρομερός στρατός των Ίνκας εισβάλει στη χώρα τους, εκείνοι επιτέθηκαν στους Λουπάκα αλλά ηττήθηκαν. Οι Ίνκας συμμετείχαν στις επινίκιες εορτές των Λουπάκα, όμως ο στρατηγικός σχεδιασμός τους είχε ανατραπεί προσωρινά. Εξάλλου, σε λίγο αντιμετώπισαν την αμείλικτη απειλή των Τσάνκα.
Οι Τσάνκα αποτελούσαν έναν ισχυρό λαό ο οποίος είχε έως τότε περίπου την ίδια κατακτητική πορεία με τους Ίνκας. Κατάγονταν από την περιοχή Ουανκαβέλικα, δυτικά του Κούσκο, από όπου εξόρμησαν αρχικά εναντίον των φυλών Κετσούα (σημείωση), τις οποίες κατέκτησαν. Η χώρα των Κετσούα παρεμβαλλόταν μεταξύ των επικρατειών των Τσάνκα και των Ίνκας λειτουργόντας έως τότε ως αμυντικό πρόφραγμα για τους τελευταίους. Η απώλεια της ανεξαρτησίας των Κετσούα άφησε εκετεθειμένους τους Ίνκας. Οι κατακτητικοί Τσάνκα εισέβαλαν στο κράτος τους, το οποίο δεχόταν την πρώτη εισβολή μετά από πολλές δεκαετίες, προκαλώντας πολιτική αστάθεια στο Κούσκο. Οι Ίνκας ηττήθηκαν στις πρώτες συρράξεις με τους εισβολείς και η θέση του Βιρακότσα άρχισε να κλονίζεται. Ο Βικακιράο, ο Άπο Μάυτα και τα στρατεύματα τους είχαν εξελιχθεί σε «Πραιτωριανή φρουρά» του βασιλείου. Οι δύο παλαιοί στρατηγοί είχαν βοηθήσει τον Βιρακότσα να καταλάβει τον θρόνο αλλά τώρα τον αμφισβητούσαν ανοικτά. Ο αυτοκράτορας είχε επιλέξει ως διάδοχο του τον γιο του, Ίνκα Ουρκόν, αλλά οι δύο πολέμαρχοι υποστήριζαν έναν άλλο γιο του, τον Κούσι Ίνκα Γιουπάνκι. Ο αυτοκράτορας και ο Ίνκα Ουρκόν λιποψύχησαν καθώς οι επίφοβοι Τσάνκα πλησίαζαν το Κούσκο, και το εγκατέλειψαν καταφεύγοντας στα ανατολικά, σε ένα οχυρό κοντά στην Κάλκα. Αντίθετα, ο Κούσι Ίνκα μαζί με τους δύο στρατηγούς και τους αριστοκράτες υποστηρικτές του έμειναν στην πρωτεύουσα για να πολεμήσουν τον εχθρό και ζήτησαν από τις υποτελείς φυλές να στείλουν στρατεύματα. Οι Ίνκας απέκρουσαν τους Τσάνκα πριν εισχωρήσουν στην πόλη, σε μια αποφασιστική σύγκρουση. Όταν οι άνδρες των υποτελών τους ενώθηκαν μαζί τους, πέρασαν στην αντεπίθεση και νίκησαν πάλι τους εισβολείς σκοτώνοντας πολλούς. Η φατρία του Βιρακότσα δεν είχε λάβει μέρος στην άμυνα παραμένοντας στην Κάλκα. Ο Κούσι προσπάθησε να συνδιαλλαγεί με τον πατέρα του, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος. Τελικά τον αγνόησε και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στο Κούσκο από τους υποστηρικτές του. Με αυτόν τον τρόπο το βασίλειο των Ίνκας διασπάσθηκε σε δύο κράτη: το κράτος του Κούσκο υπό τον Κούσι Γιουπάνκι και εκείνο της Κάλκα υπό τον Βιρακότσα Ίνκα. Ο ικανός Κούσι έλαβε το δυναστικό όνομα «Πατσακούτι» (ή Πατσακουτέκ) αποκτώντας τη συνολική ονομασία: Πατσακούτι Ίνκα Γιουπάνκι.
Χρυσό προστατευτικό επιστέρνιο Ινκα στρατηγού.
Ο νέος αυτοκράτορας βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση επειδή το κράτος του κινδύνευε να δεχθεί διμέτωπη επίθεση από δύο πλευρές: από τη φατρία της Κάλκα στα ανατολικά του σύνορα και από τους Τσάνκα στα δυτικά του, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη εκδιωχθεί. Ωστόσο η θέση του Πατσακούτι Ίνκα Γιουπάνκι έναντι του πατέρα του βελτιωνόταν συνεχώς. Λόγω της γενναίας αντίστασης του στους εισβολείς, πολλοί υποστηρικτές του Βιρακότσα τον εγκατέλειψαν και συντάχθηκαν με αυτόν. Επίσης, κατόρθωσε να αναχαιτίσει τους Τσάνκα μετά τις δύο συντριπτικές νίκες που πέτυχε εις βάρος τους, μπροστά στο Κούσκο και στη συνέχεια στα δυτικά της πόλης. Βαθμιαία, ανέτρεψε την κατάσταση και απέσπασε τμήμα της χώρας των Κετσούα από τους Τσάνκα, εκδιώκοντας εντέλει τους δεύτερους από το μεγαλύτερο μέρος της.
Οι Κετσούα συμμάχησαν με τους Ίνκας του Κούσκο, γεγονός που ανάγκασε τους εξουθενωμένους Τσάνκα να συνθηκολογήσουν με τον Πατσακούτι. Σύμφωνα με τη συνθήκη ειρήνης, οι δύο συμβαλλόμενοι συμφωνούσαν να μην επιτεθούν ο ένας στον άλλον και να στρέψουν τις κατακτητικές τους προσπάθειες σε άλλα βασίλεια. Ο Πατσακούτι μπορούσε να δράσει απερίσπαστος από τη Δύση εναντίον της Κάλκα, χρησιμοποιώντας την προσφιλή Ίνκα στρατηγική της εδαφικής υπερκέρασης. Ο στρατός του κινήθηκε ανατολικά, προσπερνώντας την Κάλκα, και κατέκτησε τα εδάφη στα νώτα της, στις παρυφές του τροπικού δάσους (της σύγχρονης Περουβιανής Αμαζονίας). Σχεδόν ταυτόχρονα πέθανε ο Βιρακότσα με συνέπεια ο Ίνκα Ουρκόν να ανακηρύχθεί αυτοκράτορας στην Κάλκα. Τότε δέχθηκε τη διμέτωπη επίθεση του στρατού του Πατσακούτι από τα ανατολικά και από τα δυτικά, και κατά τη διάρκεια μιας αψιμαχίας σκοτώθηκε. Με τον θάνατο του, οι Ίνκας της Κάλκα δήλωσαν υποταγή στον Πατσακούτι και η ενότητα του βασιλείου αποκαταστάθηκε. Έχοντας εξασφαλίσει τα ανατολικά του σύνορα, ο αυτοκράτορας προέβη σε κατακτητικούς σχεδιασμούς εις βάρος των Τσάνκα. Οι Ίνκας διέσχισαν τη γη των συμμάχων τους Κετσούα και υποδούλωσαν τις περιοχές Βίλκας και Σόρας στα νοτιοδυτικά του βασίλειου των Τσάνκα. Έτσι υπερκέρασαν εδαφικά το τελευταίο.
Μία τυπική εξάκτινη χάλκινη κεφαλή πολεμικής κορύνης. Παρά τη φιλειρηνική εικόνα της ζωής στις προκολομβιανές Ανδεις, ο πόλεμος στην περιοχή ήταν εξαιρετικά βάναυσος και δεν γνώριζε όρια.
Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1440-1450, ο αυτοκράτορας έστειλε τον αδερφό του, στρατηγό Καπάκ Γιουπάνκι, με μια πολυάριθμη στρατιά εναντίον των φυλών της νότιας περουβιανής ακτής. Επρόκειτο για την πρώτη φορά που οι Ίνκας, λαός κατεξοχήν ορεσίβιος, προσέγγιζαν την ακτή του Ειρηνικού. Η επιχείρηση στόχευε περισσότερο στη διερεύνηση της ισχύος των βασιλείων της επειδή οι εισβολείς δεν κατέκτησαν παράκτια εδάφη. Ενώ ο Καπάκ Γιουπάνκι επέστρεφε στην πρωτεύουσα, παραβίασε βάναυσα τη συνθήκη ειρήνης με τους Τσάνκα, προφανώς ακολουθώντας οδηγίες του Πατσακούτι: εισέβαλε στη χώρα τους και λεηλάτησε μερικούς οικισμούς τους. Οι Τσάνκα δεν αντέδρασαν άμεσα στην πρόκληση. Όμως, κατόρθωσαν και αυτοί να υπερκεράσουν τη χώρα των Ίνκας, κατακτώντας το βασίλειο των προαναφερόμενων Κόλλα, στο βόρειο τμήμα του βαθυπέδου της Τιτικάκα. Ο κατακτητικός ελιγμός των Τσάνκα δυσαρέστησε τους Ίνκας οι οποίοι έχασαν τον έλεγχο της διάβασης προς το στρατηγικής σημασίας λεκανοπέδιο της Τιτικάκα. Παρά ταύτα, ούτε αυτοί αντέδρασαν άμεσα επειδή οι Τσάνκα παρέμεναν ισχυρός αντίπαλος. Προκειμένου να μην οξυνθούν περισσότερο τα πνεύματα, οι δύο λαοί συμφώνησαν να εκστρατεύσουν από κοινού στις περιοχές βόρεια της επαρχίας Βίλκας, στα βόρεια των επικρατειών τους.
Ο ικανός Καπάκ Γιουπάνκι ανέλαβε τη διοίκηση του εκστρατευτικού σώματος των Ίνκας. Ο Πατσακούτι επισήμανε στον αδερφό του τη δολιότητα των Τσάνκα και τον διέταξε να μην βαδίσει βορειότερα από την τοποθεσία Γιαναμάγιο. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, το σώμα των Τσάνκα πολέμησε γενναία και είχε μεγαλύτερες επιτυχίες από τους Ίνκας συμμάχους του, επισκιάζοντας τους. Αυτή η εξέλιξη έγινε γνωστή στον αυτοκράτορα, ο οποίος ανησύχησε ότι οι Τσάνκα θα αποθρασύνονταν από την υστέρηση των Ίνκας και θα τους επιτίθονταν. Γι’ αυτό έστειλε αγγελιοφόρους στον Καπάκ Γιουπάνκι με την εντολή να δολοφονήσει τους διοικητές των Τσάνκα. Όμως η διαταγή του έγινε γνωστή στους τελευταίους, οι οποίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν τη θανάτωση απομακρύνοντας τον στρατό τους από τους Ίνκας «συμμάχους» τους. Οι Τσάνκα βάδισαν προς τα βορειοανατολικά και κατέφυγαν στο τροπικό δάσος. Ο Καπάκ Γιουπάνκι άρχισε να τους καταδιώκει, προσπερνώντας την τοποθεσία Γιαναμάγιο, την οποία ο αδερφός του είχε θέσει ως όριο της προώθησης του. Τελικά διαπίστωσε ότι ήταν παρακινδυνευμένο να πλήξει τους πολεμιστές Τσάνκα στο επικίνδυνο περιβάλλον της τροπικής ζούγκλας. Ωστόσο, επιδιώκοντας μια πολεμική επιτυχία (ενδεχομένως για να διασκεδάσει την κακή εντύπωση της υστέρησης του στρατού του έναντι των Τσάνκα κατά τις πρόσφατες επιχειρήσεις) δεν επέστρεψε στο Κούσκο. Στράφηκε στα βορειοδυτικά, προς το πλούσιο βασίλειο της Καχαμάρκα, το οποίο υπέταξε και λεηλάτησε. Αφού άφησε φρουρά στην πόλη, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την πρωτεύουσα. Με την κατάκτηση της Καχαμάρκα, η έκταση του βασιλείου των Ίνκας υπερέβη τα 100.000 τετρ. Χμ.
–
–
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) De Cieza de Leon, Pedro: THE INCAS, University of Oklahoma Press, Norman, 1959.
(2) Encyclopaedia Britannica: Incas
(3) Metraux Alfred: THE HISTORY OF THE INCAS, Pantheon Books, New York, 1969.
(4) Davies N.: THE ANCIENT KINGDOMS OF PERU, Penguin Books, London 1999.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.