Σαν σήμερα, στις 9 Απριλίου του 1821, γεννήθηκε στο Παρίσι ο Κάρολος Μπωντλαίρ (Charles Pierre Baudelaire).
Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ’ όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν’ έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ – πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός, προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ’ αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ’ όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν’ έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ – πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός, προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ’ αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.
Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης
Αυτοπροσωπογραφία
(σχέδιο του Μπωντλαίρ το 1848, χαρακτικό του Félix Bracquemond)
(σχέδιο του Μπωντλαίρ το 1848, χαρακτικό του Félix Bracquemond)
* * *
Το χρονολόγιο και το κείμενο του Μπερνάρ Ντελβάιγ «Πάθος για το Παρίσι» προέρχονται από το τεύχος 448 (Φεβρουάριος 2004) του περιοδικού Διαβάζω, το οποίο είναι αφιερωμένο στον Μπωντλαίρ. Τα κείμενα του Τ. Σ. Έλιοτ («Baudelaire»), του Τάκη Παπατσώνη («Η θρησκευτικότητα του Μπωντλαίρ») και του Μπάμπη Κλάρα («Ο ποιητής του πόνου και οι έλληνες μεταφραστές του»), καθώς και τα ποιήματα που δημοσιεύονται φωτογραφημένα (μεταφράσεις Παλαμά, Κανελλή και Παπατσώνη), προέρχονται από το αφιέρωμα στον Μπωντλαίρ της Νέας Εστίας (τόμος 87, τεύχος 971, Χριστούγεννα 1967).
Το αφιέρωμα του dim/art στον Μπωντλαίρ επιμελήθηκε ο Γιώργος Τσακνιάς.
* * *
Χρονολόγιο Μπωντλαίρ
—της Όλγας Τσατσάνη—
1821 9 Απριλίου. Η Καρολίν Αρσενμπό-Ντιφέις φέρνει στον κόσμο τον Κάρολο Μπωντλαίρ, καρπό του γάμου της με τον Φρανσουά Μπωντλαίρ, 62 ετών.
Ο πατέρας του ποιητή ήταν παλαιότερα πάστορας. Εγκατέλειψε το θρησκευτικό του αξίωμα το 1793 και παντρεύτηκε το 1797 τη Ροζαλί Ζανέν, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Κλωντ-Αλφόνς Μπωντλαίρ, ετεροθαλή αδελφό του ποιητή. Η Ροζαλί πέθανε το 1814 και ο Φρανσουά Μπωντλαίρ ξαναπαντρεύτηκε το 1819 με την εικοσιπεντάχρονη Καρολίν. Ο Κάρολος περνάει τα πρώτα χρόνια της ζωής του με τους γονείς του στο Παρίσι. «Παιδική ηλικία: παλιά έπιπλα στιλ Λουδοβίκου ΙΔ’, αντίκες, παστέλ χρώματα, κοινωνία 18ου αιώνα» (αυτοβιογραφική σημείωση).
Την ίδια χρονιά γεννιέται o Φλομπέρ και ο Ντοστογιέφσκι. Πεθαίνει ο Ζοζέφ ντε Μεστρ και κυκλοφορεί το έργο του οι νύχτες της Αγίας Πετρούπολης.
1827 10 Φεβρουαρίου. Πεθαίνει ο πατέρας του Μπωντλαίρ. Ο ποιητής έχει καλές αναμνήσεις από την περίοδο της χηρείας της μητέρας του και το σπίτι όπου έζησαν για λίγο οι δυο τους· το περιγράφει, άλλωστε, στο ποίημα «Δεν έχω λησμονήσει, γειτόνισσα της πόλης, / το λευκό μας σπίτι, ήσυχο μα μικρό».
Ο Ζεράρ ντε Νερβάλ μεταφράζει τον Φάουστ του Γκέτε στα γαλλικά. Ο Ουγκό δημοσιεύει τον περίφημο πρόλογό του στοΚρόμγουελ. Κυκλοφορεί ηΑρμάνς του Σταντάλ.
1828 8 Νοεμβρίου. Η μητέρα του Μπωντλαίρ ξαναπαντρεύεται με τον στρατιωτικό Οπίκ, ηλικίας 39 ετών, ο οποίος ορίζεται κηδεμόνας του Καρόλου. Ένα μήνα αργότερα φέρνουν στον κόσμο ένα νεκρό κορίτσι. Ο Μπωντλαίρ δεν απέκτησε ποτέ καλές σχέσεις με τον πατριό του.
1832-1835 Ο Οπίκ μετατίθεται στη Λιόν. Ο Κάρολος φοιτά ως εσωτερικός στο βασιλικό κολέγιο της πόλης. «Μετά το 1830, κολέγιο της Λιόν, ξυλοδαρμός, καβγάδες με τους καθηγητές και τους μαθητές, βαριές μελαγχολίες» (αυτοβιογραφική σημείωση).
Κυκλοφορεί η Ευγενία Γκραντέ του Μπαλζάκ (1833) και η Ηδυπάθεια του Σεντ-Μπεβ (1834).
Τυπογραφικό δοκίμιο πρώτης έκδοσης της Ευγενίας Γκραντέ
με χειρόγραφες σημειώσεις του Μπαλζάκ
με χειρόγραφες σημειώσεις του Μπαλζάκ
1836-1838 Ο Οπίκ διορίζεται διοικητής της πρώτης μεραρχίας του γαλλικού στρατού στο Παρίσι. Ο Κάρολος φοιτά στο λύκειο Λουί λε Γκραν. Διαπρέπει στα μαθήματα των αρχαίων ελληνικών, της γαλλικής και αγγλικής γλώσσας καθώς και στο σχέδιο. Επίσης, κερδίζει δύο φορές βραβείο για τις ποιητικές συνθέσεις του στα λατινικά. Ο χαρακτήρας του όμως συχνά σχολιάζεται αρνητικά από τους καθηγητές του.
Ο νεαρός Κάρολος αρχίζει να διαβάζει πολλά βιβλία· γράφει στη μητέρα του τις προτιμήσεις του: «…μόνο τα δράματα, η ποίηση του Βίκτορα Ουγκό κι ένα βιβλίο του Σεντ-Μπεβ με διασκέδασαν» (γράμμα στη μητέρα του, 3 Αυγούστου 1838).
Αύγουστος. Εκδρομή με τους γονείς του στα Πυρηναία· ορισμένα από τα πρώτα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από αυτό το ταξίδι.
1838 Ο θεόφιλος Γκοτιέ δημοσιεύει την Κωμωδία του θανάτου και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε τις Περιπέτειες του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ.
1839 Ο ποιητής αποβάλλεται από το κολέγιο για κακή διαγωγή, αλλά συνεχίζει να παρακολουθεί τα μαθήματα και παίρνει το απολυτήριό του στις 12 Αυγούστου. «Να, λοιπόν, που τελείωσε και η τελευταία χρονιά και θα ξεκινήσω μια άλλη ζωή. Αυτό μου φαίνεται αλλόκοτο και ανάμεσα στις διάφορες ανησυχίες μου, η πιο έντονη είναι η επιλογή του μελλοντικού μου επαγγέλματος. Με απασχολεί από τώρα, με βασανίζει προπαντός γιατί δεν νιώθω να έχω καμιά ιδιαίτερη κλίση (…)» (γράμμα στον αδερφό του, 22 Αυγούστου). Το Νοέμβριο εγγράφεται στο πρώτο έτος της Νομικής Σχολής, αλλά οραματίζεται να ζήσει μια «ελεύθερη ζωή». Το ίδιο φθινόπωρο προσβάλλεται από σύφιλη.
Ο Σταντάλ εκδίδει το Μοναστήρι της Πάρμας και ο Λαμαρτίνος τις Ποιητικές Περισυλλογές.
1840 Ο πατριός του τον προορίζει για διπλωμάτη, αλλά ο Μπωντλαίρ έχει ως μοναδικό σκοπό της ζωής του την ποίηση. Συναντά τους Ουρλιάκ, Νερβάλ, Λατούς. Συνδέεται με τους Ερνέστ Πραρόν, Γκιστάβ Λε Βαβασέρ, Φιλίπ ντε Σενεβιέρ, Ζιλ Μπιισόν, οι οποίοι σις γκροτούν τη «νορμανδική σχολή».
Το Φεβρουάριο παρακολουθεί την παράσταση Μαριόν ντε Λορμ του Βίκτωρος Ουγκό και του εκφράζει το θαυμασμό του: «Σας αγαπώ, όπως αγαπώ και τα βιβλία σας».
Ο Ουγκό εκδίδει τις Ακτίνες και σκιές, ο Σεντ-Μπεβ και ο Αλφρέντ ντε Μισέ τα Ποιητικά Άπαντά τους και ο Πόε τις Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας. Γεννιέται ο Εμίλ Ζολά.
1841 Ο Μπωντλαίρ συχνάζει στο Καρτιέ Λατέν, κάνοντας έκλυτη ζωή. Η συμπεριφορά του ανησυχεί τους γονείς του, οι οποίοι αποφασίζουν να τον στείλουν ένα ταξίδι. Στις 9 Μαΐου ο ποιητής επιβιβάζεται στο πλοίο Paquebot-des-Mers-du-Sud με προορισμό την Ινδία. Ύστερα από μια μεγάλη θαλασσοταραχή, το πλοίο αγκυροβολεί στο νησί της Βουρβόνης (σημερινή Ρεϊνιόν). Ο ποιητής αρνείται να συνεχίσει το ταξίδι του και επιστρέφει στη Γαλλία με άλλο καράβι. Ο διαφορετικός αέρας του ταξιδιού διαφαίνεται σε αρκετά ποιήματά του, όπως στο «Άλμπατρος» και το «Εξωτικό άρωμα».
O Ντελακρουά εκθέτει την Είσοδο των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ουγκό εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Ντελακρουά, Η είσοδος των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη (1840)
1842 Φεβρουάριος. Ο Μπωντλαίρ φτάνει στο Μπορντό· γράφει στον πατριό του: «Να που γύρισα από τον μεγάλο μου περίπατο. […] Νομίζω πως επιστρέφω με τη σύνεση στην τσέπη». Στις 9 Απριλίου ο ποιητής ενηλικιώνεται, ζητάει και παίρνει το μερίδιό του από την πλούσια πατρική κληρονομιά. Εγκαταλείπει το σπίτι του και εγκαθίσταται στη συνοικία Ιλ Σεν-Λουί του Παρισιού· αρχίζει τις σπατάλες, ακολουθώντας την τυπική ζωή του «δανδή» της εποχής.
Την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τη θεατρίνα Ζαν Ντιβάλ, τη «Μαύρη Αφροδίτη», που θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ορισμένα από τα σημαντικότερα ποιήματά του και με την οποία θα έχει μια παθιασμένη σχέση για όλη του τη ζωή.
Ο Ευγένιος Σι δημοσιεύει τα Μυστήρια των Παρισίων και o Τεοντόρ ντε Μπανβίλ την ποιητική του συλλογή Οι Καρυάτιδες. Γέννηση του Μαλαρμέ. Πεθαίνει ο Σταντάλ.
1843 Οι Λε Βαβασέρ, Πραρόν και Ντοζόν εκδίδουν μια ποιητική συλλογή, στην οποία ηφ ραλίγο να συνεργαστεί και ο Μπωντλαίρ. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πραρόν, αρκετά από τα Άνθη του κακού είναι ήδη έτοιμα. Την ίδια περίοδο, σχεδιάζει να γράψει ένα δράμα, τον Ideolus. Δε θα το γράψει ποτέ.
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, έχοντας ήδη αλλάξει δύο κατοικίες, εγκαθίσταται σε ξενοδοχείο. Αγοράζει από έναν παλαιοπώλη ψεύτικους πίνακες του Πουσέν, του Βελάσκεθ και άλλων ζωγράφων και αρχίζει να δημιουργεί χρέη που ανησυχούν την οικογένειά του.
Αποτυχία του θεατρικού Οι Βουργράβοι, του Ουγκό.
1844 20 Σεπτεμβρίου. Η μητέρα και o πατριός του, θορυβημένοι από τις σπατάλες του ποιητή, ο οποίος μέσα σε δύο χρόνια ξόδεψε τη μισή σχεδόν περιουσία του, συγκαλούν οικογενειακό συμβούλιο και o Μπωντλαίρ τίθεται υπό τη δικαστική εποπτεία του συμβολαιογράφου Ανσέλ, ο οποίος θα διαχειρίζεται εφεξής την περιουσία του, δίνοντάς του ένα περιορισμένο μηνιαίο εισόδημα. Ο ποιητής δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί την κατάσταση αυτή που έμελλε να συνεχιστεί ως το θάνατό του.
Πεθαίνει ο Σαρλ Νοντιέ. Δημοσιεύονται σε συνέχειες οι Τρεις σωματοφύλακες και οΚόμης Μοντεχρίστος του Αλέξανδρου Δουμά. Ο Αλφρέντ ντε Βινί δημοσιεύει Το καλύβι του βοσκού. Ο Μεριμέ και ο Σεντ-Μπεβ γίνονται δεκτοί στη Γαλλική Ακαδημία. Γεννιέται ο Βερλέν.
1845 Ο Μπωντλαίρ δημοσιεύει την Έκθεση του 1845 (Salon de 1845) και ξεκινά την καριέρα του ως κριτικός τέχνης. Συνεργάζεται με το περιοδικό Corsaire-Satan, όπου προαναγγέλλεται η συλλογή ποιημάτων Οι λεσβίες, που αποτελεί τον πρώτο τίτλο των Ανθέων του κακού. Ταυτόχρονα, το περιοδικό L’Artisteδημοσιεύει το ποίημά του «Σε μια κρεολή».
Γνωρίζεται με τον Γκοτιέ και τον Μπαλζάκ.
Τον Ιούνιο κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Γράφει στον Ανσέλ (30 Ιουνίου): «Αυτοκτονώ χωρίς θλίψη. Δεν αισθάνομαι καμιά από τις διαταραχές εκείνες που οι άνθρωποι αποκαλούν θλίψη. Τα χρέη μου δεν υπήρξαν ποτέ πηγή θλίψης. Τίποτε πιο εύκολο από το να υψωθείς πάνω απ’ αυτά τα πράγματα. Αυτοκτονώ γιατί δεν μπορώ πια να ζήσω, γιατί η κούραση για ν’ αποκοιμηθώ και η κούραση για να ξυπνήσω, μου είναι αφόρητες. Αυτοκτονώ γιατί είμαι άχρηστος στους άλλους κι επικίνδυνος για τον ίδιο τον εαυτό μου. Αυτοκτονώ γιατί πιστεύω στην αθανασία μου και γιατί ελπίζω». Μετά την αποτυχημένη του αυτή κίνηση συνέρχεται και μένει αρχικά στο σπίτι της Ζαν Ντιβάλ και στη συνέχεια στη μητέρα του.
Ο Μεριμέ εκδίδει την Κάρμεν, ο Αλφρέντ ντε Βινί γίνεται δεκτός στη Γαλλική Ακαδημία. O Γκοτιέ δημοσιεύει τα Ποιητικά του Άπαντα. Ο Πόε εκδίδει το Κοράκι και άλλα ποιήματα.
1846 Συνεχίζει να δημοσιεύει άρθρα σε διάφορα περιοδικά. Το Μάιο εκδίδεται ηΈκθεση του 1846, όπου ο Μπωντλαίρ εγκωμιάζει τον Ντελακρουά. Στο εσώφυλλο αναγγέλλεται και πάλι η δημοσίευση των Λεσβιών. Δημοσιεύονται νέα του ποιήματα στο περιοδικό L ‘Artiste.
Γεννιέται ο Λοτρεαμόν. Εκδίδονται τα Σύγχρονα πορτρέτα του Σεντ-Μπεβ.
Félix Bracquemond, χαρακτικό για το εξώφυλλου των Ανθέων του κακού,
το οποίο απέρριψε ο Μπωντλαίρ
το οποίο απέρριψε ο Μπωντλαίρ
1847 Ιανουάριος. Δημοσιεύεται η μοναδική νουβέλα του Μπωντλαίρ, Η Φανφαρλό, στο Bulletin de la Société des gens de lettres.
Ανακαλύπτει τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και θεωρεί τον Αμερικανό ποιητή ένα οιονεί πνευματικό αδερφό.
Συνδέεται με τον Σανφλερί και το ζωγράφο Κουρμπέ, ο οποίος φιλοτεχνεί και το πορτρέτο του. Συνάπτει σχέση με την ηθοποιό Μαρί Ντομπρέν από την οποία εμπνέεται ορισμένα ποιήματα: «Το δηλητήριο», «Συννεφιασμένος ουρανός».
1848 Ο Μπωντλαίρ συμμετέχει στα γεγονότα της επανάστασης του Φεβρουαρίου. Λέγεται ότι τον είδαν ζωσμένο μ’ ένα τουφέκι να φωνάζει έξαλλος: «Να τουφεκίσουμε τον στρατηγό Οπίκ!» Την ίδια περίοδο εκδίδει με δυο φίλους του τη βραχύβια σοσιαλιστική εφημερίδα Le Salut public.
Απριλιος. Ο Οπίκ διορίζεται πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Μπωντλαίρ συμμετέχει στα γεγονότα του Ιουνίου.
Τον Ιούλιο, ο Μπωντλαίρ δημοσιεύει την πρώτη μετάφραση του Πόε· πρόκειται για το ποίημα «Mesmeric revelation», το οποίο απέδωσε ως («Μαγνητική αποκάλυψη»).
Πεθαίνει ο Σατομπριάν και δημοσιεύονται τα Απομνημονεύματα πέρα από τον τάφο. Ο Δουμάς υιός εκδίδει την Κυρία με τις καμέλιες.
1849 Το Δεκέμβριο ο Μπωντλαίρ κάνει ένα ταξίδι στην Ντιζόν· προτού φύγει, αφήνει σ’ έναν τυπογράφο κάποια χειρόγραφα. Ανακαλύπτει και θαυμάζει τον Βάγκνερ, πιθανόν από έναάρθρο του Λιστ για τον Ταγχόιζερ.
7 Οκτωβρίου. Πεθαίνει ο Έντγκαρ Άλαν Πόε στη Βαλτιμόρη.
1850 Μάιος. Διαμένει με τη Ζαν στο Νεϊγί. Γνωρίζει τον Πουλέ-Μαλασί, το μελλοντικό εκδότη και επιστήθιο φιλο του. Δημοσιεύει ακόμα δυο ποιήματα στο περιοδικό Le Magazin des familles.
Πεθαίνει ο Μπαλζάκ. Γεννιέται ο Μοπασάν.
1851 Φεβρουάριος. Ο Οπίκ διορίζεται πρέσβης στη Μαδρίτη.
Το περιοδικό Le Messager de l’Assembée δημοσιεύει έντεκα ποιήματα του Μπωντλαίρ με τον τίτλο Οι Μονές των δικαίων. Τον Οκτώβριο ο ποιητής παραγγέλνει στο Λονδίνο να του στείλουν τα Άπαντα του Πόε.
2 Δεκεμβρίου. Πραξικόπημα του Ναπολέοντα Γ’. Ο Μπωντλαίρ γράφει: «Εντέλει, μπρος στην ιστορία και στο γαλλικό λαό, ο μεγαλύτερος θρίαμβος του Ναπολέοντα Γ’ θα είναι ότι απέδειξε πως ο πρώτος τυχών μπορεί, καταλαμβάνοντας το τηλεγραφείο και το εθνικό τυπογραφείο, να κυβερνά ένα μεγάλο έθνος» (Η καρδιά μου γυμνή).
Κυκλοφορεί το Ταξίδι στην Ανατολή του Νερβάλ.
1852 Εκλογές. Ο Μπωντλαίρ αποστασιοποιείται από την πολιτική δράση.
Μάρτιος. O Μπωντλαίρ προσπαθεί μάταια να χωρίσει από τη Ζαν. «Να ζείτε μ’ ένα πλάσμα που δεν αναγνωρίζει καμιά σας προσπάθεια, […] που σας θεωρεί υπηρέτη της και ιδιοκτησία της, με το οποίο είναι αδύνατον να ανταλλάξετε έστω και μια κουβέντα πολιτική ή λογοτεχνική, ένα πλάσμα που δε θέλει να μάθει τίποτα, παρόλο που του προτείνετε εσείς o ίδιος να του κάνετε μαθήματα, ένα πλάσμα που δε με θαυμάζει και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις σπουδές μου, που θα πετούσε ένα χειρόγραφο στη φωτιά, αντί να το εκδώσει, εάν ήταν έτσι να κερδίσει περισσότερα χρήματα […] πώς είναι δυνατόν;» (γράμμα στη μητέρα του, 27 Μαρτίου).
Μάρτιος-Απρίλιος. Ο Μπωντλαίρ εκδίδει στη Revue de Paris την πρώτη μελέτη για τον Έντγκαρ Πόε, τη ζωή και το έργο του και στη συνέχεια μεταφράζει πολλά ποιήματά του σε διάφορα περιοδικά.
Δεκέμβριος. Στέλνει το πρώτο του ανώνυμο ποίημα στην κυρία Σαμπατιέ, τη Διάσημη «προεδρίνα» των γαλλικών σαλονιών, στο σπίτι της οποίας σύχναζε και συναναστρεφόταν με τους Γκοτιέ, Σεντ-Μπεβ, Φλομπέρ και άλλους. Θα συνεχίσουν να αλληλογραφούν με διαλείμματα, για δυο χρόνια. Μένει πλέον στην οδό Πιγκάλ.
1853 Ο Μπωντλαίρ εξακολουθεί να δημοσιεύει μεταφράσεις του Πόε σε διάφορα περιοδικά, ταυτόχρονα, όμως, τα χρέη του πολλαπλασιάζονται και πολλά σχέδια ματαιώνονται, Την ίδια χρονιά ο Οπίκ γίνεται γερουσιαστής και εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι.
Κυκλοφορούν Οι τιμωρίες του Ουγκό και η Σίλβια του Νερβάλ.
1854 Ο Μπωντλαίρ δημοσιεύει σε συνέχειες στο Le pays, μεταφρασμένες, τιςΠαράδοξες ιστορίες και τις Νέες παράδοξες ιστορίες του Πόε. Ταυτόχρονα σχεδιάζει να γράψει να δράμα, το Μέθυσο (L ‘ivrogne)· και αυτό το θεατρικό δε θα το γράψει ποτέ.
Δεκέμβριος. Γράφει στη μητέρα του ότι έχει κουραστεί από την άτακτη ζωή και θέλει να μείνει μαζί με κάποιον: «Μου χρειάζεται πάση θυσία μια οικογένεια, είναι ο μόνος τρόπος να δουλεύω και να ξοδεύω λιγότερα» (γράμμα στη μητέρα του, 9 Δεκεμβρίου).
Γεννιέται ο Αρθούρος Ρεμπό.
1855 Μάιος-Ιούνιος. Ο Μπωντλαίρ γράφει άρθρα για τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, μεταξύ άλλων για τον Ενγκρ και τον Ντελακρουά. Αρχίζει να κρατάει το ημερολόγιό του: Οι Άτρακτοι (Les Fusées). Μέσα σ’ ένα μήνα αλλάζει έξι φορές τόπο διαμονής.
Ιούνιος. Το περιοδικό La revue des deux mondes δημοσιεύει δεκαοκτώ ποιήματα, για πρώτη φορά με τον τίτλο Τα άνθη του κακού. Η εφημερίδα Φιγκαρό τα επικρίνει: «Εδώ και δέκα χρόνια […], ο κύριος Μπωντλαίρ κατόρθωσε να πλασάρει τον εαυτό του στους κύκλους των γραμμάτων, ως έναν ιδιοφυή ποιητή. Απήγγελλε τα ποιήματά του σε ένα μικρό αριθμό μυημένων, αλλά δεν τα δημοσίευε. Συναντάμε παντού στο έργο του την ίδια αφελή επιτηδευμένη έμπνευση, […] παντού την ίδια φιλόδοξη συσσώρευση αλληγοριών για να συγκαλύψει την έλλειψη ιδεών […]».
Ο Νερβάλ βρίσκεται κρεμασμένος στην οδό Βιέιγ Λαντέρν.
1856 Μάρτιος. Κυκλοφορούν οιΠαράδοξες ιστορίες.
Δεκέμβριος. Ο Μπωντλαίρ υπογράφει με τον Πουλέ-Μαλασί και τον ντε Μπρουάζ συμβόλαιο για την έκδοση των Ανθέων του κακού.
Κατοικεί στο ξενοδοχείο Βολτέρ, στην Κε Βολτέρ.
1857 Φεβρουάριος-Μάρτιος. Ο Μπωντλαίρ δημοσιεύει σε συνέχειες τη μετάφραση των Περιπετειών του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ.
Απρίλιος. Πεθαίνει ο στρατηγός Οπίκ. Η μητέρα του ποιητή αποσύρεται στο Ονφλέρ. 25 Ιουνίου. Κυκλοφορούν τα Άνθη του κακού. Η έκδοση περιλαμβάνει πενήντα δύο αδημοσίευτα ποιήματα. Η Φιγκαρό καταγγέλλει την ανηθικότητα του βιβλίου και δύο μέρες αργότερα επεμβαίνει το υπουργείο Εσωτερικών και παραπέμπει σε δίκη τον εκδότη και τον ποιητή για προσβολή των ηθών: καταδικάζονται σε χρηματικές ποινές και υποχρεώνονται να αφαιρέσουν από τη συλλογή έξι ποιήματα. Ο Μπωντλαίρ είναι συντετριμμένος. Λαμβάνει, ωστόσο, γράμματα υποστήριξης από τους Φλομπέρ, Σεντ-Μπεβ και άλλους. O Ουγκό τού γράφει χαρακτηριστικά: «Τα Ανθη του κακούείναι λαμπερά και εκτυφλωτικά σαν άστρα».
Ο Φλομπέρ παραπέμπεται στο δικαστήριο κατηγορούμενος για προσβολή των ηθών και της δημόσιας ηθικής για τη Μαντάμ Μποβαρί, αλλά τελικά αθωώνεται. Πεθαίνει o Ευγένιος Σι και ο Αλφρέντ ντε Μισέ.
Άνθη του κακού, η σελίδα τίτλου της πρώτης έκδοσης,
με χειρόγραφες σημειώσεις του Μπωντλαίρ
με χειρόγραφες σημειώσεις του Μπωντλαίρ
1858 Ιανουάριος. Ο Μπωντλαίρ υποφέρει από πόνους στα πόδια, δύσπνοια, προβλήματα στο στομάχι. Για να ανακουφιστεί, καταφεύγει στον αιθέρα και το όπιο. Σκέφτεται να αποσυρθεί στο Ονφλέρ με τη μητέρα του, αλλά μένει και πάλι με τη Ζαν.
Εκδίδονται οι Περιπέτειες του Άρθρουρ Γκόρντον Πυμ και δημοσιεύεται το πρώτο μέρος των Τεχνητών παραδείσων.
Εκδίδονται τα Ποιητικά άπαντα του Λεκόντ ντε Λιλ. Ο Όφενμπαχ γράφει τον Ορφέα στον Άδη.
1859 Ο Μπωντλαίρ επισκέπτεται όλο και συχνότερα τη μητέρα του στο Ονφλέρ, δημοσιεύει πολλά νέα ποιήματα στα περιοδικά Revue fransaise και Revue contemporaine, καθώς και μια σειρά από άρθρα για τον Γκοτιέ, τον Ασελινό και άλλους σύγχρονούς του στο περιοδικό L ‘Artiste. Συνεχίζει τις μεταφράσεις έργων του Πόε και αρχίζει να κρατά σημειώσεις για την
οιονεί αυτοβιογραφία του, Η καρδιά μου γυμνή. Τον Ιούλιο δημοσιεύει το Σαλόνι του 1859.
Στις 5 Απριλίου η Ζαν μεταφέρεται σε σοβαρή κατάσταση στην κλινική Ντιβάλ.
Έκδοση της πρώτης σειράς του Θρύλου των αιώνων, του Ουγκό.
1860 Πρώτη εγκεφαλική κρίση του Μπωντλαίρ. «Νομίζω πως είχα κάτι σαν εγκεφαλική συμφόρηση. […] Ναυτίες και μια τόσο μεγάλη αδυναμία, μαζί με ιλίγγους, που δεν μπορούσα ν’ ανέβω ένα σκαλοπάτι χωρίς να νιώθω διαρκώς πως θα λιποθυμήσω» (γράμμα στη μητέρα του, 15 Ιανουαρίου). Ωστόσο, εξακολουθεί να δουλεύει πολύ. Υπογράφει με τον Μαλασί και τον ντε Μπρουάζ για μια δεύτερη έκδοση των Ανθέων του κακού με είκοσι έξι νέα ποιήματα, για τους Τεχνητούς παραδείσους, τις Αισθητικές περιέργειες και έναν τόμο με Λογοτεχνικές σημειώσεις.
Το Μάιο κυκλοφορούν οι Τεχνητοί παράδεισοι.
Δεκέμβριος. Ο Μπωντλαίρ εγκαθίσταται με τη Ζαν, παράλυτη, στο Νεϊγί, αλλά πηγαινοέρχεται στο ξενοδοχείο του.
1861 Κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοση των Ανθέων του κακού με τριάντα πέντε νέα ποιήματα, εκ των οποίων μόνο ένα αδημοσίευτο. Ο Μπωντλαίρ δημοσιεύει, επίσης, μια μελέτη του για τον Βάγκνερ και άρθρα για τους σύγχρονούς του λογοτέχνες. Εξακολουθεί να ασχολείται με το αυτοβιογραφικό του βιβλίο, Η καρδιά μου γυμνή. Ολοκληρώνει ορισμένα Μικρά πεζά ποιήματα. Είναι πλέον γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους· υποβάλλει, μάλιστα, υποψηφιότητα για τη Γαλλική Ακαδημία, την οποία αποσύρει λίγο αργότερα.
Πεθαίνει ο Βάγκνερ.
Nadar, καρικατούρα του Μπωντλαίρ
1862 Πεθαίνει o ετεροθαλής αδελφός του ποιητή.
O Μπωντλαίρ εξακολουθεί να δημοσιεύει μεταφράσεις έργων του Πόε καθώς και άρθρα για το έργο του. Το Σεπτέμβριο δημοσιεύονται τα δεκατέσσερα πρώτα Μικρά πεζά ποιήματα στην εφημερίδα La Presse. Ταυτόχρονα, η σύφιλη επανεμφανίζεται και η υγεία του χειροτερεύει.
Κυκλοφορεί η Σαλαμπό του Φλομπέρ και οι Άθλιοι του Ουγκό.
1863 Πεθαίνει ο Ευγένιος Ντελακρουά· ο Μπωντλαίρ αφιερώνει τρία άρθρα στη «Ζωή και το έργο του», στο περιοδικό L’opinion nationale. Η Φιγκαρό δημοσιεύει το «Ζωγράφο της μοντέρνας ζωής», δοκίμιο για τον Κονσταντέν Γκι.
Κυκλοφορεί ο Καπετάν-Φρακάς του Γκοτιέ.
1864 Ο Μπωντλαίρ αναχωρεί για τις Βρυξέλλες, με σκοπό να δώσει κάποιες διαλέξεις, αλλά και να εκδώσει τα Άπαντά του. Τα σχέδιά του αποτυγχάνουν, καθώς οι διαλέξεις του (για τον Γκοτιέ, τον Ντελακρουά κ.ά.) δε βρίσκουν ανταπόκριση και οι εκδότες Λακρουά και Φερμπόεκχεν δεν ενδιαφέρονται για τα έργα του. Απογοητευμένος, ο ποιητής γράφει πικρόχολα άρθρα για το Βέλγιο και σκέφτεται να εκδώσει ένα ανάλογο έργο.
Την ίδια περίοδο δημοσιεύονται ορισμένα από τα πεζά ποιήματά του με τον τίτλο ΤοSpleen του Παρισιού σε διάφορα έντυπα.
Ο Μαλαρμέ αρχίζει να γράφει την Ηρωδιάδα.
1865 Η κατάσταση της υγείας του Μπωντλαίρ χειροτερεύει.
Ο Μαλαρμέ και ο Βερλέν δημοσιεύουν εγκωμιαστικά άρθρα για το έργο του, ενώ ο ίδιος παραμένει επιφυλακτικός απέναντι στους θαυμαστές του: «Έχουν ταλέντο οι νεαροί αυτοί, αλλά και πόση τρέλα! Πόση υπερβολή και πόση ακρισία της νεότητας! Εδώ και μερικά χρόνια, είχα εντοπίσει εδώ κι εκεί μιμήσεις και τάσεις που με ανησυχούσαν. Η μίμηση είναι ο μεγαλύτερος συμβιβασμός και δεν αγαπώ τίποτε περισσότερο από το να είμαι μόνος. Αλλά δε γίνεται· λένε ότι υπάρχει ήδη η μπωντλαιρική σχολή» (γράμμα στη μητέρα του, 5 Μαρτίου).
Κυκλοφορεί το Από τη Γη στη Σελήνη του Ιουλίου Βερν.
1866 Νέα επιδείνωση της υγείας του ποιητή. «Δύσπνοια. Φοβερός πόνος στο κεφάλι. […] Όρθιος, πέφτω· καθιστός, πέφτω. Όλα αυτά πολύ γρήγορα. Αφού ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου, τάσεις για εμετό» (σημείωμα για το γιατρό, 20 Ιανουαρίου).
Στα τέλη Μαρτίου, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Ναμίρ, ο ποιητής πέφτει και παραλύει ολόκληρη η δεξιά πλευρά του. Νοσηλεύεται στις Βρυξέλλες, στο ξενοδοχείο του κι ύστερα σ’ ένα καθολικό μοναστήρι, απ’ όπου οι καλόγριες τον διώχνουν για την απρεπή συμπεριφορά του. Στις 2 Ιουλίου ο ποιητής μεταφέρεται στο Παρίσι από τη μητέρα του και το ζωγράφο Άρθουρ Στίβενς. Παραμένει στην κλινική του γιατρού Ντιβάλ. Στο δωμάτιό του έχει έναν πίνακα του Μανέ, ενώ τον επισκέπτεται αρκετός κόσμος.
Δημοσιεύονται τα Κρόνια ποιήματα του Βερλέν.
1867 31 Αυγούστου. Ο Κάρολος Μπωντλαίρ πεθαίνει στο Παρίσι. Ο ενταφιασμός του γίνεται στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς, όπου ο Ασελινό και ο Μπανβίλ εκφωνούν επικήδειους λόγους στους λιγοστούς παρευρισκομένους.
1868-1869 Ο Ασελινό και ο Μπανβίλ εκδίδουν τα Άπαντα του Μπωντλαίρ.
1887 Εκδίδεται ένας τόμος με έργα του Μπωντλαίρ, ο οποίος περιέχει τα ημερολόγιά τουΆτρακτοι και Η καρδιά μου γυμνή.
1949 Γίνεται αναθεώρηση της δίκης του Μπωντλαίρ και ακυρώνεται η καταδικαστική απόφαση που είχε εκδοθεί ενενήντα δύο χρόνια νωρίτερα για τα Άνθη του κακού.
* * *
Ο εύθυμος νεκρός
—Μετάφραση: Μανώλης Κανελλής—
Ο Μπωντλαίρ φωτογραφημένος από τον Nadar
* * *
Πάθος για το Παρίσι
—του Μπερνάρ Ντελβάιγ—
Μετάφραση: Όλγα Τσατσάνη
Μετάφραση: Όλγα Τσατσάνη
Ο Μπωντλαίρ ήταν ο πρώτος που είχε λυρική συνείδηση της σύγχρονης πόλης, της πρωτεύουσας την οποία θεωρεί μια προσφιλή κόλαση.
Πριν από τον Μπωντλαίρ είχαμε κυρίως περιγραφές του Παρισιού. Ο Λουί-Σεμπαστιάν Μερσιέ είχε εκδώσει, τις παραμονές της Επανάστασης, τις Εικόνες του Παρισιού και o Ρετίφ ντε λα Μπρετόν, στις Νύχτες του Παρισιού, ήθελε να «απεικονίσει όσα συνέβαιναν τη νύχτα στο Παρίσι κατά το Παλαιό Καθεστώς». Ο Μπωντλαίρ ήταν ο πρώτος —μαζί με τον Νερβάλ— που θεωρούσε το Παρίσι «μια άβυσσο, που τον καταβροχθίζει»: αυτά τα λόγια θα χρησιμοποιήσει μιλώντας για τον Σαρλ Μεριόν. Ήταν o πρώτος που είχε «λυρική συνείδηση» της σύγχρονης πόλης.
Γεννήθηκε στην οδό Οτφέιγ, στη γωνία του μπουλβάρ Σεν Ζερμέν, κοντά στο μπουλβάρ Σεν Μισέλ. Μια πλάκα δείχνει σήμερα τη θέση του κατεστραμμένου πια σπιτιού.
Πέθανε στο δέκατο έκτο διαμέρισμα, ανάμεσα στην Ετουάλ και το Τροκαντερό, οδός Ντομ, στην κλινική του γιατρού Ντιβάλ, ο οποίος είχε το ίδιο όνομα με τη Ζαν, τη σύντροφο που γνώρισε ο ποιητής την άνοιξη του 1842 και που θα αγαπούσε, «αυτή την πάλαι ποτέ καλλονή και τώρα ανάπηρη», για όλη του τη ζωή.
Ο κατάλογος των σημείων του Παρισιού που αναφέρονται στα έργα και στην αλληλογραφία του έχει ήδη καταρτιστεί από τους εκδότες της Pléiade. Εκτός από τους δρόμους, τις πλατείες και τις διασταυρώσεις —από τις Μπατινιόλ ως την πύλη του Μεν και από την οδό ντι Μπακ ως τη λεωφόρο Τριντέν— γίνεται συχνότερα αναφορά στα καφέ και τα θέατρα και όχι μόνο σε όσα βρίσκονται στις μεγάλες λεωφόρους. Ο Μπωντλαίρ γνώριζε το Παρίσι όσο λίγοι. Και δεν πρέπει να στεκόμαστε μόνο στην μπωντλαιρική τοπογραφία του Παρισιού, αλλά και στη στενή, βαθιά και παθιασμένη γνώση του για την πόλη. Το πάθος αυτό μετατρέπεται ενίοτε και σε ζήλια. Το Φεβρουάριο του 1865 απαντά στη μητέρα του, η οποία του ανακοινώνει την επιθυμία της να μεταβεί από το Ονφλέρ στην πρωτεύουσα: «Αυτή την εποχή; Μες στις πλημμύρες, τα χιόνια και τις λάσπες; Το Παρίσι είναι όμορφο μόνο κάτω απ’ τον ήλιο, με τους υπέροχους κήπους του». Θέλει μ’ αυτά τα λόγια να προφυλάξει την αγαπημένη του μητέρα από κρυολογήματα και γρίπη; Ή προσπαθεί να την κρατήσει μακριά από το Παρίσι που, τέτοια εποχή, έχει γι’ αυτόν όλη του τη γοητεία; Δε θα το μάθουμε ποτέ. Είχε, ωστόσο, παραδεχτεί στο Ομίχλες και βροχέςπόσο πολύ αγαπάει αυτές τις «νανουριστικές εποχές» στα τέλη του φθινοπώρου και της άνοιξης, όπου το όνειρο είναι «κάποιο βράδυ αφέγγαρο, οι δυο μας / την οδύνη να κοιμίζουμε σε τυχαίο κρεβάτι». Αλλά όσο κι αν γνωρίζει καλά τα στυφά πρωινά της άνοιξης, προτιμά το συννεφιασμένο ουρανό και τις κίτρινες αχτίδες του χειμώνα.
Ξέρει όλες τις εποχές της πόλης, αλλά και τις ώρες της ημέρας. Σ’ ένα αξιοσημείωτο δοκίμιο με τίτλο Μπωντλαίρ και σύνεση ο Ζαν Σταρομπίνσκι γράφει: «για τον Μπωντλαίρ, όπως και για πολλούς σύγχρονούς του, η παλιά θρησκευτική οργάνωση της ημέρας, το τελετουργικό που τη διαιρεί, είναι στοιχεία που διατηρούνται ακόμα αρκετά έντονα, ώστε να αποτελούν ένα καταφύγιο σε καταστάσεις σύγχυσης… Πόσο μεγάλη διαφορά, όμως, ανάμεσα στην προστατευόμενη νύχτα του Λατίνου χριστιανού ποιητή και την επικίνδυνη νύχτα που βασιλεύει στη σύγχρονη μητρόπολη!»
Το Παρίσι φωτογραφημένο από τον Eugène Atget, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920 — κυρίως νωρίς το πρωί, προτού οι δρόμοι γεμίσουν με διαβάτες
Όποιος ζει μόνος έχει ανάγκη από σημεία αναφοράς μες στο χρόνο. Αυτά συχνά βοηθούν να αποφεύγονται οι παρεκκλίσεις, στον περίπατο και το χρόνο. Το τελετουργικό μετατρέπεται σε χρονική ακρίβεια. Ο περίπατος γίνεται ταυτόχρονα μέτρο του σώματος και του χρόνου. Το σημαντικό είναι ότι η διάρκεια έχει όρια και σύνορα η περιπλάνηση, ακόμα κι αν ο χρόνος έχει αντιστραφεί: την ημέρα ο θάνατος, τη νύχτα η ζωή. Το πρωινό δεν είναι απαραιτήτως δοξασμένο. Η αυγή δεν κατάγει νίκη επί της νύχτας. Απλώς ανακοινώνει τη δυστυχία της μέρας που ξεκινά. Ακόμα κι αν το λάλημα του πετεινού σχίζει τον «ομιχλώδη αέρα» από μακριά (υπήρχαν ακόμη αγροκτήματα στο Παρίσι, οπότε το λάλημα αυτό δεν αποτελεί μεταφορά για το κάλεσμα της σάλπιγγας στο στρατώνα), αυτή είναι η στιγμή που πεθαίνουν οι άρρωστοι στα νοσοκομεία, που τα βάσανα των γυναικών στη δουλειά επιτείνονται, που οι γλεντοκόποι και οι αλήτες γυρνούν στο σπίτι τους και που ο λαός του Παρισιού ξαναζώνεται τα σύνεργά του. Μόλις πριν από λίγα χρόνια, οι δρόμοι του Παρισιού, πριν ξημερώσει, ήταν γεμάτοι από ανθρώπους με ποδήλατα, αγουροξυπνημένους, ταχυδρόμους, υπαλλήλους του μητροπολιτικού σιδηρόδρομου που κατευθύνονταν στο αμαξοστάσιο, ενώ οι καθαριστές του δήμου άρχιζαν να καταβρέχουν τα λιθόστρωτα. Ο Ντεσοζιέ, λίγες δεκαετίες πριν από τον Μπωντλαίρ, είχε αναφέρει αυτά τα ξυπνήματα του Παρισιού στις πέντε το πρωί, τη λάμπα που θαμπώνει και «ο άπληστος παίχτης / με όψη πελιδνή / και με άδειες τσέπες / επιστρέφει αφρίζοντας… Όλο το Παρίσι ξυπνά… Πάμε για ύπνο». Είναι η «ψυχρή ώρα», στην οποία θα αναφερθεί «με σπαραγμό» και ο Σαρλ Κρο λίγα χρόνια αργότερα.
Το σούρουπο έχει, ίσως, περισσότερη γοητεία. Είναι η ώρα που «ο άνθρωπος του πλήθους», του Έντγκαρ Πόε, κολυμπά σαν ψάρι στο νερό. Ένας κόσμος κλειδώνεται, το σπιτικό που κλείνεται στον εαυτό του («μια οικογένεια κάθεται γύρω από μια λάμπα ακουμπισμένη στο τραπέζι», γράφει ο Λοτρεαμόν), ο κίνδυνος, όμως, παραμονεύει. Ένας άλλος κόσμος ανοίγεται, ο κόσμος των φώτων και της απόλαυσης. Η πόλη ζωντανεύει με την πραγματική ζωή της. Οι διασταυρώσεις λαμπυρίζουν με όλα τους τα φώτα και μ’ όλες τις θωπείες τους οι βιτρίνες.
Ο Μπωντλαίρ τριγυρνούσε ασταμάτητα στο Παρίσι προς αναζήτηση χρημάτων. Έζησε σε όλες σχεδόν τις συνοικίες, στο Σεν-Ζερμέν και το Ιλ Σεν-Λουί, αλλά και στο Ταμπλ και στην οδό Πιγκάλ και στο ξενοδοχείο «Διέπη», στην οδό Άμστερνταμ, κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού Σεν-Λαζάρ, που οδηγούν στο Ονφλέρ, όπου ζούσε η μητέρα του.
Μια από τις πιο γνωστές φωτογραφίες του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν:
«Πίσω από τον σταθμό Σεν-Λαζάρ», 1932
«Πίσω από τον σταθμό Σεν-Λαζάρ», 1932
Αιχμαλώτισε όλα τα πρόσωπα μιας πόλης που αγαπούσε («Μες στων παλιών πρωτευουσών τα δαιδαλώδη πλάτη, / που όλα, ως κι η φρίκη εκεί, μοιάζουν σαν μαγεμένα»), κι όπου, ωστόσο, του φαινόταν ότι δεν μπορεί να ζήσει: «Επιστρέφω στην κόλαση», «το Παρίσι μού είναι δυσάρεστο», «το Παρίσι, όπου βαριέμαι εδώ και πολλούς μήνες, όσο κανείς δεν βαρέθηκε ποτέ».
Τον φαντάζομαι, τις καλοκαιρινές βραδιές, καθώς ο ήλιος φωτίζει ακόμα τον ορίζοντα των δρόμων και η μέρα δε λέει να τελειώσει, προκαλώντας του αγωνία. Στους δημόσιους κήπους, οι μπάντες με τα χάλκινα στα μουσικά υπόστεγα σκορπίζουν «λίγο ηρωισμό στις καρδιές». Γνωρίζει τις παρόδους αυτών των κήπων, όπου περπατούν αργά οι φτωχοί, οι μοναχικοί και οι χήρες. Το πεζό ποίημα που φέρει τον τίτλο αυτό, από το Spleen του Παρισιού, είναι σίγουρα ένα από τα πιο συγκλονιστικά που έχουν γραφτεί. Ο Μπωντλαίρ συμπονάει τις γριούλες, όπως και ο Ρίλκε, αργότερα, τους τυφλούς· αυτά τα «σαράβαλα της ζωής» που στοιχειώνουν τους δημόσιους κήπους, θύματα μιας προδομένης αγάπης ή μιας αδικοχαμένης προσπάθειας. Στους ποιητές αρέσει να παρατηρούν: πήρε από πίσω αυτή τη νεαρή χήρα, με ένα σκοπό και μόνο, την κουβεντούλα. Κρατάει από το χέρι ένα παιδί και δεν πλησιάζει πολύ στο υπόστεγο. Ακούει από μακριά τις πόλκες. Για τα καθίσματα, άλλωστε, πρέπει να πληρώσει, και με το ευτελές αυτό ποσό ίσως μπορέσει να δωρίσει ένα παιχνιδάκι στο παιδί.
Ο Μπωντλαίρ, όμως, δε βλέπει το Παρίσι μόνο από τη σκοπιά αυτή, του σιωπηλού και άγνωστου ανθρώπινου πόνου. Έχει και μια προσέγγιση βαβελική. Το 1859 συναντά τον Σαρλ Μεριόν, τον οποίο είχε ήδη χτυπήσει η τρέλα. Επρόκειτο να συνοδέψει με κείμενο ορισμένες «χαλκογραφίες του Παρισιού». Ήταν περιχαρής και έγραψε στον Πουλέ-Μαλασί στις 16 Φεβρουαρίου 1860: «Να μια ευκαιρία να γράψω ονειροπολήσεις, δέκα, είκοσι, τριάντα γραμμές η καθεμία. για όμορφες γκραβούρες· φιλοσοφικές ονειροπολήσεις ενός περιπλανώμενου Παριζιάνου». Ο Μπωντλαίρ και o Μεριόν δεν τα βρήκαν τελικά και το σχέδιο έμεινε στη μέση. Αλλά το έργο του χαράκτη στο σύνολό του, με τόσους άλλους «παρισινούς πίνακες» —της Πον-Νεφ, του κολεγίου του Ερρίκου Δ΄, της οδού Μοργκ και της Ποντ-ο-Σανζ, των λουτρών στις όχθες του Σηκουάνα και στην πλατεία Σεν Αντρέ ντεζ Αρ—, βρίσκει στον Μπωντλαίρ τον πιο φλογερό και ένδοξο υπερασπιστή του: «Ελάχιστες φορές είδα να απεικονίζεται με τόση ποιητικότητα το φυσικό μεγαλείο μιας μεγαλούπολης. Το μεγαλείο της πέτρας που αφθονεί, τα καμπαναριά που δείχνουν με το δάχτυλο τον ουρανό, οι οβελίσκοι της βιομηχανίας που ξερνάνε ενάντια στο στερέωμα τις συστάδες του καπνού· τα φοβερά ικριώματα των μνημείων που αναστηλώνονται κι εφαρμόζουν στο σταθερό σώμα της αρχιτεκτονικής μια εφήμερη αρχιτεκτονική τόσο παράδοξα όμορφη, ο ταραγμένος ουρανός, γεμάτος θυμό και μνησικακία, το βάθος της προοπτικής που αυξάνει στην σκέψη όλων των δραμάτων που περιέχει».
Χαρακτικά του Charles Méryon, δεκαετία του 1850
Δύο τρόποι υπάρχουν για να καταλάβει κανείς το Παρίσι. Ο πρώτος είναι να χαθεί, να πνιγεί μες στους δρόμους, τις αυλές, τα παλάτια και τους πύργους, στον πλούτο και τη μιζέρια του. Ο άλλος είναι να έχει μια συνολική εποπτεία του. Το μεγαλύτερο τέτοιο κείμενο του Μπωντλαίρ για το Παρίσι είναι το προσχέδιο του επιλόγου για τη δεύτερη έκδοση των Ανθέων του Κακού, «Ωδή στο Παρίσι από τον λόφο της Μονμάρτης». Αυτό το μισοτελειωμένο ποίημα, ίσως ένα από τα πιο τολμηρά της γαλλικής ποίησης, συμπυκνώνει την αμοιβαία αγάπη που έφεραν ο ποιητής και η πόλη, ο ποιητής και η πόλη του, η πόλη και ο ποιητής της. Είναι ένα ποίημα παθιασμένου έρωτα: «Σ’ αγαπώ, ω πανέμορφη, χαριτωμένη μου… Τις μπόμπες σου, τις μαχαιριές, τις γιορτές σου, τις νίκες / Τα μελαγχολικά σου προάστια / Τα στολισμένα σου μέγαρα / Τους κήπους σου, όλο στεναγμούς και ίντριγκες, / Τους ναούς σου, που ξεβράζουν τη δέηση σαν μουσική / Την παιδιάστικη απόγνωσή σου και τα παιχνίδια σου, σαν τρελής γριάς / Τις απελπισίες σου».
Νομίζω πως στο έργο του Μπωντλαίρ δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στις εργασίες του βαρόνου Οσμάν*. Ωστόσο, ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητος όσον αφορά τις αλλαγές που συντελούνταν την εποχή εκείνη στο Παρίσι. Το άγαλμα του βαρόνου υψώνεται εδώ και λίγο καιρό στη γωνία της οδού Λαμπόρντ και της λεωφόρου που φέρει το όνομά του. Πότε άραγε θα δούμε το άγαλμα του Μπωντλαίρ στο «Νουβό Καρουσέλ»;
Το παλιό Παρίσι δεν υπάρχει πια (η μορφή μιας πολιτείας αλλάζει, αλλοίμονο, πιο γρήγορα κι απ’ την καρδιά μιας πεθαμένης).
* Βαρόνος Οσμάν (1809-1891): Νομάρχης του Παρισιού από το 1853 έως το 1870. Κατά τη διάρκεια της θητείας του άλλαξε ριζικά η μορφή της πόλης: έγιναν μεγάλα οικοδομικά έργα αλλά καταστράφηκαν και πολλές γραφικές ιστορικές γειτονιές.
* * *
Ο Μπωντλαίρ φωτογραφημένος από τον Nadar
* * *
Ο Κύκνος
—Μετάφραση: Τάκης Παπατσώνης—
* * *
Ο Μπωντλαίρ από τον Édouard Manet, δεκαετία 1860
* * *
Αυτό το βράδυ
—Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς—
* * *
Πορτρέτο του Μπωντλαίρ (1844) από τον Emile Deroy (1820–1846)
Baudelaire
—του Τ. Σ. Έλιοτ—
Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου
Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου
* * *
Η θρησκευτικότητα του Μπωντλαίρ
—του Τάκη Παπατσώνη—
* * *
Ο Μπωντλαίρ από τον Henri Matisse, 1932
* * *
Ο ποιητής του πόνου και οι έλληνες μεταφραστές του
—του Μπάμπη Κλάρα—
* * *
[Επίλογος] Choral: the pink church
Ένα ποίημα του William Carlos Williams
—Ο Πόε, ο Ουίτμαν, ο Μπωντλαίρ
είναι οι άγιοι σ’ αυτό το ημερολόγιο—
είναι οι άγιοι σ’ αυτό το ημερολόγιο—
Ακούστε το εδώ, από τους Estimated Prophets — με τη φωνή του William Carlos Williams
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥΤ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.