Ποιος θα πει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ στο διαχρονικό ερώτημα: «Υπάρχει Θεός»; Οι βιολόγοι αντιφάσκουν, ενώ οι απαντήσεις ποικίλουν ανάλογα με τη συγκυρία και τις… κυλιόμενες ανάγκες! Ίσως η λύση βρίσκεται στην Ποίηση.
Ιδού: «Αηδόνι, αηδόνι, αηδόνι, τι είναι Θεός, τι μη Θεός και τι αναμεσό τους;… Άραξα μονάχος μ’ αυτό το παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δεν θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών…
Αν είναι αλήθεια πως τόσος πόνος, τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη» (Γιώργος Σεφέρης), «Πάτερ υμών ο εν τοις ουρανοίς, στον ουρανό κανείς» (Νίκος Καρούζος)
Θεέ, άφησες τους φτωχούς φτωχοί να είναι, γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ’ τον Παράδεισό σου (Μπέρτολτ Μπρεχτ)
Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες το δικό του σύμπαν, σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει, ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο, ένας Θεός καθόλου αθάνατος, γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική κι ανεπανάληπτη στιγμή του (Τάσος Λειβαδίτης),
Θεός αν είναι στις φλόγες να καείς κι απ’ το δάκρυ μου φωτιά να πιεις, δεν μπορείς μια ζωή καρδιά να συγχωρείς, θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς…(Λίνα Νικολακοπούλου)
1. Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ύμνος στο Θεό»
Βαθιά στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι.
Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί, και τους αφήνεις να πεθάνουν.
Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατος
κι αστράφτεις ανελέητος πάνω απ’ το αιώνιο Σχέδιό σου.
Άφησες να πεθάνουν οι νέοι και οι χαροκόποι
μα αυτούς που θέλαν να πεθάνουν, δεν τους άφησες…
πολλοί από κείνους τώρα έχουν σαπίσει
πιστεύανε σε σένα, και πεθάναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.
Άφησες τους φτωχούς φτωχοί να μείνουν χρόνια και χρόνια
γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ’ τον Παράδεισό σου.
Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σου
πεθάνανε μακάριοι, όμως – και σαπίσαν παρευθύς.
Λένε πολλοί πως δεν υπάρχεις και τόσο το καλύτερο.
Μα πώς μπορεί να μην υπάρχει αυτό που μπορεί έτσι να
ξεγελά;
Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δεν μπορούν χωρίς
εσένα να πεθάνουν –
πες μου, τι σημασία έχει – το ότι δεν υπάρχεις;
(Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο)
2. Τάσος Λειβαδίτης, «Το υπόγειο»
Αν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Εγώ κάθομαι εδώ ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλοσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου να τελειώνω
– α εσείς, εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. I, Κέδρος)
3. Ζακ Πρεβέρ, «PATER NOSTER» (Πάτερ υμών)
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς
Μείνε εκεί
Κι εμείς θα μείνουμε στη γη
που κάπου-κάπου είναι όμορφη
Με τα μυστήρια της Νέας Υόρκης
Και μετά με τα μυστήρια των Παρισίων
Που είναι αντάξια αυτών της Τρινιτέ
Με το μικρό της κανάλι του Ουρκ
Το μεγάλο Κινέζικο τείχος της
Τη ριβείρα της του Μορλαί
Τις αταξίες της του Καμπαί
Με τον Ειρηνικό Ωκεανό της
Και τις δυο λιμνούλες της του Κεραμικού
Με τα καλά παιδιά και τα κακά
υποκείμενά της
Με όλα τα θαύματα του κόσμου
Που είναι εδώ
Απλά πάνω στη γη
Προσφορά σε όλον τον κόσμο
Διασκορπισμένα
Αυτοθαυμαζόμενα που είναι
τέτοια θαύματα
Και που δεν τολμά να το ομολογήσει
Όπως μια ωραία κόρη που δεν τολμά
να δείξει τη γύμνια της
Με τα φοβερά δεινά
του κόσμου
Που είναι λεγεώνες
Με τους λεγεωνάριούς τους
Με τους βασανιστές τους
Με τους κυρίαρχους του κόσμου
Με τις εποχές
Με τα χρόνια
Με τις ωραίες κόρες και τους γερο-μαλάκες
Με το άχυρο της αθλιότητας που σαπίζουν
μέσα στο ατσάλι των κανονιών»
4. Νίκος Καρούζος, Μονολεκτισμοί και Ολιγόλεπτα
πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς (κανείς)
λογοπαίχτης από άνηθο
εσύ ποιος είσαι;
Εγώ – δεν- είμαι
με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς
εφέτος
παραμερίζει πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τους αέναους
παπάδες
τινάζει νευρικά προς τα πίσω
τη μαλλούρα του
το γεγονός είναι ολοφάνερο:
βαρέθηκε
η λεκτική τρυφή μου: μηδενάκι
τεντώνω σήμερα την ηλιθιότητα
αυνανίζεσθε και μη πληθύνεσθε
η φαντασία της
πραγματικότητας
αφοδεύει γιασεμάκια
πως θα ‘μουνα αλήθεια μέσ’
στην κάσα μου;
το τι γέλιο θα πέσει κάτω
απ’ το καπάκι της
μ’ εκείνα τα υπέροχα νεκρώσιμα…
5. Γιώργος Σεφέρης, Ελένη
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων,
σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους
στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
Τυφλὴ φωνὴ ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη
βήματα καὶ χειρονομίες. Δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα,
καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων
ἢ τῶν θεῶν˙
ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει
ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα
καὶ μίαν ἄλλη Σαλαμίνα
μ᾿ ἔφερε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι.
Τὸ φεγγάρι
βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη˙
σκέπασε τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ , κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης.
τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.
Ἀηδόνι ποιητάρη,
σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα
σ᾿ ἄκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνάμεσό τους - ποιὸς θὰ τὄ᾿ λέγε; - ἡ Ἑλένη!
Αὐτὴ ποὺ κυνηγούσαμε χρόνια στὸ Σκάμαντρο.
Ἦταν ἐκεῖ, στὰ χείλια τῆς ἐρήμου˙ την ἄγγιξα, μοῦ μίλησε:
«Δὲν εἲν' ἀλήθεια, δὲν εἲν' ἀλήθεια» φώναζε.
«Δὲν μπῆκα στὸ γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτὲ δὲν πάτησα τὴν ἀντρειωμένη Τροία».
Μὲ τὸ βαθὺ στηθόδεσμο, τὸν ἥλιο στὰ μαλλιά, κι αὐτὸ
τὸ ἀνάστημα
ἴσκιοι καὶ χαμόγελα παντοῦ
στοὺς ὤμους στοὺς μηροὺς στὰ γόνατα˙
ζωντανὸ δέρμα, καὶ τὰ μάτια
μὲ τὰ μεγάλα βλέφαρα,
ἦταν ἐκεῖ, στὴν ὄχθη ἑνὸς Δέλτα.
Καὶ στὴν Τροία;
Τίποτε στὴν Τροία – ἕνα εἴδωλο.
Ἔτσι τὸ θέλαν οἱ θεοί.
Κι ὁ Πάρης, μ' ἕναν ἴσκιο πλαγίαζε σὰ νὰ ἦταν πλάσμα
ἀτόφιο˙
κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιὰ τὴν Ἑλένη δέκα χρόνια .
Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στὴν Ἑλλάδα.
Τόσα κορμιὰ ριγμένα
στὰ σαγόνια τῆς θάλασσας στὰ σαγόνια τῆς γῆς.
τόσες ψυχὲς
δοσμένες στὶς μυλόπετρες, σὰν τὸ σιτάρι.
Κι οἱ ποταμοὶ φουσκῶναν μὲς στὴ λάσπη τὸ αἷμα
γιὰ ἕνα λινὸ κυμάτισμα γιὰ μιὰ νεφέλη
μιᾶς πεταλούδας τίναγμα τὸ πούπουλο ἑνὸς κύκνου
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιὰ μίαν Ἑλένη.
Κι ὁ ἀδερφός μου;
Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,
τ' εἶναι θεός; τί μὴ θεός; καὶ τί τ' ἀνάμεσό τους;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν˙
ἂν εἶναι ἀλήθεια
πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο
εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει
μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε
πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων,
σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους
στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
Τυφλὴ φωνὴ ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη
βήματα καὶ χειρονομίες. Δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα,
καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων
ἢ τῶν θεῶν˙
ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει
ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα
καὶ μίαν ἄλλη Σαλαμίνα
μ᾿ ἔφερε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι.
Τὸ φεγγάρι
βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη˙
σκέπασε τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ , κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης.
τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.
Ἀηδόνι ποιητάρη,
σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα
σ᾿ ἄκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνάμεσό τους - ποιὸς θὰ τὄ᾿ λέγε; - ἡ Ἑλένη!
Αὐτὴ ποὺ κυνηγούσαμε χρόνια στὸ Σκάμαντρο.
Ἦταν ἐκεῖ, στὰ χείλια τῆς ἐρήμου˙ την ἄγγιξα, μοῦ μίλησε:
«Δὲν εἲν' ἀλήθεια, δὲν εἲν' ἀλήθεια» φώναζε.
«Δὲν μπῆκα στὸ γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτὲ δὲν πάτησα τὴν ἀντρειωμένη Τροία».
Μὲ τὸ βαθὺ στηθόδεσμο, τὸν ἥλιο στὰ μαλλιά, κι αὐτὸ
τὸ ἀνάστημα
ἴσκιοι καὶ χαμόγελα παντοῦ
στοὺς ὤμους στοὺς μηροὺς στὰ γόνατα˙
ζωντανὸ δέρμα, καὶ τὰ μάτια
μὲ τὰ μεγάλα βλέφαρα,
ἦταν ἐκεῖ, στὴν ὄχθη ἑνὸς Δέλτα.
Καὶ στὴν Τροία;
Τίποτε στὴν Τροία – ἕνα εἴδωλο.
Ἔτσι τὸ θέλαν οἱ θεοί.
Κι ὁ Πάρης, μ' ἕναν ἴσκιο πλαγίαζε σὰ νὰ ἦταν πλάσμα
ἀτόφιο˙
κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιὰ τὴν Ἑλένη δέκα χρόνια .
Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στὴν Ἑλλάδα.
Τόσα κορμιὰ ριγμένα
στὰ σαγόνια τῆς θάλασσας στὰ σαγόνια τῆς γῆς.
τόσες ψυχὲς
δοσμένες στὶς μυλόπετρες, σὰν τὸ σιτάρι.
Κι οἱ ποταμοὶ φουσκῶναν μὲς στὴ λάσπη τὸ αἷμα
γιὰ ἕνα λινὸ κυμάτισμα γιὰ μιὰ νεφέλη
μιᾶς πεταλούδας τίναγμα τὸ πούπουλο ἑνὸς κύκνου
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιὰ μίαν Ἑλένη.
Κι ὁ ἀδερφός μου;
Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,
τ' εἶναι θεός; τί μὴ θεός; καὶ τί τ' ἀνάμεσό τους;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν˙
ἂν εἶναι ἀλήθεια
πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο
εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει
μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε
πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.
6. … Χάρις Αλεξίου: «Θεός αν είναι»…
Τις νύχτες μπαίνεις στα όνειρά μου
λες κι ήρθες σε δικό σου κήπο
κι αν μεγαλώσαν τα φτερά μου
εγώ απ’ το πλάι σου δε λείπω
Θεός αν είναι
Χιλιάδες άγγελοι με τ’ άσπρα
κλωνάρια λησμονιάς μοιράζουν
κι από το σώμα μου σαν άστρα
παιδιά δικά σου ανάσες βγάζουν
Θεός αν είναι στις φλόγες να καείς
κι απ’ το δάκρυ μου φωτιά να πιεις
δεν μπορείς μια ζωή καρδιά να συγχωρείς
Θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς
Θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς
Οι φίλοι μου όλοι εδώ και χρόνια
ζευγάρια γίναν φτιάξαν σπίτια
μονάχα εμένα χάσκει ακόμα
χωρίς μια στέγη ετούτη η αλήθεια
Θεός αν είναι στις φλόγες να καείς
κι απ’ το δάκρυ μου φωτιά να πιεις
δεν μπορείς μια ζωή καρδιά να συγχωρείς
Θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς
Θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς [στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου, μουσική Goran Bregovic]
λες κι ήρθες σε δικό σου κήπο
κι αν μεγαλώσαν τα φτερά μου
εγώ απ’ το πλάι σου δε λείπω
Θεός αν είναι
Χιλιάδες άγγελοι με τ’ άσπρα
κλωνάρια λησμονιάς μοιράζουν
κι από το σώμα μου σαν άστρα
παιδιά δικά σου ανάσες βγάζουν
Θεός αν είναι στις φλόγες να καείς
κι απ’ το δάκρυ μου φωτιά να πιεις
δεν μπορείς μια ζωή καρδιά να συγχωρείς
Θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς
Θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς
Οι φίλοι μου όλοι εδώ και χρόνια
ζευγάρια γίναν φτιάξαν σπίτια
μονάχα εμένα χάσκει ακόμα
χωρίς μια στέγη ετούτη η αλήθεια
Θεός αν είναι στις φλόγες να καείς
κι απ’ το δάκρυ μου φωτιά να πιεις
δεν μπορείς μια ζωή καρδιά να συγχωρείς
Θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς
Θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς [στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου, μουσική Goran Bregovic]
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.