Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ο Δήμος. Καστανός με κόκκινες αποχρώσεις στον ήλιο, δυνατός, επιδέξιος, το καμάρι της μάνας του!
Ο Δήμος ζούσε σε μια τρύπα, που εγκαταστάθηκαν οι πρόγονοί του πριν από εκατομμύρια χρόνια. Στην αποικία είχε μεγάλη φήμη. Ήταν το μυρμήγκι για όλες τις δουλειές…
Ήθελες να μείνεις κάπου για λίγο καιρό, ήθελες φαγητό, ήθελες βοήθεια στο σοβάτισμα του τοίχου σου, ήθελες αλλαγή στη βάρδιά σου, ήθελες κάποιον να φυλάξει τα παιδιά σου, ο Δήμος ήταν εκεί για σένα.
Όταν ήταν μικρός και τον ρωτούσαν «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;», εκείνος απαντούσε με σιγουριά ενήλικα «θα βοηθάω τους άλλους». Τότε, όλοι γελούσαν και τον επαινούσαν.
Με τον καιρό, όλο και περισσότεροι ζητούσαν να τους βοηθήσει. Κι έτσι, ένιωθε σημαντικός.
Έτσι, αποκτούσε νόημα η ζωή του, η ύπαρξή του. Τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό για αυτόν. Κι ήταν η προσφορά του τόσο πολύτιμη, που οι συμπατριώτες του διοργάνωσαν μια ειδική τελετή προς τιμήν του. Ήταν η πρώτη φορά που η τοπική κοινωνία τιμούσε κάποιον σε τόσο νεαρή ηλικία.
Του πρόσφεραν ένα νέο είδος μύκητα, που έφεραν οι εργάτριες από μια άλλη αποικία. Κι όμως, ο Δήμος τον πρόσφερε σε κάτι ορφανά που έψαχναν για φαγητό στους κάδους. Από το χαμόγελό τους κατάλαβε ότι ήταν πεντανόστιμος!
Μετά την απονομή του μύκητα, ακολούθησαν τα αποκαλυπτήρια του αγάλματός του, που στήθηκε στην κεντρική πλατεία. Ωστόσο, το άγαλμα είχε ένα μικρό προβληματάκι. Τον αναπαριστούσε πιο σκυφτό απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα. Μα, ο Δήμος δεν είπε κάτι, γιατί δεν ήθελε να χαλάσει την καρδιά κανενός…
Και μια μέρα των ημερών, ο Δήμος έπεσε και χτύπησε. «Γιατρέ, πρέπει να πάω στο Γιώργο, τον κουμπάρο. Του υποσχέθηκα να βάψουμε το παιδικό δωμάτιο. Η γυναίκα του γεννά σε μια εβδομάδα. Δεν μπορώ να τον αφήσω έτσι!». «Ακινησία για ένα μήνα και μετά βλέπουμε…», ήταν η απάντηση του γιατρού.
Πρώτη φορά στη ζωή του ο Δήμος ένιωθε έτσι. Ανήμπορος, αδύναμος. Και τώρα τι;…. Δεν άντεχε χωρίς κίνηση στη ζωή του. Τι θα γινόταν με όλους αυτούς που τον χρειάζονταν, που τον περίμεναν; Τρέλα τον έπιανε στην ιδέα να μείνει εσώκλειστος για ένα μήνα.
Και το πρώτο τηλεφώνημα δεν άργησε να πέσει. Έβαλε τη μάνα του να απαντήσει. Τις επόμενες δύο ώρες κάηκαν τα καλώδια της τηλεφωνικής γραμμής. Κάθε ένας που είχε ραντεβού μαζί του, έπαιρνε τηλέφωνο να μάθει τι έγινε. Την επόμενη μέρα ακολούθησε νέα φουρνιά τηλεφωνημάτων. Η μάνα του σε ρόλο γραμματέως να δίνει εξηγήσεις. Μέχρι που κι εκείνη κουράστηκε. Δεν άντεχε να περιγράψει το συμβάν ούτε μισή φορά ακόμα.
Σε πέντε μέρες, το σπίτι είχε ηρεμήσει. Όμως, δε συνέβαινε το ίδιο μέσα στο μυαλό του Δήμου. Κανένας δεν είχε έρθει να τον δει. Κανείς… Πόση μοναξιά μαζεμένη! Αβάσταχτη σιωπή! Χρόνια τώρα δεν επέτρεπε στον εαυτό του να την ακούσει... Εκεί που καθόταν και χάζευε έξω, πήρε το μάτι του το νεοφερμένο γείτονα, το Μάριο. Πότιζε. Τον χαιρέτησε από μακριά. ‘Υστερα, ο γείτονας πλησίασε και άρχισε να ρωτά για την κατάστασή του. Βρέθηκαν να μιλάνε, να μιλάνε, να μιλάνε… και πέρασαν τα λεπτά, πέρασαν οι ώρες, πέρασε ένας μήνας.
Ο Δήμος έγινε καλά. Μέσα κι έξω. Ένα πρωί πάτησε γερά στα πόδια του και πήρε στα χέρια το κάδρο που έφτιαξε όσο ήταν στο κρεβάτι. «Με βοηθάς να το κρεμάσω;» είπε στο Μάριο. Κάτω από τη φωτογραφία των δυο φίλων διάβασε χαμηλόφωνα «Δε θέλω πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου. Μου αρκεί να είμαι σημαντικός για έναν» και χαμογέλασε…
Ευγενία Δουβαρά
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.