Αυτή είναι η ιστορία ενός οδηγού λεωφορείου που δεν θ' άνοιγε ποτέ την πόρτα του λεωφορείου του στους αργοπορημένους. Ποτέ και σε κανέναν.
Ούτε στα καταπιεσμένα γυμνασιόπαιδα που θα 'τρεχαν παράλληλα με το λεωφορείο ρίχνοντας του παρακλητικές ματιές, ούτε στις γριούλες που θα πάλευαν, φορτωμένες μ' ένα σωρό σακούλες με φαγώσιμα, να του κάνουν νοήματα με τρεμάμενα χέρια, και φυσικά ούτε στους θρασύτατους που θα του βάραγαν στην πόρτα, λες κι εκείνος καθυστέρησε στο δρομολόγιο ενώ αυτοί ήταν στην ώρα τους.
Και δεν ήταν από κακία που δεν θ' άνοιγε την πόρτα, επειδή αυτός ο οδηγός δεν είχε ίχνος κακίας μέσα του. Ήταν από ιδεολογία. Και η ιδεολογία του οδηγού έλεγε ότι αν ανοίγοντας την πόρτα σε κάποιον αργοπορημένο το λεωφορείο καθυστερεί τριάντα δευτερόλεπτα, κι αν αφήνοντας τον να ξεφυσάει απ' έξω τον κάνει να χάσει ένα τέταρτο από τη ζωή του, το δίκαιο είναι να μην του ανοίξει την πόρτα, αφού αυτά τα τριάντα δευτερόλεπτα θα τα χάσει κάθε ένας επιβάτης ξεχωριστά.
Κι αν πάνω στο λεωφορείο βρίσκονται, ας πούμε, εξήντα άτομα - εξήντα άτομα που δεν έφταιξαν σε τίποτα κι έφτασαν στη στάση στην ώρα τους- τότε όλοι αυτοί οι αθώοι θα χάσουν συνολικά ένα μισάωρο, που είναι το διπλάσιο του τετάρτου.
Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που δεν θ' άνοιγε ποτέ την πόρτα. Ήξερε ότι οι επιβάτες δεν είχαν ιδέα για όλα αυτά, το ίδιο και όσοι έτρεχαν πίσω του κάνοντας του σήμα να σταματήσει. Ήξερε ακόμα ότι οι περισσότεροι από δαύτους τον θεωρούσαν σκέτο στραβόξυλο, χωρίς να υπολογίζουν ότι προσωπικά θα του ήταν πολύ πιο εύκολο να τους αφήσει ν' ανέβουν και να δεχτεί τα χαμόγελα και τις ευχαριστίες τους.
Μόνο που, όταν ερχόταν η στιγμή να διαλέξει ανάμεσα στα χαμόγελα και τις ευχαριστίες από τη μια και το καλό της κοινωνίας απ' την άλλη, ο οδηγός μας δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό.
Αυτός που υπέφερε περισσότερο από τη συγκεκριμένη ιδεολογία του οδηγού λεγόταν Έντι. Όμως τούτος εδώ, αντίθετα με τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας, δεν θα έμπαινε ποτέ στον κόπο να τρέξει για το λεωφορείο, τόσο αραχτός και φευγάτος ήταν.
Ο Έντι δούλευε βοηθός μάγειρα σ' ένα φαγάδικο που το έλεγαν Μάσα - Μπούκο - αυτό ήταν το πιο έξυπνο λογοπαίγνιο που είχε καταφέρει να κατεβάσει ο εγκέφαλος του ανεγκέφαλου ιδιοκτήτη του. Το φαγητό σ' αυτό το μέρος δεν έλεγε τίποτα, αλλά ο ίδιος ο Έντι ήταν πολύ εντάξει τύπος - τόσο εντάξει που, αν καμιά φορά έφτιαχνε κάτι που δεν του πετύχαινε και τόσο, το σέρβιρε ο ίδιος ζητώντας συγγνώμη.
Σε μία από αυτές τις συγγνώμες λοιπόν η τύχη το 'φερε και συνάντησε την Ευτυχία, με τη μορφή μιας κοπέλας τόσο καλής που έβαλε τα δυνατά της να τελειώσει όλη τη μερίδα του ροσμπίφ που της σερβίρισε μόνο και μόνο για να μην τον κάνει να νιώσει άσχημα.
Κι αυτή η κοπέλα δεν θέλησε να του πει το όνομα της ή να του δώσει το τηλέφωνο της, ήταν όμως αρκετά γλυκιά ώστε να δεχτεί να τον συναντήσει την επομένη στις 5 στο συμφωνημένο μέρος - στο Δελφινάριο, για την ακρίβεια.
Ο Έντι τώρα είχε μια πάθηση που του είχε κοστίσει πολλά πράγματα στη ζωή. Δεν ήταν μια πάθηση σαν αυτές που σου πρήζονται οι αδένες ή κάτι τέτοιο, δεν έπαυε όμως να του προξενεί μεγάλη ζημιά. Αυτή η αρρώστια τον έκανε να κοιμάται πάντα δέκα λεπτά παραπάνω απ' όσο έπρεπε, και κανένα ξυπνητήρι στον κόσμο δεν μπορούσε να την καταπολεμήσει.
Εξαιτίας της έφτανε πάντα αργοπορημένος στο Μάσα-Μπούκο - εξαιτίας της και εξαιτίας του οδηγού μας, που έβαζε πάντοτε το κοινό καλό πάνω από την εξυπηρέτηση ενός ατόμου.
Μόνο που αυτή τη φορά, μια και το ζήτημα αφορούσε την Ευτυχία, ο Έντι αποφάσισε να νικήσει την αρρώστια και, αντί να πέσει να κοιμηθεί το μεσημέρι, έμεινε ξύπνιος να κοιτάζει τηλεόραση.
Για μεγαλύτερη σιγουριά μάλιστα είχε παρατάξει όχι ένα, αλλά τρία ξυπνητήρια, και επιπλέον είχε ζητήσει αφύπνιση από τηλεφώνου. Έλα όμως που αυτή η αρρώστια ήταν αγιάτρευτη, και ο Έντι αποκοιμήθηκε σαν μωρό, παρακολουθώντας το παιδικό πρόγραμμα.
Ξύπνησε καταϊδρωμένος από τα κουδουνίσματα δεκάδων, χιλιάδων, εκατομμυρίων ρολογιών, δέκα λεπτά αργότερα. Όρμησε έξω απ' το σπίτι χωρίς ν' αλλάξει ρούχα και βάλθηκε να τρέχει προς τη στάση του λεωφορείου. Είχε σχεδόν ξεχάσει πώς τρέχουν, και τα πόδια του μπερδεύονταν κάπως κάθε φορά που άφηναν το πεζοδρόμιο.
Η τελευταία φορά που είχε τρέξει ήταν λίγο προτού ανακαλύψει πώς κάνουν κοπάνα απ' το μάθημα της γυμναστικής, εκεί γύρω στην έκτη τάξη. Τώρα όμως, σε αντίθεση με το μάθημα της γυμναστικής, έτρεχε και παραέτρεχε, επειδή τώρα θα έχανε κάτι, και κανένας πόνος στο στήθος και κανένα λαχάνιασμα λόγω Λάκι Στράικ δεν θα έμπαινε εμπόδιο στο κυνήγι της Ευτυχίας του.
Τίποτα δεν θα του έφραζε το δρόμο, εκτός από τον οδηγό μας, που μόλις έκλεινε την πόρτα και έκανε τη μανούβρα για να βγει από τη στάση. Ο οδηγός είδε τον Έντι από τον καθρέφτη, αλλά, όπως είπαμε, είχε μια ιδεολογία - μια τετράγωνη ιδεολογία που βασιζόταν σε δύο πράγματα: στην αγάπη για τη δικαιοσύνη και στα απλά μαθηματικά.
Αλλά του Έντι δεν του καιγόταν καρφάκι για τα πιστεύω του οδηγού. Αυτός για πρώτη φορά στη ζωή του ήθελε πραγματικά να φτάσει κάπου στην ώρα του, οπότε συνέχισε να κυνηγάει το λεωφορείο, έστω κι αν δεν είχε ελπίδες.
Ξαφνικά η τύχη χαμογέλασε στον Έντι, αλλά με μισό στόμα: εκατό μέτρα παρακάτω από τη στάση υπήρχε ένα φανάρι, κι ένα δευτερόλεπτο προτού φτάσει το λεωφορείο το φανάρι έγινε κόκκινο. Ο Έντι κατάφερε να πλευρίσει το λεωφορείο και να συρθεί ως την πόρτα του οδηγού.
Ούτε που χτύπησε το τζάμι, τόσο εξουθενωμένος ήταν. Μόνο κοίταξε τον οδηγό με υγρά μάτια κι έπεσε γονατιστός φυσώντας και ξεφυσώντας. Αυτό κάτι θύμισε στον οδηγό, κάτι απ' το παρελθόν, από την εποχή που δεν ήθελε να γίνει οδηγός λεωφορείου αλλά Θεός.
Ήταν μια μάλλον λυπητερή ανάμνηση, αφού ο οδηγός δεν έγινε Θεός, αλλά και ευχάριστη συνάμα, αφού έγινε οδηγός λεωφορείου, που ήταν η αμέσως επόμενη επιλογή του. Και ξαφνικά ο οδηγός θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του : αν τελικά γινόταν Θεός, θα ήταν σπλαχνικός και καλός και θ' άκουγε όλα τα πλάσματα Του.
Όταν είδε λοιπόν τον Έντι από ψηλά, από τη θέση του οδηγού, να γονατίζει πάνω στην άσφαλτο, δεν άντεξε και, παρ' όλη την ιδεολογία του και τα απλά μαθηματικά, του άνοιξε την πόρτα. Κι έτσι ο Έντι ανέβηκε και κάθισε, κι ούτε ευχαριστώ δεν είπε, τέτοιο λαχάνιασμα είχε.
Καλά θα κάνετε να μη διαβάσετε τη συνέχεια, αφού μπορεί ο Έντι να έφτασε στο Δελφινάριο στην ώρα του, η Ευτυχία όμως δεν μπόρεσε να έρθει - επειδή η Ευτυχία είχε ήδη φίλο.
Από την πολλή της όμως καλοσύνη δεν το 'χε πει στον Έντι, προτιμώντας έτσι να τον στήσει. Ο Έντι την περίμενε στο συμφωνημένο παγκάκι πάνω από δυο ώρες. Κι όπως καθόταν εκεί, έκανε ένα σωρό μαύρες σκέψεις για τη ζωή, κι ενώ τις έκανε, είδε το ηλιοβασίλεμα, που ήταν ωραίο, όσο να 'ναι, και μετά σκέφτηκε την αγκύλωση που θα πάθαινε όπου να 'ναι.
Στην επιστροφή, όταν πια δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει σπίτι του, είδε από μακριά το λεωφορείο του να σταματάει στη στάση και να αποβιβάζει μερικούς επιβάτες, κι ήξερε ότι, ακόμα κι αν είχε τη δύναμη ή την όρεξη να τρέξει, πάλι δεν θα το έφτανε.
Έτσι, συνέχισε να σέρνει τα πόδια του, νιώθοντας γύρω στο ένα εκατομμύριο ξεχαρβαλωμένους μυς σε κάθε του βήμα, κι όταν επιτέλους έφτασε στη στάση, είδε ότι το λεωφορείο ήταν ακόμα εκεί και τον περίμενε.
Και παρά τα αγανακτισμένα μουρμουρητά και τις φωναχτές διαμαρτυρίες των επιβατών, ο οδηγός δεν άγγιξε το γκάζι ώσπου να βρει ο Έντι μια κενή θέση και να καθίσει. Κι όταν πήραν να ταξιδεύουν, κοίταξε μες στον καθρέφτη και έκλεισε λυπημένα το μάτι στον Έντι, κι αυτό έκανε την όλη φάση κάπως υποφερτή, όσο να 'ναι.
Ο Έτγκαρ Κέρετ είναι ο σημαντικότερος και δημοφιλέστερος Ισραηλινός συγγραφέας της νεότερης γενιάς. Με τα σύντομα, κοφτερά σαν στιλέτο διηγήματά του, που δεν ξεπερνούν ενίοτε τις πενήντα λέξεις, κατάφερε να γίνει σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς, υπονομεύοντας μύθους παγιωμένους στην εθνική συνείδηση και αναζητώντας - με τρόπο προκλητικό αλλά σε καμία περίπτωση κυνικό - βασικούς ηθικούς κανόνες.
Μαύρο χιούμορ, πικρή ειρωνεία και (αντι -)ήρωες - έφηβοι και νεαρά ή περιθωρικά άτομα, που ισορροπούν με δυσκολία μεταξύ λογικής και παραλόγου- αποτελούν τον τραγικά ευτράπελο, μινιμαλιστικό κόσμο κάθε διηγήματος. Ο Κέρετ δεν ακολουθεί καθιερωμένες φόρμες, κάθε διήγημα διαφέρει από το προηγούμενο και όλα μαζί συνθέτουν ένα έργο αριστοτεχνικά πρωτότυπο, που αποδεικνύει την ιδιοφυή φαντασία και τη φρεσκάδα σκέψης του δημιουργού του.
Διαβάζοντας το κείμενο στην αρχή αναστατώθηκα νόμιζα ότι σε κάποιον είπα τις σκέψης μου και τις έκανε βιβλίο,είμαι ακριβώς ο οδηγός λεωφορείου που γράφει το κείμενο,η διαφορά μας είναι ότι αυτός δεν κατάφερε να γίνει θεός και έμεινε μόνο οδηγός λεωφορείου,ενώ εγώ είμαι οδηγός λεωφορείου αλλά ταυτοχρόνως είμαι και θεός.Τι να πει κανένας,ανθρώπινες αδυναμίες,Τηλέμαχος.
ΑπάντησηΔιαγραφή