Γεια σου αγαπητέ μου Πιτσιρίκο,
Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση κάτι που είπες πριν κάνα δυο μέρες. Από τότε προσπαθώ να γράψω αυτό το κείμενο, και φοβάμαι πως όσο κι αν προσπαθώ, δεν θα καταφέρω να εκφράσω αυτό που πρέπει να εκφραστεί.
Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση κάτι που είπες πριν κάνα δυο μέρες. Από τότε προσπαθώ να γράψω αυτό το κείμενο, και φοβάμαι πως όσο κι αν προσπαθώ, δεν θα καταφέρω να εκφράσω αυτό που πρέπει να εκφραστεί.
Αλλά, όπως έχει πει ο Κένεθ Μπράνα, «δεν ολοκληρώνεις μια Σαιξπηρική διασκευή· απλά, την εγκαταλείπεις». Που σημαίνει, αποφάσισα να γράψω το κείμενο κι ό,τι βγει.
«Πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια», είπες.
Δεν θυμάμαι την προηγούμενη φορά που μια τόσο απλή, σύντομη πρόταση με άγγιξε τόσο βαθιά με την αλήθεια της.
Μάλιστα μου θύμισε κάτι που είχε γράψει ο Λ. Π. Χάρτλεϊ: «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα· κάνουν πράγματα διαφορετικά εκεί».
Είναι η πατρίδα μας μια ξένη χώρα;
Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Δεν υπάρχει πια, κι ίσως να μην υπήρξε και ποτέ, παρά μόνο στην φαντασία μας.
Η πατρίδα μου είναι μια ξένη χώρα που έχω δημιουργήσει εγώ στο μυαλό μου. Κι όπως ένα βιβλίο, κάποια πράγματα είναι βασισμένα στην πραγματικότητα -αυτή την κοινή μας φαντασίωση- και κάποια όχι και τόσο.
Πάντως, επειδή κάτι είναι φανταστικό, αυτό δεν το κάνει ψεύτικο.
Κάποια από τα ομορφότερα πράγματα στην ζωή είναι εντελώς φανταστικά.
Έτσι, η πατρίδα μου μυρίζει ψητό καλαμπόκι τα καλοκαιρινά απογεύματα, και λεμονάτα ψαράκια τις βραδιές στην ακρογιαλιά, σε μέρη που δεν φτάνει κανένα φως εκτός από μια λάμπα υγραερίου, και που μπορείς να δεις τον γαλαξία μας να μας αγκαλιάζει στοργικά.
Στην πατρίδα μου κλείνω τα μάτια και ακούω το κύμα να γλιστράει στην αμμουδιά· και τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει μουσική, δεν υπάρχουν μπιτσόμπαρα, δεν υπάρχει κανείς.
Η πατρίδα μου είναι τα αμέτρητα παγωτά που μου αγόρασε ο παππούς μου, η σύνταξη του οποίου φαινόταν ανεξάντλητη στα παιδικά μου μάτια.
Πατρίδα μου είναι και τα ανοιξιάτικα πρωινά, εκεί στο τέλος Μαρτίου, όταν η μάνα μου με κυνηγούσε να φορέσω μακρυμάνικο πριν φύγω για το σχολείο, αλλά πού να με προλάβει.
Η πατρίδα μου είναι το μέρος όπου μαθαίνω να οδηγώ πίσω από το τιμόνι ενός Autobianchi.
Πατρίδα μου είναι το κορίτσι που μου άρεσε στο λύκειο, που όταν την ρώτησα αν θέλει να βγούμε μαζί, μου είπε «δε νομίζω ότι είναι και πολύ καλή ιδέα».
Πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια, γιατί μπορούμε να τα φανταστούμε. Κι αν μπορούμε να φανταστούμε κάτι, μπορούμε και να το αλλάξουμε.
Δεν είναι ειρωνικό, να μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν ευκολότερα από το μέλλον;
Μάλλον επειδή δεν μπορούμε να το φανταστούμε. Κι ίσως ένας από τους μεγαλύτερους λόγους για όλα τα στραβά στον κόσμο να είναι ακριβώς το ότι φοβόμαστε να φανταστούμε.
«Το μέλλον δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε», είχε πει -και- ο Πωλ Βαλερύ.
Ίσως βέβαια έτσι σκέφτονται πάντα οι άνθρωποι και -ποιος ξέρει- ύστερα από 30 χρόνια και άλλα 5 μνημόνια, οι γέροι του μέλλοντος θα αναπολούν το ιστορικό πρώτο μνημόνιο.
Μπορεί και να αναπολούν την καραντίνα, όλα πιθανά είναι· και υποκειμενικά. Αν κάποιος γνώρισε τον έρωτα της ζωής του μέσα στην καραντίνα, το 2020 θα είναι χαραγμένο στην καρδιά του ως κάτι μαγικό.
Επίσης, υποκειμενικά είναι όσα λέμε και σκεφτόμαστε. Για να είμαστε δίκαιοι, ο τρόπος με τον οποίο καταλαβαίνω εγώ το «πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια» ίσως είναι τελείως διαφορετικός από ό,τι εννοούσες.
Αλλά δεν έχει σημασία, δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Υπάρχουν μόνο εμπειρίες.
Άλλωστε, ίσως οι σκέψεις κι οι εμπειρίες μας να μην μας ανήκουν εντελώς. Ίσως απλά να χρειάζονται το στόμα μας για ν’ ακουστούν, το χέρι μας για να γραφτούν, έτσι ώστε να πάρουν την θέση τους σ’ αυτή την κοινή μας φαντασίωση που αποκαλούμε πραγματικότητα.
Να είσαι καλά,
Χρήστος
Υ.Γ.2 Η φωτογραφία είναι από το 2017, στο πλοίο από Σέριφο για Πειραιά. Δυο νέοι, δυο κινητά. Δυο ηλικιωμένοι, δυο βιβλία. Άραγε, πώς θα είναι μια τέτοια φωτογραφία το 2050;
Υ.Γ.3 Συγκριτικά με την Ελλάδα, η Φινλανδία έχει πολύ σύντομη ιστορία. Δεν υπάρχει Παρθενώνας, Αγια-Σοφιά, και άλλα ιστορικά βαρίδια. Αυτό έχει κάνει τους Φινλανδούς να μην δίνουν και πολλή σημασία στο συλλογικό παρελθόν, παρά μόνο στο προσωπικό. Η πατρίδα τους είναι οι παππούδες τους, και όχι τόσο το τι συνέβαινε εκείνα τα χρόνια. Όπως η Ελλάδα, έτσι κι η Φινλανδία πέρασε εμφύλιο με «λευκούς» και «κόκκινους», αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις κάποιον που να σε ρωτήσει με ποια πλευρά ήταν οι παππούδες σου. Πολλοί μπορεί και να μην ξέρουν με ποια πλευρά ήταν οι δικοί τους πρόγονοι. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι τα εδάφη που παραχώρησε η Φινλανδία στη Σοβιετική Ένωση μετά τον πόλεμο. Μόνο κάτι εντελώς περιθωριακοί ναζί τα νοσταλγούν. Ούτε καν οι ακροδεξιοί «Αληθινοί Φινλανδοί» δεν τα ζητάνε πίσω. Αν ρωτήσεις έναν τυχαίο Φινλανδό αν θα ήθελε να επιστραφούν αυτά τα εδάφη, θα σου πει «να τα κάνουμε τι;». Και τώρα, ας φανταστούμε την ίδια ερώτηση σε έναν κάτοικο του γερμανικού προτεκτοράτου. Μήπως, άραγε, όποιος φαντασιώνεται χαμένες πατρίδες και ψάχνει νόημα σε Θερμοπύλες και κόκαλα –«Σ’ αυτό το πτώμα ακουμπάει όλη η Ελλάδα» έγραψες κάποτε- το κάνει γιατί δεν έχει την πραγματικά δική του πατρίδα, τα παιδικά του χρόνια;
(Φίλε Χρήστο, δεν ξέρω ποιος έχει πει πως πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Πάντως, έχει γραφτεί και στους τοίχους.Ναι, πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια. Για εμένα, πατρίδα μου είναι αυτό. Μετά τα παιδικά χρόνια, έρχεται ο φόβος. “A chlidhood replaced by fear” λένε οι New Order στο “True Faith”. Αργότερα στη ζωή, πατρίδα σου μπορεί να γίνει ένας άλλος άνθρωπος που μπορεί να είναι από μια άλλη χώρα. Και αυτό είναι μαγικό και υπέροχο. Κάποιοι το λένε έρωτα, κάποιοι άλλοι το λένε αγάπη. Είναι, όμως, κάτι που δεν περιγράφεται με λέξεις. Αλλά αυτός ο άνθρωπος γίνεται η πατρίδα σου. “Πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα και με μισήσαν περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού” τραγούδησαν οι Τρύπες, και αυτό είναι αλήθεια. Είμαι σε ηλικία που μπορώ να το ξέρω. Κώστα, με το παρελθόν μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν ό,τι θέλουν. Με το σήμερα δεν μπορούν. Γι’ αυτό οι άνθρωποι αγαπούν το παρελθόν. Και πολλές φορές οι άνθρωποι νοσταλγούν εποχές που όχι μόνο δεν τις έζησαν αλλά δεν υπήρξαν καν. Τρανό παράδειγμα οι ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου του ’50 και του ’60 -εποχών δηλαδή που πολλοί Έλληνες υπέφεραν σε εξορίες ή βασανίζονταν ή ήταν αποκλεισμένοι από την κοινωνία, ενώ η φτώχεια θέριζε- αλλά οι περισσότεροι Έλληνες σήμερα νομίζουν πως εκείνα τα χρόνια ήταν σαν τις ταινίες της Βουγιουκλάκη, και νοσταλγούν κάτι που δεν υπήρξε. Έχω γράψει πως “Η Ελλάδα είναι παγιδευμένη στην Ιστορία και το μίσος”. Και οι Έλληνες επιμένουν. Επειδή δεν μπορούν να αλλάξουν το παρόν -όπου η Ελλάδα είναι προτεκτοράτο και αυτοί εθελόδουλοι και προσκυνημένοι καρπαζοεισπράκτορες- το έχουν ρίξει στα εθνικά μεγαλεία και στους μύθους του παρελθόντος, ενώ μισούν αδύναμους και κυνηγημένους ανθρώπους -που δεν τους φταίνε σε τίποτα-, μόνο και μόνο για να νιώσουν “ανώτεροι” από κάποιους. Θλιβεροί. Δυστυχώς, “οι Έλληνες έχουν γίνει υπηρέτες της Ιστορίας”. Και τώρα οι Έλληνες μεγαλουργούν και κατατροπώνουν τους πάντες στο Facebook που είναι η πατρίδα τους.Αν είχα το δικαίωμα να επιλέξω τη χώρα που θα γεννηθώ, θα επέλεγα μια χώρα νέα και χωρίς μεγάλη Ιστορία. Έχασα πολύ χρόνο από τη ζωή μου, για να πετάξω από πάνω μου όλες αυτές τις ανοησίες με τις οποίες μας φορτώνουν τα μυαλά από παιδιά. Κώστα, οι δυο νεότεροι στη φωτογραφία, μπορεί να διαβάζουν βιβλία στα κινητά τους. Ή σημαντικά κείμενα. Και οι δυο ηλικιωμένοι μπορεί να διαβάζουν “γυναικεία λογοτεχνία”. Σημασία έχει ότι όλοι διαβάζουν. Το 2050 μπορεί οι άνθρωποι να έχουν όλη την γνώση του κόσμου σε τσιπάκι στον εγκέφαλο, οπότε δεν θα ξέρουν τι να κάνουν τα χέρια τους. Προβλέπω να γίνεται παγκόσμια μόδα το κομπολόι. Για εμένα, το σημαντικότερο στη φωτογραφία είναι πως οι ηλικιωμένοι είναι στραμμένοι προς την θάλασσα και τον ορίζοντα, ενώ οι νεότεροι έχουν την πλάτη τους γυρισμένη. Είναι στραμμένοι στον ήλιο και, προφανώς, θέλουν να μαυρίσουν. Πάντως, έχω κάνει μια παρατήρηση στα νησιά τα τελευταία χρόνια: ούτε οι ξένοι διαβάζουν, όπως διάβαζαν στο παρελθόν. Εγώ, πάντως, διαβάζω γιατί αγαπάω το διάβασμα, γιατί χρειάζομαι βιβλία στην παραλία για να μην μου παίρνει ο αέρας την πετσέτα, και επειδή το βιβλίο στα χέρια σου στην παραλία είναι η καλύτερη γκομενοπαγίδα. Τύφλα να ‘χουν οι γραμμωμένοι κοιλιακοί. Να είσαι καλά, Χρήστο. Την αγάπη μου.)
pitsirikos
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.