Η εκτέλεση των αιχμαλώτων
Οι ηγέτες των πολιορκημένων στο Μεσολόγγι συνεδριάζουν για να οργανώσουν την Έξοδο. Περιγράφει ο Μακεδόνας Νικόλας Κασομούλης:
«Στη συνεδρίαση ήταν παρόντες μόνο οι ανώτεροι αξιωματικοί, οι τοπικές αρχές και ο Επίσκοπος Ρωγών, ο Ιωσήφ.
Η πρώτη απόφαση που λάβαμε ήταν να σκοτώσουμε όλους τους αιχμαλώτους, Τούρκους και Χριστιανούς. Τους χρησιμοποιούσαμε μέχρι τότε σε αγγαρείες. Όλοι μας είχαμε έναν μουσουλμάνο αιχμάλωτο ή σκλάβο δικό μας, που υπήρχε πιθανότητα να μας προδώσει.
Ο Τζαβέλλας, για να δώσει το παράδειγμα, διέταξε να σκοτώσουν αμέσως τον αγαπημένο του πιστό υπηρέτη, έναν Αράπη Τούρκο. Αμέσως έκαναν όλοι το ίδιο. Πρώτα σκοτώσαμε τους 30 μουσουλμάνους ιππείς που είχαμε πιάσει αιχμάλωτους. Μετά σκοτώσαμε τους Χριστιανούς τεχνίτες που τους συλλάβαμε να σκάβουν λαγούμια για τον εχθρό. Στο τέλος όλους τους υπόλοιπους Τούρκους που είχαμε στα χέρια μας.
Η καρδιά μας τότε είχε σκληρύνει τόσο πολύ, που δεν ξέραμε τι κάναμε.
Ο αδελφός μου ο Μήτρος είχε αναρρώσει από την ασθένεια. Μόλις έμαθε τι αποφασίστηκε έτρεξε στην ακρογιαλιά όπου είχαν μαζέψει τους αιχμαλώτους. Σκότωσε μόνος του δώδεκα. Τον είδα να έρχεται μετά γεμάτος αίματα αλλά χαρούμενος. Πιάστηκε η ψυχή μου όταν τον αντίκρυσα. Τον μάλωσα, γιατί να προσφερθεί αυτός να σκοτώσει τόσους ανθρώπους; Με κοίταξε άγρια και μου είπε:
- Παράτα με. Και 500 να πέσουν στα χέρια μου θα τους πετσοκόψω. Δεν μας έμεινε τίποτε άλλο από το να πιούμε αίμα αφού δεν έχουμε τίποτε άλλο να φάμε.»
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης προσθέτει εδώ μια φρικτή υποσημείωση: “ίσως κάτου από την απόφαση της σφαγής ήταν κρυμμένη η ανάγκη η αμολόγητη των πεινασμένων αίμα να πιουν”. Ο ίδιος ο Κασομούλης γράφει λίγο παρακάτω: «Εκείνη την ημέρα ένας από τα Κράβαρα έκοψε κρέας από τον μηρό ενός νεκρού και το έφαγε.»
Η επόμενη απόφαση που παίρνουν είναι ακόμα πιο φρικτή.
Το Συμβούλιο του Θανάτου
«6 Απριλίου 1826. Καθώς ετοιμάζαμε την έξοδο από το Μεσολόγγι κάποιοι μας επισήμαναν ότι δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας τα μικρά παιδιά. Θα αρχίσουνε να κλαίνε και θα μας προδώσουν στους Τούρκους. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε, έπρεπε να βρούμε μια λύση.
Τότε αποφασίσαμε όλοι, ομόφωνα, να σκοτώσουμε όλες τις γυναίκες και όλα τα μικρά παιδιά, χωρίς καμία εξαίρεση. Για να μην προδοθούμε από τις κραυγές τους. Γιατί τότε δεν θα έμενε κανένας ζωντανός. Επιπλέον, αν αφήναμε τις γυναίκες και τα παιδιά πίσω, ζωντανά, θα τα αιχμαλώτιζαν οι Τούρκοι. Καλύτερα νεκρά.
Πώς όμως να σκοτώσεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου; Αποφασίσαμε να σφάξει ο ένας την οικογένεια του άλλου. Συμφωνήσαμε σε όλα και αρχίσαμε τις ετοιμασίες. Ήταν μια σκληρή και απάνθρωπη απόφαση αλλά ταυτόχρονα γενναία και στρατιωτικά απαραίτητη.
Όμως όταν το άκουσε ο Επίσκοπος Ρωγών, ο Ιωσήφ, πετάχτηκε ως απάνω και άρχιζε να φωνάζει:
- Στο όνομα της Αγίας Τριάδας, είμαι Αρχιερέας και σας λέω μόνο τούτο: θα πρέπει να περάσετε πάνω από το δικό μου πτώμα αν θέλετε να κάνετε μια τόσο μεγάλη αμαρτία. Σας ρίχνω πάνω σας την κατάρα του Θεού και της Παναγίας και όλων των Αγίων. Το αίμα των αθώων να πέσει πάνω στα κεφάλια σας.
Αφού τα είπε αυτά, κάθισε κάτω και άρχισε να κλαίει.
Για μισή ώρα δεν μίλησε κανείς. Τα λόγια του, οι κατάρες του, μας έκοψαν τη φόρα. Τι έπρεπε να κάνουμε; Τι τρόπο να βρούμε;
Αποφασίσαμε τότε ο καθένας να αναλάβει την οικογένειά του. Να είναι υπεύθυνος για τις γυναίκες. Στα παιδιά θα δώσουμε, λίγο πριν ξεκινήσουμε, χασίς για να κοιμηθούν την ώρα της εξόδου και να μην κλαίνε. Και όποιος είναι τυχερός θα τη γλυτώσει. Όποιος πεθάνει ας πάει στο καλό.»
[Έτσι περιγράφει ο Νικόλας Κασομούλης, στα απομνημονεύματά του, το φοβερό αυτό συμβούλιο λίγο πριν την Έξοδο. Οι άνδρες της φρουράς πήραν τις γυναίκες και τα παιδιά μαζί τους. Γλύτωσαν μόνο 13 γυναίκες, όλες Σουλιώτισσες και 4 παιδιά. Ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ δεν τους ακολούθησε. Έμεινε μέσα στο Μεσολόγγι, στην μπαρουταποθήκη μαζί με τους τραυματίες, τους ανάπηρους και τους γέροντες. Όταν τους περικύκλωσαν οι Τούρκοι έβαλε φωτιά στο μπαρούτι.]
Πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα. Συνεχίζει ο Κασομούλης:
«Ανέβαινα προς τους προμαχώνες όταν είδα έναν γνωστό μου στρατιώτη, έναν ήρωα, να μπαίνει στην Εκκλησία για να προσευχηθεί. Μόλις ακούμπησε το πόδι του στο κατώφλι της Εκκλησίας λιποθύμησε από την αδυναμία που του έφερε η πείνα. Σωριάστηκε στη γη σαν ξεριζωμένο δέντρο. Έτρεξα και τον έπιασα, τον έτριψα, προσπάθησα να τον παρηγορήσω. Του είπα να κάνει υπομονή, τελειώνουν τα βάσανά μας. «Θα φύγουμε σίγουρα;» με ρώτησε. «Ναι!» του απάντησα, «και μάλιστα σήμερα!». Ηρέμησε. Του έφερα νερό. Ήπιε, συνήλθε και σηκώθηκε. «Αν φύγουμε σήμερα ίσως τα καταφέρω. Αν όχι, δεν θα αντέξω άλλη μέρα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.