Η χειρότερη στιγμή μιας ερωτικής απογοήτευσης είναι η στιγμή εκείνη που αρχίζεις να αναρωτιέσαι για το αν έχεις φταίξει κι εσύ. Ψάχνεις να βρεις πού έκανες λάθος. Μήπως δεν ήσουν αρκετός. Πραγματικά αξιοθρήνητο. Είναι δύσκολο να αποδεχτείς πως ενώ ήσουν σε όλα εντάξει, πιστός, δοτικός, υποστηρικτικός, ευχάριστος, υπέροχος, μοναδικός και ανεπανάληπτος, σηκώθηκε ξαφνικά ένας αέρας, τυφώνας πες καλύτερα, ο τυφώνας του τρίτου προσώπου, εκείνο το έκτακτο και ακραίο καιρικό φαινόμενο, που σε πετάει σε μια άκρη με σπασμένη στέγη που μπάζει νερά, μπάζει και πόνο. Δεν είναι αυτή η πρώτη φάση της ερωτικής απογοήτευσης. Είναι δεύτερη. Η πρώτη είναι ο θυμός. Ένας θυμός που σε παραλύει και σε τυφλώνει. Αλλά τίποτε δεν είναι με σαφήνεια οριοθετημένο. Μπορείς ωραιότατα να βγάζεις καπνούς απ’ τα αυτιά, να θέλεις να ρίξεις γροθιές στους τοίχους και να κάνεις κομμάτια όποιο αντικείμενο πέφτει στα χέρια σου ενώ ψάχνεις τις λογικές εξηγήσεις σε κάτι που έτσι κι αλλιώς δεν έχει λογική.
Να σας πω για τα δικά μου ευρήματα, τρέμοντας φυσικά από οργή: μερικές λεπτές τρίχες στη βούρτσα των μαλλιών, ένα τσιγάρο κρυμμένο για τη στιγμή που θα το είχε πραγματικά ανάγκη, μερικά βιβλία που ξέχασε να μαζέψει, έτσι που έφυγε σαν κυνηγημένη για να «μην το κάνει ακόμη πιο δύσκολο», ανάμεσά τους και το μυθιστόρημα του Γκράχαμ Σουίφτ «Υδάτινη χώρα», με τσακισμένη τη σελίδα στη σκηνή που η Μαίρη, η σύζυγος του καθηγητή, κλέβει βραδάκι Παρασκευής, ένα παιδάκι από το σούπερ μάρκετ, γιατί δεν μπορεί να κάνει δικό της. Δεν χόρταινε πια να το διαβάζει αυτό το βιβλίο. Α, τις ξέρω πολύ καλά κάτι ευαίσθητες αναγνώστριες σαν εκείνη. Είναι όλες μαλακισμένες. Τρελαίνονται με κάτι νερόβραστους Εγγλέζους, Γκράχαμ Σουίφτ και παπαριές. Τα δικά μου γούστα ήταν διαφορετικά. Από τότε που με εγκατέλειψε για τον άλλον, θα ήθελα να ζω σ’ ένα μυθιστόρημα σαν τον «Βούδα των προαστίων». Εντάξει, δεν λέω πως θα ήθελα να είμαι και ο Καρίμ ή ο Τσάρλι ή κάποιος από τους πρωταγωνιστές. Ποτέ δεν είχα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Μου έφτανε να είμαι ένας χαρακτήρας μικρός και ασήμαντος που δεν έχει καν δική του φωνή και εμφανίζεται ξαφνικά σε μια σελίδα. Δεν θα με πείραζε να ζω και σε κάποιο άλλο μυθιστόρημα του Κιουρέισι, έστω κι αν το αγαπώ λιγότερο, αρκεί να είχα μια έντονη ερωτική ζωή. Να ήμουν ένας θεός του σεξ. Να πηδάω από εδώ, να πηδάω από εκεί και να τη φωνάζω να καμαρώσει τις επιδόσεις μου. «Κοίτα κυρά μου», θα ήθελα να της έλεγα, «αυτές είναι οι σωστές γυναίκες. Οι γυναίκες που ξέρουν να εκτιμήσουν ένα καλό γαμήσι».
Αλήθεια, κόντευε να μου στρίψει. Ναι, γιατί με άφησε για κάποιον άλλο, στα ξαφνικά. Για ένα ειδύλλιο, μη χέσω, που έγινε αφάνταστα σημαντικό μέσα σε έναν μόλις μήνα, που στήθηκε κάτω από τη μύτη μου, την ερωτευμένη μου μύτη, τη μύτη που κάθε πρωί, λες και δεν είχε άλλη δουλειά, τρύπωνε για να αναζητήσει τις μυρωδιές της. Όχι, δεν με εγκατέλειψε για τον καλύτερο φίλο μου. Οι περισσότεροι νομίζετε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος ερωτικός πόνος και σας λέω πως πέφτετε έξω. Ο καλύτερος φίλος σου ξέρεις πώς μοιάζει και πώς είναι, έχεις δει τα μούτρα του το πρωί, ξέρεις τα κουσούρια του, ξέρεις πως την παίζει χαζεύοντας τσόντες, πόσο κάθαρμα μπορεί να γίνει με τις γυναίκες. Με τον καλύτερο φίλο γνωρίζεις τον αντίπαλο και πας και χτυπάς στα ίσια. Χώνεσαι στη μέση και ζητάς και από τους δυο εξηγήσεις. Έχεις τη δυνατότητα να δηλητηριάσεις τη σχέση τους με ενοχές, το ξέρω είμαι απαίσιος, ένας απαίσιος άνθρωπος. Όμως, το να σε εγκαταλείψουν για τον καλύτερο φίλο, σε μεταμορφώνει σε ένα πρόσωπο σημαντικό, σχεδόν τραγικό -ή έστω τραγικό παρά τρίχα- που του αξίζει να γίνει μυθιστόρημα ή διήγημα, εντάξει, βολεύομαι και με το να γίνω απλώς ένα τραγούδι. Δεν θα γίνω τίποτε από αυτά. Γιατί με εγκατέλειψε για ένα πρόσωπο άγνωστο και σκοτεινό, που δεν συνάντησα ποτέ και ούτε θα συναντήσω, που δεν γνωρίζω καν το όνομά του και ούτε θα το μάθω. Και αυτό το «ποτέ» και το «ούτε» δεν το λέω στην τύχη. Προσπάθησα να μάθω ποιος είναι και πώς τον λένε, αλλά εκείνη είχε καλύψει προσεκτικά τα ίχνη τους. Την ικέτεψα, αλλά δεν είπε κουβέντα. Με άφησε εντελώς απ’ έξω, στη φρίκη του να μη γνωρίζω πραγματικά τίποτε, να παλεύω με τη φαντασία μου. Και ναι, στη φαντασία μου ο «άλλος» έγινε ένας πραγματικός καλλιτέχνης της αποπλάνησης, που ξεγέλασε το δικό μου, αγαπημένο κοριτσάκι, σαν να ήταν ο ακόλαστος Βαλμόν, από τις «Επικίνδυνες σχέσεις», καλά εκπαιδευμένος από την μαντάμ Μερτέιγ, για να τις ρίχνει όλες στο κρεβάτι.
Σας τα λέω όλα αυτά, όμως βαθιά μέσα μου δεν πιστεύω πως εκείνη θα τσιμπούσε από έναν τύπο σαν τον Βαλμόν. Δεν ήταν δα και καμιά άβγαλτη μαντάμ ντε Τουρβίλ, είχε αρκετές εμπειρίες στη ζωή της και επιπλέον, είχε διαβάσει και το βιβλίο του Λακλός. Κάτι κουλτουριάρες σαν τη δική μου μπορούν να σε βάλουν να παλέψεις με τα πραγματικά μεγάλα μεγέθη. Είναι ικανές, ρε μάγκα μου, να σε εγκαταλείψουν για τον ίδιο τον Ρωμαίο, να σε κάνουν πραγματικά σκόνη, να μην ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι. Να χάσεις κάθε αυτοεκτίμηση.
Μετά, η οργή ξεφούσκωσε, έσκασε σαν μπαλόνι, με κρότο, που σε τρομάζει και σε κάνει να πετάγεσαι, αφήνοντας πίσω της μόνο τη θλίψη, τον ατόφιο ερωτικό πόνο της εγκατάλειψης. Τότε ήταν που άρχισα να ξεπορτίζω.
Βρήκα σαν τους γέρους το αγαπημένο μου πάρκο, το αγαπημένο μου παγκάκι. Έσερνα μαζί μου και ένα δικό της βιβλίο, σκισμένο και ταλαιπωρημένο, ένα βιβλίο που αγαπούσε, το «Στον Φάρο» της Βιρτζίνια Γουλφ. Να πω την αλήθεια, ντρεπόμουν λιγάκι να με βλέπουν ολόκληρο άντρα να κυκλοφορώ με αυτό το μωβ εξώφυλλο, στο οποίο απεικονίζονταν τα μούτρα της ξινής. Στην αρχή απλώς το κρατούσα σαν αντικείμενο. Μετά, εκεί στο παγκάκι, με θέα τη θάλασσα, ξεκίνησα να το διαβάζω. Δεν το περίμενα, αλλά ήταν σαν να άκουγα τη φωνή της Βιρτζίνια, να φτάνει στα αυτιά μου, σαν ψίθυρος, επιτρέποντας μου να τη γνωρίσω. Και η γνωριμία μου μαζί της, μου θύμισε ένα άλλο κορίτσι, τη σπασίκλα της τάξης στη Β΄ Λυκείου, που την είχαν οι πάντες στο κράξιμο. Σε μια ημερήσια εκδρομή όμως, καθίσαμε δίπλα-δίπλα, μακριά από τα βλέμματα των άλλων και, ξαφνικά, στραφήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα ο ένας προς την πλευρά του άλλου και φιληθήκαμε με πάθος για ατέλειωτη ώρα, σε ένα φιλί που μούδιασε τις γλώσσες μας και όταν κάποτε τα στόματα απομακρύνθηκαν, τα σάλια μας έμοιαζαν με ασημένιες κλωστές που κατά κάποιο τρόπο τα κρατούσαν ακόμη ενωμένα. Ναι, η Βιρτζίνια μού μιλούσε, γλώσσα δεν έβαζε μέσα, μέχρι που έμαθα απ’ έξω ολόκληρα αποσπάσματα του βιβλίου.
«Όλα αυτά τα βιβλία θα ‘πρεπε να βγουν έξω και να λιαστούν στη χλόη. Σοβάδες είχαν πέσει στο χωλ. Το λούκι πάνω απ’ το παράθυρο του γραφείου είχε φράξει και το νερό έμπαινε μέσα. Το χαλί είχε καταστραφεί. Αλλά θα ‘πρεπε να ‘χουν έρθει οι ίδιοι. Θα ‘πρεπε να ‘χουν στείλει κάποιον να τα δει. Υπήρχαν ρούχα στις ντουλάπες. Είχαν αφήσει ρούχα σε όλες τις κρεβατοκάμαρες. Τι θα τα κάνει όλα αυτά;».
Το χειρότερο; Τα αποσπάσματα αυτά μπορούσα να τα συμπληρώσω με δικές μου σκέψεις και λέξεις. Απαράδεκτος; Εντάξει, απαράδεκτος. Δεν ξέρω η ίδια η Βιρτζίνια πώς θα το έπαιρνε. Θα θύμωνε ή μήπως θα διασκέδαζε και θα γελούσε; Δεν νομίζω όμως πως είχε και πολύ σπουδαίο χιούμορ. Αποφάσισα το ζήτημα αυτό να το ξεκαθαρίσω. Εκείνη θα ήξερε και αν τη ρωτούσα θα έδινε, όπως πάντα όταν ήθελε, μια εμπεριστατωμένη απάντηση. Γι’ αυτό της τηλεφώνησα. Ήταν το πρώτο τηλεφώνημα μετά τον χωρισμό μας. Και το τελευταίο. Σχημάτισα τον αριθμό και άκουσα, μετά από πολύ καιρό τη φωνή της. «Ναι» απάντησε, κάπως επιτακτικά. «Εγώ είμαι και θέλω να ρωτήσω κάτι. Ξέρεις αν είχε χιούμορ η Βιρτζίνια Γουλφ;».
Δεν χρειάζεται να προσθέσω πως δεν περίμενα για την απάντηση. Έτρεξα πίσω στο σπίτι, όπου η απουσία της ήταν πιο έντονη και από την παρουσία της, τον καιρό που ήμασταν μαζί. Έρχεσαι, μερικές φορές, πολύ κοντά σε κάποιον και το θεωρείς ως κάτι δεδομένο και αυτονόητο. Δεν βλέπεις τις στροφές στον ίλιγγο των σχέσεων. Δεν φαντάζεσαι πως σε μια τέτοια στροφή κάποιος που μέχρι χθες ήταν μαζί σου, μπορεί να σε προσπεράσει. Δεν έχει εξήγηση. Ή αν έχει η εξήγηση δεν παρηγορεί, δεν σε βοηθάει να κερδίσεις και τίποτε. Είναι εντελώς άχρηστες αυτές οι εξηγήσεις. Περιττές.
Μετά, έβαλα να ακούσω το «Over» του Peter Hammill. Και λίγο αργότερα αποφάσισα να σας τα γράψω. Κι έκανα το πρώτο βήμα για τη θεραπεία μου.
Έκανα την οδύνη μου αφήγηση.
_____________________________________________
_____________________________________________
Η Εύη Καρκίτη γεννήθηκε και ζει στην Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε για περισσότερα από είκοσι χρόνια στο ραδιόφωνο και συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια είναι στην συντακτική ομάδα του περιοδικού close up και διατηρεί τη στήλη για το βιβλίο στον “Αγγελιοφόρο της Κυριακής”.
Το διήγημα «Είχε χιούμορ η Βιρτζίνια Γουλφ;» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Bookstand.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.