Αρκετοί από εμάς αναρωτιόμαστε αν εμείς, οι επιλογές μας, τα συναισθήματα μας, οι άλλοι και περισσότερο από όλα τα παιδιά μας είναι “φυσιολογικά”, εξελίσσονται “ομαλά” και δεν ανήκουν σε κανένα παθολογικό φάσμα. Αυτό που συχνά δεν αναρωτιόμαστε, όμως, είναι από που προκύπτουν αυτές οι ανησυχίες μας και από που προκύπτει η τάση μας να κατηγοροποιούμε τις συμπεριφορές μας, τους ανθρώπους, τα παιδιά μας σε “φυσιολογικά” ή σε “παθολογικά”.
Ακόμη, δεν αναρωτιόμαστε τουλάχιστον συνειδητά για τον σκοπό μιας τέτοιας κατηγοροποίησης και έτσι, αναπόφευκτα, αν τοποθετήσουμε μια συμπεριφορά στο φάσμα του μη φυσιολογικού- του παθολογικού, πιστεύουμε πως, εξαιτίας και μόνο αυτού, η συμπεριφορά αυτή είναι όντως παθολογική. Είναι, όμως, η πραγματικότητα έτσι; Είναι εύκολο να ξεχωρίζουμε, στην πράξη, σε “φυσιολογικό” ή σε “παθολογικό” τις συμπεριφορές μας, τον εαυτό μας ή τους ανθρώπους που συναντάμε;
Πρώτα από όλα, μια συμπεριφορά που θεωρείται “φυσιολογική” για τη δική μου τη ζωή, μπορεί να θεωρηθεί “παθολογική” για τη ζωή κάποιου άλλου. Δηλαδή, ο καθένας μας έχει διαφορετικές προτεραιότητες και διαφορετικούς στόχους και μόνο αν γνωρίζουμε αυτούς, μπορούμε να αποφασίσουμε αν ο απέναντι μας κινείται στα πλαίσια του “φυσιολογικού”, ώστε να μπορέσει να πετύχει αυτούς τους στόχους. Εξάλλου, και στην ψυχιατρική για να οριστεί μια διαταραχή, λαμβάνεται πάντοτε υπόψη το αίσθημα ευχαρίστησης ή δυσφορίας του ατόμου από τη ζωή του- μία ακόμη ένδειξη ότι η διάκριση της φυσιολογικής από την παθολογική συμπεριφορά εξαρτάται από τα υποκειμενικά μας κριτήρια. Έτσι, όταν λέμε ότι κάτι είναι “φυσιολογικό”, χρειάζεται πάντα να ορίζουμε το “για ποιον είναι φυσιολογικό”.
Από την άλλη, σαφέστατα και υπάρχουν κάποια άλλα- πιο αντικειμενικά- κριτήρια στη διάκριση του φυσιολογικού από το παθολογικό. Έτσι, στη ψυχιατρική άλλα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό των ψυχιατρικών διαταραχών είναι η παρατηρήσιμη συμπεριφορά του ατόμου που εξετάζεται- τα λεγόμενα συμπτώματα-, η διάρκεια, η συχνότητα και η ένταση που αυτά εμφανίζονται και οι συνέπειες που έχουν στη ζωή του ατόμου: στην εργασιακή του απόδοση, στην κοινωνικότητα του, στη σωματική του υγεία: ύπνος, διατροφή κ.α. Αυτά τα- σχεδόν αντικειμενικά- κριτήρια αποτελούν την πυξίδα για τον εντοπισμό των ψυχιατρικών διαταραχών.
Όμως, ποιος είπε πως η ύπαρξη κάποιας ψυχιατρικής διαταραχής καθιστά έναν άνθρωπο παθολογικό;
Πρώτα από όλα, η κατηγοροποίηση των ψυχιατρικών διαταραχών γίνεται μονάχα για τη μελέτη, την κατανόηση και την καλύτερη δυνατή βοήθεια των άτομων που τις παρουσιάζουν. Από εκεί και έπειτα, είναι καλό να αντιμετωπίζουμε τη συμπεριφορά του ατόμου που παρουσιάζει κάποια ψυχιατρική διαταραχή με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετωπίζαμε μια οποιαδήποτε συμπεριφορά- γιατί κάθε συμπεριφορά είτε ανήκει στο φάσμα του “φυσιολογικού” είτε ανήκει στο φάσμα του “παθολογικού” είναι πάντα μοναδική.
Δηλαδή, ακόμη κι αν εμείς οι δύο παρουσιάζαμε μια ίδια ψυχιατρική διαταραχή, θα είχαμε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση να αντιμετωπίσουμε και πιθανότατα ο τρόπος που θα συμπεριφερόμασταν θα ήταν κατά πολύ διαφορετικός, ακόμη κι αν αυτός έμοιαζε σε μερικά σημεία. Και αυτό γιατί κανένας μας δεν θα ήταν η συγκεκριμένη ψυχιατρική διαταραχή- κανένας μας δεν θα ήταν μη φυσιολογικός- παθολογικός.
Θα ήμασταν απλά δυο διαφορετικοί άνθρωποι που εξαιτίας της ιδιοσυγκρασίας μας, των βιωμάτων μας και της παρούσας χρονικής στιγμής της ζωής μας, αντιμετωπίζουμε με διαφορετικό τρόπο μια ίδια- στο όνομα- ψυχολογική κατάσταση.Και με την τελευταία πρόταση, θέλω να θέσω δύο ερωτήματα.
Πρώτα από όλα, όλοι μπορούμε να περάσουμε και να ξαναπεράσουμε και να ξαναπεράσουμε το μονοπάτι που οδηγεί από το “φυσιολογικό” στο “παθολογικό” και ανάποδα. Η ζωή έχει δυσκολίες για όλους: συναντάμε σε αυτήν θανάτους, χωρισμούς, απορρίψεις, ματαιώσεις και είναι εύκολο να χαθούμε για λίγο ή για πολύ σε κάποιο από αυτά τα τούνελ. Αν χαθούμε, δεν σημαίνει πως πάψαμε να είμαστε φυσιολογικοί- ειδικά όταν μπορούμε να ξαναβρούμε τον δρόμο μας και να αντέχουμε για λίγο το σκοτάδι. Αν τόσο εύκολα θεωρούμε κάτι “παθολογικό”, θα έπρεπε με τον ίδιο τρόπο να το αναθεωρούμε σε κάτι “φυσιολογικό”.
Με πιο απλά λόγια, το τι είναι φυσιολογικό και τι παθολογικό είναι ένας συνεχής αγώνας διαπραγμάτευσης- δεν μπορούμε απλά να βάζουμε μια ταμπέλα και να την αφήνουμε. Αντίθετα, θα πρέπει να εξετάζουμε σταθερά τι είναι φυσιολογικό με βάση τη δική μας ζωή και τις δικές μας σκέψεις. Έτσι, θα ήταν καλό, όταν λέμε πως κάτι είναι φυσιολογικό να προσθέτουμε τη φράση “για’ μένα”, π.χ “Για’ μένα είναι φυσιολογικό που…”.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά και πάλι τις ψυχιατρικές διαταραχές- αν και όχι μόνο. Πιο απλά θα έλεγα ότι αφορά τις παραξενιές τις δικές μας και των άλλων. Έχετε σκεφτεί πως μπορεί όλες αυτές να είναι η συνέπεια της προσαρμογής μας στο περιβάλλον που κληθήκαμε να μεγαλώσουμε, να αναπτυχθούμε και να ενταχθούμε; Έχετε σκεφτεί πως μπορεί να έχουν προσαρμοστική αξία, καθώς αποτυπώνουν την ένωση της αρχικής μας ιδιοσυγκρασίας με τις συνθήκες που συναντήσαμε στη ζωή μας μέχρι τώρα και ίσως, ακριβώς επειδή έχουν προσαρμοστική αξία και μας έχουν βοηθήσει, να μας είναι τόσο μα τόσο δύσκολο να τις αποχαιρετίσουμε;
Κάτω από αυτό το πρίσμα, τι είναι φυσιολογικό και τι όχι;
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.