Ήτανε σ’ όνειρο που ο Κουράνις αντίκρισε τη πόλη στη κοιλάδα και την ακτή πέρα στο βάθος και τη χιονοσκέπαστη βουνοκορφή που δέσποζε στη θάλασσα και τις ζωηρόχρωμες γαλέρες που σαλπάριζαν από το λιμάνι για τους αλαργινούς τόπους, όπου η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό. Ήτανε σ’ όνειρο επίσης, που ‘χε αποκτήσει τ’ όνομα Κουράνις, γιατί όταν ήτανε ξυπνητός τονε φωνάζανε κάπως αλλιώς. Ίσως ήτανε φυσικό γι’ αυτόν να ονειρευτεί ένα καινούριο όνομα, γιατί ήταν ο τελευταίος της φαμίλιας του και ζούσε μονάχος ανάμεσα στα διάφορα πλήθη του Λονδίνου. Έτσι δεν υπήρχανε πολλοί για να του πουν ένα λόγο και να του θυμίσουνε ποιος ήτανε κάποτε.
Η περιουσία και τα κτήματά του είχανε χαθεί και δε του άρεσε ο τρόπος που ζούσαν οι άνθρωποι τριγύρω του. Τα όσα έγραφε τα περγελούσαν εκείνοι που τους τα ‘δειχνε, έτσι μετά από λίγο καιρό άρχισε να τα κρατά για τον εαυτό του και τελικά σταμάτησεν εντελώς να γράφει. Όσο περισσότερο αποτραβιόταν από τον κόσμο γύρω του, τόσο πιο θαυμαστά γίνονταν τα όνειρά του. Και θα ‘ταν αλήθεια μάταιο να προσπαθήσει να τ’ αποδώσει στο χαρτί. Ο Κουράνις δεν ήτανε μοντέρνος και δε σκεφτόταν όπως οι άλλοι που γράφανε. Ενώ κείνοι πασχίζαν να απογυμνώσουνε τη ζωή από τα χρυσοποίκιλτα πέπλα του μύθου και να δείξουνε σε γυμνήν ασκήμια το αποκρουστικό πράμα που λέγεται πραγματικότητα, εκείνος αναζητούσε την ομορφιά και μόνο. Κι όταν η αλήθεια κι η πείρα δε κατάφερναν να την αποκαλύψουνε, την αναζητούσε στη φαντασία και στα οράματα και τελικά τη βρήκε στο ίδιο του το κατώφλι, ανάμεσα στις θολές θύμησες των παιδικών παραμυθιών και των ονείρων.
Δεν υπάρχουνε πολλοί που να ξέρουνε τι θαύματα ξανοίγονται μπρος τους, τις ιστορίες και τα οράματα της νιότης τους. Γιατί όταν σαν παιδιά ακούμε κι ονειρευόμαστε δε κάνουμε παρά συγκεχυμένες σκέψεις κι όταν σα μεγάλοι προσπαθούμε να θυμηθούμε, είμαστε πια τόσον αποχαυνωμένοι και πεζοί, έχοντας ποτιστεί με το δηλητήριο της ζωής. Μερικοί όμως από μας ξυπνάμε τις νύχτες με παράξενα, φαντασμαγορικά οράματα μαγευτικών λόφων και κήπων, απο συντριβάνια που τραγουδάνε στον ήλιο, από χρυσαφένιους γκρεμούς που δεσπόζουνε πάνω από θάλασσες ψιθυριστές, από πεδιάδες που απλώνονται πέρα ως τις παρυφές κοιμισμένων πόλεων, φτιαγμένων από μπρούτζο και πέτρα κι από σκιερές ομάδες ηρώων που καλπάζουν σε περιστόλιστα λευκά άτια, στις άκριες πυκνών δασών. Και τότε καταλαβαίνουμε πως ρίξαμε μια φευγαλέα ματιά πέρα, πίσω από τις Φιλντισένιες Πύλες, σε κείνο τον κόσμο των θαυμάτων που ‘τανε δικός μας προτού γίνουμε σοφοί και δυστυχείς.
Ο Κουράνις έφτασε τελείως απρόσμενα στον παλιό του κόσμο της παιδικής ηλικίας του. Αρχικά ονειρεύτηκε το πελώριο, πέτρινο, κισσοντυμένο σπίτι που ‘χε γεννηθεί κι όπου είχανε ζήσει δεκατρείς γενιές προγόνων του, εκεί που έλπιζε ν’ αφήσει κάποτε τη τελευταία του πνοή κι αυτός. To φεγγαρόφωτο έλουσε το τοπίο κι εκείνος είχε βγει κλεφτά από το δωμάτιό του, έξω στην ευωδιαστή καλοκαιριάτικη νύχτα. Διέσχισε τους κήπους, κατηφόρισε τα παρτέρια, πέρασε από τις μεγάλες βαλανιδιές του πάρκου και πήρε το μακρύ, άσπρο δρόμο για το χωριό. Το χωριό ήτανε πολύ παλιό, με τις γωνιές του φαγωμένες από τον χρόνο, σαν το φεγγάρι που ‘χεν αρχίσει να λιγοστεύει κι ο Κουράνις αναρωτήθηκε αν οι μυτερές στέγες των μικρών σπιτιών έκρυβαν τον ύπνο ή τον θάνατο. Μακριές λόγχες γρασιδιού φυτρώνανε στους δρόμους και τα τζαμόφυλλα στα παραθύρια ήταν είτε θρυμματισμένα, είτε ατενίζανε τυφλά, πνιγμένα στη σκόνη.
Δε χασομέρησε διόλου κει, αλλά συνέχισε τον δρόμο του σαν κάτι να τονε καλούσε προς ένα προορισμό. Δε τολμούσε να παρακούσει στο κάλεσμα, γιατί φοβόταν μήπως αποδειχτεί κι αυτό αυταπάτη, σαν τις επιδιώξεις και τις φιλοδοξίες της ξύπνιας ζωής που δεν οδηγούνε σε κανένα σκοπό. Ύστερα κάτι τον είχε τραβήξει σ’ ένα δεντρόφυτο δρόμο που ‘βγαζε στους γκρεμούς του Στενού, πέρ’ από το χωριό. Έτσι έφτασε κει που τέλειωνε το κάθε τι -στο βάραθρο και την άβυσσο που ολάκερο το χωριό κι ολάκερος ο κόσμος τέλειωναν απότομα στο δίχως αντίλαλους κενό του απείρου, όπου ακόμα κι ο ουρανός μπροστά, ήταν άδειος κι αφώτιστος από το μισοφαγωμένο φεγγάρι ή τ’ αστρα.
Η πίστη τονε κέντρισε να προχωρήσει, ν’ αψηφήσει το βάραθρο και να βουτήξει στην άβυσσο.Κατέβαινε αργά, αιωρούμενος σα φυσαλίδα, ανταμώνοντας στο δρόμο σκοτεινά, άμορφα, ανονείρευτα όνειρα, αχνές φωτερές σφαίρες που μπορεί να ‘τανε μισονειρεμένα όνειρα και κοροϊδευτικές φτερωτές μορφές, που φαίνονταν να περιγελούνε τους ονειροπόλους όλων των κόσμων. Ύστερα, το σκοτάδι φάνηκε να σκίζεται μπροστά του και τότε αντίκρισε τη πόλη στη κοιλάδα. Έλαμπεν αστραφτερή πέρα μακριά, πολύ μακριά κάτω, σ’ ένα φόντο θάλασσας κι ουρανού, με μια χιονισμένη βουνοκορφή κοντά στην ακτή.
Ξύπνησε ακριβώς τη στιγμή που αντίκριζε τη πόλη. Ωστόσο ήξερε από κείνη τη φευγαλέα ματιά, πως δεν ήταν άλλη από τη Σελεφαΐς, στη κοιλάδα του Ουθ-Ναργκάι, πέρα από τους Τανάριους Λόφους. Ήταν εκεί που το πνεύμα του είχε ζήσει όλη την αιωνιότητα μιας ώρας, ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, κάποτε, πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν είχε ξεγλιστρήσει από τα μάτια της γκουβερνάντας του κι είχεν αφήσει τη ζεστή θαλασσινήν αύρα να τον νανουρίσει, ενώ χάζευε τα σύννεφα από τον γκρεμό κοντά στο χωριό. Είχε διαμαρτυρηθεί τότε, όταν τονε βρήκανε, τονε ξυπνήσανε και τονε πήρανε πίσω στο σπίτι, γιατί κείνη τη στιγμήν ακριβώς ήταν έτοιμος να σαλπάρει με μια χρυσαφένια γαλέρα για κείνους τους σαγηνευτικούς τόπους, που η θάλασσα έσμιγε με τον ουρανό. Τώρα λοιπόν ένιωθε την ίδια αγανάκτηση για το ξύπνημα, γιατί είχε ξαναβρεί επιτέλους τη θαυμαστή πόλη, ύστερα από σαράντα χρόνια βαρετής ζωής.
Αλλά τρεις νύχτες αργότερα, ο Κουράνις ξαναγύρισε στη Σελεφαΐς. Όπως και την άλλη φορά, ονειρεύτηκε πρώτα το χωριό που ‘τανε βυθισμένο στον ύπνο ή τον θάνατο και την άβυσσο που ‘πρεπε να κατέβει κανείς πετώντας ανάλαφρα στο κενό. Ύστερα φάνηκε κείνο το σκίσιμο μπροστά του κι αντίκρισε πάλι τους λαμπερούς μιναρέδες της πόλης, είδε τις χαριτωμένες γαλέρες που λικνίζονταν αγκυροβολημένες στο ζαφειρένιο λιμάνι και θαύμασε τα δέντρα γκίνγκο του όρους Αράν, που κυματίζανε στη θαλάσσιαν αύρα. Αλλά τούτη τη φορά κανείς δε τονε διέκοψε παίρνοντάς τονε βάναυσα, μακριά από κει και σα φτερωτό πλάσμα, συνέχισε να κατεβαίνει ανάλαφρα προς μια χορταριασμένη πλαγιά, ώσπου τα πόδια του ακουμπήσανε μαλακά στη χλόη. Είχε στ’ αλήθεια επιστρέψει στη κοιλάδα του Ουθ-Ναργκάι και στην υπέροχη πόλη, Σελεφαΐς.
‘Αρχισε να κατηφορίζει τον λόφο περπατώντας στη μυρωδάτη χλόη, ανάμεσα σε πολύχρωμα λουλούδια. Διαβαίνοντας από το ξύλινο γιοφυράκι, όπου πριν τόσα και τόσα χρόνια είχε σκαλίσει τ’ όνομά του, πέρασε τον αφριστό Ναραξά, διέσχισε το αλσύλλιο ακούγοντας τον αδιάκοπο ψίθυρο των δέντρων κι έφτασε στη μεγάλη πέτρινη γέφυρα πλάι στις πελώριες πύλες της πόλης. Όλα ήταν όπως τα θυμόταν από παλιά: τα διαμαντένια τείχη δεν είχανε χάσει τη γυαλάδα τους, ούτε τα διακοσμητικά, στιλπνά, μπρούντζινα αγάλματα είχανε θαμπώσει. Κατάλαβε πως δεν είχε λόγους ν’ ανησυχεί μήπως τα πράματα που ‘ξερε είχανε χαθεί, γιατί ακόμα κι οι σκοποί στις πολεμίστρες ήσαν οι ίδιοι, το ίδιο νέοι όσο τους θυμόταν.
Όταν διάβηκε τις μπρούτζινες πύλες, μπήκε στη πόλη κι άρχισε να βαδίζει στους δρόμους, τους στρωμένους με όνυχα, οι έμποροι κι οι καμηλιέρηδες, τονε χαιρετίσανε σα να μην είχε φύγει ποτέ από κει. Κι ήταν ο ίδιος ναός από τυρκουάζ, αφιερωμένος στον Ναθ-Χορτάθ, που οι στεφανωμένοι με ορχιδέες ιερείς του εξήγησαν ότι δεν υπήρχε χρόνος στο Ουθ-Ναργκάι, αλλά μονάχα αιώνια νιότη. Ύστερα διέσχισε τον Δρόμο των Κιόνων προς τη προκυμαία, που μαζεύονταν οι εμπόροι κι οι ναυτικοί, καθώς και παράξενοι άνθρωποι από τους τόπους εκείνους που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό. Εκεί έμεινε κάμποσο, αγναντεύοντας πέρα στ’ ολόφωτο λιμάνι που στραφταλίζανε τα κυματάκια, κάτω από έναν άγνωστον ήλιο κι όπου λικνίζονταν ανάλαφρα οι γαλέρες από τους μακρινούς τόπους, πέρ’ από τη θάλασσα. Αγνάντεψε πέρα προς το βουνό ‘Αραν, που ορθωνότανε μεγαλόπρεπο από την ακτή, με τις χαμηλότερες πλαγιές του καταπράσινες από τα κυματιστά δέντρα και τη λευκή του κορφή ν’ αγγίζει τα ουράνια.
Πιότερο από ποτέ, λαχταρούσε να σαλπάρει με μια γαλέρα, για κείνους τους αλαργινούς τόπους, που ‘χεν ακούσει τόσες και τόσες παράξενες ιστορίες κι έψαξε να βρει τον καπετάνιο που τον είχε δεχτεί σαν επιβάτη του, τόσα χρόνια πριν. Βρήκε τον άνθρωπο που αναζητούσε, τον Αθίμπ, καθισμένον όπως και τότε στην ίδια κασέλα με μπαχαρικά, αλλά δε φάνηκε να ‘χει συνειδητοποιήσει πόσα χρόνια είχανε κυλήσει στο μεταξύ. Έπειτα, οι δυο τους, πήγανε με βάρκα σε μια γαλέρα στο λιμάνι και δίνοντας εντολές στους κωπηλάτες και το πλήρωμα, το πλοίο άνοιξε πανιά για τη κυματώδη θάλασσα της Σερενάρια, που οδηγεί στον ουρανό. Κάμποσες μέρες γλιστρούσαν ανάλαφρα στα κύματα, ώσπου τελικά φτάσανε στον ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό.
Η γαλέρα δε κοντοστάθηκε διόλου δω, αλλά συνέχισε ν’ αρμενίζει αιθέρια προς τον γαλάζιο τ’ ουρανού, περνώντας ανάμεσα από μπαμπακένια σύννεφα με ρόδινες πινελιές. Και χαμηλά κάτω στη καρίνα, ο Κουράνις, μπορούσε να δει παράξενες χώρες και πόλεις ανείπωτης ομορφιάς, πλαγιασμένες νωχελικά στο λιόφωτο που δε φαινόταν να λιγοστεύει ή να σβήνει. Και κάποτε ο Αθίμπ τονε πληροφόρησε πως σύντομα θα μπαίνανε στο λιμάνι της Σεράνιαν, της ροδόχρωμης, μαρμαρένιας πόλης στα σύννεφα, που ορθώνεται σε κείνη την αιθέριαν ακτή, απ’ όπου ο δυτικός άνεμος φυσά στον ουρανό. Αλλά πάνω που οι ψηλότεροι από τους σμιλευτούς πύργους της πόλης φανήκανε μπρος του, ένας ήχος ακούστηκε κάπου στο διάστημα κι ο Κουράνις ξύπνησε στη λονδρέζικη σοφίτα του.
Για πολλούς μήνες μετά, αναζητούσε μάταια τη μαγευτική πόλη της Σελεφαΐς και τις γαλέρες της π’ αρμένιζαν σε θάλασσες κι ουρανούς. Αν και με τα φτερά τ’ ονείρου κατάφερε να περιπλανηθεί σε πολλούς φαντασμαγορικούς κι ασύλληπτους τόπους, κανείς απ’ όσους συνάντησε κει δεν ήτανε σε θέση να τον πληροφορήσει πως να ξαναβρεί το Ουθ-Ναργκάι πέρ’ από τους Τανάριους Λόφους.
Μια νύχτα πέρασε πετώντας πάνω από σκοτεινά βουνά, που τρεμοφέγγαν αχνές, μοναχικές φωτιές καταυλισμών σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους κι όπου περιπλανιόντανε παράξενα κοπάδια μαλλιαρών ζώων με μελωδικά καμπανάκια στα μπροστάρικα. Και στην αγριότερη περιοχή αυτής της ορεινής χώρας, της τόσο αλαργινής που λιγοστοί άνθρωποι την έχουνε δει ποτέ, ανακάλυψε πανάρχαιο πέτρινο τείχος ή ανάχωμα, να προχωρά φιδογυριστά, σκαρφαλώνοντας σε βουνοκορφές και διασχίζοντας κοιλάδες.
Ήτανε πολύ γιγάντιο για να ‘χει φτιαχτεί από χέρια ανθρώπου και τόσο μακρύ που καμιά του άκρη δεν έπιανε το μάτι. Πέρ’ από κείνο το τείχος, στο γκριζωπό φως της αυγής, έφτασε σε μια γη με μαγευτικούς κήπους και κερασιές κι όταν ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, αντίκρισε τέτοιον υπέροχο θέαμα από κόκκινα και λευκά λουλούδια, πράσινα φυλλώματα και παρτέρια, άσπρα μονοπάτια, διαμαντένια ρυάκια, γαλάζιες λιμνούλες, σκαλιστά γιοφύρια και πορφυρόσκεπες παγόδες, που μες στο θαυμασμό του λησμόνησε για μια στιγμή τη Σελεφαΐς.
Αλλά τη θυμήθηκε πάλι, όταν κατηφόρισε ένα λευκό μονοπάτι προς μια πορφυρόσκεπη παγόδα. Σκόπευε να ρωτήσει σχετικά τους κατοίκους τούτης της γης, άλλ’ ανακάλυψε πως δεν υπήρχαν άνθρωποι εκεί, παρά μόνο πουλιά, μέλισσες και λουλούδια. Κάποιαν άλλη νύχτα ανέβηκε μιαν ατέλειωτην ελικοειδή σκάλα από νοτερή πέτρα κι έφτασε σ’ ένα παράθυρο ενός ψηλού πύργου με θέα προς μιαν απέραντη πεδιάδα κι ένα ποτάμι, φωτισμένα από τη πανσέληνο.
Και στη σιωπηλή πόλη που απλωνότανε στην όχθη του ποταμού, του φάνηκε πως διέκρινε μερικά γνώριμα χαρακτηριστικά. Θα κατέβαινε να ρωτήσει τον δρόμο για το Ουθ-Ναργκάι, αν μια φοβερή αυγή δεν έσκαγε από κάποιο μακρινό τοπίο πέρ’ από τον ορίζοντα. Στο φως της είδε τα ερείπια και την αρχαιότητα της πόλης, το λίμνασμα στους καλαμιώνες του ποταμού και τον θάνατο που αγκάλιαζε τούτη τη γη. Ήταν έτσι νεκρή από τη μέρα που ο βασιλιάς Κυναραθόλις είχεν επιστρέψει από τις κατακτήσεις του για να βρει την εκδίκηση των Θεών.
Έτσι ο Κουράνις συνέχιζε τις άκαρπες αναζητήσεις του για τη μαγευτική πόλη της Σελεφαΐς και τις γαλέρες που σάλπαραν για τη Σεράνιαν στον ουρανό. Στις περιπλανήσεις του αυτές τα μάτια του αντικρίσανε πολλά και θαμαστά πράματα. Κάποτε μόλις που γλίτωσε από τον αρχιερέα, που δεν επιτρέπεται να περιγραφεί, ο οποίος έχει σκεπασμένο το πρόσωπό του με μια κίτρινη μεταξένια μάσκα και κατοικεί ολομόναχος σ’ ένα προϊστορικό πέτρινο μοναστήρι στο παγωμένο ερημικό οροπέδιο του Λενγκ.
Με τον καιρό άρχισε να βρίσκει ανυπόφορα τ’ ανούσια διαλείματα της μέρας κι έτσι άρχισε να προμηθεύεται ναρκωτικά για να μεγαλώσει τις περιόδους ύπνου. Το χασίς τονε βοήθησε πολύ και κάποια φορά τον έστειλε σε μια περιοχή του διαστήματος που δεν υπάρχει η έννοια της μορφής κι όπου φωτεινά αέρια μελετούνε τα μυστικά της ύπαρξης. Εκεί, ένα βιολετί αέριο τονε πληροφόρησε, πως ο χώρος αυτός του διαστήματος, βρισκόταν έξω από κείνο που οι άνθρωποι αποκαλούσαν άπειρο, όπου υπήρχανε πράματα σαν την ύλη, την ενέργεια και τη βαρύτητα.
Ο Κουράνις αγωνιούσε πια να επιστρέψει στη πυργοστόλιστη Σελεφαΐς κι έτσι μεγάλωσε τις δόσεις των ναρκωτικών. Αλλά κάποτε τα χρήματά του τελειώσανε και δεν ήτανε σε θέση ν’ αγοράσει άλλα. Και μια καλοκαιριάτικη μέρα, παράτησε τη σοφίτα κι άρχισε να περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους, ώσπου τα βήματά του τον οδηγήσανε πάνω από μια γέφυρα κι έφτασε σε μια περιοχή της πόλης που τα σπίτια γίνονταν όλο και πιο αραιά. Εκεί ακριβώς, τονε βρήκε η εκπλήρωση κι αντάμωσε τη τιμητικήν ακολουθία των ιπποτών που ‘χαν έρθει από τη Σελεφαΐς, για να τον οδηγήσουνε σ’ αυτή για πάντα.
Ήταν ωραίοι ιππότες, καβάλα σε πιτσιλωτά άτια, ντυμένοι μ’ αστραφτερές πανοπλίες και χρυσοκέντητους μανδύες με παράξενα οικόσημα. Ήτανε τόσοι πολλοί, που για μια στιγμή τους πέρασε για στρατό. Είχανε σταλεί προς τιμή του, γιατί ήταν αυτός που ‘χε πλάσει το Ουθ-Ναργκάι στα όνειρά του και για τον λόγον αυτό θα γινότανε τώρα ο μεγάλος θεός του. Οι ιππότες του πρόσφεραν έν’ άλογο, τονε βάλαν επικεφαλής στη πομπή τους κι όλοι μαζί αρχίσανε να καλπάζουνε μεγαλόπρεπα στους κάμπους του Σάρρυ, προς τον τόπο που ο Κουράνις κι οι πρόγονοί του είχανε γεννηθεί.
Ήτανε πολύ παράξενο, αλλά καθώς οι καβαλάρηδες προχωρούσαν, ήτανε σαν να καλπάζανε ταυτόχρονα και πίσω στον Χρόνο, γιατί κάθε φορά που διασχίζανε κάποιο χωριό στο λυκόφωτο, βλέπανε σπίτια και χωρικούς που δείχνανε ν’ ανήκουνε στην εποχή του Μεσαίωνα ή και πιο παλιά και μερικές φορές συναντούσαν έφιππους ιππότες με μικρές ομάδες από ακολούθους τους. Με τον ερχομό της νύχτας η πορεία τους έγινε πιο γοργή και σύντομα καλπάζανε παράξενα, σα να πετούσανε στον αγέρα. Στο μουντό φως της αυγής φτάσανε στο χωριό που ο Κουράνις είχε δει ζωντανό στα παιδικά του χρόνια και κοιμισμένο ή νεκρό στα όνειρά του. Ήταν ολοζώντανο τώρα κι οι πρωινοί του κάτοικοι χαιρετούσανε καθώς οι καβαλάρηδες διασχίζανε με πάταγο τα καλντερίμια για να βγούνε στο δέντρόφυτο μονοπάτι που τέλειωνε στην άβυσσο των ονείρων.
Στο παρελθόν είχεν αρμενίσει σ’ αυτή την άβυσσο μονάχα νύχτα κι αναρωτιόταν τώρα πως θα φαινόταν στο φως της μέρας. Έτσι παρατηρούσεν ανυπόμονα καθώς η πομπή πλησίαζε στο χείλος της. Καθώς αρχίζανε να καλπάζουνε στην ανηφοριά προς τα κει, μια χρυσαφένια λάμψη ξάστραψε κάπου στη δύση κι έκρυψε το τοπίο πίσω από φωτερά πέπλα. Η άβυσσος ήταν ένα στροβιλιζόμενο χάος ρόδινης και γαλάζιας φαντασμαγορίας κι αόρατες φωνές τραγουδούσανε χαρμόσυνα καθώς η συνοδεία των ιπποτών σάλταρε από την άκρη του χείλους κι άρχισε να κατεβαίνει μ’ ανάλαφρη χάρη, περνώντας μες από αστραποβόλα σύννεφα κι ασημένιες λάμψεις.
Οι καβαλάρηδες κατεβαίναν ατέλειωτα, με τις οπλές από τα πολεμικά τους άτια να γαντζώνονται στον αιθέρα σα να καλπάζανε πάνω σε χρυσαφένιες άμμους. Και μετά, οι φωτεινές καταχνιές σκιστήκανε κι ανοίξανε για ν’ αποκαλύψουνε μιαν ακόμα μεγαλύτερην ομορφιά, όλη κείνη την ομορφιά της πόλης Σελεφαΐς και την ακτή πέρα και τη χιονισμένη βουνοκορφή που δέσποζε στη θάλασσα και τις ζωηρόχρωμες γαλέρες που σάλπαραν από το λιμάνι για τους αλαργινούς τόπους, όπου η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό.
Κι από τότε, ο Κουράνις βασιλεύει στο Ουθ-Ναργκάι και σ’ όλες τις γειτονικές περιοχές του ονείρου και διατηρεί την αυλή του πότε στη Σελεφαΐς και πότε στη συννεφόχτιστη Σεράνιαν. Βασιλεύει εκεί ακόμα και θα συνεχίσει να βασιλεύει ευτυχισμένα για πάντα, μ’ όλο που κάτω από τους γκρεμούς του Ίνσμουθ, οι παλίρροιες των Στενών έπαιζαν με το κουφάρι ενός αλήτη, που ‘χε διασχίσει τρεκλίζοντας το μισοέρημο χωριό κείνη την αυγή. Παίζανε κοροϊδευτικά και το πετούσανε στα βράχια, κάτω από τους κισσοντυμένους Πύργους του Τρέβορ, όπου ένας εντυπωσιακά χοντρός κι ιδιαίτερα απεχθής, εκατομμυριούχος εργοστασιάρχης μπίρας, απολάμβανε την αγορασμένην ατμόσφαιρα μιας χαμένης ευγενικής γενιάς.
Howard Phillips Lovecraft «Selefais» (1927)
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.