Όπως υποσχεθήκαμε στο προηγούμενο κείμενο, σήμερα θα ασχοληθούμε με μια σειρά φιλοσόφων και διανοητών που εκλάμβαναν την κανονικότητα ως απειλή. Απειλή για αυτό που μας κάνει ξεχωριστούς, που μας κάνει ιδιαίτερους, που μας διακρίνει από τους υπόλοιπους, που συνιστά την πιο ανθρώπινη πτυχή μας. Στην ανάλυσή μας θα αντλήσουμε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του υπαρξισμού, τους Ζαν-Πολ Σαρτρ και Σιμόν ντε Μποβουάρ, οι οποίοι έζησαν και δημιούργησαν κυρίως στο Παρίσι κατά την διάρκεια και στο διάστημα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αν στο προηγούμενο κείμενο κινηθήκαμε ιδίως στο επίπεδο μιας κριτικής ή μιας αποδόμησης της έννοιας του κανονικού, εδώ θα αξιοποιήσουμε τα σημεία στα οποία τα ενδιαφέροντα των παραπάνω δύο διανοητών συγκλίνουν: αφενός τον τρόπο με τον οποίο πιστεύουν ότι δημιουργούνται οι κανονικότητες, αφετέρου τις θετικές προτάσεις που διατυπώνουν για την αποτίναξή τους και την απελευθέρωση της δημιουργικότητας του ατόμου. Ο στόχος των φιλοσόφων για τους οποίους μιλήσαμε είναι κοινός: η αυθεντική ζωή, όπου το άτομο εξερευνά όλες τις διαφορετικές δυνατότητές του και τους δρόμους που ανοίγονται γύρω του, χωρίς να φοβάται την κοινωνική κατακραυγή ή να εγκλωβίζεται από μόνο του σε προκατασκευασμένες ταυτότητες. Το σημαντικό που χρειάζεται να θυμόμαστε από το προηγούμενο κείμενο είναι το εξής: ότι το κανονικό δεν ταυτίζεται με το φυσιολογικό, ότι οι κατηγορίες του κανονικού είναι κοινωνικά κατασκευασμένες και άρα μεταβλητές.
Ας καλωσορίσουμε, λοιπόν, στην παρέα μας το διασημότερο ζευγάρι της φιλοσοφίας: τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και τον Ζαν-Πολ Σαρτρ. Συμφοιτητές, συνάδελφοι και σύντροφοι, η σχέση των οποίων διήρκησε 51 (!) χρόνια, ήταν όμως μια σχέση κάπως αντικανονική: δεν ήταν μονογαμική, αφού οι δύο στοχαστές είχαν συμφωνήσει ότι η βασική τους σχέση θα ήταν η μεταξύ τους, ανέπτυξαν όμως στα πολλά χρόνια που ήταν μαζί πολυάριθμες σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Τι μπορούμε να αντλήσουμε, λοιπόν, από την σημαντικότερη ελεύθερη σχέση στην ιστορία της φιλοσοφίας;
Στο σημαντικότερο έργο του με τίτλο Το Είναι και το Μηδέν ο Σαρτρ αφιερώνει ένα μέρος στην ανάλυση αυτού που ονομάζει «η ματιά των άλλων» και στο πώς αυτή μας επηρεάζει. Φανταστείτε για παράδειγμα ότι είστε μόνοι στο δωμάτιό σας, έχετε βάλει ένα τραγούδι, ας πούμε, του Σάκη Ρουβά στο Youtube και τραγουδάτε και χορεύετε σαν να μην υπάρχει αύριο, με τη σιγουριά ότι πίσω από την κλειστή πόρτα κανείς δεν σας ακούει ούτε σας βλέπει. Ας μην κοροϊδευόμαστε, όλοι το έχουμε κάνει. Ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο πατέρας σας με την ηλεκτρική σκούπα, πιάνοντάς σας επ’ αυτοφώρω. Αυτό που νιώθετε εκείνη την στιγμή, το συναίσθημα ντροπής ή αμηχανίας, είναι αυτό που σας προκαλεί η ματιά του άλλου. Ο Σαρτρ πιστεύει ότι, επειδή δεν μπορούμε να βιώσουμε τις σκέψεις των άλλων όπως τις δικές μας, τείνουμε να τους βλέπουμε σαν αντικείμενα, σαν στατικές οντότητες με ορισμένα πάγια χαρακτηριστικά. Το ίδιο, όμως, βιώνουν και οι άλλοι ως προς εμάς. Ο Σαρτρ κάνει ένα βήμα παραπέρα δηλώνοντας στο θεατρικό του έργο No Exit : «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Οι άλλοι με την ματιά τους μας στερούν την ελευθερία που έχουμε να καθορίζουμε τον εαυτό μας και τα χαρακτηριστικά του στιγμή με την στιγμή, την ελευθερία που έχουμε να κινηθούμε από το να ακούμε Σάκη Ρουβά και Snik μέχρι Μότσαρτ και Μπαχ, την ελευθερία που έχουμε να βλέπουμε το μεσημέρι Κωνσταντίνου και Ελένης και το βράδυ να διαβάζουμε Σαρτρ. Για τον πατέρα μας που μας είδε να χορεύουμε με την μουσική του Σάκη, είμαστε ένα άτομο που ακούει Σάκη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο πατέρας μας δεν γνωρίζει πόση ποικιλία μπορεί να έχουν τα μουσικά ακούσματά μας, γι’ αυτό η ματιά του μας καθορίζει, μας εγκλωβίζει με ένα ορισμένο χαρακτηριστικό που δεν επιλέξαμε εμείς οι ίδιοι να μας αποδοθεί.
Αυτή η διαδικασία είναι για τον Σαρτρ η πηγή των διάφορων κοινωνικών ρόλων και ταυτοτήτων τις οποίες καλούμαστε να επιλέξουμε, θέλουμε δεν θέλουμε. Κάθε φορά που επιλέγουμε τι θα κάνουμε ή πώς θα συμπεριφερθούμε δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το πώς θα μας δουν οι άλλοι. Ας σκεφτούμε πώς ένιωθε την δεκαετία του 1960 μια γυναίκα που γυρνούσε στο σπίτι από την δουλειά, έχοντας επιλέξει να συνδυάσει την εργασία με την ανατροφή του παιδιού της, όταν αντίκριζε το επικριτικό βλέμμα της νοικοκυράς γειτόνισσας. Ας σκεφτούμε ακόμα πως αισθάνεται υπό τις ματιές των άλλων ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι που επιλέγει να περπατήσει χέρι-χέρι στην Ερμού, ή μια εύσωμη γυναίκα που έχει το θάρρος να βγει με μπικίνι στην παραλία.
Βλέπουμε, λοιπόν, πώς η αλληλεπίδραση με τους άλλους ανθρώπους ενέχει ήδη μια πηγή κοινωνικής καταπίεσης. Πέρα όμως από το ότι νιώθουμε άβολα, πού μπορεί να μας οδηγήσει αυτή η ματιά των άλλων; Ο Σαρτρ συνεχίζει στο Είναι και το Μηδέν μιλώντας για την έννοια της «κακής πίστης». Υποστηρίζει εν ολίγοις ότι πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να φερθούν κακόπιστα απέναντι στην ελευθερία τους να αυτοπροσδιορίζονται, επιλέγουν με μία έννοια να την εξαπατήσουν, είτε επειδή θέλουν να απελευθερωθούν από την ματιά των άλλων είτε όμως και επειδή είναι εξουθενωτικό ορισμένες φορές να πρέπει να κάνεις τελείως δικές σου επιλογές. Ας σκεφτούμε το παιδί εκείνο που πέρασε στη Νομική ή στην Ιατρική επειδή αυτό ήθελαν οι γονείς του. Ο Σαρτρ θα έλεγε ότι το παιδί αυτό υπέπεσε σε κακή πίστη, είτε επειδή δεν είχε το σθένος να αντέξει την επικριτική ματιά των γονιών του, αν τους έλεγε ότι θέλει για παράδειγμα να περάσει στην Σχολή Καλών Τεχνών, είτε και επειδή του φαινόταν φοβερά δύσκολο να αναζητήσει και να κάνει το ίδιο την επιλογή που πιστεύει ότι του ταιριάζει καλύτερα και προτίμησε να ακούσει τους γονείς του που «ξέρουν καλύτερα». Κακή πίστη για τον Σαρτρ, λοιπόν, είναι μια μορφή μη αυθεντικής ζωής, όπου αντί να συγκροτούμε την δική μας ταυτότητα επιλέγουμε να υιοθετήσουμε τις ταυτότητες που φτιάχνουν για μας οι άλλοι ή τις ταυτότητες που ήδη υπάρχουν έτοιμες για να τις υιοθετήσουμε.
Και τι σημαίνει τότε να ζούμε αυθεντικά; Αν δεν μπορούμε να απεγκλωβιστούμε από την ματιά των άλλων και αν παράλληλα είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι, όπως επίσης ευφυώς γράφει ο Σαρτρ, τι πάει να πει αυθεντική ζωή; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα καταφύγουμε στο έργο του έτερου μέρους του ζεύγους, της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Η ντε Μποβουάρ προσπάθησε στο έργο της Για μια ηθική της αμφισβήτησης να ορίσει με θετικούς όρους τι είναι μια αυθεντική ζωή, κάτι που ο Σαρτρ στο δικό του έργο δεν κατάφερε ποτέ να κάνει, αν και το υπόσχεται στο τέλος του Είναι και το Μηδέν. Τι μας προτείνει, λοιπόν, η ντε Μποβουάρ ως προς το πώς πρέπει να ζούμε;
Καταρχάς, αυθεντική ζωή στα πλαίσια του υπαρξισμού είναι η ζωή σε αναγνώριση της πλήρους ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Ήδη με το που γεννηθούμε βρισκόμαστε σε μια ορισμένη κοινωνία με συγκεκριμένα στερεότυπα και προκαταλήψεις, μεγαλώνουμε ίσως με ένα ορισμένο σύστημα θρησκευτικών και φιλοσοφικών πεποιθήσεων που συνήθως μας επιβάλλει η οικογένειά μας, έχουμε ένα ορισμένο βιολογικό φύλο ή ένα χρώμα δέρματος με όλες τους κοινωνικούς περιορισμούς που ίσως αυτό συνεπάγεται. Για παράδειγμα, πώς μπορούμε να πούμε ότι ένας μαύρος ή μια γυναίκα ή ακόμα χειρότερα μια μαύρη γυναίκα τη δεκαετία του 1820 στις ΗΠΑ, πριν την κατάργηση της δουλείας και πολύ πριν το γυναικείο κίνημα, ήταν ριζικά και πλήρως ελεύθεροι να αυτοπροσδιοριστούν; Ή για να μιλήσουμε και για σήμερα ακόμα, και οι μαύροι και οι γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι υφίστανται θεσμικές διακρίσεις ή έχουν να αντιμετωπίσουν ορισμένες κοινωνικές προσδοκίες. Ας σκεφτούμε πόσο πιθανότερο είναι να συλληφθεί ένας μαύρος από έναν λευκό στις σύγχρονες ΗΠΑ, πόσο πιθανό είναι να σπουδάσει μια γυναίκα στη Σαουδική Αραβία ή πόσο κοινωνικά αποδεκτό είναι να φιληθεί ένας γκέι άντρας με το σύντροφό του σε μια παραλία ή ένα πάρκο στην Ελλάδα.
Οι υπαρξιστές δεν παραγνωρίζουν καθόλου αυτή τη διάσταση των πραγμάτων. Αντιθέτως, αντλώντας από το έργο του Γερμανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ, χρησιμοποιούν στο έργο τους την έννοια της «ερριμμενότητας». Περίεργος φιλοσοφικός όρος; Μην τρομάζετε, είναι στην πραγματικότητα κάτι πολύ απλό. Ο Χάιντεγκερ στο μεγάλο έργο του Είναι και Χρόνος υποστηρίζει ότι είμαστε “«ερριμένοι», δηλαδή ριγμένοι, πεταμένοι μέσα στον κόσμο, όπως είναι πριν υπάρξουμε. Με άλλα λόγια, είναι σαν να μας πετάει κάποιος μέσα στον ήδη υπάρχοντα κόσμο με όλες τις προκαταλήψεις, τους περιορισμούς, τις δυσκολίες του. Δεν μας ρωτάει κανείς αν μας αρέσει ο κόσμος όπως είναι: γεννιόμαστε σε αυτόν και με αυτόν πρέπει να ζήσουμε.
Αυτή η «γεγονότητα», όμως, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Σαρτρ, η ιδιότητα δηλαδή του κόσμου να είναι εκ των προτέρων καθορισμένος από γεγονότα πριν έρθουμε εμείς σε αυτόν, είναι για τον Σαρτρ και η προϋπόθεση της ελευθερίας. Είναι μέσα σε αυτόν τον κόσμο με τους περιορισμούς του που καλούμαστε να κάνουμε επιλογές με νόημα, να υπερβούμε αυτό που είμαστε ήδη για να γίνουμε κάτι άλλο. Η ιδέα του Σαρτρ είναι πως η ελευθερία δεν αποκτά νόημα χωρίς κάτι που να μας αντιστέκεται, στον βαθμό που ελευθερία είναι αυτή ακριβώς η υπερνίκηση των αντιστάσεων. Για να αλλάξω την κατάστασή μου τώρα, πρέπει να δράσω, να προσπαθήσω και σε αυτό ακριβώς αποκτά η δράση και η ελευθερία μου νόημα. Ελευθερία σημαίνει ότι μπορώ να αλλάξω την κατάσταση στην οποία είμαι «ερριμένος», ριγμένος, και αυθεντικότητα σημαίνει ότι πρέπει να το κάνω.
Και εδώ έρχεται η ντε Μποβουάρ να μας δώσει απάντηση στο μεγάλο ερώτημα: πώς να ζούμε αυθεντικά; Πρώτα απέναντι στους εαυτούς μας, γράφει η ντε Μποβουάρ στο Για μια ηθική της αμφισβήτησης, οφείλουμε να είμαστε σε διαρκή επαγρύπνηση, να προσέχουμε διαρκώς κατά πόσο οι πράξεις μας και τα σχέδια της ζωής μας είναι δικές μας επιλογές ή κατά πόσο είναι ενδείξεις κακής πίστης. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που γίνεται δικηγόρος ή γιατρός επειδή έχει «στρωμένη δουλειά» από τους γονείς του, μια γυναίκα που παντρεύεται μόνο και μόνο επειδή έμεινε έγκυος και πιστεύει ότι είναι ανάθεμα να γεννηθεί το παιδί εκτός γάμου, ή ένας φανατικός κομματικός οπαδός που μόνος του στόχος στη ζωή είναι να κάνει ό, τι προστάζει το κόμμα, όλοι αυτοί δεν ζουν αυθεντικά. Προσοχή: η ντε Μποβουάρ δεν προτείνει ότι για να είμαστε αυθεντικοί πρέπει να κάνουμε αντισυμβατικές επιλογές, να μην παντρευόμαστε, να μην γινόμαστε γιατροί ή να μην ασχολούμαστε με την πολιτική. Αυτό που λέει είναι ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, αρκεί να το επιλέγουμε εμείς. Να γινόμαστε γιατροί όχι επειδή θα αναλάβουμε το ιατρείο του πατέρα μας αλλά επειδή είναι αυτό που μας αρέσει να κάνουμε, να βλέπουμε Master Chef αντί για ευρωπαϊκό σινεμά επειδή θέλουμε και όχι επειδή αυτό κάνουν όλοι. Και επειδή είναι πολύ δύσκολο στην καθημερινότητα να είμαστε πάντα σίγουροι για το αν κάνουμε κάτι για εμάς ή επειδή το θέλει κάποιος άλλος, πρέπει να εξετάζουμε συνεχώς και τις πράξεις μας και την γενικότερη πορεία της ζωής μας, για να διασφαλίζουμε ότι ζούμε αυθεντικά.
Και απέναντι στους άλλους; Απέναντι σε όσους αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια στο να αυτοπροσδιοριστούν σε πλήρη ελευθερία, που η «ερριμενότητά» τους δεν τους επιτρέπει να πάρουν αέρα; Και απέναντι σε αυτούς έχουμε χρέος, λέει η ντε Μποβουάρ, να προάγουμε την ελευθερία τους, να τους ενδυναμώσουμε, να τους διευκολύνουμε να αλλάξουν τις καταστάσεις γύρω τους και τον τρόπο που τους αντικρίζουν οι άλλοι. Οφείλουμε, επιπλέον, να μην είμαστε εμείς αυτοί που τους αντικρίζουν με ορισμένο τρόπο, να μην ενσαρκώνουμε την ματιά του άλλου στις ζωές τους, να μην τους αποδίδουμε δηλαδή στατικά χαρακτηριστικά που οι ίδιοι δεν επιλέγουν, εκτός φυσικά αν τους γνωρίζουμε για τόσο καιρό ή σε τόσο βάθος ώστε να ξέρουμε πώς τείνουν να συμπεριφέρονται. Να τους επιτρέπουμε εν ολίγοις να συγκροτούν οι ίδιοι την ταυτότητα τους αντί να τους αποδίδουμε εμείς αυθαίρετα την ταυτότητα που πιστεύουμε ότι έχουν.
Για τους υπαρξιστές, λοιπόν, κανονικότητα σημαίνει υποταγή στην ματιά του άλλου και κακή πίστη. Αυθεντικότητα σημαίνει να αγκαλιάζεις την ελευθερία σου και να επεκτείνεις συνεχώς τον ορίζοντα των δυνατοτήτων σου. Γι’ αυτούς η αυθεντικότητα είναι η πλέον ανθρώπινη πτυχή μας, αυτό που μας διακρίνει περισσότερο από τα πράγματα και τα ζώα. Μια καρέκλα θα είναι πάντα μια καρέκλα, δεν έχει και πολλές επιλογές. Όμως μια γυναίκα-νοικοκυρά μπορεί να γίνει μια γυναίκα-καριερίστρια, ένας καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος μπορεί να γίνει ένας απελευθερωμένος, ευτυχισμένος άνθρωπος κ.λπ. Αυτό που μας διακρίνει από την καρέκλα, σύμφωνα με τους υπαρξιστές, είναι ότι εμείς εξελισσόμαστε, ανοίγουμε τους ορίζοντες μας, δημιουργούμε νέα πράγματα, είμαστε ελεύθεροι να φτιάξουμε οι ίδιοι τη ζωή μας.
Για να κλείσουμε: όσοι νιώθουμε κάποιες φορές να περιοριζόμαστε από τις διάφορες κανονικότητες που αντικρίζουμε γύρω μας -είτε αυτές αφορούν την σεξουαλική ταυτότητα, το φύλο και την ταυτότητα φύλου, το χρώμα του δέρματος, την εθνικότητα, τη γλώσσα, το σωματικό βάρος, είτε ακόμα και την ενδυμασία, το κούρεμα, το χρώμα των νυχιών ή το πόσο δουλεύουμε, το πόσο παραγωγική είναι η μέρα μας, το πόσο θελκτικοί φαινόμαστε και πολλά, πολλά ακόμη- ας ξέρουμε πια ότι δεν είμαστε μόνοι. Οι στοχαστές στους οποίους αναφερθήκαμε ταυτίστηκαν με αυτό ακριβώς το βίωμα που έχουμε και εμείς, με τον στενό κορσέ των κανονικοτήτων που καταπνίγει συχνά δημιουργικές σκέψεις, επιθυμίες και ένστικτα και παράγει δυστυχία. Η συζήτησή μας σήμερα κινήθηκε γύρω από φιλοσοφίες της απελευθέρωσης και της αυθεντικότητας. Ακόμα και αν δεν καταφέρουμε να μεταφέρουμε τα διδάγματά τους στην καθημερινότητά μας, θα μας κάνουν πάντως να νιώσουμε καλύτερα -και λιγότερο μόνοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.