Ο Οβίδιος στο έργο του «Μεταμορφώσεις» αναφέρει ότι τον είχαν ερωτευθεί όλες οι νύμφες του δάσους.
Η Ηχώ ήταν μια από τις νύμφες, που ήταν αγιάτρευτα ερωτευμένη με το Νάρκισσο, αλλά δεν μπορούσε να του μιλήσει, γιατί την είχε τιμωρήσει η Ήρα, να επαναλαμβάνει μόνο την τελευταία λέξη της φράσης των άλλων.
Την τιμώρησε, όταν κατάλαβε πως η Ηχώ την παραπλανούσε μένοντας μαζί της να της μιλά με σκοπό να την κρατά απασχολημένη, όταν ο Δίας ερωτοτροπούσε με τις άλλες νύμφες, δίνοντας έτσι το χρόνο στις φίλες της να ξεφεύγουν την οργή της.
Κάποια στιγμή η Ηχώ από τον έρωτά της δεν άντεξε και πήγε να μιλήσει στον Νάρκισσο.
– Ποια είσαι εσύ που γελάς και κλαις μέσα στα φύλλα; Αχ μείνε!
– Αν σ’ αρέσει η φωνή μου…
-Χα χα χα…μιλάω…
– Χα χα χα…γελάω…
– Μα ποια είσαι;
– Ποιος είσαι;…
– Με λένε Νάρκισσο. Νάρκισσο Μοναχό.
– Κι εμένα Ηχώ…
– Είσ’ όμορφη;
– Όμορφη…
– Ήθελα να δω τα μάτια σου.
– Αχ τα μάτια σου…
– Τα χείλια σου.
– Αχ τα χείλια σου…
– Πώς το πες τ’ όνομά σου;
– Τ’ όνομά σου…
– Είπα Νάρκισσος.
– Α, Νάρκισσος…
– Δεν είναι και τόσο όμορφο όνομα.
– Αχ, όμορφο όνομα…
– Λίγο φτωχό.
– Εμένα Ηχώ…
– Θέλω να σε ρωτήσω. Ηχώ. αν περνάει η στράτα εδώθε.
– Εδώθε…
– και πού θα φτάσω αν την πάρω απ’ εδώ να;
– Πουθενά…
– Πουθενά;
– Πουθενά…
– Παράξενο. Τρεις μέρες περπατάω και τώρα εσύ μου λες πως σταματάει η στράτα και πως άλλο δεν μπορώ να πάω;
– Εγώ σ’ αγαπάω…
-Είπες μ’ αγαπάς;
– Μ’ αγαπάς;…
– Δεν είπα τέτοιο πράγμα εγώ.
– Το πα εγώ!…
– Και που με ξέρεις; Εγώ δε σε ξέρω.
– Εγώ σε ξέρω!…
– Εγώ σε ξέρω μοναχά απ’ τη φωνή σου.
– Άκουσα στα λαγκάδια τη φωνή σου…
– Χθες το βράδυ τραγούδησα μακρυά στις φτέρες.
– Σ’ άκουσα στις φτέρες…
– Είμαι πολύ λυπημένος.
– Λυπημένος;…
– Θέλω να βρω κάτι που να τ’ αγαπάω.
– Εγώ το βρήκα… σ’ αγαπάω…
– Κανείς δεν νοιώθει μέσα μου τι νοιώθω.
– Εγώ σε νοιώθω…
– Ό,τι αγάπησα ως τώρα, το παράτησα. Το πιστεύεις;
Κράτησε τόσο λίγο. Τόσο λίγο!
– Τόσο λίγο…
– Έχω ένα μικρό δαίμονα μέσα μου που τα γκρεμίζει όλα, σε μια στιγμή. Ό,τι αγαπάω φτερουγίζει και φεύγει. Ό,τι αγγίζω χάνεται. Γι’ αυτό τραγουδάω τη νύχτα…
– Σ’ άκουσα τη νύχτα…
– …θλιμμένα..
– Αχ! Να τραγούδαγες για μένα…
– Γι’ αυτό περπατάω τη μέρα, μέχρι να λυθούν τα γόνατά μου και να πέσω καταγής.
– Αχ! Να σ’ αγκάλιαζα στη Γης…
– Η πρώτη μου αγάπη ήταν ένα πουλί. Μα σαν έμαθα το τραγούδι του, το βαρέθηκα. Ύστερα αγάπησα μιαν όμορφη που η ομορφιά της μάραινε τα λουλούδια. Μα σαν έγινε δικιά μου, τη βαρέθηκα. Έπειτα αγάπησα τα όμορφα λόγια, τα νυχτιάτικα τραγούδια και τις κρυφές σκέψεις. Μα κι εκείνα γρήγορα τα βαρέθηκα. Πέρασα πάνω απ’ όλα, καλπάζοντας σαν να ήμουνα καβάλα πάνω σ’ ένα μανιασμένο άσπρο άλογο που όλο έτρεχε και πουθενά δε στεκόταν, να πάρω λίγη ανάσα και να βρω λίγη χαρά!
– Δεν υπάρχει χαρά…
– Αλίμονο, αν δεν υπάρχει χαρά για μένα…
– Ούτε για μένα…
– Γιατί όταν γελάω γελάς και όταν κλαίω κλαις;
– Πονάω όταν κλαις….
– Παράξενα εσύ συμπονάς τον ξένο πόνο.
– Πες μου τι χρώμα έχουν τα μάτια σου και τα μαλλιά σου;
– Σαν τα δικά σου…
– Κι η φωνή σου;
– Σαν τη δική σου…
– Εγώ δεν έχω ταίρι στον κόσμο να μου μοιάζει.. Με λένε Νάρκισσο. Νάρκισσο Μοναχό.
– Κι εμένα Ηχώ…
Η Ηχώ ακολουθούσε παντού το Νάρκισσο, σιωπηλή και ερωτευμένη. Μια μέρα που ο Νάρκισσος κυνηγούσε ελάφια, άκουσε δίπλα του ένα απρόσμενο θόρυβο.
-Είναι κανείς εδώ; ρώτησε και η Ηχώ απάντησε: Εδώ!! Ξαφνιασμένος ο Νάρκισσος λέει: ‘Ελα! Έλα… Πλησίασε…
Και η Ηχώ απαντά: «Πλησίασε» και με χαρά προχώρησε προς το Νάρκισσο.. αλλά εκείνος την σπρώχνει πάνω στους θάμνους και φεύγει. Η Ηχώ έμεινε για ώρες μόνη της να κλαίει, επαναλαμβάνοντας την λέξη «πλησίασε». Πέρασε καιρός πολύς, αλλά η Ηχώ δεν μπορούσε να ξεχάσει το Νάρκισσο και την άκαρδη και ύπουλη συμπεριφορά του. Συνέχισε να κλαίει με παράπονο και να επαναλαμβάνει χωρίς σταματημό την τελευταία λέξη του Νάρκισσου, «Πλησίασε»…
Ο Νάρκισσος συνέχισε να κυνηγά τα ελάφια, ώσπου μια μέρα συνάντησε μια πανέμορφη λίμνη. Εντυπωσιάστηκε και σταμάτησε να τη θαυμάσει. Ξάπλωσε στο έδαφος δίπλα της και είδε την μορφή του να καθρεφτίζεται στα πεντακάθαρα νερά της. Ήταν τόση η έκπληξή του, ώστε πέρασε για ώρες κοιτάζοντας κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του. Κάποια στιγμή προσπάθησε ν’αγγίξει και να χαϊδέψει την υδάτινη εικόνα του, αλλά έχασε την ισορροπία του και έπεσε στα βαθιά νερά της λίμνης και πνίγηκε. Η Ηχώ, που δεν τον είχε συγχωρήσει, όλη την ώρα του φώναζε θυμωμένη «πλησίασε». Μόλις είδε το Νάρκισσο πεθαμένο, πόνεσε πολύ κι ήταν τόσο θλιμμένος ο θρήνος της, που ο Δίας συγκινημένος μεταμόρφωσε το Νάρκισσο σε ένα πανέμορφο λευκό λουλούδι της Άνοιξης και την Ηχώ την μεταμόρφωσε σε αέρινη Φωνή, ώστε να μπορεί να χαϊδεύει, για πάντα, απαλά τα πέταλά του και να σκορπά τριγύρω το μεθυστικό άρωμά του και να θυμίζει τον ανεκπλήρωτο έρωτα…
Το λουλούδι ήταν ο Νάρκισσος ο κυπελλοφόρος, γνωστός και ως μανουσάκι. Είναι ο Νάρκισσος των αρχαίων Ελλήνων, από το οποίο και κατασκεύαζαν το «ναρκίσσινο μύρο». Είναι ο Νάρκισσος ο ποιητικός, που το αιθέριο έλαιό του παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή αρώματα που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιΐα.
Ο αλχημιστής έπιασε ένα βιβλίο που κάποιος από το καραβάνι είχε φέρει μαζί του. Αν και ο τόμος δεν είχε εξώφυλλο, εκείνος κατάφερε να εξακριβώσει το όνομα του συγγραφέα του: Όσκαρ Γουάιλντ. Καθώς το ξεφύλλιζε, βρήκε μια ιστορία για το Νάρκισσο. Ο αλχημιστής γνώριζε το μύθο του Νάρκισσου, του ωραίου αγοριού που κάθε μέρα θαύμαζε την ομορφιά του σε μια λίμνη. Τόσο πολύ είχε γοητευτεί από τον ίδιο τον εαυτό του, που κάποια μέρα έπεσε μέσα στη λίμνη και πνίγηκε. Στη θέση όπου έπεσε, φύτρωσε ένα λουλούδι που το ονόμασαν Νάρκισσο. Ο Όσκαρ Γουάιλντ όμως δεν τελείωνε έτσι την ιστορία του. Έλεγε ότι, όταν πέθανε ο Νάρκισσος, ήρθαν οι Νύμφες -νύμφες του δάσους- και διαπίστωσαν ότι η λίμνη είχε μετατραπεί από λίμνη γλυκού νερού σε αμφορέα αλμυρών δακρύων.
-Γιατί κλαις; ρώτησαν οι Νύμφες.
-Κλαίω για το Νάρκισσο, είπε η λίμνη.
-Α, δε μας εκπλήσσει που κλαις για το Νάρκισσο, συνέχισαν εκείνες. Στο κάτω κάτω, παρ’ όλο που κι εμείς τον κυνηγούσαμε στο δάσος, εσύ ήσουν η μόνη που είχε την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά την ομορφιά του.
-Μα ήταν όμορφος ο Νάρκισσος; ρώτησε η λίμνη.
-Ποιος να το ξέρει καλύτερα από σένα; απάντησαν έκπληκτες οι Νύμφες. Στο κάτω κάτω, στις όχθες σου έσκυβε κάθε μέρα. Η λίμνη έμεινε για λίγο σιωπηλή. Μετά είπε:
-Κλαίω για το Νάρκισσο, αλλά δεν είχα καταλάβει ότι ήταν όμορφος. Κλαίω για το Νάρκισσο γιατί, κάθε φορά που έσκυβε στις όχθες μου, εγώ μπορούσα να βλέπω στα βάθη των ματιών του την αντανάκλαση της ίδιας μου της ομορφιάς.
Τι ωραία ιστορία! είπε ο αλχημιστής και αφού τελείωσε σηκώθηκε και συνέχισε το δρόμο του.
Ο Νίτσε το έλεγε κάπως έτσι: «η μόνη γόνιμη περιφρόνηση είναι εκείνη που αφορά τον εαυτό μας, γιατί έτσι μπορούμε να τον υπερβούμε και να τον ξαναπλάσουμε…». Ο Άντριου Χολμς το έλεγε έτσι: «είναι καλό να θυμόμαστε ότι το σύμπαν -με μια μικρή, ασήμαντη εξαίρεση- αποτελείται από τους άλλους…», και ο Ρίτσαρντ Μπαχ το εξηγεί πιο απλά: «δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος, αν σκέφτεσαι πάντα μόνο τον εαυτό σου. Μέχρι να κάνεις χώρο στη ζωή σου για κάποιον εξίσου σημαντικό για σένα, πάντα θα ψάχνεσαι και θα είσαι χαμένος…»
κείμενο και φωτογραφία: http://www.menta88.gr/
epimithio
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.