Στο παρελθόν, το στίγμα ταυτοποιούνταν ως ένα ορατό σημάδι που έφεραν μερικά άτομα, το οποίο σηματοδοτούσε όχι μόνο την κατώτερη κοινωνική τους θέση (π.χ. πόρνη, δούλος), αλλά υποδείκνυε και στον υπόλοιπο κόσμο ότι έπρεπε να τους αποφεύγει λόγω ηθικών ελαττωμάτων, ασθενειών ή γενικότερα επειδή, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εγκυμονούσαν κινδύνους.
Σήμερα, οι έννοιες που σχετίζονται με το στίγμα έχουν εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό· ξεκινώντας από ένα και μόνο εξωτερικό σημάδι που παλαιότερα μεθερμηνευόταν από τον υπόλοιπο κόσμο ως στοιχείο αποφυγής ενός ατόμου, έχουμε φτάσει στην κατοχή (ή στην πεποίθηση της κατοχής) ενός χαρακτηριστικού που υποδηλώνει μία συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα, η οποία απαξιώνεται μέσα σε ένα ορισμένο κοινωνικό πλαίσιο (Crocker κ.ά., 1998).
Είναι γεγονός πως πλέον κάποιος μπορεί να στιγματιστεί απλώς και μόνο επειδή ανήκει σε μία ομάδα που απαξιώνεται από ορισμένες κοινωνικές ομάδες. Κάτι τέτοιο μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι το άτομο ανήκει στο γυναικείο φύλο, έχει ελάχιστο εισόδημα ή κατάγεται από οικονομικά ασθενέστερο οικογενειακό περιβάλλον, έχει διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις, κατάγεται από διαφορετική κουλτούρα, είναι μέλος κάποιας μειονότητας ή απλώς και μόνο επειδή δε μοιάζει με όλους τους άλλους, είναι, για παράδειγμα, υπερβολικά μεγαλόσωμος, πολύ ψηλός ή πολύ μικροκαμωμένος. Όλα τα παραπάνω αποτελούν κατηγορίες στιγματισμού οι οποίες κάνουν την εμφάνισή τους συχνά εντός του σχολικού πλαισίου.
Οι συνέπειες του στίγματος
Οι συνέπειες του στίγματος είναι πολυάριθμες, ειδικά για τα στιγματισμένα άτομα. Μία από τις πιο προφανείς και συχνότερες συνέπειες του στιγματισμού είναι η διάκριση που τον συνοδεύει. Μπορεί να χαρακτηρίζεται από κραυγαλέες επιθέσεις ή από πιο ήπια κακομεταχείριση, όπως για παράδειγμα να παίρνει κάποιος χαμηλότερο βαθμό από αυτόν που του αξίζει ή να αγνοείται από τους δασκάλους και τους συνομηλίκους του (Fisher κ.ά., 2000). Ωστόσο, ο στιγματισμός μπορεί να έχει και πιο αμυδρές επιπτώσεις καθώς το στίγμα μπορεί να βοηθά τους δασκάλους να εκπληρώνουν προσωπικές προφητείες (Jussim και Harber, 2005 - Jussim κ.ά., 2009) και μπορεί επίσης να έχει επιβλαβείς συνέπειες στην απόδοση του παιδιού μέσω απειλητικών στερεοτυπικών επιδράσεων (Steele και Aronson, 1995 - Huguet και Régnier, 2007).
Όλες αυτές οι συνέπειες και η διάκριση που επιφέρει ο στιγματισμός είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για το άτομο (για παράδειγμα, οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχος, μειωμένες επιδόσεις, κλπ.) ώστε δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που έχουν πρόσφατα κατανοήσει ότι το στίγμα αποτελεί έναν πολύ ισχυρό στρεσογόνο παράγοντα (Crocker κ.ά., 1998, Clark κ.ά., 1999, Miller και Kaiser, 2001, Major και O’Brien, 2005). Ως εκ τούτου, πολλοί ερευνητές έχουν προτείνει να χρησιμοποιηθούν ή να προσαρμοστούν κατάλληλα τα μοντέλα για τη μελέτη του άγχους ώστε να γίνει καλύτερα κατανοητός ο τρόπος που το στίγμα επηρεάζει τους ανθρώπους.
Όλες αυτές οι συνέπειες και η διάκριση που επιφέρει ο στιγματισμός είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για το άτομο (για παράδειγμα, οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχος, μειωμένες επιδόσεις, κλπ.) ώστε δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που έχουν πρόσφατα κατανοήσει ότι το στίγμα αποτελεί έναν πολύ ισχυρό στρεσογόνο παράγοντα (Crocker κ.ά., 1998, Clark κ.ά., 1999, Miller και Kaiser, 2001, Major και O’Brien, 2005). Ως εκ τούτου, πολλοί ερευνητές έχουν προτείνει να χρησιμοποιηθούν ή να προσαρμοστούν κατάλληλα τα μοντέλα για τη μελέτη του άγχους ώστε να γίνει καλύτερα κατανοητός ο τρόπος που το στίγμα επηρεάζει τους ανθρώπους.
Ο στιγματισμός ως πηγή άγχους
Η άποψη ότι το άτομο κινείται ενεργά ως προς την αντιμετώπιση της διάκρισης και του στιγματισμού δεν είναι καινούργια. Πάνω από πενήντα χρόνια πριν, ο Allport (1954) περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο τα θύματα διακρίσεων χρησιμοποιούν αντισταθμιστικές συμπεριφορές ώστε να διαχειριστούν τις ποικίλες προσπάθειες αποδόμησης της ταυτότητάς τους. Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας (Social Identity Theory, SIT) και οι εξελίξεις σχετικά με αυτή έδωσαν επίσης ένα όραμα για τον άνθρωπο, σύμφωνα με το οποίο το άτομο είναι ιδιαίτερα ενεργό στο να αναλαμβάνει δράση απέναντι στις διάφορες απειλές της ταυτότητάς του, συστηματοποιώντας παράλληλα τις αντιδράσεις αυτές σε μία συνεκτική και καρποφόρα θεωρία (Tajfel, 1981, Tajfel και Turner, 1986, Blanz κ.ά., 1998).
Πιο πρόσφατα, η ερευνητική προσοχή έχει μετατοπιστεί περισσότερο στις επιπτώσεις των διακρίσεων, δείχνοντας για ακόμη μία φορά ότι τα στιγματισμένα άτομα δεν κρατούν παθητική στάση, αλλά ανταποκρίνονται ενεργά στις απειλές της ταυτότητάς τους και δεν είναι καταδικασμένα να αποκτήσουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση (Crocker και Major, 1989, Branscombe κ.ά., 1999, Schmitt και Branscombe, 2002).
Η άποψη ότι ο στιγματισμός, οι διακρίσεις και γενικότερα οι οποιουδήποτε τύπου καταστάσεις που απειλούν την ταυτότητα αποτελούν σημαντικές πηγές άγχους αναπτύχθηκαν αργότερα, επισημαίνοντας όχι μόνο τις άμεσες αντιδράσεις επί των ανθρώπων που απειλούνται αλλά και τις επιπτώσεις των εν λόγω απειλών στην ταυτότητα, την υγεία, τις σωματικές αντιδράσεις και την κοινωνική λειτουργία του ατόμου (Allison, 1998, Clark κ.ά., 1999, Miller και Major, 2000, Miller και Kaiser, 2001). Για παράδειγμα, ορισμένες μελέτες έδειξαν ότι οι διακρίσεις συνδέονται με υψηλότερα επίπεδα σωματικής διέγερσης και ειδικότερα με τις καρδιαγγειακές αντιδράσεις μεταξύ στιγματισμένων ατόμων. Επιπλέον, μία ακόμη έρευνα (Richman κ.ά., 2007) έδειξε ότι οι μαύροι άνδρες που έχουν βιώσει εμπειρίες διάκρισης στο παρελθόν παρουσιάζουν οξύτερη σωματική αντίδραση σε στρεσογόνους παράγοντες από ότι οι λευκοί άνδρες, υποστηρίζοντας ότι οι διακρίσεις αποδυναμώνουν τα άτομα που τις υφίστανται ως προς την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν άλλα είδη στρεσογόνων παραγόντων.
Στο ψυχολογικό επίπεδο, οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες που αναγνωρίζουν πως έχουν πέσει θύματα σεξισμού είναι περισσότερο καταθλιπτικές (Kobrynowicz και Branscombe, 1997) και έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση (Swim κ.ά., 2001) από τις γυναίκες εκείνες που δεν θεωρούν ότι έχουν πέσει θύματα σεξισμού. Κάτι ανάλογο ισχύει και για άλλα μέλη μειονοτικών ομάδων όπως οι ομοφυλόφιλοι (Diaz κ.ά., 2001), οι αφροαμερικανοί (Branscombe κ.ά., 1999) και οι νεαροί μαθητές ή φοιτητές. Για παράδειγμα, οι λευκοί μαθητές ή φοιτητές (από 13 έως 19 ετών) φαίνεται να παρουσιάζουν λιγότερες αντιδράσεις ψυχικής οδύνης σε αντιληπτές εμπειρίες διάκρισης, εντός του εκπαιδευτικού πλαισίου, από ότι οι συνομήλικοί τους με αφροαμερικανική, λατινοαμερικανική ή ασιατική καταγωγή (Fisher κ.ά., 2000).
Η άποψη ότι ο στιγματισμός, οι διακρίσεις και γενικότερα οι οποιουδήποτε τύπου καταστάσεις που απειλούν την ταυτότητα αποτελούν σημαντικές πηγές άγχους αναπτύχθηκαν αργότερα, επισημαίνοντας όχι μόνο τις άμεσες αντιδράσεις επί των ανθρώπων που απειλούνται αλλά και τις επιπτώσεις των εν λόγω απειλών στην ταυτότητα, την υγεία, τις σωματικές αντιδράσεις και την κοινωνική λειτουργία του ατόμου (Allison, 1998, Clark κ.ά., 1999, Miller και Major, 2000, Miller και Kaiser, 2001). Για παράδειγμα, ορισμένες μελέτες έδειξαν ότι οι διακρίσεις συνδέονται με υψηλότερα επίπεδα σωματικής διέγερσης και ειδικότερα με τις καρδιαγγειακές αντιδράσεις μεταξύ στιγματισμένων ατόμων. Επιπλέον, μία ακόμη έρευνα (Richman κ.ά., 2007) έδειξε ότι οι μαύροι άνδρες που έχουν βιώσει εμπειρίες διάκρισης στο παρελθόν παρουσιάζουν οξύτερη σωματική αντίδραση σε στρεσογόνους παράγοντες από ότι οι λευκοί άνδρες, υποστηρίζοντας ότι οι διακρίσεις αποδυναμώνουν τα άτομα που τις υφίστανται ως προς την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν άλλα είδη στρεσογόνων παραγόντων.
Στο ψυχολογικό επίπεδο, οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες που αναγνωρίζουν πως έχουν πέσει θύματα σεξισμού είναι περισσότερο καταθλιπτικές (Kobrynowicz και Branscombe, 1997) και έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση (Swim κ.ά., 2001) από τις γυναίκες εκείνες που δεν θεωρούν ότι έχουν πέσει θύματα σεξισμού. Κάτι ανάλογο ισχύει και για άλλα μέλη μειονοτικών ομάδων όπως οι ομοφυλόφιλοι (Diaz κ.ά., 2001), οι αφροαμερικανοί (Branscombe κ.ά., 1999) και οι νεαροί μαθητές ή φοιτητές. Για παράδειγμα, οι λευκοί μαθητές ή φοιτητές (από 13 έως 19 ετών) φαίνεται να παρουσιάζουν λιγότερες αντιδράσεις ψυχικής οδύνης σε αντιληπτές εμπειρίες διάκρισης, εντός του εκπαιδευτικού πλαισίου, από ότι οι συνομήλικοί τους με αφροαμερικανική, λατινοαμερικανική ή ασιατική καταγωγή (Fisher κ.ά., 2000).
Χαρακτηριστικά του στίγματος
Λόγω του μεγάλου αριθμού στιγμάτων, είναι απαραίτητο αυτά να ταξινομηθούν σύμφωνα με σαφή κριτήρια. Μία από τις πρωιμότερες ταξινομήσεις είναι η ευρέως διαδεδομένη ταξινόμηση του Goffman (1963), ο οποίος έκανε λόγο για φυλετικό στίγμα (φυλετικές και θρησκευτικές ταυτότητες), σωματικό στίγμα (σωματικές αναπηρίες ή εξωτερικές παραμορφώσεις) και «ατέλειες» του ατομικού χαρακτήρα (εθισμοί, ψυχικές ασθένειες, ομοφυλοφιλία). Ωστόσο, έχει υποστηριχθεί ότι ο εν λόγω τρόπος κατηγοριοποίησης των στιγμάτων βασίζεται περισσότερο στις ομοιότητες μεταξύ των στιγμάτων πάρα στα πραγματικά κοινά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα ποικίλα είδη στίγματος και θα μπορούσαν να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι δρουν απέναντι σε στιγματισμένα άτομα και/ή τον τρόπο με τον οποίο τα στιγματισμένα άτομα αντιδρούν στις διακρίσεις και στον συνεπακόλουθο αποκλεισμό που υφίστανται. Αν και είναι αρκετές οι μελέτες εκείνες που προσπάθησαν να βρουν μία ακριβή μέθοδο ταξινόμησης του στίγματος (Weiner κ.ά., 1988, Frable,1993, Deaux κ.ά., 1995), εκείνη που χρησιμοποιείται σήμερα έχει προταθεί από τον Crocker (1998). Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη αυτή, τα είδη του στίγματος μπορούν από τη μία πλευρά να είναι ορατά ή μη ορατά και από την άλλη πλευρά να είναι ελεγχόμενα ή μη ελεγχόμενα.
Η ορατότητα αναφέρεται στο γεγονός ότι κάποιος μπορεί εύκολα, και μέσω της οπτικής οδού, να ταξινομήσει, ή όχι, ένα στιγματισμένο πρόσωπο λόγω της εξωτερικής του όψης. Έτσι, οι γυναίκες, οι μαύροι, τα άτομα με σωματική αναπηρία και οι παχύσαρκοι διαθέτουν όλοι ένα ορατό χαρακτηριστικό στοιχείο το οποίο μπορεί να εκληφθεί από συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων και σε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφραζόμενα ως στίγμα. Από την άλλη πλευρά, οι ομοφυλόφιλοι, τα άτομα που πάσχουν από συγκεκριμένες ασθένειες, όπως ο HIV ή ο διαβήτης, διαθέτουν ένα μη ορατό στίγμα. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι αυτή η διάσταση δεν είναι πάντοτε τόσο αδιαπέραστη όσο φαίνεται. Έτσι, τα στιγματισμένα άτομα μπορούν να αποφασίσουν αν θα φανερώσουν την ομάδα στην οποία ανήκουν με το να μοιραστούν τη φύση τής ταυτότητάς τους με τους άλλους ή με το να κάνουν χρήση εξωτερικών ενδείξεων, όπως τα ρούχα ή οι μη λεκτικές συμπεριφορές. Κατά συνέπεια, κάποιος μπορεί επίσης να συμπεράνει ότι ένας άνθρωπος είναι ομοφυλόφιλος, φτωχός ή άρρωστος παρατηρώντας τις ενδείξεις αυτές.
Η δυνατότητα ελέγχου αναφέρεται στο γεγονός ότι η προέλευση ή το ζήτημα ενός στίγματος είναι, ή όχι, ελεγχόμενο, δηλαδή ότι το στιγματισμένο άτομο είναι υπεύθυνο για την απόκτηση του στίγματος (το να είναι κάποιος, για παράδειγμα, υπέρβαρος ή σωματικά ανάπηρος λόγω ενός αυτοκινητιστικού ατυχήματος το οποίο ο ίδιος προκάλεσε) και/ή ότι το στιγματισμένο άτομο θα μπορούσε να κάνει κάτι για να απαλλαγεί από το στίγμα (όπως για παράδειγμα να ακολουθήσει κάποια δίαιτα εάν είναι υπέρβαρος ή να προσπαθήσει να βρει κάποια δουλειά αν είναι άνεργος ή φτωχός).
Η ορατότητα αναφέρεται στο γεγονός ότι κάποιος μπορεί εύκολα, και μέσω της οπτικής οδού, να ταξινομήσει, ή όχι, ένα στιγματισμένο πρόσωπο λόγω της εξωτερικής του όψης. Έτσι, οι γυναίκες, οι μαύροι, τα άτομα με σωματική αναπηρία και οι παχύσαρκοι διαθέτουν όλοι ένα ορατό χαρακτηριστικό στοιχείο το οποίο μπορεί να εκληφθεί από συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων και σε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφραζόμενα ως στίγμα. Από την άλλη πλευρά, οι ομοφυλόφιλοι, τα άτομα που πάσχουν από συγκεκριμένες ασθένειες, όπως ο HIV ή ο διαβήτης, διαθέτουν ένα μη ορατό στίγμα. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι αυτή η διάσταση δεν είναι πάντοτε τόσο αδιαπέραστη όσο φαίνεται. Έτσι, τα στιγματισμένα άτομα μπορούν να αποφασίσουν αν θα φανερώσουν την ομάδα στην οποία ανήκουν με το να μοιραστούν τη φύση τής ταυτότητάς τους με τους άλλους ή με το να κάνουν χρήση εξωτερικών ενδείξεων, όπως τα ρούχα ή οι μη λεκτικές συμπεριφορές. Κατά συνέπεια, κάποιος μπορεί επίσης να συμπεράνει ότι ένας άνθρωπος είναι ομοφυλόφιλος, φτωχός ή άρρωστος παρατηρώντας τις ενδείξεις αυτές.
Η δυνατότητα ελέγχου αναφέρεται στο γεγονός ότι η προέλευση ή το ζήτημα ενός στίγματος είναι, ή όχι, ελεγχόμενο, δηλαδή ότι το στιγματισμένο άτομο είναι υπεύθυνο για την απόκτηση του στίγματος (το να είναι κάποιος, για παράδειγμα, υπέρβαρος ή σωματικά ανάπηρος λόγω ενός αυτοκινητιστικού ατυχήματος το οποίο ο ίδιος προκάλεσε) και/ή ότι το στιγματισμένο άτομο θα μπορούσε να κάνει κάτι για να απαλλαγεί από το στίγμα (όπως για παράδειγμα να ακολουθήσει κάποια δίαιτα εάν είναι υπέρβαρος ή να προσπαθήσει να βρει κάποια δουλειά αν είναι άνεργος ή φτωχός).
Και πάλι, πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η παραπάνω διάσταση πρέπει να εξετασθεί με βάση μία συνεχή ακολουθία. Η κατηγοριοποίηση δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση για ορισμένα στίγματα, όπως η ομοφυλοφιλία ή η φτώχεια, επειδή εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις πεποιθήσεις που έχουμε για την προέλευση του στίγματος. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον τρόπο που σκεφτόμαστε για την προέλευση της φτώχειας, ότι θεωρείται, δηλαδή, μία κατάσταση που οφείλεται αποκλειστικά σε προσωπικές ελλείψεις και κακές επιλογές ή συμβαίνει κυρίως λόγω κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών, θα θεωρήσουμε ότι το στίγμα αυτό είναι περισσότερο ή λιγότερο ελεγχόμενο.
Επειδή οι εξηγήσεις που δίνουμε για τους λόγους του εκάστοτε στιγματισμού διαφέρουν ανάλογα με το χρονικό και το πολιτισμικό υπόβαθρο, μπορεί να παίζει καθοριστικό ρόλο το να μη θεωρούμε δεδομένο ότι ορισμένα στίγματα είναι, ή όχι, ελεγχόμενα. Για παράδειγμα, ενώ στις ΗΠΑ τα στερεότυπα για τα οικονομικά ασθενέστερα άτομα είναι κυρίως εσωτερικά (π.χ. οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή δεν εργάζονται, περιγράφονται ως τεμπέληδες) τα στερεότυπα που παρουσιάζονται σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, μπορεί να είναι εσωτερικά και εξωτερικά (π.χ. τα φτωχά άτομα περιγράφονται ως λιγότερο έξυπνα, αλλά ταυτόχρονα θαρραλέα, Berjot και Drozda-Senkowska, 2007).
Η δυνατότητα ελέγχου φαίνεται να αποτελεί μία ακριβή κατηγοριοποίηση διότι παρουσιάζεται να επηρεάζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στα στιγματισμένα άτομα (Hegarty και Golden, 2008).
Παραδείγματος χάριν, μερικές μελέτες έδειξαν ότι τα άτομα που διαθέτουν κάποιο ελεγχόμενο στίγμα φαίνεται να απορρίπτονται πιο συχνά και να υφίστανται κάποιου είδους προκατάληψη σε σχέση με τα άτομα εκείνα που διαθέτουν κάποιο μη ελεγχόμενο στίγμα (Weiner κ.ά., 1988, Crocker κ.ά., 1998), αλλά είναι επίσης πιο πιθανό να προκαλέσουν τον οίκτο και λιγότερο πιθανό να λάβουν βοήθεια από άλλους (Weiner κ.ά., 1988, Menec και Perry, 1998). Κάτι τέτοιο ισχύει ιδιαίτερα για τα άτομα που πάσχουν από παχυσαρκία και τα οποία θεωρούνται υπεύθυνα για τη σωματική τους κατάσταση (Crandall, 1994).
Πηγή: Το παρόν κείμενο στηρίχθηκε στην επιστημονική εργασία των Sophie Berjot και Nicolas Gillet για το στίγμα και τις συνέπειες που επιφέρει στο άτομο. http://journal.frontiersin.org/
Πηγή: Το παρόν κείμενο στηρίχθηκε στην επιστημονική εργασία των Sophie Berjot και Nicolas Gillet για το στίγμα και τις συνέπειες που επιφέρει στο άτομο. http://journal.frontiersin.org/
Αρθρογράφος: Έλλη Γκαλτέμη
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.