Βαθιά μέσα μου χορεύεις σ’ ένα καμπαρέ αλλάζοντας το λευκό σου δέρμα στα διαλείμματα με δίσκους των πικ-απ, με ζώνες, με κουμπιά από φίλντισι. Βαθιά μέσα στο σώμα σου είμαι ένας ναύτης που δεν έχει άλλα κέρματα, άλλα κουμπιά στο παντελόνι του. Τα φιλιά μας τότε είναι πένθιμα εμβατήρια που ηχούν πάνω από σκοτεινές πόλεις τελειωμένες μπροστά σε κλειστά σινεμά, σε πένθιμα πάρκα. Με παντελόνια που τέλειωναν ένα καλοκαίρι πριν τα φορέσεις είμαι πάντα εδώ να σου θυμίζω εκείνες τις διαρροές στο φωταέριο, εκείνες τις σιωπές στα σφαιριστήρια, ένα σβησμένο σημείο μέσα στις υπεκφυγές του εξαδέλφου σου ελέυθερος στο ρεύμα του δρόμου σαν προδομένος μεταπράτης[ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΟΡΟΦΗΣ από τη συλλογή ΒΙΒΛΙΟ 1 ΟΙ ΛΑΜΠΕΣ του Γιώργου Χρονά, Εκδόσεις Εγνατία, σειρά ΤΡΑΜ Θεσσαλονίκη 1979]
Την ώρα που θα χτυπάνε
Οι καμπάνες
Τα αρνητικά των ειδώλων στα φωτογραφεία
Θα μείνουν αρνητικά.
Κάθε χτύπος κι ένα καρφί.
Requiem. Θρήνος. Επιτάφιος. Νεκροταφεία. Ρόδα. Γιασεμιά.
Στα χέρια.
Στα πόδια.
Αριστερά ο ληστής.
Δεξιά ο ληστής.
Στη μέση
Εσύ
Αρνητικό φωτογραφίας στα χέρια φωτογράφου
Την ώρα του ηλί, ηλί λαμά σαβαχθανί.
Ο φωτογράφος
– Λίγο δεξιά.
Την ώρα του τετέλεσθαι.
Ο φωτογράφος
– Έτοιμος. Σε τρεις ώρες περάστε
Την ώρα που θα χτυπάνε
Οι καμπάνες.
Οι μέτοικοι στα καμιόνια θα ψάχνουν για κατάλυμα.
Ή στην Αθήνα ή στην Αλεξάνδρεια ή στη Ρώμη.
Στην πόρτα ο κλόουν ή ο Αλκιβιάδης.
Στην πόρτα ο Καβάφης ή ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Στην πόρτα ο Καρνταρέλλι ή ο Παβάζε
– Ο φωτογράφος μας έκανε ό,τι μπορούσε.
Μια αποτυχία η φωτογραφία σας
Κι εσύ όλο να καπνίζεις, όλο να καπνίζεις να καπνίζεις…
Να ξέρεις ότι το τσιγάρο που καπνίζεις με τον καιρό θ’ αφήσει στο δεξί σου χέρι ανάμεσα στα δάχτυλα ένα ξερό κίτρινο χρώμα που την ώρα του φαγητού, την ώρα που χτενίζεις τα μαλλιά σου στον καθρέφτη θα σου δείχνει τις ώρες που φύγαν χωρίς ποτέ να μπορέσεις να τις κρατήσεις. Και συ όλο να καπνίζεις, όλο να καπνίζεις να καπνίζεις να καπνίζεις να καπνίζεις…
ΟΧΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ
Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε
Πριν από τη δύση του ήλιου
Στο δάσος με τις άδειες κονσέρβες
Γιατί οι επιθυμίες μας είναι πλοία
Που θ’ αράξουν μια νύχτα του χειμώνα
Απέναντι στη Σαλαμίνα ενώ εμείς
Θα ζητάμε τις νυχτερινές βάρδιες
Της Βυρηττού, της Όστιας
Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε
Πριν από τη δύση του ήλιου
Στο δάσος με τις πεταμένες καπότες
Γιατί οι επιθυμίες μας είναι ταβέρνες πρόστυχες
Στο Πέραμα
Που τις νύχτες διαιωνίζουν το είδος με ζεϊμπέκικο
Ενώ εμείς ναύτες σιωπηλοί και δυνατοί
Της θάλασσας παιδιά και του έρωτα
Κατεβαίνουμε αργά τα σκαλιά του πλοίου
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Οι υπόνομοι των νεκρών επιθυμιών
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Οι υπόνομοι της Νέας Υόρκης
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Η μάνα σου, η μάνα μου στα μαύρα
Στις μέσα κάμαρες εκεί που οι χαμένοι
Παίζουν στην πρέφα και το τάβλι
Για ένα τσιγάρο
Για ένα καφέ
Τις νεκρές επιθυμίες τους
Εγώ διαλύομαι
Εγώ τεμαχίζομαι
Και σε με καλείς με πρόσκληση
Ανάμεσα σε επισήμους
Να παρακολουθήσω από την εξέδρα
Την κηδεία μου
Το δείπνο
Με τα μέλη τα διάσπαρτα του σώματός μου.
Όχι προτιμώ να μην πάω στο δάσος
Με τις άδειες κονσέρβες
Όχι δεν θα πάω στο δάσος
Με τις πεταμένες καπότες
Θα μείνω στις μέσα κάμαρες
Εκεί που αδιάκοπα περνούν
Οι υπόνομοι
Οι υπόνομοι της Νέας Υόρκης
Η μάνα σου, η μάνα μου στα μαύρα
Όχι δεν θα πάω στο δάσος
Μπορείς λοιπόν
Απόψε να βγεις με τους Εβραίους της Νέας Υόρκης.
ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΑΙΡΥΛΙΝ ΜΟΝΡΟΕ
Ζωγραφίστε πάνω στο σώμα μου όλους τους κρατήρες
των ηφαιστείων της γης, την ευλογιά των λιμενεργατών της Νέας Υόρκης
Ζωγραφίστε πάνω στο σώμα μου τους ευνούχους του νέου
αυτοκράτορα, τη φωνή των γερανών του Ίβυκου
Ζωγραφίστε πάνω στο σώμα μου τη μάνα μου την έθελ
-Έθελ την έλεγαν; - τον τελευταίο εραστή μου που
σκοτώθηκε πάνω σε μοτοσυκλέτα στο Σικάγο
Ζωγραφίστε πάνω στο σώμα τη μέθεξη της τζαζ
του ροκ εντ ρολλ, του χασίς και των βαρβιτουρικών
Ζωγραφίστε πάνω στο σώμα μου τις ονειρώξεις
των ομοφυλοφίλων του Κίνσεϋ και των ιερόδουλων της Νέας Υόρκης
Χαράξτε πάνω στο σώμα μου εκείνη την κυρία
στην τηλεόραση να λέει: τα μανιτάρια του Θιβέτ προτιμώνται
για το γεύμα της Τετάρτης
Χαράξτε πάνω στο σώμα μου τη φωνή μου σε δίσκο 78 στροφών
να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο των Ηνωμένων Πολιτειών
Έπειτα κυκλοφορείστε νύχτα τη μορφή μου σε σεντς
σε χαρτιά τουαλέτας
σε σχολικά τετράδια
και σε φτηνά εσώρουχα.
Αυτά είπε εκείνο το πρωί η Μαίρυλιν Μονρόε
μπαίνοντας στα WC της Νέας Υόρκης
κρατώντας στα χέρια της τη μήτρα της
τις ψεύτικες βλεφαρίδες της και το κεφάλι της
ΣΧΕΔΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ
Η αρχή να γίνει με τους τρεις λιποτάχτες
στρατιώτες της νύχτας του Σεπτέμβρη
Ημίγυμνοι κάτω από ένα ξερό κίτρινο φεγγάρι
καπνίζουν πίσω από θάμνους το τελευταίο τσιγάρο και οι τρεις
Μπροστά τους η τηλεόραση δείχνει τα πρόσωπά τους
στην πόλη και το «καταζητούνται»
Παράλειψε, σκοπίμως, τα ποσά ανευρέσεως, παραδόσεως
Παράλειψε, σκοπίμως, την εικόνα που η μάνα του λέει
στους δημοσιογράφους κλαίγοντας «παιδιά μου παραδοθείτε»
Μην ξεχάσεις κλείνοντας το ποίημα
Νικόλαος
Κωνσταντίνος
Ιωάννης
Τ’ όνομά τους
ΑΠΗΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Δεν νομίζω να φωτογραφηθήκαμε ποτέ μαζί
Μόνο τώρα θυμάμαι
Μια μέρα βγαίνοντας απ’ το σινεμά
Είδαμε το σχήμα μας στον καθρέφτη
ενός εμπορικού καταστήματος –πουλούσε έπιπλα φορμάικας
τραπέζια, φτηνά κάδρα νομίζω, και συ κούμπωσες βιαστικά
το πουκάμισο γύρω στο λαιμό σου σα να πήγες σε χαμάμ
οδός Ζήνωνος, οδός Επίκουρου και αγαπήθηκες με πάθος
στο χαμάμ και βγαίνοντας στο δρόμο το απόγευμα από το χαμάμ
πρόσεχες τα βήματα, τα βλέμματα, τις αιωρήσεις των χεριών σου.
Έπρεπε να το ’χαμε σκεφτεί
πριν μπει ο χειμώνας μια Κυριακάτικη
φωτογραφία μαζί, όπως σ’ εκείνες τις εκδρομές
με το μηχανάκι στο Μαραθώνα, στα Βίλλια, στη Λούτσα
να χορεύεις με δίσκους στα τζουκ-μποξ μάμπο το Τεκίλα
ή άλλοτε ζεϊμπέκικο και μελαγχολία σάμπας και να μεθάς.
Έπρεπε να το ’χαμε σκεφτεί
πριν μπει ο χειμώνα μιας Κυριακάτικη
φωτογραφία μαζί, μετά θα μπορούσες να φύγεις
για το Νείλο ή τ’ Αλγέρι με τους ποδηλατιστές του ήλιου.
Τώρα πια τ’ απογεύματα δεν έχω όνομα
Αν βγω στο δρόμο έχω συμφωνήσει ν’ ακούω στα ονόματα
Αλέξανδρος, Αλέξιος, Αλέξης, Βασίλειος, Γεράσιμος,
Γρηγόρης, Ραχήλ, Δημήτριος, Γιάννης, Λεωνίδας,
Νίκος, Μιχάλης, Μάρθα, Κωνσταντίνος, Μανώλης
ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΚΙΤΡΙΝΙΣΜΕΝΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Όταν η Σαλώμη θα ζητήσει εν ψυχρώ την κεφαλήν
ως άλλου Ιωάννη του πρωινού εκφωνητή του ραδιοφωνικού σταθμού Μεσολογγίου
πάνω σ’ ένα πρόστυχο λαϊκό δίσκο 78 στροφών
Εσύ ο Ηρώδης αφού της το υποσχέθηκες όταν άρχισε να βάφεται
με κεραμίδι και στάχτη στον καθρέπτη της πόρτας
θα προχωρήσεις και θα χαθείς στις πίσω αίθουσες
που βλέπουν στο στάδιο και την παλαίστρα
περίλυπος σαν την μέρα που πέθανε ο εραστής σου
και γυρνούσες τους δρόμους μ’ ένα ρούχο που έμοιαζε στον άνεμο άσπρο σεντόνι
Κι αφού με προσοχή αμύητου θα κόψεις το ρεύμα από τη γεννήτρια
θα τον αφήσεις μόνο, ξένο μπροστά στο μικρόφωνο του ραδιοφώνικού
σταθμού Μεσολογγίου να διαφημίζει σχολικές ποδιές, βερμούτ,
αλάτι, οικόσημα, εθνικά άσματα, αναμνηστικά γραμματόσημα και πόσιμον ύδωρ
Θα τον αφήσεις μόνον μπροστά στο μικρόφωνο να πνίγει
τα όνειρα των γυναικών που δεν δέχτηκαν καμία ηδονή
και θα πεθάνουν χωρίς καμία ηδονή
Τώρα που η χαρά τους κάθισε σα μαύρη σκόνη
πανάρχαιου έθιμου στο πρόσωπο, στο σώμα
έτοιμες πια κόρες της Πομπηίας, της Ηπείρου, της Λαμίας
κι η μόνη τους διαμαρτυρία έγινε λαϊκά τραγούδια πρόστυχα
που δεν κουράζονται να τ’ αφιερώνουν στον Τάσο, στο Γρηγόρη, στο Σταμάτη
που δουλεύει στην Αυστραλία, στην Αμερική, στη Γερμανία
Την ώρα που καθαρίζουν πάλι τις πατάτες το Καποδίστρια
κι ανάβουν φωτιά στα ξύλα
Θα τον αφήσεις μόνο μπροστά στο μικρόφωνο
ν’ αποκεφαλίζει τις τύψεις μιας ζωής γεμάτης απελπισία
φωνές και σίδερα, να σκοτώνει τα πουλιά στα κλουβιά
να φέρνει την μία άγονη αγάπη μετά την άλλη
Θα τον αφήσεις μόνο μπροστά στο μικρόφωνο
του ραδιοφωνικού σταθμού Μεσολογγίου να στέλνει ωδές
πάνω από τις αλμυρές πέτρες, τις λιμνοθάλασσες
τους δρόμους που έσπειραν στάρι και δεν φύτρωσε ποτέ
Τότε θα γίνει η έξοδος του Μεσολογγίου
Τότε ο Διονύσιος Σολωμός θα καθήσει να ξαναγράψει
τους Ελεύθερους Πολιορκημένους
Τότε η Μαίριλυν Μονρόε θα συναντήσει τη Σωτηρία Μπέλλου
και τη κυρά-Φροσύνη
Τότε εγώ θα καταθέσω εν σιωπή στα γκρεμισμένα
ουρητήρια της οδού Άρεως αυτά τα χαρτιά και θα τα κάψω.
Αν ψάξετε απόψε τις τσέπες σας
θα βρείτε μερικά κέρματα τηλεφώνου
κάτι νομίσματα αποσυρμένα και το κουμπί
που έμεινε στο χέρι σας την ώρα που ανεβαίνατε
στο τελευταίο λεωφορείο
Φροντίστε, όσο είναι καιρός ακόμη, να μην πεθάνετε εργένης
ΑΓΝΩΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Επιτρέψτε μου να ερωτευθώ εγώ η Άννα της Αραγωνίας τον τελευταίο απόγονο της οικογένειας των Κομνηνών και να φύγω μαζί του με το τρένο σ’ ένα ταξίδι ατέλειωτο για την Κυπαρισσία ανάμεσα σε ελιές και πεύκα, εφημερίδες της υπαίθρου και πέτρες και το βράδυ σας υπόσχομαι να παραδοθώ στους μισθοφόρους σας και στην πυρά σας μπροστά στην πλατεία της Καλαμάτας με μια πλερέζα μόνο και κείνη τη βέρα του γάμου μου
ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ
Έτσι όπως δεν μπόρεσαν ποτέ να τις ζωγραφίσουν ή να τις τραγουδήσουν με την μία πλάτη ανύπαρκτη, σαν σε ύαλο με νερό και μ’ ένα ψάρι από την πηγή του Σιλωάμ πλαστικό και πράσινο στον πυθμένα της ακουμπισμένο, σαν Σάββατο ληστή και δικαστή σκυλοφαγωμένου, τις έδωσαν ένα μαντολίνο μπορεί κι ένα μπουζούκι –ο ήχος τους είναι ξένος μέσα στον αιώνα- κι εκείνα τα χαμόγελα των διαφημίσεων της οδοντόπαστας, του ομολογιακού δανείου, των μηχανημάτων κλιματισμού δίπλα σ’ ένα πασά, μπορεί και σ’ ένα βεζίρη, κάτω από φεγγάρια πάντα μισά, πάντα λειψά και ποντικοφαγωμένα να τραγουδούν τις λύπες μας, τις λύπες τους, μπορεί και τη σκλαβιά τους. Τώρα στον ύπνο μας πάνω από τις σαρκοφάγους μας και τα κρεβάτια μας δίπλα σε λίμνες τεχνητές, στο βάθος το παλάτι, κάτι πρόσωπα ανδρών ψηλά στα τείχη αινιγματικά και μόνα κεντούν δίπλα στις πτώσεις αξιών των βιομηχανιών μονοπωλίου και της ευμάρειας την πτώση του βεζίρη, την πτώση του βεζίρη
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΠΤΡΩΝ
Στο τέλος προτίμησε ν’ αυτοκτονήσει όπως εκείνες οι ηρωίδες του Χάξλεϋ –κοιμήθηκε γυμνή μπροστά σ’ ένα ανοιγμένο παράθυρο. Έτσι όταν ξύπνησε την άλλη μέρα το πρωί σε μια πλάγια στάση ώστε να μη βλέπει τον ουρανό καθαρό πάνω της είπε μ’ εκείνες τις φωνές των ταχυδακτυλουργών
Απόψε ταξίδεψα πολύ εντός μου εκείνα τα αβέβαια ταξίδια που είναι ταξίδια γιατί δεν ξέρεις πού πας, τι θέλεις, τι ζητάς στις πλατείες νύχτα δίχως ένδυμα και σεντόνι μπροστά στα δημόσια σχολεία της χαμένης επαρχίας και εγώ απόψε είμαι η βροχή, η χολέρα, το έλκος του δωδεκαδακτύλου
Απόψε η βροχή με ανάγκασε να σκεπαστώ στο δρόμο με τα δένδρα που δεν έμαθα ποτέ πώς τα λένε –κανένας από τους φίλους μου δεν ήταν τίποτε περισσότερο από γκαρσόνι ή στρατιώτης- και δεν έχω αιδοίο και δεν έχω στήθος και δεν έχω αφή
Όμως είμαι απέραντα ευτυχισμένη –εντοιχισμένη όπως ταξιδεύω με το τρένο για τη Λάρισα και ποια μουσική θα με υιοθετήσει και ποιο ποτάμι θα με ρίξει στη θάλασσα και ποια θάλασσα θα με πνίξει και ποια ψάρια χωρίς κόκαλα θα με φάνε έτσι όπως απόμεινα με τα χειρόκτια στα χέρια και κείνο το τσιμέντο που κάθεται απαλά στα μάρμαρα του νεροχύτη σαν βγαίνει με σιωπή νεκροταφείου από τα φουγάρα πρωί-βράδυ στην Ελευσίνα και ρίχνω σκόνες, ρίχνω βιτριόλι βρίζοντας τα δημοσιευμένα κέρδη χρήσεως του εργοδότη σου μπροστά στα πλαστικά παράθυρα της γειτονιάς και κ. Μ μου έχετε πάρει το σίδερο και κ. Δ μου έχετε πάρει τα παιδιά και Θεέ μου έχω μείνει δίχως κάλτσες.
Δεν θυμάμαι αλλά και δεν θέλω να θυμάμαι όλα εκείνα που ξέχασα πριν να υπάρξουν έστω σαν ατελή ταξίδια ημιτελή και βυθισμένα μέσα σε νησιά υπό το έδαφος σαν πετρελαιοπηγή ή χρυσορυχείο της Μαύρης Ηπείρου με Ελβετούς επιχειρηματίες και σήμερα γιορτάζουμε τη νίκη των λευκών και σήμερα έχουμε πένθος για τη δολοφονία του Λουλούμπα
Όμως παρ’ όλα τα διόδια καθώς ταξιδεύω στη Γ’ θέση δίπλα στα αποχωρητήρια και το Ευβοϊκό Πέλαγος με το τρένο για τη Λάρισα σκέφτομαι εκείνη την κάμαρα πάνω από τ’ αρχαία μάρμαρα τις νύχτες όταν έβγαινα με τι πιζάμες του δολοφονημένου εξαδέλφου μου και σας έβλεπα όλους
Δεν είναι το ταξίδι που διαρκεί όσο η ιδέα για το ταξίδι και το ταξίδι μέσα στο ίδιο το ταξίδι
Κι όταν φτάσεις οι τόποι να ’χουν πεθάνει στο πρόσωπό του
Κηρύσσω την επανάσταση κατά του εαυτού μου
I am a man
Γυναίκα α: Εγώ είμαι ευτυχισμένη με τον άνδρα μου
Γυναίκα β: Επίσης
Δημοσιογράφος: Εσείς τι λέτε;
Άνδρας α: Δεν ξέρω, δεν ξέρω αυτά είναι των γυναικών
Άνδρας β: Επίσης
Κηρύσσω την επανάσταση κατά των αδένων μου. I am a man
Για τα καράβια που δεν έφυγαν απ’ τα λιμάνια, για τα τραίνα που έμεινα βουβά στους σταθμούς, για τα παιδιά που το καλοκαίρι τα βρήκε γυμνά, σκότωσε ο Ορέστης την μάνα του την Κλυταιμνήστρα
Ζει
-Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Ρώτησε η γοργόνα τον ναύτη
Κι εκείνος που ’δενε τα σχοινιά ψηλά
στα κατάρτια
φώναξε:
-ΖΕΙ!!!
Ζούσε δε ζούσε, δεν ήξερε
Μα ήταν ναύτης μόνος στη θάλασσα
και τα σχοινιά ήταν γεμάτα αλάτι
και φυσούσε πολύ.
Τελικά μπορεί και να μην είχε κατέβει ποτέ από κανένα τρένο και να ’ταν πριν από μένα μέρες εκεί να περιμένει κάποιον κανέναν ή τίποτα. Μπορεί κα να ’ταν ένα βαλσαμωμένο πουλί στην οδό Πειραιώς ή ένα απολιθωμένο ελάφι πάνω στους βράχους – τούτοι οι θάνατοι είναι ζωγραφισμένοι μέσα μας δίχως φτερά, δίχως μουσική, δίχως εισόδους και εξόδους έτσι μένουν θάνατοι σε όλους τους καιρούς κάτω στο χώμα στη γη.
Τελικά μπορεί και να μην ήμουν εγώ αλλά ένας άλλος που είχε φτάσει πριν από μέρες στο σταθμό κάτω από το σταματημένο ρολόι περιμένοντας μέσα στο απόγευμα της Κυριακής μια συνάντηση. Μπορεί και να ’μουν η προδομένη διαδήλωση, ο λιποτάκτης, η είσοδος του νικημένου μέσα από το πορτραίτο της υστεροφημίας του, η πρέζα.
Εκείνο το απόγευμα βρήκαμε το πρόσωπό μας. Δεν ήμασταν πια εμείς. Είμαστε ωραίοι τότε. Κάτι το σπάνιο
Πάντα είναι Αύγουστος την ώρα που ο ήλιος μετέωρος ανάμεσα από δένδρα δείχνει σώματα που υπήρξαν μόνο οπτασίες…Πάντα φτάνει το τρένο στο σταθμό. Οι πρώτες φωνές στους διαδρόμους, το πρώτο τσιγάρο, τα μεγάφωνα, οι απίστευτες ματιές της Κυριακής για ένα ταξίδι στη μυθολογία. Το πλήθος, τα χέρια, τα μέλη, τα μάτια των υπνωτιστών. Πάντα είναι Αύγουστος... Να ψάχνεις να βρεις μια λέξη με ψεύτικα υπονοούμενα, υποβλητικά ονόματα από την κόλαση του ΕΑΝ και του Θα. Να κινείσαι σε γραμμές, σε περιθώρια, σε γραμματοκιβώτια, σε θαλάμους ηλεκτροσόκ με παιδικά σκίτσα στους τοίχους. Στο τέλος να αναγνωρίζεις μια τύψη μιαν έξη σε σώματα που ξεχάστηκαν στο χρόνο, σε πρόσωπα στον καθρέφτη που υπήρξαν μόνο οπτασίες στη συνάντηση των επτά ή των οκτώ στο λιμάνι της Όστιας ή στο σταθμό της Κορίνθου [Αρνητικά Ειδώλων Γιώργου Χρονά: Πάντα είναι Αύγουστος – Μεταμόρφωση ή Ιούλιος]
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.