Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο; Ο γενναίος στρατηγός! Τονε στείλατε με τριάντα καράβια να σώσει το Νιόκαστρο κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά (ενάντιος άνεμος), ώσπου να πέσει το κάστρο και να γλιτώσει το πετσί του. Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο. Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης, έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε! Αυτός, που φοβάται τη ζωή του για τα χρήματα, δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του. Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε και σ’ αυτόνε και στα συνήθεια της δημοκρατίας και στον ενάντιον άνεμο, που του στάθηκε τόσο βολικός.
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο ναν του γράψει την κατηγορία, που σας απάγγειλε σα θεατρίνος. Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη (τουλάχιστο ξυπνότερη) και με τα μισά λεφτά; Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα για υπεράσπισή μου κατάφερα να σας λυσσάξω και να με καταδικάσετε σε θάνατο, θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου, όπως θαν το κάνω τώρα. Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε για ν’ αγοράσω το φαρμάκι, την καλύτερη μάρκα, και να φτιάξω και το κιβούρι μου από καρυδόξυλο, έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα, που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη! Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας; Είδατε ποτέ σας ρήτορα που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»; Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό και του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο. Μα τούτος, ξέροντας τί θα πει πατριωτισμός, πούλησε το κάστρο στους οχτρούς «ἀντί ἀργυρίου». Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε, πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες ενάντια στη Μοίρα, που κι οι θεοί τής υποτάζονται, αντίς να πει: ενάντια στο χρήμα, που κυβερνάει και τη Μοίρα! Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή, την τιμή και την περιουσία του λαού, δηλαδή τη δικιά του, και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι με το δίκιο τους «εραστές της πόλης», είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»: «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν… Τίμημα θάνατος!». Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής και διάσημος «τέτοιος». Όμως αληθινό παλικάρι. Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα να υπογράψει αυτός την κατηγορία και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο, σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε, να καταδικαστεί σε «ατιμία» — σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.