Όταν η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνίδων τελούσε υπό την απόλυτη κυριαρχία ενός άνδρα –του πατέρα ή του συζύγου–, αυτές μπαινόβγαιναν ελεύθερα στους τεκέδες, δεν μασούσαν με τη ρετσινιά της «αμαρτωλής», τραγουδούσαν τις επιθυμίες τους και τσαλαπατούσαν τον κώδικα των απαγορεύσεων.
«Ένα καταπιεσμένο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που ζει τον έρωτά του μέσα στην παρανομία, που η ζωή του η ίδια είναι μέσα στο περιθώριο, τραγουδά για τα συναισθήματα, τα μόνα που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στους δρόμους εκείνη την εποχή». Με αυτόν τον τρόπο ο πάντα οξυδερκής και ανεπηρέαστος από τις ηθικοπλαστικές αγκυλώσεις Μάνος Χατζιδάκις πραγματοποίησε τη θρυλική διάλεξή του για το ρεμπέτικο, τον Ιανουάριο του 1949 στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.
Με δυο λόγια
Αναμφισβήτητα υπήρξε ένας από τους ανθρώπους που συνέβαλαν καθοριστικά στην απαλλαγή της ρεμπέτικης μουσικής από τα αρνητικά αξιακά συμφραζόμενα και στην αναγνώριση της κοινωνικής και πολιτισμικής της διάστασης. Μια αναγνώριση που επισφραγίστηκε πολύ πρόσφατα, στις αρχές του Δεκέμβρη, με την εγγραφή του ρεμπέτικου στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Ωστόσο, μέσα σε αυτήν την αυθεντική, γοητευτική και νταλκαδιάρικη υπόθεση υπάρχει ακόμα ένα κομμάτι που παραμένει παραγκωνισμένο, που δεν έχει μελετηθεί ή μνημονευτεί επαρκώς: είναι η έμφυλη όψη του ρεμπέτικου. Οι γυναίκες εκείνες, που όταν η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνίδων τελούσε υπό την απόλυτη κυριαρχία ενός άνδρα –του πατέρα ή του συζύγου–, μπαινόβγαιναν ελεύθερα στους τεκέδες, δεν μασούσαν με τη ρετσινιά της «πόρνης» ή της «αμαρτωλής», τραγουδούσαν τις επιθυμίες και τους καημούς τους και τσαλαπατούσαν τον κώδικα των απαγορεύσεων.
Αλάνια και μάγκισσες
Το ρεμπέτικο τραγούδι εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια των ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη και χρωματίστηκε ιδιαίτερα από την έλευση των προσφύγων μετά τον Μικρασιατικό πόλεμο. Αναπτύχθηκε κατά βάση στα Καφέ Αμάν, τα λαϊκά καφενεία της προπολεμικής Ελλάδας, τους τεκέδες και τις φυλακές και αφορούσε σε μια κοινότητα φτωχών ανθρώπων, κοινωνικά αδικημένων, απόκληρων ή παραβατικών που συγχρωτίστηκαν κάτω από την ταμπέλα του «περιθωρίου».
Ήταν μία κοινότητα που λειτουργούσε ως αντιπαράδειγμα στον κυρίαρχο τρόπο ζωής του συντηρητισμού, της στέρησης και του καθωσπρεπισμού. Αποστρεφόταν την εξουσία, επιβίωνε παράλληλα και ενάντια στο κανονιστικό πλαίσιο της εποχής, αποζητούσε την απόλαυση της ζωής και έπλαθε τα δικά της γλωσσικά και αισθητικά εργαλεία επικοινωνίας. Ήταν ο «χώρος της μαγκιάς», όπως κωδικοποιήθηκε μεταγενέστερα. Από κει ξεπήδησαν οι στιχουργικοί αυτοσχεδιασμοί, οι αμανέδες, τα μακροσκελή ταξίμια, οι βυζαντινού τύπου λαρυγγισμοί που διατρέχουν το ρεμπέτικο της πρώτης περιόδου.
Ήταν πρωτίστως ένας ανδροκρατούμενος κόσμος, στον οποίον όμως συμμετείχαν ενεργά και πολλές γυναίκες, κάποιες ως φίλες, συντρόφισσες ή απλές περαστικές, που γλεντούσαν στο μοναδικό μέρος που ξέφευγε από τον ασφυκτικό έλεγχο της Εκκλησίας και τα ραντάρ της σεμνοτυφίας, και άλλες ως τραγουδίστριες ή δημιουργοί. Σήμερα λοιπόν, μπορούμε να υποστηρίξουμε με σχετική βεβαιότητα ότι αυτές οι τύπισσες ήταν οι πιο ελεύθερες γυναικείες υπάρξεις της εποχής και ότι κουβαλούσαν, χωρίς απαραίτητα να έχουν αυτήν την επίγνωση ή αξίωση, το πρόταγμα της πρώιμης φεμινιστικής διεκδίκησης.