|
Η τύφλωση του Κύκλωπα του Jan Styka |
Χαρά Νάστου
Μέσα στη σπηλιά του Κύκλωπα, φίλοι μου, ο Οδυσσέας ο πολύτροπος πολλούς συντρόφους χάνει και ο δρόμος στην πατρίδα του που οδηγεί θα πάρει μάκρος κι άλλο.
Μέσα στο λημέρι του τέρατος ο Οδυσσέας βρέθηκε από περιέργεια μόνο, όπως ο ίδιος αφηγείται στον Αλκίνοο, τον βασιλιά των Φαίακων. Απολαύστε, φίλοι μου, τη μακροσκελή, μα συναρπαστική ομηρική αφήγηση:
ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ του ΚΥΚΛΩΠΑ
«Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν΄ αργήσει, πήρε
φωτιά ν΄ ανάψει, κι ως μας ξέκρινε, τέτοια ρωτώντας είπε:
"Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες;
Ποιοι ΄στε; Δουλειά καμιά μην έχετε; για και γυρνάτε ως λάχει,
σαν τους κουρσάρους, μες στου πέλαγου τριγυρνούν και φέρνουν
κακό στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;"
Αυτά είπε, κι η καρδιά μας ράγισε· μας έπιασε τρομάρα
τέτοιο βαρύ γρικώντας μούγκρισμα, τέτοιο θεριό θωρώντας·
ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
"Αργίτες είμαστε· μισεύοντας από την Τροία, μας δείραν
στα πλάτη τ΄ άμετρα της θάλασσας λογής λογής ανέμοι.
Στα σπίτια μας να πάμε θέλαμε, μα πήραμε άλλες στράτες
και δρόμους άλλους, από θέλημα του Δία το δίχως άλλο.
.....................................................................................................
Η ΙΚΕΣΙΑ του ΟΔΥΣΣΕΑ
«.....φτασμένοι εδώ, προσπέφτουμε στα γόνατά σου τώρα,
σαν ξένους αν μας καλοσκάμνιζες με αγάπη· ωστόσο κι άλλο
μπορούσες να μας δώσεις χάρισμα, στους ξένους ως ταιριάζει.
Σεβάσου τους θεούς, στα πόδια σου μας βλέπεις, αντρειωμένε·
τιμή στους ξένους πρέπει· αντάμα τους οδεύει ο Δίας ο ξένιος.
για να παιδεύει τους που αδίκησαν τον ξένο, τον ικέτη».
Η ΥΒΡΗ του ΚΥΚΛΩΠΑ
Ο Κύκλωπας ασεβεί, όταν αντί φιλοξενίας το θάνατο στους συντρόφους του Οδυσσέα φέρνει, προσβάλλοντας τον ιερό θεσμό και τ΄όνομα του Δία:
«Μυαλό δεν έχεις, ξένε, φαίνεται, για από μακριά θα φτάνεις
που τους θεούς μου λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους!
Μηδέ το Δία ψηφούν οι Κύκλωπες το βροντοσκουταράτο,
μηδ᾿ άλλο θεό κανένα, τι είμαστε πολύ τρανότεροί τους.
Αν δε θελήσω εγώ, δε θα ΄βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
σπλαχνιά καμιά· πολύ που μ΄ ένιαξε να μου χολιάσει ο Δίας!
Μα το καράβι σου που το άραξες το καλοσκαρωμένο;
Εδώ μαθές κοντά για απόμακρα; Για μίλα μου να ξέρω!"
|
O Κύκλωπας επιτίθεται στο πλοίο του Οδυσσέα, του Jan Styka |
Η ΠΟΝΗΡΙΑ κι ο ΔΟΛΟΣ του ΟΔΥΣΣΕΑ
Ο Οδυσσέας σκέπτεται πώς να σώσει τον εαυτό του και τους συντρόφους του, να συνεχίσει το ταξίδι του γυρισμού, που είναι ο μέγας στόχος γι’ αυτόν και για τους άλλους που πήρανε το κάστρο τ’ αψηλό, τα πλούτια όλα της Τροίας:
«Με αυτά με ψάρευε, μα δούλευε και μένα ο νους περίσσια
κι είδηση επήρα κι έτσι απόκριση πονηρεμένη δίνω:
Ο Ποσειδώνας το πλεούμενο μας το ΄κανε κομμάτια
σε μια ακρινή γωνιά της χώρας σας στα βράχια ρίχνοντάς το,
οι πελαγίσιοι άνεμοι ως το ΄σπρωξαν και χτύπησε σε κάβο·
μονάχα εγώ κι αυτοί απ΄ το θάνατο γλιτώσαμε τον άγριο».