του Γιάννη Μακριδάκη
Δέκα
γενιές μαστόροι πίσω μου κι εγώ γίνηκα καλαμαράς. Ούτε καν καλαμαράς,
κουμπιά πατούσα όλη μέρα. Φύγε από τη γη, από τη φτώχεια, να πας να
γίνεις καπετάνιος, έλεγε ο συχωρεμένος ο παππούς μου στον γιο του, τον
πατέρα μου, σήκω φύγε από το χωριό, να μπαρκάρεις, να βγάλεις χρήμα
μπόλικο, να κάμεις κι ένα σπίτι καλό στην πολιτεία, να μη φας τη ζωή σου
απάνω στα βουνά όπως εγώ, βλέπεις τι τραβώ για να σας θρέψω.