Δε χασομέρησε ποτέ στις απολαύσεις της μνήμης, οι εντυπώσεις γλιστρούσαν από πάνω του φευγαλέες και ζωηρές. Το κόκκινο του αγγειοπλάστη, το στερέωμα πλημμυρισμένο στ’ άστρα, που ήταν και θεότητες, το φεγγάρι απ’ όπου έπεσε ένα λιοντάρι, η γυαλάδα ενός μαρμάρου κάτω από την αργή, ευαίσθητη άκρια των δαχτύλων, η γεύση της σάρκας του αγριογούρουνου, που του άρεζε να κομματιάζει με γερές δαγκωματιές, μια φοινικική λέξη, ο μαύρος ίσκιος που ρίχνει ένα κοντάρι πάνω στην κίτρινη άμμο, το ζύγωμα της θάλασσας ή των γυναικών, το δυνατό κρασί που κόβεται η αψάδα του με το μέλι, μπορούσαν, το καθένα χωριστά κι όλα μαζί, να γεμίσουν την έκταση της ψυχής του.
Ήξερε τι θα πει φόβος, όμως και τι θα πει θυμός και θάρρος και, κάποια φορά, σκαρφάλωσε πρώτος σ’ ένα εχθρικό τείχος. Ακόρεστος, περίεργος, ανυπόμονος, με μόνη αρχή του την απόλαυση και την αδιαφορία που έρχεται μετά, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και είδε, στη μια και την άλλη άκρη της θάλασσας, τις πολιτείες και τα παλάτια των ανθρώπων.
Σε αγορές πολύβουες ή στη ρίζα ενός βουνού που η κορφή του χάνονταν στην καταχνιά και που, κάποτε, ίσως να ’ζησαν εκεί κένταυροι, άκουσε συγκεχυμένες ιστορίες που τις δεχόταν όπως δεχόταν την πραγματικότητα, δίχως να ψάχνει αν ήταν αληθινές ή φτιαχτές.
Σιγά σιγά, το σύμπαν μ’ όλη του την ομορφιά, άρχισε να τον εγκαταλείπει.
Μια καταχνιά επίμονη σκοτείνιαζε τις γραμμές του χεριού του, η νύχτα απογυμνώθηκε από τα αστέρια της, το έδαφος έγινε λιγότερο σταθερό κάτω από τα βήματά του. Όλα απομακρύνονταν και συγχέονταν.
Όταν κατάλαβε πως άρχισε να τυφλώνεται, έκλαψε.
Η στωική εγκαρτέρηση δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί κι ο Έκτορας μπορούσε να το βάλει στα πόδια χωρίς να ντροπιαστεί. «Δεν πρόκειται» ένιωσε «ούτε τον ουρανό να ξαναδώ, γεμάτο με το μυθολογικό του δέος, ούτε τούτο το πρόσωπο που θα το μεταμορφώσουν τα χρόνια».