Είμαι στη μέση ενός τεράστιου χαοτικού δωματίου. Βρίσκομαι μέσα σε ένα κρεβατάκι καθιστός, με ψηλά θεόρατα κάγκελα γύρω γύρω. Προσπαθώ να σηκωθώ όρθιος να ζητήσω βοήθεια, τελικά τα καταφέρνω. Κρατιέμαι από τα διχτάκια του κρεβατιού, ανήμπορος να βγω από τη φυλακή, κλαίω, αγχώνομαι, κοιτάζω απεγνωσμένα για μια οποιαδήποτε βοήθεια, είναι κρύο και απέραντο αυτό το δωμάτιο, εγώ θέλω να κλειστώ σε κάτι ζεστό και μικρό, πάω γύρω γύρω από τα καγκελάκια μήπως και βρω μια έξοδο, η βοήθεια υπερβολικά μακριά και άφαντη, θέλω να βγω, θέλω αγκαλιά, δεν μπορώ να βγω, μόνος μου δεν είμαι τίποτα, θα εξαφανιστώ, πηγαίνω πέρα δώθε με αγωνία, θέλω να βγω, με έβαλαν εδώ για να συνηθίσω, κλαίω δεν ξέρω να μιλήσω, δεν μπορώ να πω λόγια ότι πονάω, απλώνω χέρια για αγκαλιά σπαράζοντας. Έρχεται…
Έχει σκοτάδι, πολύ σκοτάδι. Είμαι τρομοκρατημένος. Πρέπει να έκανα τρομερό λάθος, πρέπει να είμαι τρομερό λάθος. Κοιτάζω γύρω μου τα πράγματα της αποθήκης, τα παπούτσια, τα κουτιά, με ηρεμεί να σκέφτομαι κάτι άλλο από το σκοτάδι και την απομόνωση. Πότε θα ξεκλειδώσει την πόρτα ο παππούς; Πάλι δεν έφαγα το αυγό μου… Αλλά δεν γίνεται, είναι τόσο αηδιαστικά αυτά τα ζουμιά, πώς μπορώ να τον ικανοποιήσω για να μην με στέλνει κλειδωμένο στην αποθήκη τιμωρία;
Ακατόρθωτο, μάλλον δεν αξίζω για να μου φωνάζουν έτσι, τον αγαπάω τον παππού και αυτός για το καλό μου τα κάνει αυτά, για να φάω το αυγό μου, γιατί όμως πονάω τόσο, γιατί τρέμω τόσο, έχει πολύ κρύο εδώ πέρα μόνος μου, πόση ώρα με αφήνει συνήθως εδώ μέσα, πέρασε; Μήπως με ξέχασε εδώ για πάντα; Πρέπει να είμαι κάπως χαλασμένος, αυτό είναι το κουτί με τις βαφές παπουτσιών, τα έχω μελετήσει όλα εδώ μέσα τόσες φορές, θα το φάω για να τον κάνω χαρούμενο, γιατί με κλειδώνει;
Φοβάμαι πολύ, θα εξαφανιστώ, δεν είμαι καλό παιδί, θα βρω τρόπους να τον κάνω να με αγαπήσει, να μην μου φωνάζει, αυτή την αποθήκη τη μισώ, είναι τόσο μικρή, θα λιώσω, βοήθεια, κανείς δεν με ακούει, ακούω βήματα, σώθηκα πάλι για σήμερα.
Παίζω με τα μεγαλύτερα παιδιά. Το αυτοκινητάκι μου πατάει γκάζι. Οι μεγάλοι πού είναι; Τρέχω στο σαλόνι, είναι όλοι γύρω από έναν παππού ακίνητο, κλαίνε, εκείνος δεν μου μιλάει, «θέλω τον παππού μου!» φωνάζω, η γιαγιά ξεσπά σε κλάματα, «πάρτε τον μικρό έξω!» ακούω να λένε. Με πηγαίνουν στο δωμάτιο με τα άλλα παιδάκια, «παίξε» μου λένε. Εγώ δεν θέλω να παίξω με τα άλλα παιδάκια, θέλω τον παππού μου, τώρα θα με αγαπάει; Θα γίνω καλύτερος παππού το υπόσχομαι, έλα πίσω. Έχω και το όνομά σου, εσύ θα με αγαπήσεις περισσότερο αν είμαι καλό παιδί, δεν κάνω φασαρίες και τρώω το αυγό μου; Εγώ φταίω, θα τα αλλάξω όλα παππού θα δεις, μόνο έλα πίσω, σ’ αγαπώ, μην μένεις εκεί μόνος και αμίλητος στο κρύο, γιατί δεν κινείται, τον είδα, εγώ φταίω…