Το 1967 ο Martin Seligman, ένας από τους πιο γνωστούς συμπεριφορικούς ψυχολόγους, πραγματοποιεί μαζί με τον Steve Maier ένα πείραμα που θα αποτελέσει πρόδρομο μιας πολυάριθμης σειράς σχετικών ερευνών και θα παγιωθεί ανάμεσα στις κλασικές και πλέον πολυσυζητημένες μελέτες της ψυχολογίας.
Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν 24 σκυλιά, χωρισμένα σε τρεις ισάριθμες ομάδες : την ομάδα διαφυγής, την ομάδα μη διαφυγής και την ομάδα ελέγχου. Στην πρώτη ομάδα κάθε σκυλί τοποθετήθηκε σε ένα ζυγό που το κρατούσε δεσμευμένο, παρέχοντας όμως κάποιο περιθώριο κίνησης.
Οι ερευνητές είχαν τοποθετήσει δύο παρωπίδες σε κάθε σκύλο έτσι ώστε να κρατάει το κεφάλι του μπροστά και στη συνέχεια του χορηγούσαν ηλεκτροσοκ το οποίο μάθαινε να τερματίζει πιέζοντας με το κεφάλι μια απ’τις δυο παρωπίδες.
Συζευγμένα μαζί με την ομάδα διαφυγής ήταν και τα σκυλιά της ομάδας μη διαφυγής, με μόνη διαφορά ότι οποιαδήποτε κίνησή τους δεν ήταν δυνατό να τερματίσει την χορήγηση του ηλεκτρικού ρεύματος.
Για το κάθε σκυλί αυτής της ομάδας το ηλεκτροσοκ σταματούσε μόνο όταν το “ζευγαρωμένο” μαζί του από την πρώτη ομάδα σκυλί (δηλαδή από την ομάδα διαφυγής) εκτελούσε τη συγκεκριμένη κίνηση πίεσης της παρωπίδας. Με πιο απλά λόγια, οι σκύλοι της δεύτερης ομάδας δεν μπορούσαν οι ίδιοι να διακόψουν το ηλεκτροσοκ.
Όσον αφορά τα σκυλιά της ομάδας ελέγχου, εκείνα δεν δέχτηκαν κανένα ηλεκτροσοκ.
Στην επόμενη φάση του πειράματος, τα υποκείμενα όλων των ομάδων τοποθετήκαν ξεχωριστά σε ένα κουτί που διαχωριζόταν στο κέντρο του από ένα τεχνητό ύψωμα. Οι ερευνητές χορήγησαν ξανά ηλεκτρικό ρεύμα μόνο που αυτή την φορά κανένα σκυλί δεν μπορούσε να το διακόψει με οποιαδήποτε κίνηση.
Μπορούσε όμως να το αποφύγει πηδώντας πάνω από το διαχωριστικό στην άλλη πλευρά του κουτιού που ήταν ηλεκτρικά ουδέτερη.
Τα σκυλιά μάλιστα μπορούσαν να μάθουν να αποφεύγουν το ηλεκτροσόκ προτού την χορήγησή του, καθώς προηγούταν πάντοτε μια περίοδος 10 δευτερολέπτων όπου έσβηναν ορισμένα ενσωματωμένα φώτα μέσα στο κουτί τα οποία σκεφτείτε ότι ουσιαστικά λειτουργούσαν σαν σινιάλο του τι θα ακολουθήσει. Η διαδικασία της μάθησης αυτού του “σινιάλου” ήταν εφικτή γιατί κάθε σκύλος υπέστη την ίδια δοκιμασία πολλές φορές (συγκεκριμένα στον αριθμό: 10).