Ακούω τον Βασίλη Λέκκα να τραγουδάει τους πρώτους στίχους απ’ το «Μάνα μου Ελλάς», σε στίχους Γκάτσου και μουσική Ξαρχάκου. Είναι ένας αμανές, σαν αυτούς που πρωτακούστηκαν στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Οι τσέτες κι οι Νεότουρκοι του Κεμάλ έσφαζαν τους χριστιανούς, Αρμένηδες και Έλληνες. Οι Μεγάλες Δυνάμεις παρακολουθούσαν αμέτοχες. Εκείνες το προκάλεσαν, η αστάθεια κι ο πόλεμος τις κάνει πιο δυνατές. Μιλιούνια οι πρόσφυγες εγκατέλειπαν τις εστίες τους, το χώμα των προγόνων τους και πνίγονταν στο Αιγαίο, για να φτάσουν στη «Μάνα μου Ελλάς».
Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τ’ αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου, μάνα μου Ελλάς,
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.
εσύ φοράς τ’ αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου, μάνα μου Ελλάς,
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.
Στην Ελλάδα ήταν «τουρκόσποροι». Τις Σμυρνιές τις αποκαλούσαν επιτιμητικά «γλωσσούδες». Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν αναγκαστεί ν’ αφήσουν πίσω περιουσίες και ζωές που οι παλαιοελλαδίτες δεν μπορούσαν να φανταστούν. Και βρέθηκαν κλεισμένοι στα λοιμοκαθαρτήρια. Ήταν οι ξένοι, οι άλλοι, οι κακομοίρηδες.
Κυνηγημένοι απ’ τους παλιούς τους γείτονες, περιφρονημένοι απ’ τους καινούριους. Η «Μάνα μου Ελλάς» δεν μπορούσε να συντηρήσει ούτε τους μόνιμους, τι θα ‘κανε με τους καινούριους;
Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τ’ αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.
είχες ντυθεί τ’ αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.
Μου ‘λεγε ένας Πόντιος, πώς βρέθηκαν οι γονείς του σ’ ένα σπιτάκι στην Καλαμαριά. Κι εκείνος να πουλάει πάγο, να κάνει ό,τι δουλειά μπορύσε να κάνει, απ’ τα δέκα, για να φάνε. Οι πρόσφυγες δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, έτσι όπως λέγεται. Όμως έδωσαν νέο αίμα στη μάνα του καημού.