Ν΄ ἀγκαλιάζεις ἕνα σῶμα γυναίκας εἶναι τό ἴδιο σάν νά σφίγγεις ἐπάνω σου τήν παράδοξη ἐκείνη χαρά πού νιώθεις κάποτε νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό πρός τή θάλασσα.
Σέ λιγάκι, ὅταν ἡ στιγμή φτάσει νά πέσω καί νά κυλιστῶ μές στίς ἀγριομέντες ὅσο πού νά ποτίσει τό κορμί μου ἀπό τήν εὐωδιά τους, ξέρω πώς θά ΄χῶ τή συναίσθηση- κι ἄς μ΄ ἔχουν μάθει ἀλλιῶς- ὅτι πραγματώνω μιάν ἀλήθεια˙ τήν ἀλήθεια τοῦ ἥλιου, πού μέλλει νά ΄ναί καί ἡ ἀλήθεια τοῦ θανάτου μου. Ἐπειδή, ἀπό μιάν ἄποψη, παίζεται ἡ ζωή μου ἐδῶ πέρα˙ μία ζωή μέ τή γεύση τῆς πυρωμένης πέτρας, γιομάτη ἀπό τίς φωνές τῆς θάλασσας καί τῶν τζιτζικιῶν πού ἀρχινᾶν κιόλας τό τραγούδι τους. Φυσάει ὁ μπάτης ὅλος δροσιά κι ὁ οὐρανός εἶναι καταγάλανος. Δίνομαι σέ μία τέτοια ζωή μ΄ἀληθινόν ἔρωτα κι ἀποζητάω ἐντελῶς ἐλεύθερα νά προσδιορίσω τί μέ κάνει νά αἰσθάνομαι: ναί, μέ κάνει περήφανο νά νιώθω ἄνθρωπος.