«Πάλι
εκεί κάθεται;» Γύρισε το κεφάλι της προς τη μεριά του. Πού τον έψαχνε
πού τον έβρισκε, ήταν πάντα εκεί. Χειμώνας τώρα, είχε αφήσει στην άκρη
τις μπύρες και έπινε τα ποντς στη ζεστή γωνία του μαγαζιού, πλάι στη
τζαμαρία. Το καφενείο, είχε πάρει το όνομά του από το πλατάνι που είχε
φυτέψει όταν ήταν ακόμα νέος, ακριβώς απέξω. Είχαν περάσει από τότε
περίπου σαράντα χρόνια και βάλε. Είχε έρθει και αυτό και είχε θεριέψει.
Ήταν το καταφύγιο της γειτονιάς, αλλά κυρίως το δικό του.
«Ε, δεν τον ξέρεις τώρα; Άμα δε βγει η κυρά Λένη να τον μαζέψει, δεν το κουνάει».
Κινήθηκε κατά τη μεριά του, τράβηξε την
καρέκλα και κάθισε. Ο κυρ Τάκης μόλις την είδε, φωτίστηκε ολάκερος.
«Κόρη μου!», φώναξε. Αμέσως άνοιξε τα χέρια του να την αγκαλιάσει. Τα
μάτια του υγράνθηκαν. Το είχε αυτό. Είχε γεράσει και κάθε εικόνα
αγαπημένου του προσώπου, τού έφερνε δάκρυα στα μάτια. «Τι να σε
κεράσω;», είπε.
«Τίποτα, πατέρα. Πέρασα απλώς για να σας δω. Πάμε πάνω, να δω και τη μάνα;»
Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του
πριν μιλήσει. Είχε φτάσει στη γόπα, αλλά δεν το έσβηνε. Τα νύχια του
κατακίτρινα από τα τσιγάρα και όλο το χέρι να τρέμει από πάνω ως κάτω,
μα δεν έλεγε να σταματήσει αυτό το χούι. «Είναι νωρίς ακόμα. Κάτσε να
πιώ άλλο ένα και πάμε».
Κάθε μέρα η ίδια ιστορία: Ξυπνούσε το
πρωί, ξυριζόταν, φορούσε το κοστούμι του, λες και ήταν γιορτή και
κατέβαινε στο καφενείο.