Η μοναξιά και η απελπισία μάχονταν στο προσκεφάλι του, θηρία κι οι δυο ανυποχώρητα. Ο ύπνος και ο θάνατος σκάλωσαν πάνω του διεκδικώντας μερίδιο. Τα δάχτυλα χαλάρωσαν, η τελευταία ρουφηξιά γλίστρησε στο ταβάνι, βουβό το στρώμα πάγωσε τον ήχο της, παραδόθηκε.
Το παράθυρο που δεν πρόλαβε ν’ ανοίξει, ο καπνός που κυρίευσε το δωμάτιο, όλη του η ζωή ένα σύννεφο που έφερνε πάντα βροχή. Οι μοίρες, οι θυγατέρες της νύχτας, έρχονταν πάντα βαθιά μεσάνυχτα σε κείνον, ποτέ πρωί. Όσο θυμόταν, ένιωθε τη ζωή του ταξίδι ματαιωμένο απ’ την αρχή. Ακόμα και τ’ όνομά του το πήρε στην τύχη. Ή καλύτερα σ’ ένα παιχνίδι της.
Όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του, τα χρόνια του εμφύλιου, η μάνα του ήταν έγκυος σ’ αυτόν. «Εμμανουήλ», τ’ όνομα του πατέρα του και το δικό του, για να τιμήσουν τη μνήμη του. «Στη γλώσσα του Χριστού, θα πει ο θεός μαζί σας, παιδί μου», του ‘λεγε η μάνα του, χωρίς πολλά λόγια, χωρίς εξηγήσεις, μνήμες, θυμό, μίσος.