Άνθρωποι, ζώα και πουλιά, ζούσαν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι όλοι μαζί σε μια όμορφη χώρα, μέχρι την στιγμή που πήρε την εξουσία ένας κακός βασιλιάς, που μισούσε τη φύση.
Έλεγε πως ήταν αλλεργικός και πως δήθεν το φυσικό περιβάλλον τον αρρώσταινε. Τα δέντρα του προκαλούσαν αναγούλα, η θάλασσα και τα ποτάμια τον ζάλιζαν, τα λουλούδια του έφερναν εμετό, τα πουλιά του ανέβαζαν τον πυρετό, και τα ζώα τον έκαναν και έβγαζε σπυράκια.
Γι' αυτό και συνήθως απέφευγε να κυκλοφορεί πολύ έξω και ειδικά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Κυκλοφορούσε παντού μόνο με το βασιλικό αυτοκίνητο.
Μια μέρα λοιπόν που το βασιλικό αυτοκίνητο χάλασε, ο κακός βασιλιάς αποφάσισε να πάει με τα πόδια από το σπίτι στο παλάτι. Ήταν χειμώνας, μα έτσι καθώς περπατούσε , ξαφνικά μπήκε η Άνοιξη!
Μια καταπληκτική ανοιξιάτικη μέρα! Τα δέντρα έγιναν μονομιάς καταπράσινα και γεμάτα πουλιά που τραγουδούσαν, τα βουνά σκεπάστηκαν με χιλιάδες χρώματα από τα πολλά λουλούδια και γέμισαν με χαρούμενες φωνές από τα πολλά ζώα που ξύπνησαν και άρχισαν να τριγυρνούν πέρα δώθε ευτυχισμένα, ενώ τα νερά της θάλασσας και των δύο ποταμών, έλαμπαν σαν γαλάζιο ασήμι κάτω από τον ζεστό ήλιο.
Με το που τα είδε όλα αυτά ο κακός βασιλιάς, έπαθε αλλεργία βαριάς μορφής και έπεσε βαριά άρρωστος με όλα τα συμπτώματα μαζί. Ζαλάδες, πονοκέφαλο, πυρετό, αναγούλες και εμετό.
Ο γιατρός που τον εξέτασε, του είπε πως όλα αυτά τα έπαθε από το κακό του, και αν ήθελε να γίνει καλά έπρεπε επειγόντως να γίνει καλός, γιατί μόνον έτσι θα χαιρόταν τη φύση και θα ένιωθε υγιής και ευτυχισμένος. Θα μπορούσε λοιπόν να του κάνει στη στιγμή μια μεταμόσχευση καρδιάς. Να του βγάλει την μαύρη που έχει μέσα του και να την αντικαταστήσει με μια ολοκαίνουργια χρυσή καρδιά.
Ο κακός βασιλιάς πλήρωσε τον γιατρό, τον ευχαρίστησε και αμέσως μετά τον σκότωσε με το βασιλικό περίστροφο, γιατί ήταν πολύ δύσκολο να γίνει ξαφνικά καλός, σ'αυτή την ηλικία.
Το ίδιο βράδυ, μάζεψε στην κρεβατοκάμαρά του τις τηλεοπτικές κάμερες και ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου, απηύθυνε ένα βασιλικό διάγγελμα στο λαό του, λέγοντάς τους, πως για την φοβερή αρρώστια του φταίει η καταραμένη ανοιξιάτικη φύση και πως αν τον αγαπούν και ήθελαν να σώσουν αυτόν και τη χώρα, θα έπρεπε να εξαφανίσουν και την άνοιξη και τη φύση.
Με τα πολλά λόγια, τις παροχές και τα ρουσφέτια, τους έπεισε και έτσι από την επόμενη κιόλας μέρα, οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να ξεριζώνουν τα δέντρα και τα λουλούδια και να κυνηγούν τα ζώα και τα πουλιά. Για κάθε δέντρο ή λουλούδι που έκοβαν, έπαιρναν ένα χρυσό φλουρί και για κάθε ζώο ή πουλί που σκότωναν, ένα πλατινένιο.
Σε λίγες μέρες, ο βασιλιάς είχε γίνει εντελώς καλά και οι κάτοικοι εντελώς ..πλούσιοι! Τώρα τους είχαν μείνει μόνο τα δύο ποτάμια και η θάλασσα Ο βασιλιάς πρότεινε και άδειασαν τα ποτάμια όλοι μαζί με κουβάδες και έφτιαξαν ο καθένας από δύο πισίνες, μία για να πλένονται αυτοί και μία για να πλένουν τα χρήματά τους. Το μαύρο χρήμα.
Τη θάλασσα την κράτησαν όπως ήταν, για να ρίχνουν μέσα τα σκουπίδια τους και έτσι μέσα σε λίγο καιρό, μετατράπηκε σε μια τεράστια χωματερή.
Επίσης ο βασιλιάς παράγγειλε και του φτιάξανε έναν τεράστιο γυάλινο θόλο, που σε περίπτωση βροχής, άνοιγε και σκέπαζε την πόλη, για να αποφευχθεί έτσι ο κίνδυνος δημιουργίας νέων ποταμών, λιμνών η θαλασσών.
Σε δύο μόλις μήνες, η Όμορφη Χώρα μετατράπηκε σε Έρημη Χώρα, γεμάτη με άνυδρες, έρημες εκτάσεις, και σε άλλους δυο μήνες, μετατράπηκε σε Τσιμεντένια Χώρα, αφού ο κακός βασιλιάς προχώρησε ακόμα περισσότερο και διέταξε να ασφαλτοστρωθούν και να γίνουν τσιμέντο τα πάντα.