Μια φορά κι έναν καιρό, κοντινό ή μακρινό, μέσα σε μια κούτα στη σοφίτα ενός τρανού αρχοντικού, ζούσε ένα παλιό λουλουδάτο ψάθινο καπέλο, με μακριές ροζ κορδέλες, που το έλεγαν Νίνα. Βρισκόταν εκεί εγκαταλειμμένη από χρόνια, ποιος ξέρει πόσα. Κάποια μέρα η πόρτα της σοφίτας άνοιξε τριζοκοπώντας κι ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν. Το καπάκι της κούτας άνοιξε και κάποιος πέταξε μέσα έναν τσίγκινο κουρδιστό παλιάτσο.
Μόλις η πόρτα έκλεισε κι ησυχία σκέπασε ξανά τη σοφίτα, η Νίνα άκουσε τον παλιάτσο να θρηνεί και να βογκάει.
«Τι έχεις και στενάζεις μικρέ παλιάτσε;» ρώτησε το καπέλο.
«Είμαι δυστυχισμένος…» απάντησε βουρκωμένος ο παλιάτσος.
«Έλα, μη μου στεναχωριέσαι» τον καλόπιασε το καπέλο. «Εγώ είμαι η Νίνα, θα μου πεις τ’ όνομά σου;» του συστήθηκε.
«Με λένε Τσάρλι» ρούφηξε κείνος τη μύτη του «και κανείς δεν μ’ αγαπάει» είπε με τόνο δραματικό.
«Τι σου συνέβη Τσάρλι, μπορείς να μου πεις;» ενδιαφέρθηκε η Νίνα.
«Τα παιδιά δε με θέλουν πια» μοιρολόγησε ο παλιάτσος. «Έβαλα τα δυνατά μου, έκαμα την καλύτερή μου παράσταση, όμως κείνα έχουν τόσα πολλά φανταχτερά και πανέξυπνα παιχνίδια, που ελάχιστη σημασία μου ‘δωσαν. Με βαρέθηκαν και με παράτησαν στο ράφι. Και σα να μην έφτανε τούτο, χάσανε και το κλειδί που με κουρδίζανε κι έτσι απέμεινα άνεργος κι άχρηστος, ο τελευταίος των τελευταίων» τον έπνιξε το παράπονο. Απ’ το ζωγραφιστό του μάτι κύλισε λίγη μπογιά κι έβαψε στο μάγουλό του ένα δάκρυ, που ‘μεινε για πάντα να του θυμίζει κείνη την απαίσια μέρα που τον πετάξανε στη σοφίτα.
η Νίνα έπιασε να τον παρηγορεί. Καθόντουσαν και λέγανε τα δικά τους, μοιραζόντουσαν τους καημούς και τα όνειρά τους μες στη σιωπή και στην υγρασία και γρήγορα γίνανε φίλοι καρδιακοί.
Ο Τσάρλι έκλαιγε τη μαύρη τους τη μοίρα, πως η ζωή είχε πια τελειώσει, ότι γι’ αυτούς δεν υπήρχε αύριο. Μόνο, έλεγε και κατσιπόδιαζε, θα περίμεναν να περάσει μια μέρα ο σκουπιδιάρης, να τους πάρει και να τους πετάξει στη χωματερή να σαπίσουν. «Ποτέ πια» μουρμούριζε θλιβερά «ποτέ πια».
Μα η Νίνα δεν εννοούσε να το βάλει κάτω. Βλέπεις, την είχε φορέσει για χρόνια η αδερφή του αφεντικού, που ‘φυγε αδέκαρη για την Αμερική για να γλιτώσει από έναν αναγκαστικό γάμο κι έφτασε να γίνει καθηγήτρια στο πιο φημισμένο πανεπιστήμιο του κόσμου. Καθώς στεκότανε μέρες και χρόνια απάνω στο κεφάλι της, το καπέλο είχε πάρει λιγάκι απ’ την εξυπνάδα, το κουράγιο και το λεύτερο πνεύμα της χαρισματικής κοπέλας.
Το σκεφτόταν η Νίνα εδώ και χρόνια να φύγει, να ταξιδέψει μακριά, μα δεν είχε βλέπεις πόδια κι έτσι που ήταν παραχωμένη δεν της δόθηκε ποτέ η ευκαιρία. Ίσως πάλι δεν το προσπάθησε ποτέ στα σοβαρά. Της άρεσε να χάνεται σε βαθύγνωμες σκέψεις, χωρίς κανείς να διακόπτει τη ροή τους, είχε συνηθίσει τη μοναξιά και σχεδόν την απολάμβανε.
Σαν γνώρισε όμως τον θλιμμένο παλιάτσο η θέληση της Νίνας δυνάμωσε κι αποφάσισε να φύγει ό,τι κι αν γινόταν. Γιατί ο Τσάρλι τής θύμιζε πως εκεί έξω υπήρχε ήλιος και βροχή και άνεμος δροσάτος και την έκαμε να θέλει όσο τίποτε άλλο να βγει ξανά στη ζωή και να γλεντήσει, έστω για μια μέρα, παρά να κάθεται εκεί και να προσμένει τον σκουπιδιάρη.