Φίλε μου Πιτσιρίκο, θέλω να μας θυμίσω μια ιστορία.
Ιούλιος 1826. Το Μεσολόγγι έπεσε, ο Ιμπραήμ αλωνίζει στην Πελοπόννησο, ο Ανδρούτσος έχει δολοφονηθεί από τις εγγλέζικες λίρες και η Ρούμελη προσκυνάει τον Κιουταχή ο οποίος κατευθύνεται προς την Αθήνα για να την υποτάξει.
Ο Καραϊσκάκης φτάνει στο Ναύπλιο προσπαθώντας να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κυβέρνηση που έχει ήδη δρομολογήσει το ξεπούλημα της επανάστασης και την μετατροπή της Πελοποννήσου από τούρκικο ντοβλέτι σε αγγλική αποικία. Αυτή θα ήταν όλη κι όλη η “απελευθερωμένη Ελλάδα”.
Οι αγγλικές λίρες του “δανείου” έχουν κάνει καλή δουλειά. Το Ναύπλιο είναι μια Βαβέλ γεμάτη τυχοδιώκτες, μια “άθλια μασκαράτα βρόμικου μεγαλείου” όπως την είπε κάποιος, όπου ο καθένας προσπαθεί να αρπάξει ένα κομματάκι από το κόκκαλο.
Όσοι είναι κόντρα σ” αυτόν τον ξεπεσμό, ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης και μερικοί άλλοι, βαφτίζονται “αντιπατριώτες”.
Την κουτάλα ανακατεύουν οι κοτζαμπάσηδες και οι καραβοκυραίοι (αυτοί που σήμερα τους λέμε “επιχειρηματική τάξη”) και οι Φαναριώτες (αυτοί που σήμερα τους λέμε “πολιτικό προσωπικό της χώρας”).
Οι πρώτοι, με κυριότερους εκπρόσωπους τον Κουντουριώτη και τον Μαυρομιχάλη, στην κυριολεξία κοινωνικές βδέλλες, περιγράφονται στο άσμα “Ξεκινάει τ” αρχοντολόι” του, κατά Τζίμη Πανούση, “ακατονόμαστου”.
Έχουν καθίσει στο σβέρκο του κοσμάκη και του πίνουν το αίμα. Μπροστά τους ο Σουλτάνος φαντάζει αγγελούδι.
Την ίδια ώρα που οι Ευρωπαίοι ομόλογοι τους προωθούν την βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή τον καπιταλισμό, παίρνοντας και τα ρίσκα τους, αυτοί έχουν κολλήσει στον τιμαριωτισμό που εισήγαγαν οι Οθωμανοί και έχουν βολευτεί με τον μήνα που τρέφει τους έντεκα.