Για πρώτη φορά μια αμερικανική επιστημονική έρευνα διαπίστωσε ότι δεν αρκεί να είναι κανείς γενικά ευτυχισμένος, καθώς τα ανθρώπινα γονίδια με έναν μυστηριώδη τρόπο ξεχωρίζουν σε μοριακό επίπεδο το «σωστό» από το «λάθος» είδος ευτυχίας.
Έτσι, όσοι νιώθουν την «καλή», πιο βαθιά και ενάρετη ευτυχία (που λέγεται και «ευδαιμονία»), βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση από άποψη υγιούς λειτουργίας των γονιδίων τους, σε σχέση με όσους αισθάνονται την «κακή» και πιο ρηχή ευτυχία (τη λεγόμενη «ηδονή»). Με άλλα λόγια, μια ζωή με νόημα είναι ανώτερη (ακόμα και σε βιολογικό-γονιδιακό επίπεδο) από μια απλώς ευτυχισμένη ζωή.
Έτσι, όσοι νιώθουν την «καλή», πιο βαθιά και ενάρετη ευτυχία (που λέγεται και «ευδαιμονία»), βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση από άποψη υγιούς λειτουργίας των γονιδίων τους, σε σχέση με όσους αισθάνονται την «κακή» και πιο ρηχή ευτυχία (τη λεγόμενη «ηδονή»). Με άλλα λόγια, μια ζωή με νόημα είναι ανώτερη (ακόμα και σε βιολογικό-γονιδιακό επίπεδο) από μια απλώς ευτυχισμένη ζωή.