Ανδρέας Εμπειρίκος και Μάτση Χατζηλαζάρου: Αν η παρόρμησις υπάρχει, τίποτε δεν μπορεί να την αναχαιτίση
Όταν ο Ανδρέας γνώρισε τη Μάτση, ο δυτικός πολιτισμός και μαζί του ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος έμπαινε σ’ ένα σκοτεινό τούνελ απ’ όπου δεν επρόκειτο να βγει πριν περάσουν πολλά χρόνια και οπωσδήποτε δεν επρόκειτο να βγει χωρίς πληγές και στίγματα που ως σήμερα ακόμη δεν έχουν ολότελα εξαλειφθεί.
Στην πραγματικότητα, όπως πολύ σωστά και έγκαιρα είχαν διαβλέψει μεταξύ άλλων και οι νεαροί ντανταϊστές, αυτή η διαδικασία συσκότισης και φρίκης είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, ήδη από τα χρόνια του πρώτου μεγάλου πολέμου, και αν το μέγεθος και η διάρκεια του κακού δεν έγιναν αμέσως αντιληπτά απ’ όλους, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ταυτόχρονα εμφανίστηκαν και διαδόθηκαν και οι πιο ριζοσπαστικές ιδέες και η ελπίδα, που παραδόξως φαινόταν βάσιμη τότε, για τη δημιουργία ενός νέου, καλύτερου κόσμου.
Σε αυτήν ακριβώς την προοπτική πρέπει να διαβαστούν και τα λόγια που έγραψε ο Ανδρέας Εμπειρίκος εκείνη την εποχή, όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος: «…δεν είναι δυνατόν, ο πόλεμος του 1939 να μην αφύπνισε τους ανθρώπους, όπως ξυπνά η μάστιγα το αίμα, διότι δεν είναι δυνατόν, ο πόλεμος αυτός να μην ανοίξη νέους δρόμους, δρόμους που να οδηγούν σε ριζική, σε ουσιαστική αναθεώρησι όλων των αξιών και όλων των πραγμάτων. Και κανείς δεν θέλει σήμερα να είναι αυτή η αναθεώρησις απλή αλλαγή ιδιοκτήτου, μα νέος κόσμος, με νέαν αντίληψι και νέα προσαρμογή – με μία λέξι, μια νέα πραγματικότης, όχι μονάχα υλική μα και ηθική.»
Γεννημένος με το ξεκίνημα του 20ου αιώνα, το 1901, στην Μπραΐλα της Ρουμανίας από έλληνα πατέρα και μητέρα κατά το ήμισυ ρωσίδα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα περάσει ευτυχισμένα παιδικά χρόνια στη Σύρο και στην Αθήνα, όπου θα εγκατασταθεί τελικά η οικογένεια, και ακόμη πιο ευτυχισμένα καλοκαίρια στα κτήματα των θείων του στη Ρωσία.
Η κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα απαγορεύσει οριστικά αυτά τα ταξίδια, την ευδαιμονία των οποίων ως το τέλος της ζωής του θα νοσταλγεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, και συγχρόνως θα επιφέρει σημαντικές απώλειες στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του πατέρα του, ενώ το τέλος του πολέμου θα βρει τους δυο γονείς του χωρισμένους.
Το γεγονός αυτό θα σημαδέψει ανεξίτηλα τον νεαρό Ανδρέα και θα σημάνει την αρχή μιας μακριάς σειράς διαφωνιών με τον πατέρα του, οι οποίες σε συνδυασμό με τη βαθιά ιδεολογική διάσταση των δύο ανδρών θα κορυφωθούν το 1926 και θα οδηγήσουν τον ποιητή στο μυθικό Παρίσι του μεσοπολέμου (ενώ είχαν ήδη προηγηθεί αποδημίες και προσωρινές εγκαταστάσεις του στη Λοζάννη, στη γαλλική Ριβιέρα και στο Λονδίνο και θα ακολουθούσε πολύ αργότερα μια αποτυχημένη απόπειρα να κάνει τον γύρο του κόσμου).